Πέμπτη, Οκτωβρίου 29, 2015
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 29, 2015 | Permalink
Για τον Τσβάιχ, με αφορμή μια συλλογή διηγημάτων του
Γνώρισα τον Τσβάιχ από την οικογενειακή (μικρή αλλά ευπρόσωπη) βιβλιοθήκη των γονιών μου, και μέσα από τις μελοδραματικές ταινίες που έβλεπα στα θερινά σινεμά της δεκαετίας του 70 ή στις τηλεοπτικές τους προβολές. Ήταν (ομολογώ) έντονη η απέχθειά μου για τις ιστορίες του, που τις θεωρούσα ανούσιες και τόσο έξω από μένα. Η έκθεση των βιβλίων του, κυρίως των βιογραφιών του, στα καρότσια των μικροπωλητών ενδυνάμωνε την άποψή μου γι'αυτόν. Ήταν η εποχή που γνωρίζαμε τον Μούζιλ, τον Μπροχ, τον Γιόζεφ Ροτ και είχαμε διαβάσει όλον τον Κάφκα και τον Τόμας Μαν. Τι να μας πει, ο "ρομαντικός" (όπως θεωρούσαμε), και "συμβατικός" (για τα δεδομένα μας) κος Τσβάιχ.

Ο εκδοτικός πληθωρισμός της τελευταίας πενταετίας, μυθιστορημάτων ή συλλογών διηγημάτων του Στέφαν Τσβάιχ (10 βιβλία του από το 2010 στην μικρή ελληνική αγορά, πως εξηγείται άραγε;), ο θαυμασμός ανθρώπων που εκτιμώ την λογοτεχνική τους ματιά για την γραφή του, με έκαναν να αναρωτιέμαι και να έχω ενοχές μήπως έχω αδικήσει έναν συγγραφέα τόσο αγαπητό στο κοινό. Η πρόσφατη συλλογή διηγημάτων, των εκδόσεων Μεταίχμιο, με (τον ατυχή) τίτλο "Ο ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΤΣΒΑΪΧ", (σε ανθολόγηση και μετάφραση της Γ.Λαγουδάκου, σελ. 396) είναι μια επιτυχημένη επιλογή 9 ιστοριών που γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και είναι μια πανοραμική ματιά πάνω στο έργο του Αυστριακού συγγραφέα που γεννήθηκε στην Βιέννη το 1881, από την οποία φεύγει λόγω των Ναζί το 1935 και μετά από περιπλάνηση σε διάφορες χώρες (Αγγλία, ΗΠΑ) καταλήγει στην Βραζιλία όπου θα αυτοκτονήσει μαζί με την σύζυγό του, το 1942.

Στην συλλογή περιλαμβάνονται μερικά από τα γνωστότερα διηγήματα (ή νουβέλες) του Τσβάιχ, όπως "Το Αμόκ", "24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας" και άλλα. Στις ιστορίες κυριαρχεί το ψυχολογικό στοιχείο, οι άνθρωποι που βρίσκονται στα όριά τους, ο έντονος συναισθηματισμός ενώ είναι ευδιάκριτο το ανθρωποκεντρικό στοιχείο με τους χαρακτήρες να βιώνουν έντονα την εσωτερική τους πάλη, να παθιάζονται και να μη μπορούν να ξεφύγουν από τη μοίρα τους, ενώ στα περισσότερα από αυτά η αυτοκτονία είναι η ύστατη λύση σε μια βασανισμένη ύπαρξη.

Στο θαυμάσιο "Αμόκ", που εκτυλίσσεται στους Τροπικούς, ο ήρωας (που είναι γιατρός), διαπράττει ένα μέγιστο ηθικό ατόπημα, παρασυρμένος από το πάθος του για μια γυναίκα που μόλις γνώρισε. Θα κυριευτεί από αμόκ, που περιγράφεται από τον συγγραφέα, ως "λύσσα" ή "παραφροσύνη" σαν να εισέβαλε ένα δαίμονας στον παθόντα, και δεν θα μπορεί να ελέγξει τις παρανοϊκές του ενέργειες που θα συμβάλλουν στον θάνατο της μοιραίας γυναίκας και στην δική του αυτοκτονία. Στο καλύτερο μάλλον διήγημα της συλλογής, με τίτλο "Λεπορέλα", ένα υπαρξιακό δράμα γύρω από τη ζωή μιας άγαρμπης και άχαρης Τιρολέζας καμαριέρας, μετατρέπεται σε μια ιστορία με χαρακτηριστικά θρίλερ και μια εξέλιξη που γίνεται αγωνιώδης σε μια εφιαλτική και ασφυκτική ατμόσφαιρα που καταλήγει κι αυτή σε αυτοκτονία. Στην ελεγειακή νουβέλα "24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας", έχουμε μια λεπτομερή καταγραφή της γυναικείας ψυχοσύνθεσης όταν μια ηλικιωμένη γυναίκα εξομολογείται σε ένα νεαρότερο και άγνωστό της άνδρα ένα γεγονός που σημάδεψε και καθόρισε τη ζωή της και που αποτελεί το μεγαλύτερο μυστικό της.

