Τετάρτη, Οκτωβρίου 26, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 26, 2016 | Permalink
Πατέρας και γιός
Αμετάφραστο στην χώρα μας για πάνω από έναν αιώνα, το εμβληματικό έργο του Βρετανού Edmund Gosse (1849-1928), με τίτλο “ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΓΙΟΣ” (“Father and Son”), εκδόθηκε επιτέλους στο τέλος της περασμένης χρονιάς από τις (εξαιρετικές) Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (Π.Ε.Κ.) σε ωραία μετάφραση του Παν. Σουλτάνη. Ουσιαστικά αυτοβιογραφικό κείμενο, το οποίο μπορεί να διαβαστεί και ως μυθιστόρημα, το αριστουργηματικό βιβλίο του Γκος είναι αυτό που λέει ο υπότιτλος του, μια “Σπουδή πάνω σε δύο ιδιοσυγκρασίες” (“A study of two temperaments”), ένα κείμενο στο οποίο, ο συγγραφέας στις 288 σελίδες του ανατέμνει την σχέση του με τον πατέρα του για ένα διάστημα περίπου 20 χρόνων.


Στο βιβλίο του (που εξεδόθη το 1907), ο Γκος περιγράφει την διαμάχη μεταξύ του θρησκευτικού φανατισμού και του επιστημονικού ρασιοναλισμού τον 19ο αιώνα. Έχει την μορφή αυτοβιογραφίας και είναι ουσιαστικά αυτό που λέει ο υπότιτλος του: “Σπουδή πάνω σε δύο ιδιοσυγκρασίες”.

“...τέλεια αγνότητα, αδάμαστη ανωτερότητα, άκρα αυταπάρνηση – αλλά και στενότητα, απομόνωση, απουσία προοπτικής και, όπως οφείλω γενναία να παραδεχτώ, έλλειψη ανθρωπιάς. Υπήρχε ακόμα ένα περίεργο μείγμα ταπεινοσύνης και έπαρσης – ολοκληρωτική παραίτηση στη θέληση του Θεού και εξίσου απόλυτη περιφρόνηση της κρίσης και της άποψης του ανθρώπου. Κάθε πράξη τους, κάθε στάση τους οι γονείς μου τις θεμελίωναν στην ερμηνεία που οι ίδιοι έδιναν στις Γραφές, καθώς και στην καθοδήγηση της θείας θέλησης όπως τους αποκαλυπτόταν άμεσα ως ανταπόκριση στις προσευχές τους. Όταν ετίθετο κάποιο δίλημμα, η άμεση αντίδρασή τους ήταν “Ας το θέσουμε στην κρίση του Κυρίου”.”

Ο πατέρας, Φίλιπ Χένρυ Γκος (1810-1888) ήταν διάσημος φυσιοδίφης με πλούσιο επιστημονικό έργο αλλά κυρίως ήταν αφοσιωμένος στην Προτεσταντική σέκτα των “Αδελφών του Πλύμουθ”, μια  ομάδα πιστών, η οποία δεν έγινε ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλής στην Αγγλία, που όμως εξακολουθεί να υφίσταται ακόμα και στις μέρες μας! Το κύριο χαρακτηριστικό της διαφοροποίησής τους είναι η κυριολεκτική και πιστή, ερμηνεία της Βίβλου, διότι, όπως πιστεύουν, είναι γραμμένη με τα ακριβή λόγια του Θεού. Στην αίρεση αυτή, δεν υπάρχει κληρικός και τα μέλη συγκεντρώνονται για την ανάγνωση του “Ιερού βιβλίου”, το οποίο ο καλός πιστός πρέπει να γνωρίζει και να μη διαβάζει τίποτε άλλο ενώ κάθε μορφή μυθοπλασίας ή ποίησης, είναι προϊόν του Σατανά. Τα μέλη της σέκτας, που αποκαλούνται “άγιοι”, πρέπει να προσπαθούν διαρκώς να προσηλυτίζουν κόσμο, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν, ενώ, θα πρέπει να είναι έτοιμα ανά πάσα στιγμή για την Δευτέρα Παρουσία η οποία μπορεί θα έρθει κάποια στιγμή και εκείνοι θα “αναληφθούν εις τους ουρανούς”.


Το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει ο Έντμουντ είναι ασφυκτικό και ιδιαίτερα καταπιεστικό. Η μητέρα του, μια πολύ μορφωμένη για την εποχή γυναίκα, είναι ακόμα φανατικότερη του πατέρα του, αλλά πεθαίνει νωρίς και ο πατέρας με τον γιο μετακομίζουν σε ένα μικρό χωριό του Ντεβονσάιρ, όπου ο πατέρας δεν δυσκολεύεται να σχηματίσει εκεί μια αρκετά δυναμική ομάδα πιστών. Ο μικρός Έντμουντ προορίζεται να διαδεχθεί τον πατέρα και να λειτουργεί όπως εκείνος, αλλά η διαφορετικότητά του και το ανήσυχο πνεύμα του φαίνεται από νωρίς προς μεγάλη απογοήτευση του πατρός.

