Τετάρτη, Μαΐου 31, 2017
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 31, 2017 | Permalink
Τρεις γυναίκες (Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό)
Το “Τσεχοφικής ατμόσφαιρας”, στιβαρό δραματικό μυθιστόρημα, του πολύ καλού Ιρλανδού συγγραφέα Colm Toibin “ΚΑΡΑΒΟΦΑΝΑΡΟ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ ΝΕΡΟ” (“The Blackwater lightship”), (Εκδ. Gutenberg – σειρά Aldina, μετάφρ. Α.Δημητριάδου, σελ. 330), είναι ένα πολυεπίπεδο βιβλίο όπου ξεδιπλώνεται ένας πολύχρωμος καμβάς καταστάσεων. Με αφορμή την "καταραμένη ασθένεια" του τελευταίου τέταρτου του 20ου αιώνα, θίγονται πολλά και ενδιαφέροντα θέματα ενδοοικογενειακών (και όχι μόνο) σχέσεων, σύγκρουσης γενεών, φιλίας και αφοσίωσης.

Τρεις γενιές γυναικών, η Έλεν, η μητέρα της Λίλι και η γιαγιά της Ντόρα Ντέβερο, συναντιούνται μετά από χρόνια και υποχρεώνονται εκ των δραματικών συνθηκών, να συνεργαστούν, να συζητήσουν ειλικρινά για πρώτη φορά στη ζωή τους, και ίσως να συμφιλιωθούν, καθώς ο θάνατος μέσα στην οικογένεια είναι πλέον ένα υπαρκτό και αναπόφευκτο γεγονός. Συγκρούσεις του παρελθόντος, μικροπαρεξηγήσεις, αδυναμία συνεννόησης, εγωισμοί πρέπει να πάνε στην άκρη καθώς πληροφορούνται ότι ο αδερφός της Έλεν (και νεαρότερο μέλος της οικογένειας), ο Ντέκλαν αργοσβήνει χτυπημένος από AIDS.

Ιρλανδία 1999, και ένας άγνωστος άνδρας εμφανίζεται στο κατώφλι του σπιτιού της Έλεν, ανακοινώνοντάς της ότι ο μικρός της αδερφός Ντέκλαν νοσηλεύεται σε ένα νοσοκομείο του Δουβλίνου και επιθυμεί να τη δει. Στον δρόμο για εκεί, της ανακοινώνει ότι ο Ντέκλαν πάσχει από AIDS μερικά χρόνια τώρα, αλλά πλέον η κατάσταση έχει χειροτερέψει σε πολύ επικίνδυνο βαθμό. Κανείς από την οικογένειά της δεν το γνωρίζει και η Έλεν αναλαμβάνει την υποχρέωση να το ανακοινώσει στην μητέρα της, με την οποία για αρκετά χρόνια δεν έχουν καμία επαφή, και στην γιαγιά της, με την οποία οι σχέσεις τους είναι λίγο καλύτερες, αλλά όχι κι ιδανικές. Η Έλεν αποφασίζει να το ανακοινώσει πρώτα στη (ογδοντάρα πλέον) γιαγιά της, η οποία μένει στην παλιά πανσιόν που διατηρούσε κοντά στον βράχο του Κους, και η οποία (πανσιόν), είναι σχεδόν αόρατη από τον δρόμο και μοιάζει να αιωρείται στον βράχο πάνω από την θάλασσα με τον φάρο του Blackwater να τους θυμίζει τα παιδικά τους χρόνια.

“Συνειδητοποιούσε ότι για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια – μπορεί και δέκα – γινόταν ξανά μέλος αυτής της οικογένειας, που είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο ν' αφήσει πίσω της. Για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια θα βρίσκονταν όλοι κάτω από την ίδια στέγη, σα να μην είχε μεσολαβήσει τίποτα. Αντιλαμβανόταν επίσης ότι τα άρρητα μεταξύ τους συναισθήματα στη διάρκεια του ταξιδιού και η αίσθηση ότι για μιαν ακόμη φορά οι τρεις τους ήταν ομάδα, τώρα που υπήρχε κρίση, έδειχναν φυσικότατα, αληθινός καταλύτης. Επέστρεφε εκεί όπου είχε ελπίσει ότι δε θα ξαναγύριζε ποτέ, στην πατρική της οικογένεια, κι άθελά της ένιωθε ανακουφισμένη.”

Οι αναμνήσεις της Έλεν από την διαμονή εκείνης και του Ντέκλαν στο σπίτι της γιαγιάς είναι πολύ έντονες καθώς εκείνη, τους φιλοξένησε καθ' όλη τη διάρκεια της μακροχρόνιας ασθένειας, και τελικά του θανάτου του πατέρα τους, όταν ήταν μικρά παιδιά. Από τότε δημιουργήθηκε ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ μάνας και κόρης, καθώς η έφηβη Έλεν αδυνατούσε να κατανοήσει την μυστικοπάθεια της μητέρας της κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του πατέρα της. Η διαμάχη αυτή συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, και η απόφασή της τώρα, να αφήσει τελευταία την μάνα της στην αναγγελία της ασθένειας του Ντέκλαν, ελήφθη εν μέρει και, από την αδυναμία προσέγγισης τους. Η Λίλι, είναι πλέον μια δυναμική businesswoman καθώς, η εταιρία παροχής υπηρεσιών διαδικτύου που έχει δημιουργήσει, μετά τον θάνατο του συζύγου της (και πατέρα της Έλεν και του Ντέκλαν) ακμάζει. Στα νέα της ασθένειας του Ντέκλαν και στη συνειδητοποίηση της κρισιμότητας της κατάστασής του, η Λίλι κινητοποιείται και αφήνει τα πάντα για να συμπαρασταθεί στο παιδί της. Ο Ντέκλαν όμως θέλει να αφήσει το νοσοκομείο και να περάσει ένα τριήμερο στο σπίτι της γιαγιάς, φέρνοντας μαζί του και δύο καλούς του φίλους,οι οποίοι του παραστέκονται και τον βοηθάνε.

