Τρίτη, Σεπτεμβρίου 30, 2014
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 30, 2014 | Permalink
The Lowland
«Στα ανατολικά της Λέσχης Τόλι, μετά το σημείο όπου η οδός Ντεσαπράν Σασμάλ χωρίζεται στα δύο, βρίσκεται ένα μικρό τζαμί. Μια στροφή οδηγεί σε ένα ήσυχο απομονωμένο κομμάτι γης. Μια πυκνοκατοικημένη περιοχή με στενά δρομάκια και ταπεινά μεσοαστικά σπίτια.
Κάποτε, μέσα σ’αυτό το απομονωμένο κομμάτι γης, υπήρχαν δύο μακρουλές λίμνες, η μια πλάι στην άλλη. Πίσω από αυτές βρισκόταν ένα γούπατο με έκταση κάμποσα εκτάρια.
Την εποχή των μουσώνων η στάθμη των λιμνών ανέβαινε τόσο ώστε δεν φαινόταν η αποβάθρα που ήταν χτισμένη ανάμεσά τους. Το γούπατο γέμιζε κι αυτό με βροχή, το βάθος του έφτανε τα τρία με τέσσερα πόδια, με το νερό να μένει εκεί για μερικούς μήνες του χρόνου.
Ο πλημμυρισμένος κάμπος ήταν γεμάτος με υάκινθους του νερού. Τα ζιζάνια επέπλεαν και μεγάλωναν επιθετικά. Τα φύλλα τους έκαναν την επιφάνεια να μοιάζει σταθερή. Το πράσινο σε αντίθεση με το γαλάζιο του ουρανού.
Απλές καλύβες ορθώνονταν εδώ κι εκεί κατά μήκος της περιφέρειας. Οι φτωχοί έμπαιναν εκεί αναζητώντας οποιοδήποτε φαγώσιμο. Το φθινόπωρο έρχονταν οι ερωδιοί, με τα λευκά φτερά τους μαυρισμένα από την αιθάλη της πολιτείας· στέκονταν ασάλευτοι και περίμεναν τη λεία τους.
Στο υγρό κλίμα της Καλκούτας, η εξάτμιση ήταν αργή. Στο τέλος όμως ο ήλιος στέγνωνε τα περισσότερα από τα νερά της πλημμύρας, αφήνοντας να φανεί ξανά το νοτισμένο χώμα.
Ο Σουμπάς και ο Ουντάγιαν είχαν περάσει πολλές φορές μέσα από το γούπατο. Από εκεί έκοβαν δρόμο για να φτάσουν σε ένα χωράφι στην άκρη της γειτονιάς, όπου πήγαιναν για να παίξουν ποδόσφαιρο. Αποφεύγοντας τις λακκούβες, πατώντας πάνω σε στρώματα από φύλλα υακίνθων που έμεναν σ’εκείνο το σημείο. Ανασαίνοντας τον υγρό αέρα.
Μερικά πλάσματα γεννούσαν αυγά ικανά να αντέξουν την εποχή της ξηρασίας. Άλλα επιζούσαν καθώς θάβοντας μόνα μέσα στη λάσπη, σε μια προσομοίωση θανάτου, περιμένοντας να ξανάρθουν οι βροχές.»

Δύο πανέξυπνα αδέρφια, ο Σουμπάς και ο Ουντάγιαν, μεγαλώνουν στη Καλκούτα τις δεκαετίες ’50 και ’60. Είναι τόσο κοντά και ταυτόχρονα τόσο μακριά ο ένας από τον άλλον. Ο μεγαλύτερος Σουμπάς είναι πάντα πιο σκεπτικός και φρόνιμος ενώ ο Ουντάγιαν είναι φύση ατίθαση και εφευρετική, πάντα μαχητικός και δεν διστάζει να χωθεί παντού. Ζούν με τους μικροαστούς γονείς στα προάστια της μεγάλης πόλης και όσο μεγαλώνουν οι διαφορές στις προσωπικότητές τους γίνονται εντονότερες. Είναι οι ήρωες του εξαιρετικού και απολαυστικού μυθιστορήματος "ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΑΝΘΙΖΟΥΝ ΟΙ ΥΑΚΙΝΘΟΙ" ("The Lowland"), της σπουδαίας Ινδικής καταγωγής συγγραφέως, Jhumpa Lahiri (Λονδίνο,1967-αλλά ζει στις ΗΠΑ), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Στ.Αργυροπούλου, σελ.495).

Η στενή αδερφική σχέση θα διαρραγεί όταν ο Ουντάγιαν θα ασπασθεί τις Μαοϊκές ιδέες του "Ναξαλιτικού επαναστατικού κινήματος", μιας κομμουνιστικής ομάδας (η οποία μετεξελίχθηκε σε Κόμμα), που πήρε το όνομα της από την αγροτική εξέγερση σε μια περιοχή της Ινδίας, το Ναξαλμπάρι. Η οργάνωση που θα σχηματισθεί θα αντιδράσει στην κυβερνητική καταπίεση με δυναμικό τρόπο, ακολουθώντας τον δρόμο του αντάρτικου των πόλεων. Τα δύο αδέρφια πλέον, ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους. Ο Σουμπάς σπουδάζει Χημικός Μηχανικός και ο Ουντάγιαν Φυσικός. Τελειώνοντας τις σπουδές τους, ο μεν Σουμπάς φεύγει για διδακτορικό πάνω στο Περιβάλλον στις ΗΠΑ, ενώ ο Ουντάγιαν δεν το σκέπτεται καν, θα μείνει στη πόλη που γεννήθηκε βρίσκοντας δουλειά ως καθηγητής σε ένα σχολείο. Εξάλλου έχει αναμιχθεί ενεργά με τους Ναξαλίτες, έχει δε γνωρίσει και ερωτευθεί παθιασμένα, ένα ιδιαίτερα κλειστό κορίτσι, την διανοούμενη Γκαούρι, αδερφή ενός κολλητού του φίλου, την οποία παντρεύεται συγκρουόμενος με τους γονείς του, που δεν βλέπουν στο πρόσωπό της, την παραδοσιακή νύφη που περιμένουν.
Η Γκαούρι μένει σχεδόν αμέσως έγκυος, αλλά ο Ουντάγιαν (που είχε εμπλακεί όλο και περισσότερο στον επαναστατικό αγώνα), συλλαμβάνεται και εκτελείται μπροστά στα μάτια της οικογένειάς του. Ο Σουμπάς (πάντα φοβισμένος με οτιδήποτε πολιτικό βρίσκεται στο δρόμο του), μόλις το πληροφορείται αποφασίζει να κάνει τη μοιραία κίνηση της ζωής του. Παντρεύεται την χήρα του αδερφού του, την Γκαούρι, την οποία παίρνει μαζί του στις ΗΠΑ, όπου έχει βρεί την επαγγελματική και προσωπική του ηρεμία ζώντας στο Πρόβιντενς. Προβαίνει στην ενέργεια αυτή, νιώθοντας "υποχρεωμένος" να σώσει την νύφη του και το αγέννητο ακόμα παιδί της. Η Γκαούρι όμως δεν θα τον αγαπήσει ποτέ, ακολουθώντας μια πορεία που έρχεται σε πλήρη αντίθεση από αυτήν που περιμένουν όλοι ενώ το κοριτσάκι, η Μπέλα, που θα γεννηθεί από την ένωσή της με τον Ουντάγιαν θα ακολουθήσει κι εκείνη τον δικό της δρόμο. Η ζωή επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις κι ανατροπές στον φιλήσυχο Σουμπάς.

Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε 8 κεφάλαια, και ουσιαστικά είναι μια οικογενειακή τραγωδία που ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ δράματος και κοινωνικοπολιτικού σχολίου για τις παραδοσιακές δομές της Ινδίας και της εποχής που έρχεται και αλλάζει τη πόλη, τη χώρα, τους ανθρώπους. Οι 4 κεντρικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος, τα δύο αδέρφια, ο Σουμπάς και ο Ουντάγιαν, η Γκαούρι, η Μπέλα, είναι συγκλονιστικές φιγούρες, ολοζώντανες και σπαρακτικές που αγγίζουν τον αναγνώστη. Η σχέση των δύο αδερφών που και οι δύο προδίδουν την επαφή τους, την αγάπη που έχουν ο ένας για τον άλλον, ο ένας ακολουθώντας τον πολιτικό αγώνα και ο άλλος αναχωρώντας για τις ΗΠΑ, νιώθοντας πάντα ενοχές για αυτή του την ενέργεια - ο χαρακτήρας της αινιγματικής Γκαούρι (απίστευτης λογοτεχνικής μορφής), ψυχρής και αδιαπέραστης, που αργεί να κάνει την επανάστασή της. 
Μιας γυναίκας που άλλον ερωτεύεται, με άλλον καταλήγει να ζήσει, που το μόνο που επιθυμούσε από τη ζωή ήταν να διαβάζει, βρίσκεται χήρα και εγκυμονούσα σε ένα σπίτι που δεν την θέλανε και προτού το καλοκαταλάβει διαπιστώνει ότι είναι αποκλεισμένη σε ένα αμερικάνικο χωριό με ένα μωρό στα χέρια. 
Τέλος η Μπέλα, που μεγαλώνει από έναν "πατέρα" που της φέρεται καλύτερα από οποιονδήποτε πατέρα θα γνώριζε ποτέ της και από μια μητέρα που της φέρεται χειρότερα και πιο αδιάφορα από οποιαδήποτε γυναίκα που μεγαλώνει ένα μωρό. Η "μπερδεμένη" Μπέλα με τη δική της αυτόνομη προσωπικότητα, μια γυναίκα που "γεννήθηκε από δυο ανθρώπους που αγαπήθηκαν, ανατράφηκε από δυο ανθρώπους που δεν αγάπησαν ποτέ ο ένας τον άλλο."

4 γενιές ανθρώπων και μια χρονική περίοδος σχεδόν 70 χρόνων διατρέχουν αυτό το χορταστικό μυθιστόρημα. Η Λαχίρι ξέρει να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη της με συνεχείς ανατροπές στην ιστορία, ενώ θα πρέπει να φτάσουμε στο τέλος του βιβλίου για να μάθουμε τις λεπτομέρειες του θανάτου του Ουντάγιαν. Ένα μέρος της (πολύ ενδιαφέρουσας και αμφιλεγόμενης) πολιτικής ιστορίας της Ινδίας περνάει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ενώ οι αντιθέσεις μεταξύ του Αμερικάνικου τρόπου ζωής και του Ινδικού, είναι συνεχώς στο προσκήνιο. 
Μυστικά, ψέματα, συμβιβασμοί, πισωγυρίσματα, έντονα συναισθήματα, έρωτας και θάνατος, προδοσία και μικροί προσωπικοί ηρωισμοί, η απώλεια και ο σπαραγμός, η μοναξιά και η καταπίεση, όλα αυτά, περνάνε μέσα από την πυκνή και λεπτομερή γραφή της ικανότατης συγγραφέως σε ένα επικών διαστάσεων βιβλίο που εντυπωσιάζει όχι μόνο με το στυλ αλλά και την διεισδυτικότητα της ματιάς της.


 
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 23, 2014
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 23, 2014 | Permalink
"Τα μαύρα παπούτσια της παρέλασης"
Με 17 μικρές ιστορίες για ανθρώπους που συνηθίζουμε να αποκαλούμε "της διπλανής πόρτας", κάνει την πρώτη του εμφάνιση στην ελληνική πεζογραφία, ο γνωστός και δημοφιλέστατος blogger (provatos) Βαγγέλης Προβιάς (Βόλος,1973). Το βιβλίο έχει τον τίτλο "ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΕΛΑΣΗΣ", (Εκδ. Ολκός, σελ.137), και αποτελεί ήδη στους λίγους μήνες που έχει εκδοθεί, μια ευχάριστη έκπληξη με την πολύ καλή εμπορική του κίνηση αλλά και την κριτική αποδοχή για έναν συγγραφέα ουσιαστικά άγνωστο στους περισσότερους.


Τι συγκινεί όμως τόσο πολύ, όσους διαβάζουν αυτό των απλά γραμμένων ανθρώπινων (πολύ ανθρώπινων) ιστοριών; Το πιθανότερο είναι λόγω της θεματολογίας των διηγημάτων της συλλογής. Ο έρωτας, ο θάνατος, η ασθένεια, η απώλεια, η πίκρα και η ματαίωση των ονείρων, τα γηρατειά, η ενηλικίωση, τα παιδικά χρόνια. Οι ιστορίες του Προβιά, όλες σε ένα γλυκόπικρο και τρυφερό τόνο, στέκονται πάνω από τους μοναχικούς (εν πολλοίς) ήρωες τους και τους αγκαλιάζουν στοργικά, σαν ένα χτύπημα στη πλάτη, σε ένα ήρεμο πρώτο επίπεδο, όπου δεν συμβαίνουν πολλά, αφού η βία και η ένταση, που υποβόσκουν σε αρκετές από τις ιστορίες ενυπάρχουν σε δεύτερο επίπεδο και δρούν υπογείως.