“Η παιδική ηλικία είναι τόσο σύντομη, οι εντυπώσεις ενός παιδιού είναι τόσο χιμαιρικές και φευγαλέες που το να καταγράψεις την ιστορία του είναι το ίδιο δύσκολο με το να σχεδιάσεις ένα σύννεφο την ώρα που το παρασέρνει το πρωινό αεράκι...Στη δική μου μνήμη όμως η παιδική μου ηλικία ήταν μακρόσυρτη, μακρόσυρτη, με τις ώρες να είναι ατέλειωτες, ώρες ολόκληρες να στέκομαι ακουμπώντας το χλωμό μου μάγουλο στο τζάμι του παραθύρου, και να επαλαμβάνω μηχανικά τα μοναχικά μου “παιχνίδια”, που δεν με ευχαριστούσαν πια και παρατείνονταν από καθαρή αδράνεια.”

Ο Γκος περιγράφει την παιδική και εφηβική του ηλικία. Την καταπίεση και τις συνεχείς απογοητεύσεις που προσφέρει στον πατέρα του, τα ερωτήματά του και τους προβληματισμούς του, την αφόρητη μοναξιά και την συνεχή μουντάδα του σπιτιού που έγινε ακόμα εντονότερη μετά την χηρεία του πατέρα του. Την ανακάλυψη της λογοτεχνίας και το “ταξίδι σε άλλους κόσμους”, την γυναίκα που θα διαδεχθεί την μητέρα του στο σπίτι και αποδεικνύεται λίγο περισσότερο “ανοιχτή” αφήνοντάς του περισσότερο χώρο. Καθώς μεγαλώνει ο Έντμουντ αναρωτιέται διαρκώς για τον πατέρα του, για το πως ένας καλός άνθρωπος μπορεί να κουβαλάει τόσο μίσος μέσα του, πως ένας επιστήμονας, ένας άνθρωπος που ασχολείται με τα θαύματα της φύσης μπορεί να έχει τέτοιες παρωπίδες, να είναι τόσο αρτηριοσκληρωτικός. Η επανάσταση του νεαρού δεν θα αργήσει και η αναπόφευκτη ρήξη θα έρθει στην εφηβεία.

“Στο σπίτι απαγορευόταν η μυθοπλασία, θρησκευτική και μη. Ο περιορισμός αυτός δεν οφειλόταν στον Πατέρα, μα στη Μητέρα μου. Είχε την περίεργη και, ομολογώ, ανερμήνευτη για μένα, εντύπωση πως “το να λες μια ιστορία”, δηλαδή, το να συνθέτεις μια φανταστική αφήγηση οποιουδήποτε είδους, ήταν αμαρτία.”


Ο Γκος μεταφέρει εξαιρετικά όχι μόνο την ατμόσφαιρα εντός της οικίας αλλά και την εποχή με τις νέες επιστημονικές ανακαλύψεις που αποτελούν την βραδυφλεγή βόμβα που απειλεί να ανατινάξει τα θεμέλια της πίστης. Περιγράφει την οικτρή αποτυχία του πατέρα του, να αποδεχθεί τη νέα πραγματικότηα και την τραγική του απόπειρα να ξετινάξει την θεωρία του Δαρβίνου, υποστηρίζοντας ότι ο Θεός κυριολεκτικά δημιούργησε τον κόσμο σε έξι ημέρες και όλες οι απαντήσεις είναι στην Βίβλο. Το βιβλίο του αυτό με τον τίτλο “Ομφαλός” όπως ήταν φυσικό λοιδορήθηκε και χλευάστηκε με τον ίδιο να χαλάει το καλό όνομα που είχε δημιουργήσει στην επιστημονική κοινότητα. Ο Φίλιπ Γκος ήταν ένας άνθρωπος μιας άλλης μακρινής εποχής και οι καταιγιστικές εξελίξεις στις επιστήμες, στη βιομηχανία τον είχαν ξεπεράσει.

Γραμμένο με υπέροχο ύφος, λεπτοδουλεμένο και συμπαγές, το βιβλίο του Γκος,  εκτός από αυτοβιογραφία, είναι και ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα μαθητείας αλλά και μια ανακάλυψη του εαυτού. Ο συγγραφέας δεν μιλάει μόνο για την σχέση του με τον πατέρα του αλλά περισσότερο για την δικιά του πορεία, περιγράφει πως βιώνει την παιδική και την εφηβική του ηλικία, γι'αυτό άλλωστε πολλοί το συνέκριναν με το “Ντέιβιντ Κόπερφιλντ” του Charles Dickens.

“Είμαστε τα θύματα σεβαστών αποφθεγμάτων, και ένα από τα κλασικότερα από αυτά λέει ότι “πατέρας του άντρα είναι το παιδί”.”

Είναι ένα μελαγχολικό και ευαίσθητο βιβλίο που μας αποκαλύπτει ένα μεγάλο λογοτέχνη με έξοχο στυλ. Ο πατέρας δεν “κατηγορείται” με ακραίες εκφράσεις από τον Γκος, ούτε σκιαγραφείται με μελανά χρώματα αλλά με αγάπη και ιδιαίτερο σεβασμό, ευγένεια και εκτίμηση. Το βιβλίο γραμμένο αριστοτεχνικά και με θαυμάσιο ρυθμό, αναπαριστά με έξοχο τρόπο μια εποχή και τους χαρακτήρες δύο ανθρώπων τόσο διαφορετικών, δύο ισχυρών προσωπικοτήτων, οι οποίες συμβίωσαν στο μεταίχμιο μιας εποχής και που η μοίρα τους ένωσε με τα πιο ισχυρά δεσμά.

