Το ύφος του Τσβάιχ στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής, στο αφηγηματικό επίπεδο, είναι πληθωρικό και πολύχρωμο, στηρίζεται δε,ουσιαστικά στους μεγάλους κλασσικούς του 19ου αιώνα, ενώ είναι έντονο σε πρώτο επίπεδο το μελοδραματικό στοιχείο στις ιστορίες του. Εκείνο όμως που διαφαίνεται σε δεύτερο επίπεδο είναι ο εκπληκτικός ρυθμός της αφήγησης του, τα έντονα ψυχολογικά στοιχεία στην διερεύνηση της ανθρώπινης φύσης, των αδυναμιών της και των επιπολαιοτήτων της.

Ο Τσβάιχ γνώριζε πολύ καλά πως να "κρατήσει" τον αναγνώστη του, η εξέλιξη της πλοκής στις ιστορίες του είναι εξαιρετική, ακόμα και στις πλέον αδιάφορες (για κάποιους) το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο λόγω της δυναμικής και της ζωντάνιας που αποπνέουν. Εξομολογήσεις και μυστικά καλά κρυμμένα για μια ζωή, αποτελούν τη βάση των ιστοριών που αφηγείται - συνήθως υπάρχει ένας ακροατής, που μένει στο υπόβαθρο καθώς ο αφηγητής αναδεικνύεται ως το μοιραίο πρόσωπο στην ιστορία.

Είναι γεγονός από την άλλη ότι οι ιστορίες του Τσβάιχ βρίθουν κοινοτοπιών και ευκολιών, ενώ είναι έντονα τα λυρικά στοιχεία (το φως που διαχέεται μέσα από τα φύλλα των δέντρων, τα λουλούδια που ανθίζουν κλπ). Τα βιβλία του γνώριζαν τεράστια επιτυχία στον Μεσοπόλεμο, όλα ήταν ευπώλητα και θεωρείτο ένας "εύκολος" και "μέτριος" ποιοτικά συγγραφέας που τα "βαριά" ονόματα των Γερμανικών γραμμάτων σνομπάρανε ελαφρώς.

Οι βιογραφίες του για μια σειρά ιστορικών προσωπικοτήτων, όπως "Μαρία Αντουανέτα", "Χάινριχ Κλάιστ", "Μαρία Στιούαρτ", "Μαγγελάνος" και πολλοί άλλοι, του προσέδωσαν φήμη και δόξα ενώ τα ευπώλητα μυθιστορήματα του, μελοδραματικά, με στρωτή και κατανοητή γλώσσα συνέβαλαν στο να θεωρείται ως ένας απλός "μπεστσελερίστας", φήμη που τον ακολούθησε ακόμα και μετά την εξορία και την αυτοκτονία του στην Βραζιλία. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, ο Τσβάιχ είχε περάσει στη λήθη της παγκόσμιας λογοτεχνικής σκηνής.Από αυτήν την "λήθη" βγήκε (σε παγκόσμιο επίπεδο), με την κυκλοφορία της έξοχης (και ευφυέστατης) ταινίας του Γουές Άντερσον,"Grand Budapest Hotel", η οποία δεν στηρίζεται σε κάποια από τις ιστορίες του, αλλά έχει σαφή αναφορά σ' αυτόν. Το ενδιαφέρον γύρω από το έργο του τονώθηκε και τα βιβλία του επανήλθαν στην επικαιρότητα.


Η ανάγνωση της συλλογής με τα 9 διηγήματα του Τσβάιχ, δεν με έκανε θερμό θαυμαστή του, ούτε ενθουσιάστηκα ιδιαίτερα από αυτά. Αντιλαμβάνομαι τους λόγους της δημοτικότητάς του, και τον θεωρώ έναν σημαντικό μεν, αλλά ελάσσονα συγγραφέα του Μεσοπολέμου (ίσως στην ίδια θέση με τον Ε.Μ.Ρεμάρκ) - με τίποτα δεν μπορεί να σταθεί δίπλα στους γίγαντες της εποχής, Μαν, Μούζιλ, Ροτ, Μπροχ για να αναφέρω μερικούς, αλλά ο βαθύς ανθρωπισμός του και το κοσμοπολίτικο στυλ των ιστοριών του πάντα θα συγκινούν τους αναγνώστες κάθε επιπέδου και κάθε ηλικίας.