Η επιθυμία του γίνεται σεβαστή και έτσι, οι τρεις γυναίκες μετά από πολλά χρόνια αναγκάζονται να συμβιώσουν στο παγωμένο και παλαιό σπίτι και να φροντίσουν τον Ντέκλαν, ο οποίος κάθε μέρα που περνάει χειροτερεύει. Παλιές κόντρες θα έρθουν στην επιφάνεια, καταπιεσμένα λόγια θα βγουν από το στόμα τους, καταστάσεις θα ξεκαθαρίσουν, παρεξηγήσεις θα λυθούν σε ένα μυθιστόρημα υπαινικτικό και χαμηλότονο, αλλά πολύ έντονο στα συναισθήματα που αναβλύζουν σε κάθε παράγραφο, σε κάθε σελίδα.

“Όταν πέθανε ο πατέρας μου, ο μισός μου κόσμος κατέρρευσε, εγώ όμως δεν το πήρα είδηση. Ήταν λες και μου είχαν τινάξει το μισό μου πρόσωπο στον αέρα, εγώ όμως συνέχιζα να μιλάω και να χαμογελάω, με την ιδέα ότι δε μου είχε συμβεί εμένα αυτό ή ότι με τον καιρό θα επανερχόταν. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, η μητέρα μου και η γιαγιά μου με άφησαν μόνη μου. Ξέρω ότι είχαν τα δικά τους προβλήματα, ίσως και να μη μπορούσαν να με βοηθήσουν, άλλωστε μπορεί να είχε γίνει ήδη η ζημιά, αλλά ούτε η μία ούτε η άλλη προσπάθησαν να με παρηγορήσουν ή να μου τονώσουν το ηθικό. Οι δυο αυτές γυναίκες είναι τα κομμάτια του εαυτού μου που έχω θάψει, ναι, αυτό είναι κι οι δυο τους για μένα, γι' αυτό ακόμη θέλω να τις κρατάω σε απόσταση.”

Ο Τομπίν είναι ιδανικός στην περιγραφή οικογενειακών καταστάσεων, στην περιγραφή των σχέσεων μέσα στον στενό οικογενειακό πυρήνα, ενώ είναι πραγματικός μαέστρος στην σκιαγράφηση της γυναικείας ψυχολογίας. Η δράση είναι λιγοστή, αλλά οι συζητήσεις μεταξύ των τριών γυναικών είναι συναρπαστικές και καθηλωτικές. Το δράμα είναι έντονο και η συγκίνηση έρχεται αβίαστα χωρίς να πέφτει στο μελό - δείγμα της έξοχης γραφής του συγγραφέα. Πάνω από το κρεβάτι του σχεδόν ετοιμοθάνατου Ντέκλαν, συγκρούσεις αποφεύγονται στο παρά πέντε, προσβολές εκτοξεύονται και αν η γραφή γινόταν εικόνα, οι ματιές θα μπορούσαν να σκοτώσουν. Από την άλλη υπάρχουν και οι δύο φίλοι του Ντέκλαν, πολύτιμοι στη βοήθειά τους, που όμως εμπλέκονται στα οικογενειακά θέματα, τα οποία είναι πολλά και άλυτα.

Η ένταση είναι συνεχής και οξεία καθώς οι εγωισμοί είναι μεγάλοι και τα τόσα χρόνια απόστασης έχουν χτίσει ένα τοίχο μεταξύ των γυναικών που σιγά σιγά σπάει, και η κατανόηση έρχεται καθώς και η γεφύρωση κάποιων αποστάσεων. Ο θάνατος του πατέρα τις χώρισε, διότι η Λίλι αδυνατούσε να προσεγγίσει την μικρή τότε Έλεν, ο επερχόμενος θάνατος του Ντέκλαν θα τις ενώσει (έστω και πρόσκαιρα), καθώς οφείλουν να βάλουν νερό στο κρασί τους, τόσο διαφορετικές και οι τρεις αλλά και τόσο όμοιες.

Το μυθιστόρημα λιτό και χαμηλόφωνο, μια πρόζα δωματίου ουσιαστικά που θα μπορούσε να γίνει ένα έξοχο θεατρικό έργο, εκτός των ενδοοικογενειακών θεμάτων θίγει και το ουσιαστικό θέμα της ανιδιοτελούς και αφοσιωμένης φιλίας. Οι δύο κολλητοί του Ντέκλαν, ο Πολ και ο Λάρι αποδεικνύονται καταλυτικοί χαρακτήρες του βιβλίου, με τη συνεχή φροντίδα τους και την συμπαράστασή τους στον φίλο τους, πιο τρυφεροί και πιο μητρικοί από τα μέλη της οικογένειάς του, αποτελώντας παραδείγματα συμπεριφοράς.

Θαυμάσια ατμόσφαιρα και μουσικότητα στον ρυθμό δίνουν τον τόνο στο “Καραβοφάναρο...” , το οποίο πάνω απ' όλα, είναι ένα υπέροχο μυθιστόρημα για τις σχέσεις, την συμπόνια, την οικογένεια, τον πόνο, την συγχώρεση, την λύτρωση, το συναίσθημα, την αφοσίωση, την φιλία. Τα τοπία της Ιρλανδίας πάλι κυριαρχούν όπως σε όλα τα βιβλία του Τομπίν, το σκληρό θαλασσινό τοπίο, κατάμαυρο και έρημο, όπως βέβαια, και οι αλησμόνητοι γυναικείοι χαρακτήρες – οι πραγματικές δυνάμεις που κινούν αυτόν τον τόπο. Ένα έξοχο και πολύ διεισδυτικό μυθιστόρημα που θα συγκινήσει και τον πιο αποστασιοποιημένο αναγνώστη.


 
Τετάρτη, Μαΐου 24, 2017
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 24, 2017 | Permalink
...So say goodbye, its Independence day...
Ένα είναι σίγουρο! Το εξαιρετικό μυθιστόρημα “ΗΜΕΡΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ” (“Independence day”), (εκδ. Πατάκη, (ωραία) μετάφρ. Θ.Σκάσσης, σελ.698), του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα Richard Ford (1944, Jackson Mississippi),  δεν ενδείκνυται για τους λάτρεις της δράσης και της περιπέτειας. Στις περίπου 700 σελίδες του, λίγα (μάλλον ελάχιστα) συμβαίνουν, αλλά με έναν μαγικό και άψογα λογοτεχνικό τρόπο, και με “Προυστιανή” γοητεία, ο μεγάλος αυτός συγγραφέας καθηλώνει τον αναγνώστη του.