 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 19, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 19, 2016 | Permalink
Το δωμάτιο στο βάθος του σπιτιού
Είναι φορές που οι επιλογές των εκδοτικών οίκων στην μεταφρασμένη λογοτεχνία με ξαφνιάζουν. Βιβλία από άγνωστους συγγραφείς και από χώρες μικρές, χαμένες στα βάθη μιας ηπείρου, εκδίδονται στα ελληνικά ενώ βιβλία κλασσικά της παγκόσμιας λογοτεχνίας παραμένουν αμετάφραστα και ίσως ποτέ δεν θα τα δούμε στη χώρα μας. Εδώ έχουμε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη, με ένα αναπάντεχο μυθιστόρημα (το οποίο μάλλον δεν έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά ή στα Γαλλικά) ενός συγγραφέα από το Ελ Σαλβαδόρ της Κεντρικής Αμερικής, που θα ήταν ψέματα να πω ότι είχα ξανακούσει λάθος μου βέβαια γιατί (δείχνει να) είναι πολύ σημαντικός. “ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ” (“La habitacion al fondo de la casa”), του Jorge Galan (1973, San Salvador), (Εκδ. Ψυχογιός, μετάφρ. Α.Κυριακίδη, σελ.274), είναι ένα μυθιστόρημα του είδους που αποκαλείται “μαγικός ρεαλισμός”, το οποίο γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα λόγω του σπουδαίου Gabriel Garcia Marquez, έδειχνε είτε να παρακμάζει, είτε να μη βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του λογοτεχνικού γίγνεσθαι (ότι κι αν σημαίνει αυτό), αλλά φαίνεται ότι παραμένει ζωντανό και όταν είναι μαεστρικά γραμμένο, ιδιαίτερα ελκυστικό.

Η γοητεία του μαγικού ρεαλισμού έγκειται κυρίως στην ανάμιξη στοιχείων υπερφυσικών, τοπικών μύθων, μέσα σε μια ρεαλιστική αφήγηση γεγονότων. Το ποιητικό και λυρικό στοιχείο συνήθως είναι έντονο, όπως και τα παιχνίδια της μνήμης ενώ πλειστάκις το παρελθόν αναμιγνύεται με το παρόν. Είδος δύσκολο που φαίνεται απλό, ο μαγικός ρεαλισμός μπορεί να παράξει αριστουργήματα αλλά και τρανταχτές αποτυχίες.

Συνήθως τα μυθιστορήματα που ακολουθούν αυτή την αφηγηματική φόρμα, είναι πολύ δύσκολο να περιγραφούν, ή, να ασχοληθείς μέσα σε λίγες γραμμές με την ιστορία που αφηγούνται. Έτσι και με το “Δωμάτιο στο βάθος του σπιτιού”, αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα, το οποίο έχει ως κεντρική ηρωίδα την Μαγδαλένα, μια πανέμορφη δασκάλα, η οποία κάποια στιγμή στην εφηβεία της ανακαλύπτει τις υπερφυσικές της δυνάμεις, διέθετε κάτι “που, με το να εύχεται τόσο πολύ να γίνουν κάποια πράγματα, έκανε αυτά τα πράγματα να γίνονται”. Υπάρχουν όμως κι άλλοι χαρακτήρες που έχουν κάτι μαγικό, όπως η Δόνια Προυδένσια, η τρομερή γκουβερνάντα που εμφανίστηκε ξαφνικά για να μεγαλώσει τα παιδιά της Μαγδαλένας και εξαφανίστηκε απότομα και η οποία συνομιλεί με τα όνειρά της, και με τον βοριά, ή κάποιες γυναίκες που λένε τη μοίρα, που το χωριό τις θεωρεί μάγισσες.

Η γηραιά πλέον Μαγδαλένα αφηγείται σε ένα δωμάτιο στο βάθος του αγροτικού σπιτιού, στον ορφανό από γονείς εγγονό της, την ιστορία της οικογένειας αλλά και του τόπου. Ο εγγονός δεν γνωρίζει αν οι ιστορίες της γιαγιάς είναι αληθινές ή όχι, τι συνέβη στ' αλήθεια και τι ήταν αποκύημα της φαντασίας της. Τον έρωτά της για τον Βισέντε τον σύζυγό της που πρωτοσυνάντησε σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό στη δεκαετία του '50. Τις ιστορίες για τους προγόνους του Βισέντε (με τους οποίους ξεκινάει το μυθιστόρημα). Τις ιστορίες για τα γεγονότα της εφηβείας της Μαγδαλένας, τις ιστορίες για την χώρα και τις πολιτικές ταραχές.
Μέσα από την λυρική αφήγηση και τους μύθους περνάει η ιστορία της χώρας του Ελ Σαλβαδόρ με τους πολέμους και έναν εμφύλιο που κόστισε τη ζωή σε 75.000 ανθρώπους. Οι ιστορίες του χωριού που κινούνται μεταξύ φαντασίας και ρεαλισμού, όλα αναμειγνύονται με θαυμαστό τρόπο σε μια ρυθμική και καλοκουρδισμένη αφήγηση που σε καθηλώνει όχι με την δύναμή της αλλά με την μαγεία της.