 
Τρίτη, Οκτωβρίου 20, 2015
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 20, 2015 | Permalink
Ένα ΥΓ. για το Μακρύ Νησί
Με ένα ευαίσθητο θέμα, την Μακρόνησο και την ιστορία της, καταπιάνεται ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Δημήτρης Φύσσας (Αθήνα,1956) στο εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά μάλλον άνισο, τελευταίο του βιβλίο «Η ΝΙΛΟΥΦΕΡ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ», (Εκδ.Εστία, σελ.313), ένα μυθιστόρημα που κινείται σε δύο επίπεδα (όπως σχεδόν ή μάλλον όλα τα βιβλία του δεινού ερευνητή και συγγραφέα). Την σύγχρονη Αθήνα με την σκληρή οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα και την ιστορική έρευνα για τον «καταραμένο τόπο».

Ο αφηγητής είναι ο Στέλιος Μέσκουλας, φιλόλογος φροντιστηρίων, εξηντάρης και τελείως κατεστραμμένος οικονομικά, που υποχρεούται να κάνει δύο κακοπληρωμένες δουλειές – οδηγός φορτηγού σε κάβα το πρωί και νυχτοφύλακας το βράδυ – για να επιβιώσει. Αρκετά χρόνια προσπαθεί να γράψει και να ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα γύρω από την Μακρόνησο και την ιστορία της και σε ένα ταξίδι του στο νησί γνωρίζει την Νιλουφέρ Αταλάρ, μια Τουρκάλα δημοσιογράφο, γνωστή στην πατρίδα της, η οποία προσπαθεί να γράψει κι εκείνη ένα βιβλίο (μυθιστόρημα), για το νησί επειδή ο παππούς της ήταν αιχμάλωτος εκεί στην περίοδο των Βαλκανικών πολέμων (1912-13).

Ο Μέσκουλας βοηθάει την Νιλουφέρ, παρέχοντάς της πολλά στοιχεία για την περίοδο που την ενδιαφέρει, στην μακροχρόνια έρευνά του (και λόγω της προηγούμενης ενασχόλησής του με την λεξικογραφία) έχει μεγάλο όγκο πληροφοριών γύρω από το νησί, οπότε δεν εκπλήσσεται από την δραματική οικογενειακή ιστορία της Τουρκάλας. Βλέπει όμως την δικιά του δουλειά να μένει πίσω και να έχει κολλήσει αφενός λόγω, των συσσωρευμένων οικονομικών του προβλημάτων, αφετέρου λόγω της αδυναμίας του να αναπτύξει την μυθοπλασία και να την ταιριάξει με τον πραγματολογικό όγκο που έχει συσσωρεύσει.

Το θέμα του μυθιστορήματος είναι πολύ ενδιαφέρον και ιδιαίτερα πρωτότυπο αφού συνδυάζει τον ιστορικό με τον παρόντα χρόνο. Η ιστορία εκτυλίσσεται το 2013-14, όταν η οικονομική κρίση στην χώρα βαθαίνει. Ο Μέσκουλας είναι ένας άνθρωπος σε πλήρες αδιέξοδο. Σε μια ηλικία που δεν μπορεί να βρει δουλειά πάνω στο αντικείμενό του και που αναγκάζεται να κάνει χειρωνακτικές δουλειές για να επιβιώσει, ενώ νιώθει (και είναι) ξεζουμισμένος και χωρίς διάθεση για κοινωνική ζωή. Παρά την πρόθεση της Νιλουφέρ για να βγει λίγο από το «πηγάδι» που έχει τοποθετήσει τον εαυτό του, εκείνος δεν βλέπει διέξοδο από πουθενά.

Από τη μια έχουμε λοιπόν την προσωπική ιστορία και από την άλλη την τραγική ιστορία της Μακρονήσου, όπου ο Φύσσας με την διεξοδική του έρευνα βρίσκεται στο στοιχείο του. Ντοκουμέντα για την ιστορία του νησιού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, άφθονα πραγματολογικά στοιχεία, μαρτυρίες βασανισθέντων κατά την διάρκεια του Εμφυλίου, στοιχεία για τους Τούρκους αιχμαλώτους των Βαλκανικών πολέμων, για Εβραίους που εκτοπίσθηκαν εκεί, για σκελετούς που «ψαρεύονται» στην θάλασσα ακόμα και στις μέρες μας. Το «μεγαλύτερο ηθικό έγκλημα» του σύγχρονου ελληνικού κράτους κατά τον συγγραφέα είναι η Μακρόνησος και η εξαντλητική παράθεση ονομάτων και περιπτώσεων, αποτελούν από μόνα τους μια ελεγειακή και θλιμμένη μελωδία. Ο Φύσσας δεν διστάζει να πάρει θέση, να γράψει την άποψή του, να παραθέσει και τις δικαιολογίες των ανθρώπων που πήραν μέρος σ’αυτό το καθαρτήριο και να αποδίδει τα εύσημα στον εμβληματικό «Λοιμό» του Φραγκιά.

