Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2012 | Permalink
Όλα έρχονται στο φως


Το ντεμπούτο του ιδιαίτερα ταλαντούχου συγγραφέα Jonathan Safran Foer (Η.Π.Α.,1977) έγινε με ένα ιδιόμορφο και σουρεαλιστικό μυθιστόρημα, με τίτλο «ΟΛΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΦΩΣ» («Everything is illuminated»), το 2002, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 25 ετών και κυριολεκτικά «τάραξε τα νερά» στην Αμερικάνικη λογοτεχνική σκηνή (και όχι μόνο) με την πρωτοτυπία του ύφους, την ευρηματική χρήση της γλώσσας. Όπως τα περισσότερα πράγματα σ’αυτή τη μικρή γωνιά του κόσμου όπου ζούμε, έπρεπε να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία το έξοχο, «Εξαιρετικά δυνατά, απίστευτα κοντά», να ακολουθήσει το τελευταίο του βιβλίο, «Τρώγοντας ζώα» για να εκδοθεί επιτέλους, το πρώτο βιβλίο αυτού του ιδιοφυούς συγγραφέα από τις εκδόσεις Μελάνι, (σε (εξαιρετική αν κρίνει κανείς τον βαθμό δυσκολίας) μετάφραση της Μ.Γκανά, σελ.442).

Το «μυθιστόρημα μαθητείας» (Bildungsroman) του Σάφραν Φόερ, είναι ένα πολύ διασκεδαστικό αλλά και πολύ δραματικό ταυτόχρονα βιβλίο. Είναι μια μίξη δύο ιστοριών όπου κεντρικός χαρακτήρας είναι ο συγγραφέας, ο ίδιος ο Φόερ, ο οποίος (όπως και εκατοντάδες άλλοι εβραίοι αφότου κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση), ψάχνει να βρει τις ρίζες της οικογένειάς του στην μακρινή Ουκρανία, την χώρα που προσπαθεί στην ιστορία μας, στις αρχές του 21ου αιώνα να κάνει τα πρώτα δειλά της βήματα ως ανεξάρτητη δημοκρατία.
 Ο Φόερ φθάνει στην Ουκρανία ψάχνοντας την γυναίκα που (απ’ότι έχει μάθει από τις διηγησεις που άκουγε από μικρός) υποτίθεται ότι είχε σώσει τον παππού του από τους Ναζί. Η εξιστόρηση της επίσκεψης του (ανυποψίαστου για το τι θα συναντήσει) Αμερικανού, ανήκει στον Άλεξ, τον νεαρό που έχει αναλάβει να τον συνοδεύει και να λειτουργεί ως μεταφραστής και βοηθός του, αφού ο Φόερ έχει απευθυνθεί στο (ο Θεός να το κάνει) ταξιδιωτικό γραφείο του πατέρα του. Ο Άλεξ προσπαθεί να περιγράψει την ιστορία με σπασμένα Αγγλικά, χρησιμοποιώντας δικούς του ακατανότητους όρους και λέξεις που από τη μια μπερδεύουν τον αναγνώστη, από την άλλη τον κάνουν να ξεκαρδίζεται, διαβάζοντας τις περιγραφές του νεαρού. Ο Άλεξ «πραγματικά ηλεκτρισμένος» από τη γνωριμία με έναν αληθινό Αμερικανό, θέλει να μάθει τα πάντα για την Αμερικάνικη κουλτούρα που θαυμάζει, για την χώρα στην οποία θέλει να μεταναστεύσει. Μαζί του στην περιπέτεια αυτή θα έχει τον παππού του ως οδηγό, ο οποίος βριζει συνέχεια τους Εβραιους στα Ουκρανικά και χάνει μονίμως τους δρόμους, ενώ μαζί τους, στο πίσω κάθισμα του σαραβαλιασμένου αυτοκινήτου είναι η σκυλίτσα που ακούει στο όνομα Σάμι Ντέηβις Τζούνιορ και η οποία ερωτεύεται παθιασμένα τον ατυχή Φόερ.