Η “Ημέρα ανεξαρτησίας” αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας του Φρανκ Μπάσκομπ και ήταν το μοναδικό βιβλίο από τα τρία που δεν είχε εκδοθεί στη γλώσσα μας καθώς την έκδοση του αριστουργηματικού Αθλητικογράφου”, ακολούθησε μετά από πολλά χρόνια η έκδοση του τρίτου μέρους, του υπέροχου “Η χώρα όπως είναι” για να συμπληρωθεί τώρα η τριλογία με την έκδοση του δεύτερου βιβλίου την “Ημέρα ανεξαρτησίας” συμπληρώνοντας το κομμάτι που έλειπε για την κατανόηση της μετάβασης του ήρωα των βιβλίων από συντάκτη αθλητικών ειδήσεων σε κτηματομεσίτη.

“Το λυπηρό φυσικά, με την ενήλικη ζωή είναι ότι διακρίνεις στον ορίζοντα να έρχονται πράγματα στα οποία δεν θα προσαρμοστείς ποτέ. Τα αναγνωρίζεις σαν προβλήματα, ανησυχείς στο έπακρο γι'αυτά, προβλέπεις, παίρνεις προφυλάξεις και κάνεις διάφορες διευθετήσεις, λέγοντας στον εαυτό σου ότι πρέπει να αλλάξεις τον τρόπο με τον οποίο έκανες μέχρι τώρα τα πράγματα. Μόνο που δεν το κάνεις. Δεν μπορείς. Κατά κάποιον τρόπο είναι ήδη πολύ αργά. Ίσως είναι κάτι ακόμα χειρότερο: ίσως αυτό που βλέπεις να έρχεται από πολύ μακριά δεν είναι πραγματικά αυτό που σε φοβίζει αλλά τα επακόλουθά του, και αυτό που φοβάσαι μήπως συμβεί έχει ήδη συμβεί. Αυτό μοιάζει στην ουσία με τη συνειδητοποίηση ότι όλοι εμείς δεν πρόκειται να ωφεληθούμε από τις σπουδαίους πρόσφατες προόδους της ιατρικής επιστήμης, ωστόσο τις επικροτούμε ελπίζοντας ότι κάποιο εμβόλιο θα είναι εγκαίρως έτοιμο και νομίζοντας ότι τα πράγματα μπορεί ακόμα να βελτιωθούν. Μόνο που και ως προς αυτό είναι πολύ αργά. Έτσι ακριβώς η ζωή μας τελειώνει πριν καν το καταλάβουμε. Και μας λείπει. Και όπως λέει ο ποιητής: "Ζωή είναι οι τρόποι που μας λείπει η ζωή". "

Βρισκόμαστε στο μέσον της δεκαετίας του '80, ο Φρανκ Μπάσκομπ είναι 44 χρονών, χωρισμένος από την Ανν, η οποία έχει ξαναπαντρευτεί και έχει πάρει μαζί της τα δύο τους παιδιά, τον προβληματικό έφηβο Πολ και την μικρότερη Κλαρίσα ζώντας σε μια μικρή πόλη της πολιτείας του Κονέκτικατ, εκείνος ζει στο μεσοαστικό και αναπτυσσόμενο Χάνταμ του Νιού Τζέρσι εξασκώντας πλέον το επάγγελμα του κτηματομεσίτη. Ο Φρανκ χάρη σε μια σειρά επιτυχημένων οικονομικών κινήσεων έχει εξασφαλίσει αρκετά χρήματα που θα του επίτρεπαν  μια πιο χαλαρή ζωή, αλλά εκείνος έχει γοητευτεί από την διαπροσωπική επαφή και την συνεχή κίνηση που έχει το νέο του επάγγελμα και προσπαθεί να το εξασκήσει όσο καλύτερα μπορεί και αρκετά επιτυχημένα μάλιστα.

Ο μυθιστορηματικός χρόνος του βιβλίου είναι το τριήμερο της μεγαλύτερης Αμερικάνικης εθνικής εορτής, της Ημέρας της Ανεξαρτησίας (4 Ιουλίου) και η “δράση” επικεντρώνεται μεταξύ Χάνταμ, Ντιπ Ρίβερ (όπου ζει η Ανν με τον νέο της σύζυγο και τα δύο παιδιά) και Κούπερστάουν όπου θα είναι ο ουσιαστικός προορισμός της εκδρομής πατέρα και γιου. Βλέποντας αυτά τα τρία σημεία σε ένα χάρτη, παρατηρούμε ότι σχηματίζουν ένα κύκλο, αντικατοπτρίζοντας την διαδρομή της αφήγησης που είναι κι αυτή κυκλική πηγαίνοντας μπρος-πίσω στον χρόνο συνδέοντας μνήμες από το παρελθόν με την τωρινή κατάσταση.

Ο Φρανκ σχεδιάζει λοιπόν να περάσει ένα διήμερο με τον γιο του, τον Πολ, πηγαίνοντάς τον να δει το μουσείο του Μπέιζμπολ στην Κουπερστάουν, ενώ στη διαδρομή θα περάσουν και από το μουσείο του Μπάσκετμπολ σε μια άλλη πόλη. Σκοπός του μέσα από αυτή την μικρή εκδρομή είναι να έρθει πιο κοντά με τον Πολ, που είναι ένας άκρως προβληματικός έφηβος, ο οποίος δημιουργεί συνεχώς θέματα με την συμπεριφορά του στο Ντιπ Ρίβερ. Πριν από τον Πολ όμως, ο Φρανκ ασχολείται με την δουλειά του προσπαθώντας να πουλήσει ένα σπίτι σε ένα ζευγάρι μεσήλικων, τους Μάρκαμ, οι οποίοι τον ταλαιπωρούν αφού δεν είναι ευχαριστημένοι με τίποτα, προσπαθεί να ξεκαθαρίσει την σχέση του με την Σάλλυ, να γράψει την μηνιαία αναφορά με την πορεία της κτηματαγοράς, να εισπράξει το νοίκι από έναν παραβατικό νοικάρη του σε ένα από τα σπίτια που διαθέτει, και άλλα πολλά.