« «Δηλαδή απ’ όσα μου είπες, οι Έλληνες κάνανε πολύ χειρότερα στους Έλληνες απ’ ότι στους Τούρκους», είπε η Νιλουφέρ.
«Αν όσα κάνανε στους Τούρκους είναι αυτά που γράφει ο προπάππος σου, τότε ναι, οι Έλληνες στους Έλληνες κάνανε χειρότερα».
«Κι εσύ γιατί το ψάχνεις το θέμα, Στέλιο;»
«Γιατί πιστεύω ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο ηθικό έγκλημα που έχει κάνει το ελληνικό κράτος, ακυρώνοντας την αστική δημοκρατία που υποτίθεται ότι ήταν η Ελλάδα. Αυτό, άσχετα από την ευθύνη που έχει το ΚΚΕ για τον εμφύλιο πόλεμο. Αλλά νομίζω ότι αυτό μπορούμε να το κουβεντιάσουμε μια άλλη φορά».»

Από την άλλη, έχουμε την μυθοπλασία με την ιστορία του Μέσκουλα. Η Νιλουφέρ διαδραματίζει ελάχιστο ρόλο στο βιβλίο, η δε ιστορία της δεν αναπτύσσεται καθόλου, μένει στη σκιά, περισσότερο ως εικόνα. Η κρίση είναι έντονα παρούσα σε αυτό το κομμάτι του βιβλίου, ο αφηγητής όμως δεν είναι από αυτούς που κατηγορούν τους πάντες, τους «αγανακτισμένους», βιώνει το δράμα του γνωρίζοντας τις ευθύνες του, με λογική. Μυθοπλαστικά καθαρά όμως το εγχείρημα του Φύσσα δεν αναπτύσσεται (δυστυχώς, γιατί παρουσιάζει ενδιαφέρον), είναι προβληματικό στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου εκτός από την αρχή και το δραματικό φινάλε που είναι πολύ καλό. Όπως ο αφηγητής του αδυνατεί να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του αναγνωρίζοντας την αδυναμία του στην μυθοπλασία, κάπως έτσι κι ο συγγραφέας δεν ολοκληρώνει τον συνδυασμό που επιχειρεί, αφού η έρευνα υπερισχύει σε ενδιαφέρον και λειτουργικότητα της μυθοπλασίας.

Ο Φύσσας έγραψε ένα ιδιότυπο (όπως όλα του τα βιβλία μυθοπλασίας) μυθιστόρημα που έχει μια ορθολογική και "politically correct" στάση (ελληνοτουρκική φιλία, οι έλληνες που έκαναν κι αυτοί εγκλήματα, η Μακρόνησος με το βλέμμα ενός ανθρώπου χωρίς κομματικές αγκυλώσεις), που προτρέπει για περαιτέρω έρευνα - η βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου είναι χρήσιμη και δείγμα της δουλειάς που υπάρχει από πίσω. Δυστυχώς το εγχείρημα μένει στις καλές προθέσεις αφού το δραματουργικό στοιχείο δεν αναπτύσσεται, αλλά και πάλι παραμένει ένα ωραίο και στοχαστικό μυθιστόρημα, άκρως επίκαιρο και καίριο.


«...Κάθε δείγμα της λεγόμενης "στρατοπεδικής λογοτεχνίας", ή φυλακίστικης ή συναφούς μαρτυρίας, εμπεριέχει τη μη ολοκλήρωσή του, λόγω θέματος, όποια κι αν είναι η διαπραγμάτευση του συγγραφέα. Τα βιβλία των βασανιστηρίων, των εξοντώσεων, των εγκλεισμών και των εξευτελισμών είναι πάντα και εκ σχεδίου ανολοκλήρωτα, εκ σχεδίου ημιτελή. Δεν τελειώνουνε ποτέ, επειδή, πολύ απλά, όσα πάνε να πουν δε συλλαμβάνονται ποτέ πλήρως με τον γραπτό λόγο. »


 
Τρίτη, Οκτωβρίου 13, 2015
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 13, 2015 | Permalink
1948
Σε τρυφερή ηλικία, μόλις 17 χρόνων, ο Yoram Kaniuk (Tel Aviv 1930-2013) παρατάει το σχολείο και εντάσσεται στον υποτυπώδη στρατό των Εβραίων που προσπαθούν να εκδιώξουν τους Παλαιστίνιους από τα «ιερά χώματα». Τέλος του '47 και λίγο πριν την ανακήρυξη του Ισραηλινού κράτους (Μάιος, 1948) και ο νεαρός Γιοράμ δεν θα το πολυσκεφτεί. Χωρίς ουσιαστικά στρατιωτική εκπαίδευση, θα μπει με την ορμή της νιότης του, στις μάχες που γίνονται εκ του συστάδην, στην αρχή εναντίον Βρετανών και Αράβων, αργότερα μόνο κατά των Αράβων. Το καλοκαίρι του 1948 θα τραυματιστεί σοβαρά, και η στρατιωτική του «καριέρα» θα τελειώσει απότομα. 60 χρόνια μετά, θα μεταφέρει την εμπειρία του από την μοιραία εκείνη χρονιά γράφοντας ένα συγκλονιστικό αυτοβιογραφικό κείμενο με στοιχεία μυθοπλασίας, το «1948» (Εκδ. Πόλις, μετάφρ.(μάλλον από τα Γαλλικά) Μ.Ντεκάστρο, σελ.256).