“Κι εκείνο το απόγευμα, ενώ κοίταζε τη λιπόσαρκη σιλουέτα της Άνας Μπούλνες να χάνεται στο βάθος του δρόμου, όλο και μικραίνοντας όσο ξεμάκραινε πάνω σ' ένα πεζοδρόμιο που φαινόταν πιο μακρύ απ' ότι συνήθως, η Μαγδαλένα κατάλαβε ότι υπάρχουν ευτυχίες που δε γυρίζουν πίσω, κι ότι τα όνειρα της νιότης είναι σαν τους φίλους της νιότης: ξεμακραίνουν και χάνονται. Όμως αυτό το μεσοδιάστημα που είναι η ζωή, σκεφτόταν, συνέχιζε ακόμα ελπιδοφόρο, και τότε αναλογίστηκε και τον Βισέντε που εκείνη την ώρα θα την περίμενε, και πιέστηκε να πιστέψει πως στην αγκαλιά του θα' ταν όλα όμορφα, και δεν έπεσε πολύ έξω, γιατί για κάποιο διάστημα έτσι ήταν, όμορφα, μα πως μπορούσε να φανταστεί τότε πως, πολλά χρόνια αργότερα, μια γυναίκα που είχε χάσει όλη της την ομορφιά κι όλη τη γλύκα της θα τα ιστορούσε αυτά σ' έναν ίσκιο με μάτια, τον εγγονό της, καθισμένο στο πάτωμα ενός παγωμένου δωματίου δίπλα σ' ένα κρεβάτι που ανέδιδε μια όξινη οσμή από κάτουρο, ακούγοντάς την με αυστηρή προσήλωση, έτσι όπως κι εκείνη άκουγε τη γιαγιά της την Εστεμπάνα σ' ένα σπίτι που η ίδια το αποκαλούσε σπίτι με τα κίτρινα μπαμπού και που, με τον καιρό, είχε γίνει απλή ανάμνηση, αφού είχε γκρεμιστεί για να χτιστεί στη θέση του ένα μικρό εμπορικό κέντρο όπου μεγάφωνα στριγκά θα διαλαλούσαν τις προσφορές της εβδομάδας; Δεν μπορούσε να το ξέρει. Κι αν το' ξερε, είναι σίγουρο πως τα μάτια της θα ΄χαν σβηστεί απ' το κλάμα.”

Στο μυθιστόρημα υπάρχουν μεγάλοι έρωτες, πάθη αλλά και τραγωδίες. Όνειρα και εφιάλτες που γίνονται πραγματικότητα, ερωτισμός αλλά και καταπίεση, βροχή και άνεμοι που μεταφέρουν φήμες και προλήψεις, μυστήρια που παραμένουν τέτοια και άνθρωποι που εξαφανίζονται. Χωρίς να παρασύρεται σε φλυαρίες και άχρηστα στοιχεία, γενικότερα είναι δύσκολο να "πετάξεις" κάτι από αυτό το διαμαντάκι.
Είναι ένα βιβλίο που περισσότερο το αισθάνεσαι, και δεν μπορείς να πεις πολλά γι' αυτό, διότι αντιλαμβάνεσαι ότι το προσγειώνεις, το βυθίζεις στην κοινοτοπία. Η επιτυχία του συγγραφέα είναι ότι ενώνει τις ιστορίες με ένα θαυμαστό τρόπο δίδοντας τους ομοιογένεια και συνοχή. Από τις πρώτες σελίδες, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι διαβάζει λογοτεχνία καθαρή και όχι φτηνούς εντυπωσιασμούς δήθεν πρωτοπορίας. Ο έρωτας κι ο θάνατος, η ταυτότητα, το παρελθόν, η φιλία σε ένα λογοτεχνικό αφήγημα που συγκινεί και δεν θέλεις να τελειώσει - συναίσθημα πολύ σπάνιο στα περισσότερα βιβλία που διαβάζω.

Υπέροχο μυθιστόρημα (με εξαίσιο εξώφυλλο), που ευτύχησε να μεταφερθεί στη γλώσσα μας από τον  Αχιλλέα Κυριακίδη, ο οποίος αποδίδει θαυμάσια την ατμόσφαιρα και τον ρυθμό του. Ο συγγραφέας Χόρχε Γκαλάν έχει τιμηθεί με το Εθνικό Βραβείο Διηγήματος του Ελ Σαλβαδόρ και έχει αποσπάσει διεθνείς διακρίσεις. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο “Νοέμβριος” πραγματεύεται ένα πραγματικό γεγονός, την δολοφονία έξι Ιησουιτών ιερέων που συνέβη τον Νοέμβριο του 89, γεγονός που του έχει κοστίσει την αυτοεξορία του λόγω των απειλών που δεχόταν για τη ζωή του.







 
Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2016
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2016 | Permalink
Πλατεία Μεσολογγίου
Δύο χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση στην Ελληνική πεζογραφία, ο Βαγγέλης Προβιάς (Βόλος, 1973) επανέρχεται με μια πολύ καλή (αν αφαιρέσουμε κάποιες "αστοχίες"), συλλογή διηγημάτων, που έχει ως τίτλο το όνομα μιας γνωστής πλατείας του κέντρου της Αθήνας. Η “ΠΛΑΤΕΙΑ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ” (Εκδ. Ολκός, σελ. 192) αποτελεί το σημείο αναφοράς του βιβλίου, καθώς οι περισσότερες από τις ιστορίες εκτυλίσσονται εκεί (ενώ το πρώτο και μεγαλύτερο διήγημα της συλλογής, το οποίο δίνει όχι μόνο το τέμπο στο βιβλίο αλλά αποτελεί και ένα πολύ ενδιαφέρον υφολογικά πείραμα γραφής), έχει ακριβώς αυτόν τον τίτλο.