Ο Φρανκ είναι ένας αισιόδοξος και πολύ δραστήριος άνθρωπος που βρίσκεται (όπως συνεχώς αναφέρει) στην “Υπαρξιακή περίοδο” της ζωής του (στο τρίτο βιβλίο, την “Χώρα όπως είναι” βρίσκεται στην “Μόνιμη περίοδο”) και έχει συνεχώς ερωτήματα για το ποιος πραγματικά είναι, τι θέλει από τη ζωή καθώς ηλικιακά είναι σε ένα σταυροδρόμι, για τον έρωτα, την θνητότητα, την φθορά, για την σχέση του με την πρώην σύζυγό του, για την σχέση του με την Σάλλυ με την οποία έχει συνεχή πισωγυρίσματα, για την πολιτική (είναι φανατικά Δημοκρατικός). Είναι μόνιμα σε κίνηση και σε προβληματισμό, περίπλοκος και μορφωμένος, ρομαντικός με έναν ιδιαίτερο κυνισμό, ρεαλιστής αλλά ταυτόχρονα και επιπόλαιος στις διαπροσωπικές του σχέσεις, πολύ εγωκεντρικός για να είναι καλός πατέρας (σε μια χαρακτηριστική σκηνή δεν αναρωτιέται καν που βρίσκεται ο γιος του στην εκδρομή, ενώ λείπει για ώρες σε ένα άγνωστο μέρος, προτιμώντας να φλερτάρει την μαγείρισσα του ξενοδοχείου).

“Δεν είμαι σίγουρος τι είναι αυτό που μου σφίγγει τον λαιμό: η οικειότητα του μέρους ή η ανυποχώρητη απροθυμία του να φανεί οικείο; Ακόμα μια χρήσιμη κεντρική ιδέα και άσκηση της Υπαρξιακής περιόδου, καθώς και κατάδηλο μάθημα του μεσιτικού επαγγέλματος, είναι να πάψει κανείς να εξιδανικεύει μέρη – σπίτια, παραλίες, γενέθλιες πόλεις, μια γωνία όπου κάποτε φίλησες ένα κορίτσι, έναν δρόμο απ' όπου παρέλασες, το δικαστήριο όπου βγήκε η απόφαση διαζυγίου σου μια συννεφιασμένη μέρα του Ιούλη, αλλά τώρα δεν υπάρχει ούτε ίχνος από εσένα και η ανάσα του ανέμου δεν μνημονεύει ότι εσύ υπήρξες κάποτε εκεί, ότι υπήρξε σημαντικό μέρος για σένα ή ότι υπήρξες καν. Μπορεί εμείς να νιώθουμε ότι αυτά τα μέρη θα έπρεπε, θα όφειλαν να μεταδίδουν κάτι – πάλι το ζήτημα της επιβεβαίωσης – εξαιτίας κάποιων γεγονότων που συνέβησαν κάποτε εκεί, να ανάβουν μια φλόγα ζεστασιάς για να μας εμψυχώσουν όταν έχουμε μείνει σχεδόν άψυχοι, όταν έχουμε βουλιάξει, αυτά όμως δεν ανταποκρίνονται. Τα μέρη δεν συνεργάζονται ποτέ ανταποδίδοντάς σου τον σεβασμό όταν τον έχεις ανάγκη. Στην πραγματικότητα μάλιστα, τις περισσότερες φορές σε απογοητεύουν...Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να καταπνίξεις το δάκρυ σου, να συνηθίσεις τις ανώδυνες κρίσεις συναισθηματισμού και να τραβήξεις να βρεις ό,τι υπάρχει μπρος, και όχι πίσω. Τα μέρη δεν σημαίνουν τίποτα.”

Το μυθιστόρημα είναι ίσως το πιο υπαρξιακό του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα, μια ανατομία του μεσοαστού μορφωμένου Αμερικανού που προβληματίζεται για την πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία. Είναι γεμάτο από εξαιρετικούς διαλόγους, γόνιμο προβληματισμό, τρομερά ενδιαφέροντες δευτερεύοντες χαρακτήρες, καθώς και πολύ χαρακτηριστικές σκηνές της χώρας, των ανθρώπων της και της παράνοιας του εορταστικού τριημέρου. Το τελείως αποτυχημένο ταξίδι του Φρανκ με τον γιο του, που θα καταλήξει σε ένα επαρχιακό νοσοκομείο θα συμβάλλει στην απόφαση του να ασχοληθεί περισσότερο με τα παιδιά του, να τα κατανοήσει καλύτερα, όπως και να δεσμευθεί περισσότερο με την Σάλλυ, χάνοντας εν μέρει την δικιά του ανεξαρτησία.


Μυθιστόρημα αυτογνωσίας και αναζήτησης, η “Ημέρα ανεξαρτησίας” είναι ένα σπουδαίο Αμερικανικό μυθιστόρημα, μεγάλης πνοής και ψυχής, γεμάτο από αλησμόνητες εικόνες και θαυμάσιες περιγραφές. Στα βιβλία του Φορντ δεν υπάρχουν οι εντάσεις, δεν υπάρχουν στιγμές ιλιγγιώδους δράσης, όλα συμβαίνουν υπαινικτικά και υποδόρια, πολύ ουσιαστικά όμως και καίρια. Οι διάλογοι του Φρανκ με τις γυναίκες της ζωής του (την Ανν και εν προκειμένω την Σάλλυ με την οποία τον βρίσκουμε στη “Χώρα όπως είναι” παντρεμένο αλλά και ξανά παρατημένο), ξεκινάνε απλά και με στοιχεία καθημερινότητας για να εξελιχθούν σε μάχες εκ του συστάδην, σε μπρα-ντε-φερ που τσακίζουν.


Η “Ημέρα ανεξαρτησίας” είναι ένα εκπληκτικό βιβλίο που χρειάζεται όμως την υπομονή του αναγνώστη και την “υποταγή” του στον ρυθμό που επιβάλλει ο συγγραφέας. Στο τέλος θέλεις κι άλλο, νιώθεις ότι ο Φρανκ Μπάσκομπ είναι ένας δικός σου άνθρωπος – καθόλου ο bigger than life συνήθης ήρωας των “μεγάλων” μυθιστορημάτων, των αποκαλούμενων και “magnum opus”, ούτε ο “άνθρωπος της διπλανής πόρτας”, αλλά ο προβληματισμένος και σε διαρκή αναζήτηση άνθρωπος του Δυτικού κόσμου, που θα πρέπει να διαχειριστεί τις δικές του μεγάλες προσωπικές κρίσεις, την κάποιες φορές αφόρητη, κάποιες φορές ευχάριστη καθημερινότητά του, άλλοτε επιτυχημένα, συχνότερα βέβαια αποτυχημένα, σε μια αναγνωστική εμπειρία ολκής.


