Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2012 | Permalink
Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων


Υπόδειγμα αναγνωστικής απόλαυσης είναι το υπέροχο μυθιστόρημα «Η ΛΕΣΧΗ ΤΩΝ ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΑ ΑΙΣΙΟΔΟΞΩΝ» ("LE CLUB DES INCORRIGIBLES OPTIMISTES") του συγγραφέα (και σεναριογράφου), JEAN-MICHEL GUENASSIA (Γαλλία, 1950), (Εκδ. Πόλις, (ωραιότατη) μετάφρ. Φ.Βλαχοπούλου, σελ.707). Ένα βιβλίο τυπικό δείγμα «μυθιστορήματος μαθητείας ή ενηλικίωσης» (bildunsroman), με χορταστική και πλούσια αφήγηση, έξοχη αναπαράσταση μιας ταραγμένης εποχής για την Γαλλία – τέλος δεκαετίας του 50, αρχές/μέσα δεκαετίας του ’60 που ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ του «προσωπικού», μιάς τραγικής οικογενειακής ιστορίας και του «γενικού», της παγκόσμιας ιστορίας μέσα από τις ζωές των πολιτικών προσφύγων που βρήκαν καταφύγιο στο «πεφωτισμένο» μεταπολεμικό Παρίσι, το οποίο βίωνε στο πετσί του το δράμα της Αλγερίας.

«Η ανάγνωση έχει κάτι το μεταφυσικό. Πριν διαβάσεις ένα βιβλίο, μαντεύεις κατευθείαν αν θα σου αρέσει ή όχι. Το μυρίζεις, το διαισθάνεσαι, αναρωτιέσαι αν αξίζει να του αφιερώσεις τον χρόνο σου. Είναι η αόρατη αλχημεία των σημαδιών πάνω στο χαρτί, που εντυπώνονται στο μυαλό μας. Κάθε βιβλίο είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Με το που βλέπουμε έναν άνθρωπο, καταλαβαίνουμε αν θα γίνει φίλος μας ή όχι.»

Ο ήρωας της ιστορίας, ο Μισέλ Μαρινί είναι ένας βιβλιοφάγος έφηβος το 1959. Διαβάζει λογοτεχνία μετά μανίας, παραμελεί τα μαθήματά του προς χάριν της, ακόμα και μέσα στη τάξη έχει στα πόδια του ένα βιβλίο το οποίο διαβάζει, ενώ περπατάει στο δρόμο διαβάζοντας και κινδυνεύοντας να πάθει κάποιο ατύχημα. Ζει σε μια προβληματική αστική οικογένεια, όπου οι δύο γονείς του, λόγω της έντονης κοινωνικής τους αντίθεσης – ο πατέρας γιός Ιταλού μετανάστη, ερωτεύεται την κόρη του αφεντικού του, στην επιχείρηση ηλεκτρικών ειδών, εκείνη μένει έγκυος, οπότε παντρεύονται (μετά από χρόνια αφού μεσολαβεί ο Β Παγκόσμιος πόλεμος). Ο Μαρινί αναλαμβάνει την διεύθυνση της επιχείρησης με εξαιρετικά αποτελέσματα, αλλά δεν γίνεται ουσιαστικά ποτέ δεκτός στο κοινωνικό περιβάλλον της οικογένειας της νύφης.
Ο μικρός Μισέλ πνεύμα πολύ ανήσυχο και περιπετειώδες, περνά πολλές ώρες σε ένα καφέ όπου παίζει με πολύ πάθος ποδοσφαιράκι, αλλά η περιέργεια του, τον ωθεί να διαβεί «τον Ρουβίκωνα», μια πόρτα μέσα στο καφέ, όπου έβλεπε διάφορους σιωπηλούς τύπους να μπαίνουν με χαμηλωμένο κεφάλι. Η «αποκοτιά» του αυτή, θα του αλλάξει τη ζωή, καθώς εισέρχεται σε έναν διαφορετικό κόσμο, μια ιδιότυπη σκακιστική λέσχη, της οποίας τα (περισσότερα τουλάχιστον) μέλη είναι πολιτικοί πρόσφυγες από διάφορες χώρες του Ανατολικού μπλοκ, αλλά και από τα Βαλκάνια – υπάρχει και κάποιος από την Ελλάδα, ενώ κάπου στο βάθος θα διακρίνει δύο εμβληματικές μορφές της Αριστερής διανόησης, τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ και τον Ζοζέφ Κεσέλ, οι οποίοι περνάνε κάποιες ώρες, παίζοντας σκάκι και γράφοντας σημειώσεις, ενώ δεν παραλείπουν να βοηθάνε οικονομικά κάποιους από τους πρόσφυγες.