«Ένα κράτος, αυτό ήταν μια ασαφής, για να μην πω μια γελοία ιδέα. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνουμε για την ιστορία του λαού μας είναι ότι ο Αβραάμ, ο πατριάρχης μας, εγκατέλειψε τη γη των πατέρων του, επειδή άκουσε τον Θεό, όχι τον Θεό του Μωυσή, αλλά έναν άλλο, ένα χανανίτη θεό, να του λέει, όταν ήταν στο Αράμ Ναχαραΐμ, στη Μεσοποταμία, σήκω και φύγε από την πατρίδα σου! Πως λοιπόν μπορούμε να γνωρίζουμε εμείς τι είναι αγάπη για την πατρίδα; Πως εμείς, ανάμεσα σε όλους τους λαούς, εμείς που για δυο χιλιάδες χρόνια δεν είχαμε πατρίδα και κατά συνέπεια δεν είχαμε ποτέ διανοηθεί ότι μπορούσαμε να φύγουμε από την πατρίδα μας, πως ξαφνικά θα γίνουμε ένα έθνος ικανό να αγαπήσει μια χώρα που θα γίνει δική του χωρίς να είναι και να δημιουργήσει ένα κράτος; Δεν είμαστε ένας λαός περιπλανώμενων, με τις βαλίτσες στο χέρι, που νοσταλγούμε ένα μέρος όπου ποτέ δεν είχαμε ζήσει;
…Τι θα κάνουμε λοιπόν, θα δημιουργήσουμε ένα κράτος από πλάνητες; Εμείς – οι μουζίκοι του Δοξασμένο-ας-είναι-το-όνομά-Του, που τον έχουμε τόσο μισήσει, εμείς για τους οποίους το Σεξενοτόπο ήταν το όνομα μιας πατρίδας, εμείς που δεν γνωρίζουμε τα αληθινά κράτη παρά μόνο χάρη στις συλλογές των γραμματοσήμων μας (και τα κρίναμε ανάλογα με το μέγεθος και την ομορφιά των εικόνων τους, πιστεύοντας, ας πούμε, ότι το Λουξεμβούργο ήταν μεγαλύτερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες), εμείς που αν μάθαμε ένα πράγμα όσον αφορά το Κράτος, είναι μόνο πώς να το ποθούμε και όχι πώς να το χτίζουμε, ιδιαίτερα σε μια περιοχή τόσο εχθρική όσο η δική μας – ε, ναι λοιπόν, εμείς θα δημιουργούσαμε ένα κράτος! Αλλά όπως λέγαμε εκείνη την εποχή, όταν θέλαμε να παίξουμε με τις λέξεις, το κύριο ήταν ότι μιλάει ο Κύριος, κυρίως μάλιστα όταν δεν ήταν παρών.»

Ο Κανιούκ περιγράφει μια χαοτική κατάσταση με πολύ χιούμορ, ειρωνεία και κριτική διάθεση. Μάχες σώμα με σώμα, νέοι άνδρες και γυναίκες να πέφτουν νεκροί δίπλα του, πριν από λίγο μοιραζόταν ένα πιάτο φαγητό ή ένα τσιγάρο μαζί τους. Σκηνές φρικιαστικές και καταστάσεις εφιαλτικές όπως σε κάθε πόλεμο, ο συγκεκριμένος δε είχε πολλά στοιχεία ανταρτοπολέμου. Χωριά που η κάθε πλευρά θεωρούσε τα εδάφη προαιώνια δικά της, και τα έβλεπε (η μεριά των Παλαιστίνιων), να αλλάζουν χέρια και αργότερα βέβαια και όνομα. Οι αναμνήσεις του συγγραφέα όπως ομολογεί κι ο ίδιος δεν καταγράφουν τα ιστορικά γεγονότα όπως ακριβώς τα έζησε ή όπως έγιναν, είναι συγκεχυμένες, μπερδεύει χρονολογίες και τόπους, κάποια επεισόδια μπορεί απλώς να τα φαντάζεται, η αφήγησή του δεν ακολουθεί γραμμική σειρά, αλλά εναλλάσσεται (τουλάχιστον στο πρώτο μισό του βιβλίου) μεταξύ των γεγονότων που συνέβαλλαν στην απόφασή του να πάρει τα όπλα. Ουσιαστικά μιλάει για κάποιον άλλον, έναν εαυτό του που δεν αναγνωρίζει, 50 χρόνια πριν.