17 μικρές εικόνες της καθημερινότητας: Ένας μεσήλικας πηγαίνει κάθε χρόνο στη παρέλαση για να θυμηθεί μια πράξη γενναιοδωρίας από το παρελθόν, ένας απολυμένος πατέρας κλέβει τα κάλαντα από ένα ανύποπτο παιδάκι στο δρόμο  χωρίς τύψεις, η εμπειρία μιας νέας και ευειδούς κοπέλας που πιάνει δουλειά ως πλασιέ μπισκότων σε ένα σουπερμάρκετ, ένας ταξιτζής παίρνει "κούρσα" ένα ασυνήθιστο ζευγάρι, μια παιδική φιλία χαλάει λόγω ανταγωνισμού, ένας ανεκπλήρωτος έρωτας μέσα στο Αντικαρκινικό, η εμπειρία ενός μικρού παιδιού όταν πάει να πει τα κάλαντα σε έναν που "τρελάθηκε από αγάπη", η νύστα που καταβάλλει έναν ταξιτζή με μοιραίες συνέπειες, η έγκυος που αποφασίζει να μη πάει διακοπές για να αφοσιωθεί στο "χαρμόσυνο γεγονός", ένας Χρυσαυγίτης που προσπαθεί να γράψει στον πατέρα του για τον "σκοπό της ζωής του", ένας σαραντάχρονος που ζει μόνος συμφιλιώνεται με το παρελθόν του, μια παιδική ανάμνηση από μια γενναιόδωρη (που είχε φανεί στο παιδικό μυαλό ανίερη) πράξη της μητέρας του, μια νοσοκόμα που βγάζει από την δύσκολη (και άβολη) στιγμή τον γιό καθώς πρέπει να "καθαρισθεί" η βαρέως ασθενούσα μητέρα του, ένας σαραντάρης που αναπολεί τη μητέρα του, τα σούπερ μάρκετς και μια ανάμνηση της παιδική ηλικίας, ένα πεζοποίημα για τα βιβλία, τις λέξεις, τα νοήματα, τα συναισθήματα, τους συγγραφείς και τέλος ο "ευτυχισμένος θάνατος" μιας ογδοντάχρονης.

"Δεν μπορεί να τους ξεχάσει. Δεν μίλησαν άλλο. Τους άφησε σ'ένα στενό κοντά στην πλατεία Δαβάκη. Ο άντρας έτρεξε να βγάλει εκείνος την παλιά βαλίτσα από το πορτ μπαγκάζ, να την κρατήσει. Ήθελε να τους χαρίσει την κούρσα αλλά ντράπηκε, δεν κατάφερε να βρεί τρόπο να τους το πεί. Τον πλήρωσαν και έφυγαν χωρίς να πουν: "Ευχαριστώ, γειά σας". Άναψε ένα τσιγάρο κι έμεινε να τους κοιτάζει, απροκάλυπτα πια, μέχρι που χάθηκαν στο σκοτάδι της εισόδου της πολυκατοικίας.
Μήνες έχουν περάσει, παράτησε το ταξί - δεν άντεχε την οδήγηση τόσες ώρες, δεν μπορούσε να συνηθίσει τις βάρδιες, τα ξενύχτια - ξανάρχισε συστηματικά το κάπνισμα. Από αυτούς τους δυο δεν μπορεί να απαλλαγεί. Θέλει να πάει να βρεί τον άντρα, να τον ρωτήσει: "Πως την συγχώρησες; Πως σταμάτησες να υποφέρεις; Πως βρήκες τη δύναμη να ξεχάσεις αυτό που έκανε στα ίδια σας τα παιδιά, η ίδια τους η μάνα;" Θέλει να μάθει πως γίνεται, πως, να συγχωρεθεί ένα τέτοιο πράγμα, πως, πώς; Κι εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω μια απροσεξία, ένα παράπτωμα...Να μπορούσε κι εκείνος να συγχωρήσει τη γυναίκα του.
Αν ήξερε που έχουν πάει, θα πήγαινε να τον βρεί τον άντρα, να μάθει πως το έκανε, πως συγχώρησε. Ένα μήνα μετά την κούρσα, τους είδε πρωτοσέλιδο σε μια εφημερίδα με κουτσομπολιά. Στη φωτογραφία έβγαιναν από την πολυκατοικία όπου τους είχε αφήσει. Χαμογελούσαν ξένοιαστα, σαν ένα συνηθισμένο ζευγάρι εξηντάχρονων με χρόνια ευτυχίας πίσω και μπροστά τους. Ο τίτλος της εφημερίδας τεράστιος· "ΣΟΚ! Ο πατέρας των δολοφονημένων παιδιών ζει με την τριπλή Μήδεια. Τους βρήκαμε!" Για λίγες μέρες τους έβλεπε και στα κανάλια. Τώρα θα έχουν μετακομίσει.
Αλλιώς θα πήγαινε να τον βρεί τον άντρα. Θα πήγαινε να τον ρωτήσει. Να δει. Να δει τι είναι αυτό που ξέρει, αυτό για το οποίο ο ίδιος δεν έχει ιδέα." ("Η κούρσα")

Το συγγραφικό σύμπαν του Προβιά καθορίζεται από τη μοναξιά των ηρώων του (κυρίως ανδρών, σαραντάρηδων - μόνο σε 3 ιστορίες πρωταγωνιστούν γυναίκες), δεν υπάρχει πολύς έρωτας, ούτε ερωτικές σχέσεις, οι χαρακτήρες είτε είναι μόνοι, είτε βιώνουν τη μοναξιά μέσα από τις σχέσεις, ενώ η οικογένεια υπάρχει μόνο σε δεύτερο πλάνο-ποτέ μπροστά. Οι χαρακτήρες των διηγημάτων βασανίζονται (ή κουβαλάνε μαζί τους) από περιστατικά του παρελθόντος που τους έχουν σημαδέψει, ενώ σε κάποιες από τις ιστορίες είναι έντονος ο αυτοβιογραφικός τόνος.

Η εικόνα της Μάνας κυριαρχεί στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής, ενώ η ατμόσφαιρα της οικονομικής κρίσης είναι στο υπόβαθρο των περισσότερων ιστοριών εκτός από ελάχιστες όπου προβάλλει σε πρώτο επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικό της συλλογής ότι ο συγγραφέας, (χρησιμοποιώντας την εμπειρία του από τον διαφημιστικό κλάδο τον οποίο επαγγελματικά υπηρετεί) δεν αφήνει τη συγκίνηση να ξεστρατίσει προς το μελόδραμα, συγκρατώντας τα κείμενα του λίγο πριν το δάκρυ ξεφύγει από τον αναγνώστη ενώ η αίσθηση της συμπόνοιας και της γενναιοδωρίας αιωρείται πάνω από τις ιστορίες.

Εν κατακλείδι, "Τα μαύρα παπούτσια της παρέλασης", είναι μια ωραία συλλογή με τα περισσότερα διηγήματα να βρίσκονται σε ένα πολύ καλό επίπεδο, με στρωτή γλώσσα και με αίσθηση ρυθμού στην αφήγηση. Υπάρχουν και 1 ή 2 ιστορίες που είναι μάλλον αδιάφορες, ενώ δεν λείπει και μια δόση διδακτισμού σε δυο-τρία από αυτές,  που χαλάει την τελική εντύπωση. Σε γενικές γραμμές όμως, τη συλλογή (που διαβάζεται σε μια-μιάμιση ώρα),  την απολαμβάνεις και σε αφήνει με μια γλυκειά αίσθηση. Μια ιδιαίτερα ελπιδοφόρα αρχή για έναν συμπαθέστατο και προσγειωμένο άνθρωπο που δεν προσπαθεί να αποδείξει τίποτα.