Η πλατεία Μεσολογγίου είναι μια συμπαθητική μεσαίου μεγέθους πλατεία του Παγκρατίου, η οποία περιστοιχίζεται από ογκώδεις πολυκατοικίες χωρίς να ξεχωρίζει καμία. Είναι ουσιαστικά μια από τις δεκάδες πλατείες του κέντρου της Αθήνας που δεν ξεχωρίζει από κάτι σημαντικό. Οι καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων που διαμένουν γύρω της, εμπνέουν τις ιστορίες του Προβιά, ιστορίες  ανθρώπων βασανισμένων, ανθρώπων που χτυπήθηκαν από την οικονομική κρίση, μεταναστών και προσφύγων, βιοπαλαιστών, κυρίως μικροαστών.

15 διηγήματα απαρτίζουν την συλλογή. Τα περισσότερα είναι ολιγοσέλιδα, ενώ το πρώτο διήγημα, το ομώνυμο του βιβλίου, η “Πλατεία Μεσολογγίου” είναι το πιο πολυσέλιδο, σχεδόν 30 σελίδες και εντός του περιέχει καμιά δεκαριά μικροϊστορίες ανθρώπων κατοίκων της περιοχής. Ο άνεργος γιός που περιποιείται τον άρρωστο πατέρα του, ο γείτονας που κλέβει τα λίγα χρήματα που στέλνει μέσα σε φάκελο στους συγγενείς της στην Αμερική η γηραιά γειτόνισσά του, ο σαλεμένος που πίνει μπίρες από το πρωί, ο πατέρας που ο γιός του τον υποχρεώνει να αδειάσει το διαμέρισμα που του έχει παραχωρήσει, ο άνθρωπος “που ερωτεύεται ήρωες και ηρωίδες μυθιστορημάτων”, η γιαγιά με την εγγονή “θύμα του Τσερνομπίλ”. Ο Προβιάς παρακολουθεί τις ζωές των ανθρώπων μέσα από ένα κινηματογραφικό φακό, τους περιγράφει, τους σκιαγραφεί με λεπτότητα και συμπόνοια, με γλύκα και τρυφερότητα.

“Τα Χριστούγεννα βάζει βιβλία δίπλα του στο τραπέζι ενώ τρώει γιορτινά γεύματα και κοιμάται με τόμους, στα εξώφυλλα των οποίων υπάρχουν κοντινές φωτογραφίες προσώπων, αφημένους δίπλα του στο διπλό κρεβάτι – όχι μόνο τα Χριστούγεννα. Πάντα. Αφήνεται στη μοναξιά, της παραδίδεται πλήρως, ελπίζοντας πως θα γίνει μια προσευχή που ενώσει με τον κόσμο. Ακούει εκατοντάδες φορές τα ίδια τραγούδια, διαβάζει εκατοντάδες φορές τις ίδιες σελίδες. Έχει σε όλα τα σακάκια πακέτα χαρτομάντιλα γιατί συχνά δακρύζει με πρόσωπα περαστικών. Μίλα μου, πες μου κάτι. Κυκλοφορεί στα πιο κεντρικά μέρη, τις μέρες και τις ώρες με την περισσότερη πολυκοσμία. Μίλα μου. Παραδόθηκε στην ικανότητα να ζει ολομόναχος γιατί τον τρώει αλλά και τον θρέφει. Μίλα μου.”

Στα υπόλοιπα διηγήματα, οι ιστορίες των ανθρώπων δεν είναι πολύ διαφορετικές. Και πάλι έχουμε τους τσακισμένους από τη ζωή ήρωες, άλλους απολυμένους από τις δουλειές τους, άλλους μακροχρόνια άνεργους, δυστυχισμένους και ηττημένους. Κάποιες από τις ιστορίες είναι εξαιρετικές, άλλα δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, γεγονός που αποτελεί και το ουσιαστικότερο πρόβλημα του βιβλίου, ενώ σε ορισμένες παρατηρούμε και κάποιες προσπάθειες του συγγραφέα να γράψει σε ένα διαφορετικό ύφος, όπως στο υπέροχο διήγημα, με την θριλερίστικη υφή, “Μέθοδος των τριών” που αποτελεί και ένα φόρο τιμής στην μεγάλη διηγηματογράφο Φλάννερυ Ο'Κόνορ καθώς στις αρχικές του σκηνές, η δεκατετράχρονη κόρη της οικογένειας διαβάζει το “A good man is hard to find” ("Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος")∙ βιβλίο που αποτελεί και την έμπνευση για την ιστορία που ακολουθεί. Μια οικογένεια που πηγαίνει στο απομονωμένο εξοχικό της στην Εύβοια, ταλαιπωρείται από διάφορα συμβάντα μέχρι να φτάσει εκεί και όταν επιτέλους φθάνουν βρίσκουν το σπίτι παραβιασμένο και μια μικρή ομάδα καταζητούμενων δραπετών να είναι μέσα.

Υπάρχουν και κάποια άλλα πραγματικά εξαιρετικά διηγήματα, όπως το “Σάπιοι άνθρωποι”, όπου ο Προβιάς με πολύ χιούμορ αλλά και ειρωνεία, περιγράφει σκηνές της ανθρώπινης μισαλλοδοξίας μέσα από μια ωραία ιστορία, όπου οι καταπιεσμένοι και μοχθηροί “άνθρωποι της διπλανής πόρτας” την έχουν στημένη σε μια οικογένεια που ζηλεύουν για την κοινωνική και οικονομική της άνοδο περιμένοντας να πιαστούν από το κάθε τι για να κουτσομπολέψουν και να χαρούν, ενώ, στο θαυμάσιο “Η κίνηση του ήλιου” η αποκάλυψη του παρελθόντος του χουντικού βασανιστή από τον γιό του θα οδηγήσει στην απομόνωσή του και στην “καταδίκη” του από την υπόλοιπη οικογένειά του.

Ο συγγραφέας, δεν προσπαθεί να αντιγράψει κάποιους μεγάλους μεταμοντερνιστές συγγραφείς, ούτε να εντυπωσιάσει με ακατονόητες επιτηδευμένες προτάσεις αλλά με γλώσσα απλή και εμφανώς πολύ δουλεμένη, οδηγεί το συναίσθημα στα άκρα όπως και στην πρώτη του (πολύ επιτυχημένη) συλλογή διηγημάτων “Τα μαύρα παπούτσια τηςπαρέλασης”, ενώ τον απασχολούν τα ίδια πανανθρώπινα και ανεξάντλητα θέματα: η απομόνωση, η μοναξιά, οι σχέσεις, η επικοινωνία, ο θάνατος, η συμπόνοια, η κακία και η καλοσύνη στο ίδιο πλάνο. Προτιμάει με το ύφος του να “στέκεται δίπλα” στον αναγνώστη σαν να κουβεντιάζουν∙ δεν είναι αποστασιοποιημένος, δεν παρακολουθεί τα τεκταινόμενα από μακριά, συμπάσχει και συμπονάει τους χαρακτήρες που περιγράφει, ακόμα και τους (αντικειμενικά) πιο αντιπαθείς στην κοινωνική συνείδηση, όπως τον μπράβο εισπράκτορα οφειλών, τον χουντικό βασανιστή που αργοπεθαίνει, το κλεφτρόνι που δεν θα διστάσει να κλέψει την κοπέλα που τον κερνάει καφέ.

Οι ήρωές του είναι άνθρωποι εγκλωβισμένοι και ηττημένοι από τις συνθήκες της ζωής. Δεν έχουν παρόν, ζουν με τις αναμνήσεις του παρελθόντος, ενώ το μέλλον τους είναι ζοφερό. Τα διηγήματα αφορούν ανθρώπινες, πολύ ανθρώπινες καταστάσεις και ο συγγραφέας φθάνει το συναίσθημα πολλές φορές στα άκρα, ο κόμπος στο λαιμό είναι συχνά αναπόφευκτος στην ανάγνωση των ιστοριών, ενώ ο μελοδραματισμός παραμονεύει επικίνδυνα συχνά πυκνά, σε  λιγότερες δόσεις βέβαια από την προηγούμενη συλλογή του, αλλά και πάλι εμφανής.

Η “Πλατεία Μεσολογγίου” αποτελεί ένα βήμα προόδου στο πεζογραφικό ύφος του Βαγγέλη Προβιά. Μπορεί η συλλογή να έχει στοιχεία ανομοιογένειας αφού ορισμένα από τα διηγήματα δείχνουν παράταιρα, εμφανώς κατώτερα της συνολικής εικόνας του βιβλίου και ίσως "ατάκτως ερριμένα" στην συλλογή, αλλά είναι αυτές οι 5-6 έξοχες ιστορίες που τονίζουν εμφαντικά την ανοδική πορεία και την μεγάλη προσπάθεια ενός συγγραφέα που συνεχώς “το ψάχνει”, ενημερώνεται και διαβάζει πολύ, κάτι που σίγουρα θα φανεί στις μελλοντικές του δουλειές.




 
Τρίτη, Οκτωβρίου 04, 2016
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 04, 2016 | Permalink
Sigmaringen
Πόσο χαίρομαι όταν ξαναβρίσκω τον υπέροχο Pierre Assouline του αριστουργηματικού μυθιστορήματος “Ξενοδοχείο Lutetia”, να κεντάει και πάλι στο έκπληκτικό “ΕΝΑΣ ΠΥΡΓΟΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΖΙΝΓΚΜΑΡΙΝΓΚΕΝ” (“Singmaringen”), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Μ.Ντεκάστρο, σελ.315), ένα ιστορικό μυθιστόρημα που κινείται μεταξύ ντοκουμέντου και μυθοπλασίας, σε ένα είδος που ο έξοχος Γάλλος συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας (Καζαμπλάνκα,1953), το γνωρίζει πολύ καλά και κινείται γύρω από αυτό με μεγάλη άνεση και μοναδικό ύφος.

Σεπτέμβριος 1944, και οι δυνάμεις του Άξονα καταρρέουν. Η Γαλλία έχει απελευθερωθεί και η φιλοναζιστική κυβέρνηση του Βισύ υπό τον Στρατάρχη Πεταίν και τον Πρωθυπουργό Λαβάλ μαζί με τους υπουργούς του αλλά και κάποια σημαντικά πρόσωπα του καθεστώτος, βρίσκει καταφύγιο στον Γερμανικό νότο, κοντά στα Γερμανοελβετικά σύνορα, στον επιταγμένο πύργο των Χοεντσόλερν στο κάστρο του Ζινγκμαρίνγκεν, που αποτελούσε την βάση του καθολικού κομματιού της αυτοκρατορικής οικογένειας Χοεντσόλερν-Ζινγκμαρίνγκεν. Ο πρίγκιπας και η οικογένειά του εκτοπίζονται και στον πύργο μένει ο αρχιοικονόμος της οικογένειας, Γιούλιους Στάιν για να οργανώσει και να φροντίσει την διαμονή των Γάλλων δοσίλογων και των συζύγων τους.

“Την ώρα που επέστρεφα σ'αυτή την απαράμιλλη κατοικία, η οποία ήταν δική μου από πάντα, είδα ένα όραμα: Μέσα στην πάχνη, φαινόταν σαν σκεπασμένη από εκείνη την παράξενη ιστορική πατίνα. Το Ζινγκμαρίνγκεν έχει μόνο πεντακόσια εβδομήντα μέτρα υψόμετρο, κι όμως ο πύργος μοιάζει να δεσπόζει στην κοιλάδα. Τι θα μπορούσε να προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία από έναν πύργο εκτός από την ίδια την ιδέα που σχηματίζουμε γι'αυτόν;”

Ο Στάιν, ο ήρωας του μυθιστορήματος, είναι ένας μπάτλερ σύμφωνα με τα αγγλοσαξονικά πρότυπα, ο οποίος ακολουθεί την οικογενειακή παράδοση παραλαμβάνοντας την σκυτάλη από τον θείο του και μεγαλώνοντας μέσα σε αυτό το περιβάλλον, εκπαιδευμένος να παρακολουθεί τα πάντα, να φροντίζει να κυλάνε όλα στην εντέλεια, να παρίσταται στα δείπνα, να ακούει τα πάντα, αλλά να μη μιλάει και να μην εκφέρει άποψη για τίποτα. Το έργο του είναι εξαιρετικά δύσκολο καθώς η πτώση της κυβέρνησης του Βισύ έχει επιφέρει ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ των μελών της, οι οποίοι έχουν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα και δεν θέλουν να επικοινωνούν μεταξύ τους, ενώ ο γηραιός Πεταίν (κάποτε σωτήρας της χώρας, πλέον η μεγαλύτερή της ντροπή), μένει απομονωμένος στον τελευταίο όροφο του πύργου. Το κάστρο του Ζινγκμαρίνγκεν κηρύσσεται Γαλλικό έδαφος, η σημαία της Γαλλίας υψώνεται στις επάλξεις και οι νέοι ένοικοι του πύργου βρίσκονται σε μια ιδιόμορφη κατάσταση, πρόσφυγες αλλά και φυλακισμένοι, κάτι σαν “ελεύθεροι πολιορκημένοι” κάνοντας σχέδια για την επόμενη μέρα και ελπίζοντας σε Γερμανική αντεπίθεση που θα τα σαρώσει όλα με τα μυστικά όπλα του Χίτλερ, μηχανορραφώντας η μία πλευρά εναντίον της άλλης.

Έξω από τον πύργο εν τω μεταξύ γίνεται της μουρλής – όπως κάπου λέει ο αφηγητής: “θα νόμιζες πως βρισκόσουν μέσα σε πίνακα του Ιερώνυμου Μπος”. Η πόλη έχει καταληφθεί από χιλιάδες Γάλλους πρόσφυγες που έχουν καταφθάσει εκεί για να ξεφύγουν από τους συμπατριώτες τους και να γλυτώσουν την εκτέλεση ως συνεργάτες των κατακτητών. Όπως αναφέρει και κάποιος από τους χαρακτήρες του βιβλίου, "αυτοί είναι πιο ναζιστές από τους Ναζί"...Ανάμεσά τους ο Σελίν, ο μεγάλος και τόσο αντιφατικός συγγραφέας, ο μόνος που βλέπει καθαρά την κατάσταση, την επόμενη μέρα και φροντίζει για τον τρόπο διαφυγής του.
Ο Στάιν άκαμπτος και αυστηρός υπηρετεί τον ρόλο του με πάθος και δεν αποκλίνει ούτε γραμμή. Όλα πρέπει να βρίσκονται στην εντέλεια, όλα να παραδοθούν όταν περάσει η θύελλα όπως τα άφησε η εξόριστη οικογένεια των Χοεντσόλερν. Το τραπέζι στρώνεται κανονικά, τα σερβίτσια στοιχισμένα, οι καμαριέρες στις θέσεις τους, τα σχόλια απαγορεύονται. Η εξοργιστική τυπικότητα του Στάιν τονίζει ακόμα περισσότερο την παράνοια και την γελοιότητα της κατάστασης στον πύργο, όπου οι Γάλλοι αιωνίως συνωμοτούν και τσακώνονται, μηχανορραφούν και χαζολογούν ενώ κάποιες κυρίες κλέβουν σερβίτσια και άλλες ερωτοτροπούν. Στο πλευρό του η έτερη ηρωίδα του βιβλίου, η βοηθός του Στρατάρχη Πεταίν, η Ζαν Βόλφερμαν, κι αυτή στο ενδιάμεσο μεταξύ των ενοίκων του πύργου και του υπηρετικού προσωπικού προσπαθεί να ισορροπήσει αλλά και να κατανοήσει τι κρύβεται πίσω από την μάσκα, το προσωπείο του Στάιν που δείχνει να την ενδιαφέρει προσωπικά και συναισθηματικά.
Ποιός είναι ο Στάιν, τι ρόλο παίζει η μουσική στη ζωή του, και ποια είναι η Βόλφερμαν; Είναι ακριβώς αυτό που δείχνουν; Το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο και η αναγκαστική συγκατοίκηση θα έχει ημερομηνία λήξης αφού τον Απρίλιο του 45 η Γερμανία θα συνθηκολογήσει και οι περισσότεροι Γάλλοι είτε θα συλληφθούν και άλλοι θα εκτελεστούν στην πατρίδα τους, άλλοι θα φυλακιστούν, ενώ κάποιοι θα διαφύγουν. Τι μέλλον επιφυλάσσεται στους δύο ήρωες του βιβλίου;

“Το παρελθόν δεν εξαφανίζεται ποτέ. Το παρελθόν δεν πεθαίνει. Δεν σταματά ποτέ να μας γνέφει.”


Ο Assouline είναι μεγάλος στυλίστας και το αποδεικνύει σε κάθε βιβλίο του. Όπως και στα προηγούμενα μυθιστορήματα του, κατασκευάζει μια σειρά από αξέχαστα λογοτεχνικά πορτρέτα τα οποία διανθίζει με την ειρωνία, το χιούμορ και την φινετσάτη του αφήγηση. Οι δύο μυθοπλαστικοί του ήρωες είναι υπέροχοι καθώς στροβιλίζονται, σε έναν ιδιότυπο χορό συναισθημάτων, ωραίων διαλόγων, ίντριγκας και έρωτα. Η μουσική θα καθορίσει τη σχέση τους, η μουσική που καταδιώχθηκε από τους Ναζί, η μουσική που επιβιώνει και πάντοτε κερδίζει. Ο τρόπος που επικοινωνούν μέσα από τα λίντερ του Σούμπερτ, ο Στάιν και η Βόλφερμαν, είναι εκπληκτικός, και οι σελίδες αυτές του βιβλίου είναι αριστουργηματικές, όπως άλλωστε και οι σελίδες του τρένου (οι οποίες παρεμβάλλονται στην αφήγηση) όπου ευρίσκεται μετά την περιπέτεια αυτή ο ήρωας/αφηγητής του βιβλίου, και συνδέει τα κομμάτια της ιστορίας μεταξύ παρελθόντος και παρόντος μυθιστορηματικού χρόνου.

Η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος είναι υπέροχη. Ο συγγραφέας, γνωρίζει πως να εκμεταλλεύεται την τηλεόραση και τον κινηματογράφο σαν άνθρωπος της εποχής του. Ο Στάιν παραπέμπει στον Κάρσον, τον αξέχαστο μπάτλερ της Βρετανικής σειράς Downton Abbey και στον Άντονι Χόπκινς από τα Απομεινάρια μιας μέρας της θαυμάσιας ταινίας του James Ivory, ενώ όποιος θυμάται τον αξέχαστο “Κανόνα του Παιχνιδιού την μεγάλη ταινία του Ζαν Ρενουάρ θα βρει πολλά στοιχεία και στο βιβλίο, όπως αναφέρει ο ίδιος στις “οφειλές” του. Οι δεκάδες λεπτομέρειες στο βιβλίο δείχνουν την πολλή και επίμονη δουλειά που υπήρξε για την κατασκευή του, καθώς ο συγγραφέας δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, ενώ κάποια στιγμιότυπα, σαν κινηματογραφικά close-ups είναι καταπληκτικά.

Όπως και στο "Ξενοδοχείο Lutetia" που αναφέρω στην αρχή, αλλά και στα υπόλοιπα πολύ όμορφα βιβλία του πολύ καλού Γάλλου συγγραφέα, ο μύθος και το ιστορικό ντοκουμέντο πορεύονται αρμονικά στο εξαιρετικό αυτό μυθιστόρημα. Γεμάτη ειρωνεία η γραφή του Assouline, περιγράφει με σαφήνεια και χιούμορ τους Γάλλους “πατριώτες”, όπου κάποιοι από αυτούς θα μπορούσαν να αποτελούν ήρωες του Μολιέρου, αναπαριστά με ευκρίνεια το χάος που επικρατούσε στην μικρή πόλη γύρω από τον πύργο, δεν επικεντρώνεται τόσο πολύ στον (ικανό για το καλύτερο και το χειρότερο) Σελίν αλλά με μικρές χαρακτηριστικές πινελιές περιγράφει τον τρόπο που σχολίαζε και χλεύαζε τα τεκταινόμενα (υλικό άλλωστε που του χρησίμευσε για να γράψει ένα από τα καλύτερά του βιβλία “Από τον ένα πύργο ο άλλος”). Εν κατακλείδι, το "Ένας πύργος στη Γερμανία" είναι ένα υπέροχο ανάγνωσμα από έναν μετρ του είδους.