Ο Κανιούκ δεν έζησε την Σοά (το ολοκαύτωμα), όπως και οι περισσότεροι που πολέμησαν στον (αποκαλούμενο) «Πόλεμο της Ανεξαρτησίας». Οι συμπολεμιστές του βλέπουν και βοηθούν τα καράβια με τους πρόσφυγες συμπατριώτες τους, τους επιζώντες από τον Β Παγκόσμιο πόλεμο να καταφθάνουν στα λιμάνια μετά από πολύμηνα ταξίδια στη θάλασσα. Εκείνοι, οι γηγενείς είναι ηλιοκαμένοι και κυκλοφορούν με πέδιλα και κοντά παντελόνια, οι πρόσφυγες είναι άνθρωποι ταλαιπωρημένοι και αποστεωμένοι που ψάχνουν για μια πατρίδα. Και στη μέση, οι Χασιντίμ, οι φανατικοί Ορθόδοξοι εβραίοι, κάτοικοι της Ιερουσαλήμ που καταριούνται τους συμπατριώτες τους που πολεμάνε τους Άραβες.

«Νέοι κι ωραίοι μπορεί. Έξυπνοι πάντως, όχι, δεν ήμασταν. Αν είσαι ξύπνιος, δεν πας να σκοτωθείς με τη θέλησή σου στα δεκαεφτά, στα δεκαοχτώ, ούτε καν στα είκοσι. Οι έξυπνοι προτιμούν ένα κράτος υπαρκτό παρά ένα κράτος στη φαντασία. Αυτός που είναι έξυπνος δεν επιχειρεί να δημιουργήσει ένα καινούργιο κράτος μέσα στην κάψα μιας γης που την κατοικούσαν ήδη Άραβες, περικυκλωμένο από αραβικές χώρες που, χωρίς αμφιβολία, έβλεπαν σ'αυτό το νέο κράτος έναν μιαρό ξένο.»

Ο συγγραφέας θα ζήσει τραυματικές εμπειρίες στον πόλεμο αυτόν. Σε όλο το βιβλίο βρίσκεσαι μπροστά σε έναν άνθρωπο που αναμετριέται με τους εφιάλτες του. Θα σκοτώσει, θα επιτεθεί με λύσσα, θα αμυνθεί με σθένος και αυτοθυσία. Θα γλυτώσει από του Χάρου τα δόντια καθώς ανυπεράσπιστος βρίσκεται μπροστά στην κάνη του όπλου ενός Βρετανού στρατιώτη, θα δει σφαγές, εκτελέσεις εν ψυχρώ, κάψιμο και λεηλασίες σπιτιών, τον διωγμό των Αράβων από τα σπίτια τους. Θα δει το μίσος και την τρέλα στα μάτια ανθρώπων απελπισμένων που πριν από λίγα χρόνια υπέφεραν τα πάνδεινα από τους Ναζί. Δεν θα σταματήσει να αναρωτιέται σε όλη την διάρκεια της αφήγησής του για το τι ακριβώς κάνανε εκεί και τελικά τι αποτέλεσμα είχε...

Υπάρχουν πολλές ιδιαίτερα δυνατές σκηνές στο βιβλίο, η αφήγηση του Κανιούκ είναι γλαφυρή και η γλώσσα του εξαιρετική. Είναι ένα αντιπολεμικό μυθιστόρημα που δεν καταγγέλλει αλλά περιγράφει με σαρκασμό και δολοφονικό χιούμορ βίαιες καταστάσεις στα πρότυπα του Catch-22 και του Σφαγείου νο5, ενώ αναλύει με θάρρος και οξυδέρκεια τα γεγονότα, προβληματίζει, και με λιτότητα μεταφέρει το δράμα που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια και στο οποίο συμμετείχε κι αυτός, θύμα και θύτης ταυτόχρονα, αντιφατικός και ευαίσθητος, σκληρός και τρυφερός ταυτόχρονα.

«...Σήμερα που τα γράφω αυτά, είμαι γέρος και το κεφάλι μου είναι άδειο. Είμαι η τρύπα στο μπέιγκελ. Δεν θυμάμαι τίποτα περισσότερο απ'όσα καταθέτω σε τούτες τις γραμμές. Ίσως μάλιστα να επινόησα ένα μέρος τους στα χρόνια που πέρασαν. Ξέρω ότι πολέμησα στο Σαρίς, στο Μπέιτ Μαχσίρ, στο Κάστελ, στο Νάμπι Σάμουελ, στην Κολόνια, στο όρος Σιών, στον Άγιο Σίμωνα και σε άλλες γειτονιές της Ιερουσαλήμ. Ναι, είμαι βέβαιος ότι ήμουν εκεί. Όταν κλείνω τα μάτια μου, μπορώ να δω εκείνες τις μάχες. Εκείνο που δεν βλέπω είναι ο εαυτός μου. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα ποιός ήμουν πραγματικά εκείνες τις στιγμές σ'εκείνα τα μέρη. Είδα στ'αλήθεια ότι είδα; Που βρικσόταν τότε το «εγώ» που γράφει σήμερα, κάνοντας τον απολογισμό εκείνων των ημερών; Και αν τα ονειρεύτηκα όλα αυτά;»