____________________________________________________ 


Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks at Amagi radio, του Σαββάτου 20/9, όπου στο δεύτερο μέρος, φιλοξενείται ο Βαγγέλης Προβιάς με τον οποίο συζητούμε για το βιβλίο του "Τα μαύρα παπούτσια της παρέλασης" και αναγιγνώσκεται το διήγημα "Η κούρσα". Στο πρώτο μέρος της εκπομπής, υπάρχει ένα μικρό αφιέρωμα στον ποιητή του Μεσοπολέμου, Μήτσο Παπανικολάου και το ένθετο "Στη φωλιά του (Βιβλιο)κούκου".  Καλή ακρόαση.

 
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 18, 2014
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 18, 2014 | Permalink
Blanco nocturno
"Η εμπειρία είναι μια αδύναμη λάμπα που φωτίζει μόνο όποιον την κρατάει" Λ.Φ.Σελίν

Όλα τα στερεότυπα που υπάρχουν γύρω από το αστυνομικό μυθιστόρημα, ανατρέπονται στο εκπληκτικό («πειραγμένο») νουάρ του εξαιρετικού Αργεντίνου συγγραφέα, Ricardo Piglia (Αντρογκέ,Μπουένος Άϊρες,1940) με τίτλο «ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΣΤΟΧΟΣ» («Blanco nocturno»), (Εκδ. Καστανιώτη, (ωραία) μετάφρ. Κ.Αθανασίου, σελ.344), το οποίο είναι ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, που ξεκινάει ως ιστορία μυστηρίου για να καταλήξει τελείως διαφορετικά αφού πρώτα έχουν προηγηθεί δεκάδες διακλαδώσεις και περιστροφές. Ο Πίλια, ίσως ο εγγύτερος από τους σύγχρονους Αργεντίνους συγγραφείς προς το πνεύμα των αστυνομικών ιστοριών που έγραφαν ο Μπόρχες μαζί με τον Μπιόυ Κασάρες, με αυτό του το βιβλίο αποδεικνύει ότι όσοι διαβάσαμε και λατρέψαμε το υπέροχο «Τεχνητή αναπνοή» κάποια χρόνια πριν, δεν λαθέψαμε όταν θεωρήσαμε ότι βρισκόμασταν μπροστά σε μια λογοτεχνική αποκάλυψη.

«Οι οικογενειακές ιστορίες μοιάζουν μεταξύ τους, είχε πεί εκείνη, οι πρωταγωνιστές αναπαράγονται και αλληλεπικαλύπτονται – υπάρχει πάντα ένας θείος που είναι επιπόλαιος, μια ερωτευμένη που μένει ανύπαντρη, υπάρχει πάντα ένας τρελλός, ένας πρώην αλκοολικός, ένας ξάδελφος που του αρέσει να ντύνεται γυναίκα στις φιέστες, ένας αποτυχημένος, ένας νικητής, ένας αυτόχειρας -, αλλά σε τούτη τη περίπτωση εκείνο που περιέπλεκε τα πράγματα ήταν ότι η ιστορία της οικογένειας αλληλεπικαλυπτόταν με την ιστορία της κωμόπολης.»

Αργεντινή, αρχές της δεκαετίας 1970, μια απρόσωπη πόλη στην αχανή πάμπα, καμιά 300αριά χιλιόμετρα από το Μπουένος Άϊρες. Ένας ξένος φθάνει με μια βαλίτσα γεμάτη 100.000 δολλάρια. Είναι ο Τόνι Ντουράν, ένας γοητευτικός νεαρός, Πορτορικάνος μουλάτος. Σύντομα η άφιξή του γίνεται θέμα στη μικρή πόλη, και οι συζητήσεις γύρω από το άτομό του και για το ποιοι είναι οι λόγοι της άφιξής του εντείνονται όταν εμφανίζεται παρέα με τις δύο ελκυστικές δίδυμες αδελφές Μπελαντόνα, κόρες του προύχοντα της πόλης.

Η οικογένεια Μπελαντόνα κυριαρχεί στην οικονομική (και όχι μόνο) ζωή της μικρής πόλης (η οποία θα μπορούσε να είναι και η γενέτειρα του συγγραφέα), για δεκαετίες. Τώρα έχουν μείνει ο Μπρούνο Μπελαντόνα (ή και γέρο-Μπελαντόνα)  με την καταθλιπτική δεύτερη σύζυγό του, μητέρα των δίδυμων θυγατέρων, της Σοφίας και της Άντα, που κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει, και ο Λούκα γιός από τον πρώτο του γάμο με μια Ιρλανδέζα που την έκανε πανικόβλητη αφήνοντας τα δύο αγόρια στη προστασία του πατέρα τους. Ο Λούσιο,ο έτερος γιός σκοτώθηκε σε ατύχημα και ο Λούκα προσπαθεί να αναστήσει το φουτουριστικό εργοστάσιο κατασκευής υβριδικών αυτοκινήτων που χρεωκόπησε, διαμένοντας μέσα σ’αυτό και αρνούμενος να βγεί έξω.

Το πτώμα του Τόνι Ντουράν βρίσκεται στο (μοναδικό πολυτελές) δωμάτιο του ξενοδοχείου που διέμενε. Τις έρευνες για το στυγερό έγκλημα αναλαμβάνει ο αντισυμβατικός αστυνόμος Κρόσε που διαφωνεί με τον (φανερά διαπλεκόμενο) εισαγγελέα Κουέτο σχετικά με τα κίνητρα του φόνου. Ύποπτος για τη δολοφονία είναι ο Γιοσίο, ένας Γιαπωνέζος ρεσεψιονίστ και στις ελεύθερες ώρες του υπηρέτης (ή όπως οι φήμες διέδιδαν εραστής) του Ντουράν. Η βαλίτσα με τα χρήματα βρίσκεται στο υπόγειο του ξενοδοχείου, και από εκεί λείπει κάποιο ποσόν. Η υπόθεση σύντομα βγαίνει από τα σύνορα της μικρής πόλης και ένας  δημοσιογράφος με λογοτεχνικές ανησυχίες, ο Ρένσι καταφθάνει εκεί να κάνει ρεπορτάζ.

Σύντομα αντιλαμβανόμαστε ότι το ενδιαφέρον στην ιστορία δεν είναι ο φόνος του Ντουράν, ο οποίος σχετικά εύκολα λύνεται, αλλά το γιατί ήρθε με τόσα χρήματα στη πόλη το θύμα, όπως και η ιστορία της οικογένειας Μπελαντόνα και οι πολιτικοοικονομικές ίντριγκες γύρω από το εργοστάσιο του Λούκα. Ο αστυνόμος Κρόσε βγαίνει από την ιστορία όταν υποχρεώνεται σε συνταξιοδότηση και ο Ρένσι σκαλίζει την υπόθεση και με την βοήθεια της Σοφίας, έρχεται σε επαφή με τον Λούκα και αντιλαμβάνεται τι διακυβεύεται στη μικρή πόλη.