 
Τετάρτη, Μαΐου 10, 2017
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 10, 2017 | Permalink
Περιστέρια στη χλόη
“...σαν περιστέρια στη χλόη, αντιμετώπιζαν κάποιοι στοχαστές του πολιτισμού τους ανθρώπους, καθώς πάσχιζαν να τονίσουν το άσκοπο και φαινομενικά τυχαίο της ανθρώπινης ύπαρξης, να ελευθερώσουν τον άνθρωπο από τον Θεό, για να τον αφήσουν ανεμπόδιστο να φτερουγίσει στο τίποτα, δίχως σκοπό, δίχως αξίες, ελεύθερο και απειλούμενο από ξόβεργες, βορά στον χασάπη, όμως περήφανο για την υποτιθέμενη, από Θεό και θεϊκή καταγωγή, ελευθερία του, που δεν οδηγεί πουθενά αλλού παρά στην αθλιότητα και το τίποτα.”

Έξοχο δείγμα της μεταπολεμικής Γερμανικής λογοτεχνίας, αποτελεί το μυθιστόρημα “ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ ΣΤΗ ΧΛΟΗ” (“Tauben im gras”), του πολύ σημαντικού (και άγνωστου στη χώρα μας) συγγραφέα Wolfgang Koeppen (Γκράιφσβαλντ,Πομερανία 1906 – Μόναχο 1996), (εκδ. Κριτική, μετάφραση και επίμετρο Βασ. Τσαλής, σελ. 318), το οποίο πρωτοεκδόθηκε στην Γερμανία το 1951 και είναι το πρώτο (και μάλλον γνωστότερο), βιβλίο της “Τριλογίας της αποτυχίας”, με τα “Θερμοκήπιο” (1953) και “Ο θάνατος στη Ρώμη” (1954) να ακολουθούν.


Τα “Περιστέρια στη χλόη” είναι ένα μυθιστόρημα πολυφωνικό και πολυπρισματικό που εκτυλίσσεται μια ημέρα του Φεβρουαρίου 1951 στο Μόναχο. Δεν υπάρχει ιδιαίτερη πλοκή, ενώ παρελαύνουν δεκάδες χαρακτήρες / φωνές ωσάν να βρίσκονται σε μια θεατρική σκηνή και το φως να πέφτει πάνω στον εκάστοτε αφηγητή, ο οποίος παρεμβαίνει και παίρνει τον λόγο.
Από όλα αυτά τα πρόσωπα που κινούνται στο μεταπολεμικό ρημαγμένο Μόναχο αυτής της κρύας μέρας του Φεβρουαρίου, επτά ξεχωρίζουν περισσότερο στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία εναλλάσσεται με εσωτερικό μονόλογο, που έχει επιλέξει ως ύφος ο συγγραφέας – ο φακός ή ο φωτισμός στέκεται περισσότερο σ' αυτούς, στις ιστορίες τους, στην “ξεχωριστή ημέρα τους”.

Τα επτά πρόσωπα που φέρνει ο συγγραφέας εγγύτερα στον αναγνώστη διευκολύνοντας την ροή του βιβλίου είναι:

Ο Φίλιππος και η Εμίλια, ένα ιδιότυπο ζευγάρι, όπου εκείνος είναι ένας μοναχικός συγγραφέας, ο οποίος είναι ανίκανος να διαχειριστεί οτιδήποτε, από την σχέση του, μέχρι μια συνέντευξη που πρέπει να πάρει από έναν Αμερικανό ποιητή, που επισκέπτεται την πόλη. Χαμένος στη σκέψη του, στις μονομανίες του και στην ανασφάλειά του, σκοτώνει τον χρόνο του, χωρίς ουσιαστικά να κάνει τίποτα (οι κριτικοί εντόπισαν από την αρχή ένα alter-ego του συγγραφέα). Από την άλλη, η σύντροφός του, Εμίλια κληρονόμος μιας κάποτε πλούσιας οικογένειας με πολλά ακίνητα τα οποία είτε έχουν χάσει τελείως την αξία τους λόγω του καλπάζοντος πληθωρισμού, είτε έχουν ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς, “σκοτώνει” στους αντικέρ όποιο πολύτιμο αντικείμενο της έχει μείνει, για να μπορέσουν να περάσουν μερικές ημέρες με τον Φίλιππο.

Ο Οδυσσέας Κότον και ο Γιόζεφ ο αχθοφόρος του, ένας μαύρος Αμερικανός στρατιώτης που κινείται συνεχώς με ένα ραδιόφωνο ανοιχτό και δεν διστάζει να εμπλακεί σε τυχερά παιχνίδια, να τσακώνεται επιδεικνύοντας την φυσική του ρώμη και ο γηραιός βαστάζος που συνδέει τον παλαιό κόσμο με τον καινούργιο, ζώντας κι αυτός με αναμνήσεις πολέμων και αγώνων για επιβίωση. Ο Οδυσσέας Κότον είναι νικητής και κυρίαρχος στη νέα κατάσταση, και φροντίζει να το δείχνει σε κάθε του κίνηση, ο Γιόζεφ θα χάσει τη ζωή του άδικα αλλά και ως σημάδι της εποχής που αλλάζει.

Ο Ουάσιγκτον Πράις και η Κάρλα αυτό το “αταίριαστο” και χαρακτηριστικό ζευγάρι. Εκείνος ένας μαύρος στρατιώτης, κάποτε σπουδαίος αθλητής που υπηρετεί την θητεία του στο Μόναχο, εκείνη μια γυναίκα που προσπαθεί να πιαστεί από κάπου για να ζήσει. Ο Ουάσιγκτον είναι ο μοναδικός θετικός χαρακτήρας στο βιβλίο, κλασσικός αφελής Αμερικανός που βγαίνει πρώτη φορά έξω από το χωριό του και ερωτεύεται μια γυναίκα που εν πολλοίς αδιαφορεί γι' αυτόν αλλά του προσφέρεται λόγω ανέχειας, κάνει όνειρα να την πάρει μακριά στο Παρίσι και να ανοίξουν ένα μαγαζί που "όλοι θα είναι ευπρόσδεκτοι", κι εκείνη χαμένη στις ανασφάλειές της, χήρα πολέμου με ένα μικρό αγόρι που αλητεύει συνεχώς, μένει έγκυος από τον μαύρο στρατιώτη, και από τη μια προσπαθεί να “ξεφορτωθεί” το έμβρυο από την άλλη δεν θέλει να χάσει και τον ευεργέτη της.