«Όπως προσδοκούσα έκανε τις κοπέλες μου πολύ θλιμμένες που δεν θα ήμουν μαζί τους για τον εορτασμό των πρώτων γενεθλιων του Νέου Συντάγματος. «Όλη νύχτα», μια από τις κοπέλες μου είπε σε μένα, «πως υποτίθεται ότι θα ευχαριστηθώ εν τω κενώ σου;». Είχα μια υποψία, «Μωρό» μια άλλη από τις κοπέλες μου μού είπε, «δεν λέει». Είπα σε όλες «Αν ήταν δυνατό, θα έμενα εδώ μόνο μαζί σου, για πάντα. Αλλά είμαι ένας άντρας που μοχθεί, και πρέπει να πάω εκεί που πρέπει. Χρειαζόμαστε νόμισμα για τα νυχτερινά κέντρα, ναι; Κάνω κάτι που μισώ για σένα. Αυτό σημαίνει να είσαι ερωτευμένος. Γι’αυτό μη με οξυθυμείς». Αλλά για να είμαι αληθής, δεν ήμουν ούτε κατά το ελάχιστο μερίδιο θλιμμένος που πήγαινα στο Λουτσκ να μεταφράζω για τον Τζόναθαν Σάφραν Φόερ. Όπως ανέφερε πιο πριν, η ζωή μου είναι συνηθισμένη. Αλλά δεν είχα πάει ποτέ στο Λουτσκ, ή σε οποιοδήποτε από τα πολυπληθή μικροκαμωμένα χωριά που αντέχουν ακόμα μετά τον πόλεμο. Επιθυμούσα να δω καινούρια πράγματα. Επιθυμούσα να δοκιμάσω πληθώρες. Και θα ήμουν ηλεκτρισμένος να συναντήσω έναν Αμερικάνο.»

Το χωριό που ζούσε η γυναίκα που ψάχνουν (βασισμένοι σε μια προπολεμική φωτογραφία της), το Τράχιμπροντ δεν υπάρχει πουθενά στον χάρτη, εξαφανισμένο και ισοπεδωμένο από τους Ναζί κατά την διάρκεια της Γερμανικής εισβολής. Μόνο χωράφια και πέτρες, ενώ κανείς από τους ντόπιους δεν έχει ξανακούσει ούτε το χωριό, ούτε τα ονόματα της οικογένειας του Φόερ. Η ιστορία της οικογένειας και του χωριού αποτελεί το θέμα της δεύτερης ιστορίας του βιβλίου, όπως την διηγείται ο Φόερ, σε μια αφήγηση που θυμίζει «μαγικό ρεαλισμό». Σκηνές από τη ζωή του στετλ, του μικρού χωριού, γάμοι, γιορτές, δολοπλοκίες και έρωτες, το εβραϊκό Τράχιμπροντ, ομοιάζει στην διήγηση του Φόερ με το Μακόντο του Γκ.Γκ.Μάρκες και καθώς η διήγηση οδεύει προς τις μαύρες μέρες της Γερμανικής εισβολής τα γεγονότα γίνονται εξόχως δραματικά.

Η αφήγηση της ιστορίας του χωριού (από το 1791 έως το 1942), μπορεί να μη διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας αλλά είναι γοητευτική, τον τόνο όμως στο μυθιστόρημα δεν δίνουν ούτε οι καρτουνίστικες και γκροτέσκες σκηνές με τον παππού του Άλεξ (σαν φιγούρα από την ταινία Μπόρατ), ούτε οι έντονες πολιτιστικές αντιθέσεις και τα σοκ που υφίσταται ο αφελής Φόερ, αλλά οι συνομιλίες μεταξύ του Άλεξ και του συγγραφέα, σαν κι αυτή:

«…Και τι γίνεται με τα κορίτσια στην Αμερική;» «Τι να γίνεται;» «Είναι πολύ δοτικές με το κουτί τους, ναι;» «Το ακούς συχνά αυτό, αλλά κανένας που ξέρω δεν έχει γνωρίσει ακόμα κάποια τέτοια.» «Κάνεις συχνά σαρκικά;» «Εσύ;» «Εγώ  έδθεσα το ερώτημα. Κάνεις;» «Όχι και τόσο». «Τι υπονοείς όχι και τόσο;» «Δεν είμαι καλόγερος, αλλά δεν είμαι και ο Τζον Χολμς». «Τον ξέρω αυτό τον Τζον Χολμς.» Σήκωσα τα χέρια μου στο πλάι. «Με το πολύ φίνο πέος». «Αυτός είναι» είπε και γέλασε. Τον έκανα να γελάσει με την αστειοσύνη μου. «Στην Ουκρανία όλοι έχουν τέτοιο πέος.» Γέλασε πάλι…

Η παρακάτω:

«…Και αν είσαι καλός λογιστής μπορείς να αγοράσεις ένα εντυπωσιακό αμάξι;» «Φυσικά. Μάλλον μπορείς να αγοράσεις ότι θέλεις.» «Τι είδους γυναίκα θα μπορούσε να έχει ένας καλός λογιστής;» «Ποιος ξέρει». «Θα μπορούσε να έχει άκαμπτα βυζιά;» «Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα». «Πιθανόν όμως;» «Μάλλον». «Το γουστάρω αυτό. Γουστάρω άκαμπτα βυζιά». «Αλλά υπάρχουν και λογιστές, ακόμα και πολύ καλοί, που έχουν άσχημες γυναίκες. Συμβαίνει κι αυτό.». «Αν ο Τζον Χολμς ήταν πρωτοκλασάτος λογιστής, θα μπορούσε να έχει όποια γυναίκα του άρεσε για σύζυγο, ναι;» «Πιθανότατα». «Το πέος μου είναι πολύ μεγάλο». «Εντάξει».

Τα δύο κομμάτια του μυθιστορήματος σε πρώτο επίπεδο, δεν ενώνονται, λειτουργούν και ως αυτόνομα, αλλά καθώς το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται και οι απορίες μία, μία επιλύονται ο αναγνώστης καθηλώνεται όλο και περισσότερο. Η εντυπωσιακή αφήγηση του Άλεξ δίνει την μεγάλη αξία στην ιστορία που σε συνδιασμό με την ολοζώντανη εικόνα μιας Ουκρανίας τόσο φτωχής και μίζερης και της αφήγησης των Ναζιστικών θηριωδιών στην περιοχή όπου οι ντόπιοι για να γλυτώσουν κατέδιδαν τους Εβραίους, δημιουργούν τα πολλά επίπεδα του μυθιστορήματος που από παιχνιδιάρικο και (πραγματικά) αστείο μετατρέπεται σε ιστορία οδύνης και αυτογνωσίας.

 Ο Φόερ αντιλαμβάνεται ότι η ιστορία που του έχουν αφηγηθεί μπορεί να είναι διαφορετική από την πραγματική, ο Άλεξ αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν μυστικά στην οικογένειά του που αγνοούσε, ο παππούς του Άλεξ, μπορεί να κρύβει πράγματα από το παρελθόν του που ταιριάζουν με την ιστορία. Παιχνίδια της μνήμης και της ιστορίας, και πίσω από το γέλιο και τα αστεία μπορούν να κρύβονται δραματικές καταστάσεις. Βρισκόμαστε στην άλλη άκρη από την αφήγηση του αριστουργηματικού βιβλίου του Μέντελσον «ΧΑΜΕΝΟΙ», που στηρίζεται σε μια παρόμοια ιστορία των στοιχείων μιας οικογένειας που χάθηκε κατά τη διάρκεια της Γερμανικής εισβολής πάνω-κάτω στα ίδια μέρη.

Ο συγγραφέας χειρίζεται θαυμάσια το ανομοιογενές υλικό του, ταιριάζοντας τα κομμάτια σαν ένα παζλ για δυνατούς λύτες. Όπως έχει πει σε συνεντεύξεις του, η αληθινή ιστορία της οικογένειάς του, αναμιγνύεται με άλλα πράγματα σ’αυτό το σχεδόν αυτοβιογραφικό βιβλίο, είναι εξάλλου (αξιότιμο) μέλος αυτής της συγγραφικής γενιάς που (χάρη στο διαδίκτυο) μπορεί και «παίζει» δημιουργικά με διάφορα είδη, μη διστάζοντας να δανειστεί ή ακόμα και να αντιγράψει μεθόδους και πρακτικές.

Ειρωνία και cool στυλ χαρακτηρίζουν την γραφή του Φόερ στο σύνολό της – δείγμα ή και trademark μιας γενιάς συγγραφέων όπως αυτός, ο Γουάλας, ο Ευγενίδης (στα πρώτα του βιβλία), που προσπαθούν να χειριστούν τις καταστάσεις χωρίς να γλιστράνε σε συναισθηματισμούς και ευκολίες. Το ντεμπούτο του νεαρού συγγραφέα ήταν τόσο εντυπωσιακό που μένεις άφωνος όταν αντιλαμβάνεσαι ότι το βιβλίο το έγραψε ένας εικοσάρης. Για να μη πολυλογώ, είναι ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα που όμως, συνιστώ να διαβαστεί στα Αγγλικά, διότι οι ιδιωματισμοί και τα αστεία με την γλώσσα του Άλεξ είναι τέτοια που δύσκολα μεταφράζονται αν και η μεταφράστρια έκανε θαυμάσια δουλειά.