Υπάρχουν πολλές ιστορίες σ’αυτό το πολυπρόσωπο και πολυφωνικό μυθιστόρημα, οι οποίες εκτυλίσσονται παράλληλα με την εξιχνίαση του φονικού. Ο Πίλια από τη μια παραθέτει τα γεγονότα (σε πρώτο επίπεδο), όπως σε ένα κλασσικό νουάρ και από την άλλη, μέσω της αφήγησης της Σοφίας Μπελαντόνα στον Ρένσι ασχολείται με την ιστορία της οικογένειας αλλά και της συνυφασμένης μ’αυτήν κωμόπολης.
Βρισκόμαστε λίγο πριν επιστρέψει για τελευταία φορά ο Περόν στην εξουσία, σε ένα ιδιαίτερα ρευστό πολιτικό σκηνικό, με τα μηνύματα της επερχόμενης Χούντας να είναι απολύτως ορατά. Η πάμπα με τις αχανείς εκτάσεις της, παραδίδεται σε μεγάλα πολυεθνικά οικονομικά συμφέροντα, ενώ οι ελάχιστες οικογένειες που κρατάνε τον οικονομικό πλούτο της χώρας στα χέρια τους, έχουν ανοιχτό δίαυλο με τις τράπεζες των ΗΠΑ εξάγοντας ότι βγάζουν εκεί. Ο Ρένσι και ο Κρόσε, δύο άνθρωποι διαφορετικοί, ο δεύτερος αντιπροσωπεύοντας μια Αργεντινή του παρελθόντος, που σβήνει, και ο πρώτος αντιπροσωπεύοντας μια πεφωτισμένη νοοτροπία που θα συντριβεί με την πορεία της χώρας προς τον ολοκληρωτισμό, έχουν μια ιδεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων και η ήττα τους είναι δεδομένη.

Το μυθιστόρημα έχει εξαιρετική δομή και ύφος, ενώ ο συγγραφέας φροντίζει να παραθέτει πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά στοιχεία για να βοηθάει τον αναγνώστη. Η ανατροπή  ή αν θέλεις, το παιχνίδι του συγγραφέα, είναι ότι βγάζει από το πρώτο πλάνο τον Κρόσε σχεδόν στο μισό του βιβλίου δίνοντας άλλο τόνο στο βιβλίο και αλλάζοντάς του τον (μέχρι τότε θεωρητικά αστυνομικό) προσανατολισμό. Όλο το μυθιστόρημα κινείται σε ένα κλίμα "παραλόγου" και με πολλές παγίδες που δεν σ’αφήνουν να εφησυχάσεις, σε μιά ιστορία που δείχνει να μη τελειώνει ποτέ και να συνεχίζεται στο διηνεκές.


Σίγουρα, δεν είναι ένα απλό κείμενο, καθώς είναι πυκνογραμμένο και με φιλοσοφικές προεκτάσεις, ενώ έχει την ελεγειακή μορφή του «τέλους εποχής» που το κάνει λυρικό και συναισθηματικό. Οι χαρακτήρες είναι εκπληκτικοί και μπορείς να στέκεσαι σ’αυτούς για πολύ καιρό, αφού μένουν χαραγμένοι στη μνήμη σου. Ο γερο-Μπελαντόνα, οι δίδυμες αδερφές, ο ρομαντικός Λούκα που ανθίσταται υπερασπιζόμενος το όνειρό του, ο κουρασμένος (και ονειροπόλος) Κρόσε, ο επίμονος Ρένσι, είναι στέρεα δομημένοι χαρακτήρες που θα μπορούσαν, ο καθένας από μόνος του, να στηρίξουν μια ιστορία.

Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται στην ιστορία, όλοι είναι πιθανοί ένοχοι αλλά και πιθανά θύματα, ενώ το πολιτικό σχόλιο είναι σαφές. Ο Πίλια σκιαγραφεί με θαυμάσιο τρόπο την κατάσταση μιας χώρας που έχει παραδοθεί στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και η κάθε προσπάθεια αντίστασης ή αντίδρασης είναι προορισμένη να συντριβεί, σε ένα μεταμοντέρνο νουάρ που σε γοητεύει σε κάθε του πρόταση, σε κάθε σελίδα.

"Η ιστορία συνεχίζεται, μπορεί να συνεχιστεί, υπάρχουν διάφορες πιθανές εικασίες, μένει ανοιχτή, απλώς διακόπτεται. Η έρευνα δεν έχει τέλος, δεν μπορεί να ολοκληρωθεί. Θα έπρεπε να επινοήσουμε ένα καινούργιο αστυνομικό λογοτεχνικό είδος, την παρανοϊκή μυθοπλασία. Οι πάντες είναι ύποπτοι, οι πάντες νιώθουν κυνηγημένοι. Ο εγκληματίας πλέον δεν είναι ένα άτομο απομονωμένο, αλλά μια συμμορία που έχει την απόλυτη εξουσία. Ουδείς αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει· τα ίχνη και οι μαρτυρίες αντιφάσκουν μεταξύ τους και οι υποψίες μένουν στον αέρα, σαν να αλλάζουν μαζί με κάθε ερμηνεία. Το θύμα είναι ο πρωταγωνιστής και το επίκεντρο της πλοκής· όχι πια ο έμμισθος ντετέκτιβ ή ο πληρωμένος δολοφόνος. Χαμένος σ'αυτές τις παράξενες σκέψεις, βάδιζε - για τελευταία φορά, ίσως - στους σκονισμένους δρόμους της κωμόπολης."









 
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 16, 2014
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 16, 2014 | Permalink
Booktalks@Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 13/9/14
Εδώ μπορείτε να ακούσετε το podcast της πρώτης εκπομπής Booktalks@Amagi radio, της νέας σεζόν. 

Στην εκπομπή ακούγονται, το διήγημα "Η χαμένη δεκαετία" του Φιτζέραλντ, 1 διήγημα από τη συλλογή του Γ.Σκαμπαρδώνη "Νοέμβριος" και ποίηση του Πρεβέρ. 


Ακόμα υπάρχει πολλή κουβέντα και μουσική. Καλή ακρόαση.



 
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 09, 2014
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 09, 2014 | Permalink
Αόρατος
Ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας Paul Auster (New Jersey,1947), δεν έχει γράψει μόνο εξαιρετικά βιβλία, έχει κι αυτός τις αποτυχίες του, με ορισμένα μέτρια (για τα δικά του στάνταρντς) έργα, ενώ υπήρχε η αίσθηση ότι τα τελευταία χρόνια δεν ήταν και τα πιο δημιουργικά του. Έρχεται όμως πριν από μερικά χρόνια (το 2009) με την έκδοση του εκπληκτικού μυθιστορήματός του,  «ΑΟΡΑΤΟΣ» («Invisible»), (εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Σπ. Γιανναράς, σελ.308), να μας εκπλήξει ευχάριστα παραδίδοντας ένα από τα καλύτερά του βιβλία (για ορισμένους ξένους κριτικούς, ίσως το καλύτερό του), ένα εξαιρετικό και ως συνήθως σαγηνευτικό παιχνίδι μεταξύ ψέματος και αλήθειας, πραγματικότητας και φαντασίας.
 Με το γνώριμο αφηγηματικό του στυλ ο Ώστερ - που όμως εδώ κάνει μια στροφή  (αφήνοντας σε δεύτερο πλάνο τους πολλούς γρίφους),  σε κάτι που παραμένει  μεταμοντέρνο αλλά καθόλου εσωστρεφές και με πολλές επιρροές από την κλασσικότροπη αφήγηση ύφος -  στα βιβλία του, συνηθίζει να εγκιβωτίζει ιστορίες μέσα στις ιστορίες, το μυστήριο να διαχέεται ακόμα και στην απλή καθημερινότητα σαν να παραμονεύει κάτι στο υπόβαθρο.

Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο ουσιαστικά σε τρία μέρη. Το τέταρτο όμως ολιγοσέλιδο που κλείνει το βιβλίο (και ανατρέπει κατά κάποιο τρόπο τα δεδομένα), είναι σίγουρα  το καθοριστικότερο.
Αφηγητής και ήρωας της ιστορίας είναι ο Άνταμ Γουόκερ, ο οποίος το 1967 που ξεκινάει την ιστορία του, είναι ένας 20άχρονος φοιτητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Ν.Υόρκης, ο οποίος έχει καλλιτεχνικές ανησυχίες, γράφει ποιήματα και είναι ακαταμάχητα όμορφος. Σε ένα πάρτι συναντάει έναν αινιγματικό τύπο, τον Γάλλο Μπορν, ο οποίος είναι εκεί με την όμορφη και σιωπηλή Μαργκό. Ο Μπορν του συστήνεται ως καθηγητής Πολιτικής επιστήμης, στο Κολούμπια, δείχνει να ενδιαφέρεται για εκείνον και όταν μετά από λίγες μέρες ξαναβρισκονται τυχαία(;) σε κάποιο μπαρ, του προτείνει να αναλάβει τη διεύθυνση ενός λογοτεχνικού περιοδικού που θα ήθελε να εκδώσει, για να το συζητήσουν δε, τον καλεί στο διαμέρισμά του, για δείπνο. Στο δείπνο καθώς συμφωνούν για το περιοδικό, ο Γουόκερ από τη μία αντιλαμβάνεται μια προσπάθεια του Μπορν να τον φέρει πιο κοντά στη Μαργκό και από την άλλη, διαπιστώνει έκπληκτος, ότι ο Μπορν ήδη γνωρίζει πολλά για τη ζωή του, ενώ οι ιδέες του είναι ιδιαίτερα συντηρητικές και οπισθοδρομικές – του εξομολογείται δε ότι ανέκρινε Άραβες στην Αλγερία υπηρετώντας εκεί.

Ο Γουόκερ νιώθει ότι βυθίζεται σε μια ιδιόμορφη σχέση εξάρτησης από τη μια και σεξουαλικής έντασης από την άλλη. Γνωρίζοντας όμως με τον χρόνο, περισσότερο τον Μπορν, θα γίνει μάρτυρας μιας δολοφονίας που αυτός διαπράττει χωρίς δισταγμό και με άψογο επαγγελματισμό. Τότε αντιλαμβάνεται ότι έχει μπλέξει σε έναν εφιάλτη δίχως τέλος που μόνο η φυγή του μακριά, θα τον βγάλει από εκεί. Θα μεταβεί στο Παρίσι για να ξεφύγει αλλά κι εκεί, όλως τυχαίως (;) ο Μπορν είναι μπροστά του και ο εφιάλτης θα συνεχιστεί με απρόβλεπτες συνέπειες.

«Ο κόσμος είναι αδύνατον να αμφισβητηθεί: είναι ορατός.
Και καθώς είναι αμετάκλητος

Είναι κι ακατανόητος, και αυτό το θεωρώ θανατηφόρο.»

Το βιβλίο διατρέχει μια περίοδο 40 χρόνων. Από το 1967 έως το 2007 και στα τρία μέρη, η αφήγηση εναλάσσεται από πρωτοπρόσωπη στο πρώτο μέρος, σε δευτεροπρόσωπη στο δεύτερο μέρος και τριτοπρόσωπη στο τρίτο μέρος. Τα μπρος πίσω στον χρόνο είναι συνεχή και η δράση μεταφέρεται από τη Ν.Υόρκη των φοιτητικών ταραχών και των αντιπολεμικών διαδηλώσεων για το Βιέτνάμ, στο Παρίσι των ατέρμονων συζητήσεων και του ερωτικού παιχνιδιού, στο Λονδίνο, στην Καλιφόρνια για να ολοκληρωθεί στην Καραϊβική. Ο Γουόκερ, είναι ένας σπαρακτικός (και ολοζώντανος) χαρακτήρας που από ποιητής και λογοτεχνίζων νεαρός, μετατρέπεται σε ένα μαχητικό δικηγόρο με το φάντασμα του Μπορν να έχει στοιχειώσει τη ζωή του.

Στα γεγονότα της ζωής του Γουόκερ εμπλέκονται, η σχέση του με την (επίσης πανέμορφη σαν κι αυτόν) αδερφή του Γκουίν, με τους γονείς του, με μια μητέρα και μια κόρη στο Παρίσι και με έναν διάσημο συγγραφέα (alter ego του Auster), ο οποίος λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος στην ιστορία. Όλα αυτά μέσα σε ένα γαϊτανάκι ίντριγκας και μυστηρίου, αλήθειας και ψέμματος, φαντασίας και πραγματικότητας, του τι ακριβώς έχει γίνει. Ο Ώστερ παρασύρει τον αναγνώστη του σε ένα λαβύρινθο, με συνεχείς παρακάμψεις και παγίδες, οι οποίες όμως αντί να κουράζουν και να μπερδεύουν επιτείνουν την αγωνία και το ενδιαφέρον.

Που είναι όμως η αλήθεια και πού το ψέμα, σ’αυτό το διανοητικό ταξίδι που μας επιφυλάσσει ο συγγραφέας; Λέει αλήθεια ο Γουόκερ για τον Μπορν; Ποια ήταν η πραγματική του σχέση με την Γκουίν, την αδερφή του, η οποία αρνείται τα σοκαριστικά γεγονότα που αφηγείται ο αδερφός της; Ποιος ήταν ο Μπορν; Και τέλος ποιος ακριβώς ήταν ο Γουόκερ; Το τελευταίο μέρος του βιβλίου, όπου την αφήγηση αναλαμβάνει μέσω μια επιστολής η Σεσίλ Ζουέν (που γνώρισε τον Γουόκερ στο Παρίσι), δίνει μια άλλη διάσταση στην ιστορία αφού η Σεσίλ δεν μιλάει για τον Γουόκερ αλλά για τον Μπορν μεταθέτοντας το κέντρο βάρους της ιστορίας (και ουσιαστικά ανατρέποντάς την).

Ο «Αόρατος» είναι ένα βιβλίο που μιλάει για την απώλεια, τον έρωτα, τον θάνατο, τις σχέσεις, τα όνειρα και τις ελπίδες, την εξουσία, την αναζήτηση ταυτότητας. Πάνω απ’όλα όμως μιλάει για την μνήμη και πόσο σχετική είναι. Εξάλλου όλα είναι σχετικά στο μυθιστόρημα αυτό και μπορούμε να πούμε ότι ο αναγνώστης ποτέ δεν είναι βέβαιος για το που ακριβώς πατάει, αλλά μήπως αυτό το διανοητικό παιχνίδι δεν συνιστά και την μεγάλη γοητεία στο συνολικό έργο του Ώστερ; Εδώ όμως έχουμε και μια ανατροπή:  Η απλότητα στην αφήγηση είναι μια στροφή στο έργο του συγγραφέα, ο οποίος περιορίζει εδώ, την μεταφυσική του τάση και τον ιδιαίτερα γριφώδη τόνο των έργων του, σε κάτι πιο απτό και πιο ζωντανό.

Ακόμα και η επιλογή του τίτλου προβληματίζει τον αναγνώστη σ’αυτό το πολυεπίπεδο και πολυφωνικό βιβλίο. Υπάρχουν «αόρατα» πράγματα, πρόσωπα, γεγονότα στο μυθιστόρημα. Το πρόσωπο του Μπορν στην αρχή περιγράφεται ως τέτοιο, οι φτωχοί μαύροι Αμερικανοί περιγράφονται ως «αόρατοι»,  γενικώς όμως υπάρχει διάχυτη η αίσθηση στην ιστορία ότι τα περισσότερα γεγονότα που περιγράφονται, μας αφήνουν μια αίσθηση αόρατου.  Ο ίδιος ο Ώστερ, το θέτει εξαιρετικά σε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξή του για το βιβλίο: «Ακούμε πράγματα αλλά δεν μπορούμε πάντα να τα δούμε, ή, ακόμα κι αν τελικά τα βλέπουμε, δεν είμαστε σίγουροι για το αν βλέπουμε σωστά. Άρα είναι αόρατα.» Ένα υπέροχο μυθιστόρημα που χαρίζει ώρες απολαυστικής ανάγνωσης.





 
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 01, 2014
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 01, 2014 | Permalink
Αναμνήσεις
«Εδώ που έφτασα, όλα μοιάζουν εύκολα. Τα γεγονότα εκείνης της εποχής, τώρα που τα βλέπω από μακριά, δεν είναι όπως όταν τα περίμενα, άγνωστα και απειλητικά, τότε, που αγωνιούσα περιμένοντάς τα. Ξέρω πως τελείωσε αυτή η ιστορία, και όλα πια έχουν πάρει άλλες διαστάσεις. Μπορώ να προσθέσω, χωρίς δισταγμό για τα νεανικά μου χρόνια, ότι οι τότε επιλογές δεν ήταν αποτέλεσμα μια συνειδητής και συγκεκριμένης απόφασης. Δεν είχαν να διαλέξω ανάμεσα σε πολλά. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς το χώρο όπου μπορούσα να κινηθώ, το περιβάλλον όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, την οικογένειά μου και τον κόσμο που ερχόταν στο σπίτι μας. Όλα ήταν μετρημένα.»

Ο περίφημος ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας Mario Vitti (Κων/λη,1926) περιγράφει την πρώτη εικοσαετία της ζωής του, στη θαυμάσια μαρτυρία «Η ΠΟΛΗ ΟΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ, Ιστανμπούλ 1926-1946, (Εκδ.Γαβριηλίδης, μετάφρ. Λ.Καλλέργη, σελ.205), ένα βιβλίο-κόσμημα, όπου με ηρεμία και περιεκτικότητα, ο Βίτι μιλάει για τα παιδικά του χρόνια στην Πόλη, την οικογένειά του, τα πρώτα του διαβάσματα για να ολοκληρωθεί με την μετάβασή του στην Ιταλία για σπουδές.

Το χρονικό απαρτίζεται από 2 μέρη. Το πρώτο μέρος από την σελίδα 23 έως την σελίδα 142, αποτελείται από το κείμενο που δίνει τον υπότιτλο στο βιβλίο (Ιστανμπούλ, 1926-1946), το δεύτερο μέρος από την σελίδα 143 έως την σελίδα 202, έχει ως τίτλο «Πρόσωπα, τόποι, λέξεις» και έχει τη μορφή λεξικογραφήματος (όπου τηρείται η αλφαβητική σειρά) και αφορά ορισμένους ανθρώπους που γνώρισε ο Vitti στην παιδική του ηλικία, για κάποια πράγματα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα από τη ζωή του («βιβλία που δεν έβγαλα ποτέ», «Παθητική αντίσταση» και άλλα), για δρόμους και τοπωνύμια κλπ. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, βλέπουμε μια Πόλη διαφορετική, πολυπολιτισμική, κοσμοπολίτικη, με έναν άλλον αέρα, μια πόλη που δεν θυμίζει σε πολλά την σημερινή Κωνσταντινούπολη των σχεδόν 20 εκατομμυρίων κατοίκων (όπως τονίζει στην ωραία εισαγωγή του στο βιβλίο, ο Πέτρος Μάρκαρης).

Ο νεοελληνιστής διανοούμενος, δημιουργός μεταξύ άλλων σπουδαίων μελετών, του εμβληματικού βιβλίου, "Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας", με αφορμή μια επίσκεψη στην Πόλη με τα εγγόνια του, όταν συμπλήρωσε τα 80 του χρόνια, δεν έγραψε ένα βιβλίο για τη δουλειά του, αλλά μια αυτοβιογραφική μαρτυρία για τα παιδικά του χρόνια. Με γλαφυρό ύφος αναπαριστά το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε. Τα καλοκαίρια στην Πρίγκηπο, το σπίτι της Τομτόμ σοκάκ όπου έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, το διαμέρισμα στη πολυκατοικία Βερνουδάκη, τα χρόνια του σχολείου. Γεννημένος το 1926 από μητέρα Ελληνικής καταγωγής (Ρωμηά) και πατέρα Χιώτη, Ιταλικής καταγωγής – οικογένειες παλιές και οι δύο, η μητέρα που κρατούσε από Φαναριώτες και Καππαδόκες προύχοντες, ενώ η οικογένεια του πατέρα, με Γενοβέζικες ρίζες που είχαν εγκατασταθεί στη Χίο αιώνες πριν – πήρε την Ιταλική υπηκοότητα χάρη σε ένα διάταγμα της Ιταλικής κυβέρνησης που έκανε πολίτη αυτής της χώρας τον πατέρα του, το ’23. Κατά τα λοιπά και πέραν της τυπικής αυτής εκκρεμότητας (που όμως καθόρισε τα νεανικά του χρόνια), ο Vitti μεγάλωσε σαν Ελληνόπουλο της Πόλης.

«Η παιδική ηλικία είναι μια ατέλειωτη βαρετή περίοδος, γεμάτη νεκρούς χρόνους, περιμένεις να περάσει ο καιρός και να γίνεις «μεγάλος».»