Τέλος, ο Έντουιν, ο διάσημος Αμερικανός ποιητής που έχει φθάσει στην πόλη για μια διάλεξη. Χαρακτήρας καθαρά συμβολικός που με τις σκέψεις του, τις κινήσεις του και τελικά την αποτυχημένη του προσπάθεια να μιλήσει σε ένα χαλασμένο μικρόφωνο ανήμπορος να ακουστεί ή να επικοινωνήσει με το κοινό του, καταδεικνύει την ειρωνεία και την ματαιότητα του πνεύματος μπροστά στα ερείπια που άφησε πίσω του ο πόλεμος.

“Το σκηνικό προοριζόταν για τραγωδία, όμως αυτό που διαδραματιζόταν στο προσκήνιο, στο παλκοσένικο της Ιστορίας, οι παγκόσμιες διεργασίες, ήταν προς το παρόν μια κωμωδία.”

Γύρω τους, κινούνται, συναντιούνται στον δρόμο κατά τύχη μαζί τους, προσπερνάνε ο ένας τον άλλον, άνθρωποι κάθε είδους, που προσδίδουν την δική τους σημασία στο μυθιστόρημα. Η νεαρή Αμερικανίδα εκπαιδευτικός Κέι, ρομαντική και αφελής, γεμάτη ερωτήματα για τη ζωή, για τον έρωτα, οι δύο θεατρίνοι, ο Αλέξανδρος και η Μεσσαλίνα με τα συνεχή πάρτυ, το παιδί τους, η μικρή Χιλεγόνδη με την θρησκόληπτη γκουβερνάντα της Έμι, τα δύο παιδιά, ο Έζρα και ο Χάιντς  (γιός της Κάρλα), τόσο διαφορετικά αλλά και τόσο ίδια, που ένα αδέσποτο σκυλί γίνεται η αιτία συνάντησής τους, η κυρία Μπέρεντ, η μητέρα της Κάρλα που ζει με τις αναμνήσεις των “ωραίων ημερών του Εθνικοσοσιαλισμού” και ο Ρίτσαρντ, ο αμερικανός συγγενής που την ψάχνει και πολλοί άλλοι.

Ο Κέπεν περιγράφει με ολοζώντανα χρώματα, μια πόλη σε ανοικοδόμηση και μια κοινωνία σε αποσύνθεση. Η απελπισία ξεχειλίζει σε ένα χάος γεμάτο εικόνες, μια ατμόσφαιρα ζοφερή (παρακμιακή), σε μια “κατακτημένη χώρα”, όπου από τη μια, οι κάτοικοι προσπαθούν να επιβιώσουν με κάθε δυνατό τρόπο, κομπίνες, πορνεία, ξεπούλημα περιουσιών, διευκολύνσεις σε ξένους και από την άλλη, αρκετοί ονειρεύονται τις “παλιές καλές μέρες”, δεν έχουν σε τίποτα, να αρχίσουν να τραγουδούν ναζιστικούς ύμνους και να αισθάνονται προδομένοι και αδικημένοι. Ο συγγραφέας ειρωνεύεται την “αποναζιστικοποίηση”, αντιπαραβάλλει τις διώξεις των Εβραίων κατά τη Χιτλερική περίοδο με τις απαγορεύσεις που υφίστανται οι μαύροι στις Η.Π.Α., είναι απαισιόδοξος και μεταφέρει αυτό το κλίμα στον αναγνώστη.

Η σύνθετη μοντερνιστική δομή του μυθιστορήματος στην αρχή ξενίζει με τις πάνω από 100 μικρές ενότητες, όπου η μία παρεμβάλλεται μέσα στην άλλη, αλλά μ' αυτή την τεχνική σαν το κινηματογραφικό μοντάζ, εισχωρείς βαθιά μέσα στο μυθιστόρημα γίνεσαι συμμέτοχος της δράσης και της ροής της αφήγησης. Ο Κέπεν χρησιμοποιεί με ιδανικό τρόπο τις επιρροές του από τον Ντέμπλιν, τον Τζόις και τον Ντος Πάσος, ενώ η Καφκική ατμόσφαιρα ασφυξίας που δημιουργεί  είναι υπνωτιστική και σαγηνευτική.

Τα “Περιστέρια στη χλόη” είναι ένα μικρό αριστούργημα, ένα θαυμάσιο βιβλίο που μας γνωρίζει έναν δημιουργό που θεωρείται από τους σπουδαιότερους Γερμανούς πεζογράφους με μια ενδιαφέρουσα ζωή που περιγράφεται στο πλήρες και κατατοπιστικότατο επίμετρο, με το οποίο ο μεταφραστής Βασίλης Τσαλής, ολοκληρώνει την εξαιρετική δουλειά που έκανε με την μετάφραση του, η οποία, αποδίδει υπέροχα το ύφος του συγγραφέα σε αυτή την πολύ φροντισμένη έκδοση της Κριτικής.

“Είχαν σώσει τη ζωή τους, μια άχρηστη ύπαρξη, είχαν κουρνιάσει λυπημένοι σε χωριουδάκια, σε οροπέδια και κοιλάδες, σε καταφύγια και αγροκτήματα, ο αέρας καθάρισε από τον καπνό, αφουγκράζονταν τους εκσκαφείς, που εφορμούσαν στα ερείπια, αφουγκράζονταν από μακριά, εξόριστοι από τη Νινευή, τη Βαβυλώνα, τα Σόδομα, πόλεις αγαπημένες, εστίες θαλπωρής, φυγάδες σε καταναγκαστικό παραθερισμό, άφραγκοι τουρίστες, τους οποίους οι ντόπιοι αντιμετώπιζαν με καχυποψία, νοσταλγοί των πατρογονικών τους εστιών. Επέστρεψαν στα σπίτια τους, οι μπάρες ανασηκώθηκαν, το μισητό διάταγμα για την εσωτερική μετανάστευση έπεσε, ήρθησαν οι αποκλεισμοί, κοαμοσυρροή, πλημμυρίδα, ο πήχης ανέβηκε Η ΠΟΛΗ ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, ΟΙ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ. Ήταν ξανά στα σπίτια τους, τακτοποιήθηκαν, στριμώχτηκαν ο ένας κοντά στον άλλον, εξαπάτησαν ο ένας τον άλλον, παζάρεψαν, δημιούργησαν, έκτισαν, θεμελίωσαν, γέννησαν, κάθισαν στις παλιές ταβέρνες, ανάσαναν τον οικείο μπαγιάτικο αέρα, περιεργάστηκαν τη γειτονιά τους, το νυφοπάζαρο, είδαν την άσφαλτο να ξαναστρώνεται στα σοκάκια, γέλια και καβγάδες και το ραδιόφωνο του γείτονα, πέθαναν στο κρατικό νοσοκομείο, μεταφέρθηκαν από το γραφείο κηδειών στο νεκροταφείο, στο νοτιοανατολικό σταυροδρόμι, υπό τον ήχο της κόρνας του τραμ, πνιγμένοι στην αιθαλομίχλη, ευτυχισμένοι στον τόπο τους. ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΥΠΕΡΒΟΜΒΑΡΔΙΣΤΙΚΑ ΣΤΑΘΜΕΥΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ."






 
Τετάρτη, Μαΐου 03, 2017
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 03, 2017 | Permalink
Το χάσμα του χρόνου
“Περασμένα τα πενήντα, μαθαίνουμε με έκπληξη
και μια αίσθηση
αυτοκτονικής άφεσης αμαρτιών
πως αυτά που σκοπεύαμε αλλά αποτύχαμε
δεν θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν -
και πρέπει να ξαναγίνουν καλύτερα.”
“Για τον Σέρινταν”, Ρόμπερτ Λόουελ

Με αφορμή τη συμπλήρωση 400 χρόνων από τον θάνατο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, το Hogarth Shakespeare project (δημιουργία της Βιρτζίνια Γουλφ) σε συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο Penguin, προσκάλεσε κάποιους γνωστούς Αγγλοσάξονες ως επί το πλείστον συγγραφείς, να μεταγράψουν ή να εμπνευστούν από κάποιο θεατρικό έργο του μεγάλου δημιουργού, γράφοντας ένα μυθιστόρημα με το προσωπικό τους ύφος. Η εξαιρετική Αγγλίδα συγγραφέας Jeanette Winterson (Manchester,1959), ήταν η πρώτη που ξεκίνησε αυτή την συγγραφική σκυταλοδρομία, επιλέγοντας το “Χειμωνιάτικο παραμύθι” (ένα από τα λιγότερο αιματοβαμμένα έργα του Σαίξπηρ), μεταλλάσσοντάς το σε ένα εκπληκτικό και ταυτόχρονα πολύ συναρπαστικό μυθιστόρημα, με τίτλο “ΤΟ ΧΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ” (“The gap of time”), (εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Μ.Γκανά, σελ.381).


Το έργο του Σαίξπηρ διαδραματίζεται στην Σικελία σε ακαθόριστη εποχή. Ο Λεόντιος βασιλιάς της Σικελίας υποψιάζεται ότι η σύζυγός του Ερμιόνη διατηρεί ερωτική σχέση με τον αδερφικό του φίλο, Πολύξενο, βασιλιά της Βοημίας ο οποίος φιλοξενείται εδώ και καιρό στο παλάτι του πρώτου. Έχει δε την βεβαιότητα ότι το παιδί που ετοιμάζεται να φέρει στον κόσμο η Ερμιόνη είναι του Πολύξενου. Διατάζει λοιπόν τον πιστό του υπηρέτη Καμίλο να δηλητηριάσει τον Πολύξενο, αλλά ο Καμίλο προειδοποιεί το υποψήφιο θύμα, ο οποίος το σκάει παίρνοντάς τον μαζί του. Ο Λεόντιος εξαγριώνεται και φυλακίζει την Ερμιόνη παρά τις διαμαρτυρίες της αριστοκράτισσας οικογενειακής φίλης Παυλίνας.
Η Ερμιόνη γεννάει μια κόρη, που την ονομάζει Περντίτα, και ο Λεόντιος αποκληρώνει το παιδί ως νόθο, διατάζοντας τον θάνατό του. Η Παυλίνα όμως καταφέρνει να πείσει τον Λεόντιο ότι το παιδί, πρέπει να μεταφερθεί σε έναν μακρινό τόπο, και να αφεθεί στη τύχη του. Την αποστολή αναλαμβάνει ο σύζυγος της Παυλίνας, Αντίγονος ο οποίος πηγαίνει το παιδί στην Βοημία, όμως σκοτώνεται στην διάρκεια της αποστολής και το παιδί σώζεται από δύο βοσκούς οι οποίοι μεγαλώνουν το μωρό σαν δικό τους. Πίσω στη Σικελία, κατά τη διάρκεια της δίκης της Ερμιόνης, ένας αγγελιαφόρος ανακοινώνει στον εμβρόντητο Λεόντιο ότι ο μοναχογιός τους Μαμίλιος είναι νεκρός. Με το άκουσμα της είδησης, η Ερμιόνη καταρρέει και πεθαίνει, ενώ ο Λεόντιος μετανιώνει.
Δεκαέξι χρόνια αργότερα τα πράγματα θα αλλάξουν, η Περντίτα έχει μεγαλώσει και η ιστορία της θα πάρει άλλη τροπή.

"Είναι ένα έργο για ένα εγκαταλειμμένο παιδί. Κι εγώ είμαι ένα τέτοιο. Είναι ένα έργο για τη συγχώρεση και έναν κόσμο πιθανών μελλόντων - και για το πως η συγχώρεση και το μέλλον είναι δεμένα μεταξύ τους και από τις δυο πλευρές. Ο χρόνος είναι αναστρέψιμος."

Η Γουίντερσον (η οποία σαν την Περντίτα υιοθετήθηκε μόλις ενός έτους από το ζεύγος Γουίντερσον και μεγάλωσε στο Λανκασάιρ), παίρνει αυτό το πολύ ωραίο έργο και κυριολεκτικά του αλλάζει τα φώτα δημιουργώντας ένα έξοχο και πολύ σύγχρονο μυθιστόρημα χωρίς να τροποποιήσει τη βασική του δομή.
Ο Λίο είναι ιδιοκτήτης μιας πολύ επιτυχημένης χρηματιστηριακής εταιρίας, παντρεμένος με την ΜίΜι που είναι διάσημη τραγουδίστρια, ενώ ο κολλητός του από τα χρόνια του κολλεγίου, ο αμφιφυλόφιλος Ξένης (ο πλέον ενδιαφέρων χαρακτήρας του μυθιστορήματος), είναι κατασκευαστής ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Ο Λίο υποψιάζεται ότι η έγκυος ΜίΜι διατηρεί ερωτικό δεσμό με τον Ξένη, και ότι το παιδί που θα φέρει στον κόσμο είναι του φίλου του. Όταν γεννιέται το κορίτσι και το ονομάζουν Περντίτα, αυτή η σκέψη τού γίνεται εμμονή, και αποφασίζει να στείλει το νεογέννητο στον Ξένη, ο οποίος μένει μόνιμα με την οικογένειά του στην μικρή πόλη Βοημία του Αμερικάνικου Νότου κι εκείνος μαζί με τον μοναχογιό του, τον Μάιλο να φύγουν μακριά. Αναθέτει λοιπόν στον κηπουρό του, τον Τόνι να πάει από το Λονδίνο στις ΗΠΑ μαζί με 50.000 δολάρια και να παραδώσει την Περντίτα στον Ξένη. Στο αεροδρόμιο, ο Μάιλο χάνεται και βρίσκει τραγικό θάνατο, ο δε Τόνι φθάνοντας στην Βοημία, δολοφονείται από δύο κακοποιούς οι οποίοι είχαν δει ότι κουβαλούσε πολύ χρήμα μαζί του. Πριν τον θάνατό του, όμως, βλέποντας ότι κάποιοι τον ακολουθούν, είχε φροντίσει να αφήσει το μωρό σε μια βρεφοδόχο μαζί με τα χρήματα. Την όλη σκηνή παρακολουθούν από μακριά δύο μαύροι, ο Σεπ με τον αφελή γιο του Κλο, οι οποίοι παίρνουν το μωρό από την βρεφοδόχο για να το σώσουν, χωρίς να γνωρίζουν ότι μέσα στις πάνες βρίσκεται και ένα σημαντικό χρηματικό ποσόν που θα τους αλλάξει τη ζωή. Πίσω στην Αγγλία, η ΜίΜι μαθαίνοντας τα νέα του θανάτου του Μάιλο και της εξαφάνισης της νεογέννητης κόρης της, καταρρέει και πέφτει σε κώμα.

17 χρόνια αργότερα, η Περντίτα είναι μια όμορφη κοπέλα που ζει με τον Σεπ, τον οποίο αναγνωρίζει ως πατέρα της. Έχει εξαιρετική φωνή και με το μικρό της γκρουπ παίζουν κάποια τραγούδια στο μπαρ που έχει ανοίξει εδώ και χρόνια ο Σεπ. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί ένα νεαρό που αποδεικνύεται ότι είναι ο γιος του Ξένη, ο οποίος εμφανιζόμενος αργότερα θα αποκαλύψει την πραγματική ταυτότητα της χαμένης κόρης. Η Περντίτα αποφασίζει να μάθει τι έχει ακριβώς συμβεί, ποια είναι και που βρίσκονται οι βιολογικοί γονείς της.

“Το γήρας έρχεται απότομα. Είναι σαν να κολυμπάς στα ανοιχτά της θάλασσας και να συνειδητοποιείς ότι η ακτή στην οποία κατευθύνεσαι δεν είναι αυτή από την οποία ξεκίνησες.”

Η Γουίντερσον χωρίς να ξεφεύγει από την βασική δομή της ιστορίας, πραγματοποιεί κάτι πολύ δύσκολο και ταυτόχρονο ιδιαίτερα θαυμαστό. Οι αρχετυπικοί Σαιξπηρικοί χαρακτήρες είναι εδώ, αποδεικνύοντας ότι οι βασικές ανθρώπινες δομές δεν αλλάζουν, ενώ οι έννοιες όπως η συγχώρεση και η οδύνη, η τραγωδία του ερωτικού πάθους, η αταβιστική ζήλεια, η ανάγκη για αγάπη και τρυφερότητα παραμένουν ίδιες, τόσο παλιές και τόσο σύγχρονες ταυτόχρονα.

Το “Χάσμα του χρόνου” είναι ένα βέβαια (και πάνω απ' όλα) ένα αυτόνομο μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί, συναρπαστικό και σαγηνευτικό. Η έξοχη Γουίντερσον μετά το δεύτερο μέρος του έργου, ουσιαστικά απελευθερώνεται από τα “δεσμά” της Σαιξπηρικής ιστορίας, εισάγοντας στοιχεία που ενδυναμώνουν την ιστορία της σε συνδυασμό με ψυχαναλυτικά δεδομένα, γύρω από τις σχέσεις κάποιων εκ των ηρώων της ιστορίας (όπως των κάποτε κολλητών και περιστασιακών εραστών Λίο-Ξένη). Η σχέση του Ξένη με την ΜίΜι, η ποίηση του Ζεράρ ντε Νερβάλ, το ποιητικό ηλεκτρονικό παιχνίδι με τίτλο “Το χάσμα του χρόνου” βασισμένο σε ένα ποίημα που απαγγέλει η ΜίΜι, ο Σεπ που αποδεικνύεται ήρωας “bigger than life”, ο Λίο που μετανιώνει και γίνεται πάλι ανθρώπινος, όλα αυτά σε ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, με το οποίο περνάς θαυμάσια.

“Πρόκειται για μια “παλιά ιστορία”, για ένα παραμύθι. Στα παραμύθια όμως η απειλή συνήθως προέρχεται από έναν εξωγενή παράγοντα – έναν δράκο ή έναν στρατό ή έναν κακό μάγο. Ο Σαίξπηρ, προλαβαίνοντας τον Φρόιντ, τοποθετεί την απειλή εκεί που βρίσκεται στ' αλήθεια: μέσα μας.”