«Είχαν επιλέξει τον δρόμο της ελευθερίας, εγκαταλείποντας γυναίκα, παιδιά, οικογένεια και φίλους. Γι’αυτό και δεν υπήρχαν γυναίκες στη Λέσχη. Τις είχαν αφήσει πίσω στη χώρα τους. Ήταν φαντάσματα, παρίες, χωρίς χρήματα, με πτυχία που δεν αναγνωρίζονταν. Κρατούσαν τις γυναίκες, τα παιδιά και τη χώρα τους φυλαγμένα σε μια γωνιά του μυαλού τους και της καρδιάς τους. Τους έμεναν πιστοί. Μιλούσαν ελάχιστα για το παρελθόν, απορροφημένοι καθώς ήταν απ’τον αγώνα της επιβίωσης και την προσπάθεια να δικαιολογήσουν την επιλογή που είχαν κάνει. Είχαν απαρνηθεί άνετα σπίτια και υψηλές θέσεις. Δεν είχαν φανταστεί ότι η επόμενη μέρα θα ήταν τόσο τόσο δύσκολη. Ορισμένοι είχαν ξεπέσει, μέσα σε λίγες ώρες, και από ανώτεροι αξιωματικοί προστατευόμενοι της κυβέρνησης ή καταξιωμένοι διευθυντές δημόσιων επιχειρήσεων, είχαν γίνει άστεγοι. Αυτή η κατρακύλα τους ήταν αφόρητη, όσο και η μοναξιά και η νοσταλγία που τους βασάνιζε. Κάποιοι άλλοι κατέληξαν, μετά από πολλές περιπλανήσεις στη Γαλλία, όπου τους δόθηκε πολιτικό άσυλο. Οι συνθήκες ήταν καλύτερες απ’ό,τι στις χώρες που τους είχαν απορρίψει. Ήταν η πατρίδα των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αρκεί να έραβαν το στόμα τους και να μην είχαν υπερβολικές απαιτήσεις. Δεν είχαν τίποτα, δεν ήταν τίποτα, αλλά ήταν ζωντανοί. Στην πατρίδα τους, αυτό ήταν σαν λάιτμοτιφ: «Είμαστε ζωντανοί και ελεύθεροι». Όπως μου είπε μια μέρα ο Σάσα: «Η διαφορά ανάμεσα σ’εμάς και τους άλλους είναι ότι εκείνοι είναι ζωντανοί κι εμείς επιζώντες. Όταν έχεις επιζήσει, δεν έχεις δικαίωμα να παραπονιέσαι για την τύχη σου· θα ήταν ύβρις γι’αυτούς που έμειναν πίσω».
Στη Λέσχη, δεν χρειάζονταν να δώσουν εξηγήσεις ή να απολογηθούν για κάτι. Ήταν εξόριστοι μεταξύ εξορίστων και δεν ήταν απαραίτητο να μιλήσουν για να καταλάβει ο ένας τον άλλον. Βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση. Ο Πάβελ ισχυριζόταν ότι έπρεπε να νιώθουν περήφανοι που κατάφεραν επιτέλους να πραγματώσουν το κομμουνιστικό ιδεώδες: ήταν ίσοι.
-Τι πιο σημαντικό να ζητήσει κανείς;»

Ο Μισέλ αρχίζει να πηγαίνει καθημερινά στη Λέσχη – οι φωνές, τα γέλια, οι τσακωμοί, οι συζητήσεις αποτελούν γι’αυτόν ένα κόσμο μαγικό, τελείως διαφορετικό από την οικογενειακή του ζωή, την οποία υποκαθιστά με αυτήν της Λέσχης. Προσπαθεί να μάθει σκάκι παρατηρώντας (και καταγράφοντας) τις κινήσεις κάποιων από τους πολύ επιδέξιους παίκτες που υπάρχουν εκεί μέσα και ακούει τις αφηγήσεις των μελών. Ο Ίγκορ, ο Βέρνερ, ο Ίμρε, ο Πάβελ, ο Βλάντιμιρ, ο Λεονίντ ξεδιπλώνουν τις ζωές τους, την προσωπική τους περιπέτεια και ο Μισέλ ακούει προσεκτικά, βρίσκεται μέσα σε ένα ζωντανό μυθιστόρημα και το βιώνει όσο καλύτερα μπορεί.

«Η λήθη μας τρομάζει. Όμως η μνήμη είναι η αιτία των δεινών μας. Μόνο με τη λήθη ζούμε ευτυχείς. Ο μεγαλύτερος εχθρός της ευτυχίας είναι η μνήμη. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι ξεχνούν.»

Η χρονική περίοδος που καλύπτει το βιβλίο είναι περίπου 5 χρόνια, από τον Οκτώβριο του ’59 έως τον Ιούλιο του ’64 και την αποφοίτηση του Μισέλ από το σχολείο. Σ’αυτά τα 5 χρόνια, ο νεαρός θα δει, την οικογένειά του να διαλύεται μετά την επανάσταση του μεγαλύτερου αδερφού του, Φρανκ και την φυγή του από το σπίτι, οι γονείς του θα απομυθοποιηθούν μπροστά στα μάτια του. Θα ερωτευτεί και θα πονέσει, θα διαβάσει πολύ, θα δει εκατοντάδες ταινίες, θα ακούσει χιλιάδες φορές τους ροκ&ρολ δίσκους που θα αγοράσει. Πάνω απ’όλα όμως, μέσα από την γνωριμία του, με αυτούς τους αντιφατικούς ανθρώπους, θα δει τι σημαίνει πραγματική ζωή, θα μάθει τα πολιτικά παιχνίδια και τις ισορροπίες τους – ακόμα και μέσα στη Λέσχη υπάρχουν δύο τάσεις, δύο πλευρές που μια «σφάζονται» και την άλλη «αγκαλιάζονται», αυτοί που συνεχίζουν να υποστηρίζουν τυφλά τον κομμουνισμό και οι άλλοι που είναι οι φανατικότεροι αντικομμουνιστές. Ο Μισέλ θα βιώσει την «ανθρώπινη μοίρα», ενώ η επαφή του με τον αινιγματικό Σάσα, τον «απόβλητο» της Λέσχης, θα τον ωριμάσει, πρόωρα μεν αλλά ουσιαστικά.

Το βιβλίο του Γκενασιά, βαδίζοντας στα μονοπάτια του μεγάλου αστικού Γαλλικού μυθιστορήματος, του 19ου αιώνα, είναι ένα μυθιστόρημα μεγάλης πνοής, που θα αγγίξει όλο το φάσμα των αναγνωστών. Από τον πιο απαιτητικό μέχρι τον πλέον αδαή. Η ζωντάνια του είναι τέτοια, η γοητεία που αποπνέει, ο (σχεδόν κινηματογραφικός) ρυθμός του που εναλάσσεται μεταξύ χαλαρότητας και γρήγορης αφήγησης, σε κάνει να αμελείς, να αφήνεις πίσω την (αναπόφευκτη για τόσο πολύ υλικό) φλυαρία που δείχνει να επικρατεί κάποιες φορές, μερικούς «χάρτινους» χαρακτήρες που δεν έχουν λόγο ύπαρξης στην πλοκή όπως και τον υπερβολικό όγκο πληροφοριών που νιώθεις κάποιες φορές να «μπουκώνει» το βιβλίο.

«Υπάρχουν βιβλία που θα’πρεπε να απαγορεύεται να τα διαβάσεις πολύ μικρός. Που είτε τα προσπερνάς είτε απλώς τα διατρέχεις. Το ίδιο ισχύει και για μερικές ταινίες. Θα’πρεπε να συνοδεύονται από μια ετικέτα που να γράφει: δείτε το ή διαβάστε το, αφού πρώτα έχετε ζήσει.»

Η μεταπολεμική ιστορία της Γαλλίας, η Γκωλική διακυβέρνηση, ο πόλεμος της Αλγερίας και οι επιπτώσεις του στην καθημερινότητα, η ζωή κατά την Σταλινική περίοδο όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και στις χώρες-δορυφόρους του καθεστώτος περιγράφονται εξαιρετικά μέσα από την πένα του συγγραφέα που αποδεικνύεται αφηγητής ολκής. Εξίσου όμως ελκυστικές για τον αναγνώστη είναι οι γεμάτες χιούμορ και τρυφερότητα στιγμές της καθημερινότητας που δίνουν μεγάλες ανάσες στον όγκο της αφήγησης. Οι σκηνές με τον πατέρα του Μισέλ, η αγορά της καινούργιας Citroen DS (που στην πιο κρίσιμη φάση θα αφήσει στον δρόμο τον πατέρα-Μαρινί), ο (σαν βγαλμένος από ταινία της νουβέλ-βαγκ) υπέροχος μυθιστορηματικός χαρακτήρας της Σεσίλ, ο εφηβικός έρωτας με την (ομοίως φανατική βιβλιόφιλη) Εβραία, Καμίγ και ο πόνος του αποχωρισμού, το πάθος για την φωτογραφία και το ροκ&ρολ του Μισέλ και οι συζητήσεις με τον Σάσα του οποίου η ιστορία είναι μακράν η πλέον σπαρακτική στο βιβλίο.

Είναι ένα βιβλίο που θα σύστηνα ανεπιφύλακτα σε όποιοιον μου ζητούσε «κάτι να διαβάσει». Δικαιότατα το μυθιστόρημα του Γκενασιά γνωρίζει τέτοια επιτυχία στη χώρα μας, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό που αγαπάει τις μεγάλες αφηγήσεις, τα βιβλία που μας πηγαίνουν στις ρίζες της κλασσικής λογοτεχνίας με το συναίσθημα και την αυθεντικότητα, τα βιβλία που δεν χρειάζεται να γίνονται μελοδραματικά για να συγκινούν και τα οποία σε κάνουν μεν δυστυχισμένο όταν τα τελειώσεις αλλά από την άλλη η πληρότητα που νιώθεις μέσα σου είναι πραγματικά ανεκτίμητη.


__________________________________________________________________________

Ο Γκενασιά θα είναι την Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου (στις 8 μ.μ.), στον Ιανό, για μια «συνομιλία» με τον Α.Χρυσοστομίδη. Πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή στο χθεσινό (2/12), Βήμα της Κυριακής (στην Λ.Κουζέλη), μπορείτε να δείτε εδώ.