Η παιδική ηλικία του Vitti καθορίζεται από την υπερβολική προστατευτικότητα της μεγαλοαστικής οικογένειας (ο πατέρας του ήταν επιτυχημένος Χρηματιστής),  στην οποία μεγάλωσε. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, εκινείτο μέσα σε μια απόσταση 1-1,5 χιλιομέτρου από το σπίτι του. Σχολείο, καταστήματα, βόλτες ήταν γύρω από την περιοχή του Μπέγιογλου (Πέραν). Παιδί κλειστό και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα βιβλία, αγάπησε την ελληνική γραμματολογία μέσα από τα βιβλία που του έκαναν δώρο, τα δημοτικά τραγούδια (κλέφτικα) που του τραγουδούσε η ελληνίδα παραμάνα του, ενώ έρχεται σε επαφή με την ελληνική και ξένη λογοτεχνία μέσα από τα βιβλία που του έφερνε ο νονός του. Πέρναγε τις μέρες του κυρίως μόνος, «με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι του παράθυρού του» στα μακριά χειμωνιάτικα απογεύματα. Η ζωή του αλλάζει μόνο κάθε καλοκαίρι, που το περνάει στα Πριγκιπόννησα και στα Θεραπειά. Εκεί θα δεί έστω και εκ του μακρόθεν, τον Τρότσκι – εξόριστο τότε και τον Άουερμπαχ, θα ζήσει κοντά στη φύση ενώ θα γνωρίσει και κάποια κορίτσια τα οποία θα ερωτευτεί.

 Εξαιρετικές και ολοζώντανες είναι οι περιγραφές του Vitti, για την παιδική κατασκήνωση που τον στείλανε το 1937 στην Μουσολινική Ιταλία, με την στρατιωτική εκπαίδευση και την προπαγάνδα, για τον εκτουρκισμό που επέβαλλε το καθεστώς του Ατατούρκ, για την πολυεθνική προπολεμική Πόλη του Πέραν και των γύρω δρόμων, όπου θα μπορούσες να περάσεις όλη σου τη ζωή χωρίς να χρειαστεί να μάθεις Τούρκικα. Αφιερώνει πολλές σελίδες στην πολύγλωσση εκπαίδευση του. Πήγαινε σε Ιταλικό σχολείο, μάθαινε Τούρκικα (τα οποία έγιναν υποχρεωτικά από τότε που ήταν στο γυμνάσιο) και έκανε ιδιαίτερα μαθήματα στα Ελληνικά. Εκεί στάθηκε ιδιαίτερα τυχερός αφού ο δάσκαλός του όταν πήγαινε στο Λύκειο ήταν ένας νεαρός που παρακολουθούσε πολύ στενά την σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία και του έδωσε να διαβάσει το «Ζωή εν Τάφω» του Μυριβήλη και άλλα βιβλία, ενώ τον ενθάρρυνε να γράψει και διάφορα κείμενα που δημοσιεύονταν σε περιοδικά της εποχής. Το πάθος του για τη λογοτεχνία άρχισε να βρίσκει διέξοδο καθώς, από τη μια ο δάσκαλός του και από την άλλην ο πατέρας του που του γνώρισε κάποιους Έλληνες της Πόλης που ασχολούντο μ΄αυτήν, τον διαμόρφωσαν καθοριστικά και συνέβαλλαν ουσιαστικά στην αγάπη του για τα νεοελληνικά γράμματα.

Η μαρτυρία του Vitti κλείνει με την αναχώρησή του για σπουδές στην Ιταλία. Η Τουρκία δεν επέτρεπε την άσκηση επαγγέλματος σε όποιον δεν είχε την Τούρκικη υπηκοότητα και η επιλογή του («η πρώτη φορά που έκανα πραγματική επιλογή») ήταν μονόδρομος.

«Μινιμαλισμός: (λέξη που δεν γνώριζα.) Σταμάτησα στα λίγα. Ασφαλώς επειδή τα περισσότερα με τρόμαζαν. Απαιτούσαν μεγάλη προσπάθεια και τόλμη. Εγώ ήμουν νωθρός και, δίχως άλλο, φυγόπονος.»

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, το οποίο έχει τη μορφή λεξικογραφήματος,  παρουσιάζει εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον, όπου ο Vitti κυριολεκτικά κεντάει σε κάποιες σελίδες. Γραφικές φιγούρες της Πόλης, τόποι, η συγκινητική και πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία της οικογένειας Βερνουδάκη, ο Ορχάν Παμούκ, ο Κεμάλ Ατατούρκ, ενώ με αφορμή ορισμένες λέξεις ή φράσεις, (Μεσαίωνας, Νόστος, Εξάρτηση, Ταυτότητα, Παθητική αντίσταση), η λυρικότητα του μεγάλου νεοελληνιστή διανοητή σε συνδυασμό με την σπιρτόζα αφήγηση του, κάνουν το αυτοβιογραφικό κείμενο ένα απολαυστικό ανάγνωσμα.

"Νοστος: Στη δική μου περίπτωση, δεν έχει νόημα. Να γυρίσω πού; Η Πόλη για μένα, τα σπίτια, οι δρόμοι, τα μαγαζιά, οι άνθρωποι του Πέρα, βρίσκονται όλα τους αλλού. Σήμερα, η ανθρώπινη μάζα που έχει μπεί στη θέση των κατοίκων ενός άλλου καιρού, κι έχουν βολευτεί, χωρίς να το καλοσκεφτούν, σ'αυτόν τον αστικό περιέκτη που έμεινε άδειος από εκείνους που τον εγκατέλειψαν για να σωθούν, είναι για μένα, ανθρωπολογικά και κοινωνιολογικά, ασύμβατο με την προηγούμενη πραγματικότητα. Έτσι κι αλλιώς δεν θα επέστρεφα με κανέναν τρόπο για να ζήσω στην πόλη εκείνη που διατηρώ στη μνήμη, όπου με έσπειρε η μοίρα το 1926.
Στην Πόλη επιστρέφω ευχαρίστως σήμερα ως ερασιτέχνης εξερευνητής, και ομολογώ πως αισθάνομαι πολύ όμορφα εκεί. Σήμερα, η Ιστανμπούλ είναι για μένα μια πολη γεμάτη εκπλήξεις. Παίρνω το γρήγορο τραμ, πολύ πιο εξυπηρετικό και αθόρυβο από το τραμ αριθμός οκτώ της Ρώμης, που είναι ένας εφιάλτης θορύβου, και παρατηρώ τα χίλια πρόσωπα των επιβατών. Δεν υπάρχουν ούτε τσιγγάνοι ούτε ζητιάνοι να με κάνουν να νιώσω άβολα. Τα νεαρά αγόρια και οι κοπέλλες, οι νεαρές γυναίκες, μου κάνουν νόημα για να μου δώσουν τη θέση τους να καθίσω. Ακόμα κι ένας Τούρκος ιερωμένος, με ανοιχτό γκρι καφτάνι και σκούφο στο ίδιο χρώμα, με μαύρη γενειάδα, με πρόσωπο ρουφηγμένο σαν του Μπιν Λάντεν, μου κάνει νόημα για να καθίσω."