Ο Γιοράμ Κανιούκ μετά τον τραυματισμό του δεν ξανασυμμετείχε στον πόλεμο ή σε οποιαδήποτε πολεμική διαμάχη του νεοσύστατου κράτους. Μπάρκαρε σε ένα πλοίο που μετέφερε πρόσφυγες στο Ισραήλ, σπούδασε ζωγραφική στο Παρίσι, έζησε στη Ν.Υόρκη μια τυχοδιωκτική και τζογαδόρικη ζωή, γνώρισε διάσημους ανθρώπους του θεάματος και το 1958 επιστρέφει στον τόπο του, όπου θα ζήσει μέχρι τον θάνατό του το 2013 πάντα αντισυμβατικός και αντικομφορμιστής. Το 1948 βραβεύθηκε το 2010 με το Sapir Prize, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο του Ισραήλ.



 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 07, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 07, 2015 | Permalink
Il sogno di volare
Ένας σίριαλ κίλερ αναστατώνει την Μπολόνια στο θαυμάσιο και αγωνιώδες αστυνομικό μυθιστόρημα του σπουδαίου Ιταλού συγγραφέα Carlo Lucarelli (Πάρμα,1960), με τίτλο «ΉΘΕΛΑ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ» («Il sogno di volare»), (Εκδ. Καστανιώτη, (ωραία) μετάφρ. Δ.Δότση, σελ.354). Τον ρυθμό στο βιβλίο, αλλά και τον τίτλο, τον δίνει το ομώνυμο τραγούδι διαμαρτυρίας του Αντρέα Μπούφα που οι εξαιρετικοί του στίχοι συνοδεύουν την αφήγηση του συγγραφέα.

«Ένα όνειρο είχα κι εγώ νέος,
Σαν πουλί να πετάξω ψηλά,
Μα τώρα σαν βαρίδι τσακίζω τον αέρα
Και τ’ όνειρο δεν μ’ αρέσει πια.
Εγώ πετώ σαν τούβλο,
Σαν κοτρόνα, σαν γαλλικό κλειδί.
Κι αν πετάς χωρίς φτερά,
Είναι πρόβλημα, δεν θέλει σκέψη πολλή,
Κι αν πετάς χωρίς φτερά,
Είναι πρόβλημα, δεν θέλει σκέψη πολλή.» (Il sogno di volare-Andrea Buffa)


Η αστυνομικός Γκράτσια Νέγκρο (ηρωίδα του Λουκαρέλι σε αρκετά βιβλία του) που υπηρετεί στο τμήμα Αντιμαφίας της αστυνομίας, βρίσκεται μπροστά σε ένα φρικιαστικό έγκλημα, ο ανηψιός ενός αρχιμαφιόζου θα σφαγιαστεί καθώς επέστρεφε σπίτι του ένα βράδυ. Η δολοφονία δεν γίνεται με τον συνηθισμένο μαφιόζικο τρόπο, κάτι που μπερδεύει λίγο τα δεδομένα των αστυνομικών υπηρεσιών. Λίγες ημέρες μετά, άλλες δύο δολοφονίες άσχετων μεταξύ τους ανθρώπων γίνονται με την ίδια σχεδόν μέθοδο. Τα θύματα βρίσκονται σφαγιασμένα με μια μεγάλη τρύπα στη θέση της καρδιάς που δεν φαίνεται να έγινε από άνθρωπο αλλά από κάποιο ζώο. Το νήμα των δολοφονιών δεν είναι δύσκολο να αποκαλυφθεί, όλα τα θύματα (οι ίδιοι ή οι οικογένειές τους), εκμεταλλεύονταν ανθρώπινες ζωές με τον ένα ή τον άλλον τρόπο.
Η υπόθεση όπως είναι λογικό ξεπερνάει το στενό πλαίσιο της Αντιμαφίας, και όλες οι υπηρεσίες θα εμπλακούν. Η Γκράτσια με την δεδομένη ικανότητά της στην επίλυση μυστηριωδών εγκλημάτων (σε προηγούμενα μυθιστορήματα του Λουκαρέλι τα έχει καταφέρει σε δύσκολες παρόμοιες υποθέσεις), θα αναλάβει να βρει τον σίριαλ κίλερ με την βοήθεια του Πιερλουίτζι, ενός αξιωματικού των Καραμπινιέρων με παιδικό πρόσωπο, ο οποίος την ερωτεύεται.

Η Γκράτσια όμως περνάει μια πολύ ευαίσθητη καμπή στην προσωπική της ζωή. Προσπαθεί να μείνει έγκυος με εξωσωματική γονιμοποίηση, η σχέση της με τον τυφλό σύντροφό της περνάει κρίση, πρέπει να επιβραδύνει τους ρυθμούς της, ονειρεύεται παιδικά πρόσωπα, δίδυμα αδερφάκια - κάτι που την αγχώνει ιδιαίτερα, και από την άλλη οι στυγεροί φόνοι δεν θα την αφήσουν να ηρεμήσει.

«Σήμερα το πρωί στις έξι,
Μες στο σκοτάδι και στ’ αγιάζι,
Έτρεχα με το μοτοποδήλατό μου
Κι έμοιαζα με αφηνιασμένο παγωτό.
Δεν ήθελα ν’ αργήσω,
Γιατί το αφεντικό μας αλλάζει τα φώτα,
Μας δίνει τρία ευρώ κι εβδομήντα
Την ώρα αν είμαστε καλοί,
Μας δίνει τρία ευρώ κι εβδομήντα
Την ώρα αν είμαστε καλοί.» (Il sogno di volare-Andrea Buffa)

Εκτός από τις προσπάθειες της Γκράτσια και της ομάδας της να βρούν τον ένοχο και τις περιγραφές των εγκλημάτων, ο Λουκαρέλι παρακολουθεί και τον δολοφόνο, με την διχασμένη του προσωπικότητα που διαφαίνεται μέσα από ένα blog που διατηρεί, και από τη μια, γράφει απεγνωσμένα μηνύματα για βοήθεια και κατανόηση, και από την άλλη απειλεί και τρομοκρατεί:
«Έρχομαι έρχομαι έρχομαι τώρα έρχομαι μείνετε ήσυχοι έρχομαι θα σας φτιάξω εγώ παλιομαλάκες που δεν καταλαβαίνετε τίποτα ποτέ δεν καταλάβατε ούτε και θα καταλάβετε ποτέ παλιοεκμεταλλευτές που νομίζετε ότι όλα τελειώνουν τώρα κανείς δεν  νοιάζεται πια ούτε για μένα ούτε και για τους άλλους κι όμως το αύριο είναι και δικό μου κι εσείς μου το κλέβετε το δηλητηριάζετε το θάβετε μου το τρώτε αλήτες κλέφτες του κερατά από τον Θεό θα το βρείτε σκατιάρηδες κατάρα στις πουτάνες τις μάνες σας εγώ δεν ξεχνώ όχι μείνετε ήσυχοι γιατί τώρα έρχομαι έρχομαι έρχομαι μαλάκες ΘΑ ΣΑΣ ΠΙΑΣΩ ΕΝΑΝ ΕΝΑΝ ΟΛΟΥΣ ΘΑ ΣΑΣ ΠΙΑΣΩ ΚΑΙ ΘΑ ΣΑΣ ΦΑΩ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ»

Το μυθιστόρημα του Λουκαρέλι έχει τρομερό ρυθμό, αγωνία και την κορύφωση στο τέλος που δεν έχει βέβαια καμία τρομερή ανατροπή γύρω από την ταυτότητα του σίριαλ κίλερ (υποθέτω οι "μύστες" του είδους θα το είχαν καταλάβει από νωρίς), σε κρατάει αγκυλωμένο στην καρέκλα σου. Ο συγγραφέας είναι μαέστρος στην δημιουργία ατμόσφαιρας όπως έχουμε διαπιστώσει από παλαιότερα βιβλία του που έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά, ενώ ο χαρακτήρας της ηρωίδας είναι θαυμάσιος.

«Και προσπαθώ να καταλάβω, / τον λίγο χρόνο που μου απομένει, / τι στο καλό απέγινε εκείνο το καλό παιδί / που ένα πρωί μπάρκαρε / πάνω σε μια σχεδία μαζί με άλλους εκατό, / για να μην πεθάνει στον πόλεμο ή απ' την πείνα, / μέσα σ' ένα μισοβυθισμένο φέρετρο, / σ' ένα ταξίδι δίχως γυρισμό.» (Il sogno di volare-Andrea Buffa)


Το «Ήθελα να πετάξω», είναι ένα άκρως επίκαιρο και διεισδυτικό θρίλερ με κοινωνικές προεκτάσεις, καθρέφτης μιας κοινωνίας απρόσωπης, η οποία μαστίζεται από οικονομικά και πολιτισμικά προβλήματα. Το τραγούδι του Αντρέα Μπούφα με τους στίχους του να δεσπόζουν σε πολλά σημεία του βιβλίου δένει με την καλοκουρδισμένη αφήγηση, και μας δίνει ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα.