Τρίτη, Μαΐου 27, 2014
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 27, 2014 | Permalink
"Η αυτοκρατορία που ζάρωνε"...
Πως μπορεί να μιλήσει κανείς για το σαγηνευτικό και πολύ ιδιαίτερο  βιβλίο "ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΕΧΕΙ ΡΕΠΟ" του (εκτός πολλών άλλων) μεταφραστή, διερμηνέα, επιμελητή εκδόσεων, Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκη (Θεσ/νίκη, 1952), (Εκδόσεις Αρμός, σελ.687), και πως να συμμαζέψει τις σκέψεις και τις εντυπώσεις που του προκάλεσε η ανάγνωση αυτού του ογκωδέστατου ιδιόμορφου πανοράματος, αυτού του ψηφιδωτού κολάζ που αρνείται επίμονα να κατηγοριοποιηθεί - ως ακριβώς τι άραγε; Το εξώφυλλο του βιβλίου πάντως, αν το παρατηρήσεις σε βάζει στο παιχνίδι του συγγραφέα - ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μονομάχος από τη μια και ο Γκράουτσο Μαρξ ως πανεπιστημιακός δάσκαλος από την άλλη.
Δοκίμιο δεν είναι, ούτε μυθιστόρημα, ούτε όμως αυτοβιογραφία - αλλά ούτε και βιβλίο ιστορίας - μήπως είναι κάτι σαν "δραματοποιημένο ντοκυμαντέρ"; - ο ίδιος ο συγγραφέας παραθέτει τον υπότιτλο "Ομιλία σαν μυθιστόρημα" και αρκετές φορές μέσα στο κείμενο αναφέρει για αυτή του την "ομιλία". Το γεγονός είναι ότι όπως κι αν θέλεις να το δεις, το βιβλίο αυτό σε μαγεύει με το ακαταμάχητο στυλ του.


Χωρισμένο σε 145 κεφάλαια ανισομερούς μεγέθους, (και μερικά με πολύ ευρηματικούς τίτλους), το "ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΕΧΕΙ ΡΕΠΟ" είναι μια αφοπλιστική αφήγηση με στοιχεία βυζαντινής και όχι μόνο ιστορίας, στοιχεία αυτοβιογραφίας, παράθεση απόψεων και κρίσεων και πολύ χιούμορ.
Το Βυζάντιο έχει μείνει πλέον ως ονομασία καφέ (κυρίως), ρεστωράν και ουζερί. Από ένα τέτοιο που είχε την έδρα του στις Βρυξέλλες του Βελγίου, ξεκινάει η αφήγηση του Πεντζίκη που μας εισάγει σε ένα κόσμο αχρονικό και πολυδιάστατο μεταφέροντας τις συνομιλίες σουρεαλιστικού περιεχομένου με τον (θεότρελο) ιδιοκτήτη του ουζερί και τα "βυζαντινά δείπνα" που εκείνος ετοίμαζε για εκλεκτούς συνδαιτημόνες. Από εκεί η αφήγηση μας πηγαίνει αιώνες πίσω στην άλωση της Πόλης και τις τελευταίες της ώρες για να μας πάει στις καταστροφικές μέρες του 1204 και στην άλωση από τους Φράγκους, και μετά στο Άγιο Όρος και μετά πάλι πίσω στις Βρυξέλλες κάνοντας μια στάση από τη Θεσσαλονίκη, μιλώντας για τα παιδικά χρόνια, τους φίλους του σχολείου.

"Το Βυζάντιο ποιός το έχει ανάγκη; Δεν πρόκειται για ρητορική ερώτηση· η αυτοκόλλητη επιγραφή στην πόρτα του καταστήματος που αναγγέλλει ότι το Βυζάντιο έχει ρεπό, δίνει όχι ένα αλλά δύο αριθμούς κινητών τηλεφώνων ως τηλέφωνα ανάγκης. Συνεπώς κάποιος το'χει ανάγκη το Βυζάντιο. Μου έρχεται στο νού ο Γρηγόρης, ο οποίος, όταν μετά την αγιορείτικη εμπειρία του έγινε για τρίτη φορά πατέρας, βάφτισε το στερνοπαίδι του Ρωμανό, δίνοντάς του τ'όνομα τεσσάρων βυζαντινών αυτοκρατόρων και γιορτάζοντας το την επέτειο της μνήμης του οσίου μελωδού. Ποιά ανάγκη, άραγε, του υπαγόρευσε την επιλογή της ονοματοδοσίας;
Δεν ξέρω - όπως καλά, καλά δεν ξέρω τι υπαγόρευσε τη δική μου ανάγκη για το Βυζάντιο. Ξέρω όμως ότι την ανάγκη αυτή τη μετέφρασα σε στέγη. Το φοιτητικό μου δωμάτιο ήταν στην πτέρυγα του κολλεγίου που εφάπτεται των περίφημων κήπων του, το κάλλος των οποίων εκθείασε ο ποιητής Άντριου Μαρβέλ. Σε μια πινακίδα στην είσοδο του κλιμακοστασίου ήταν γραμμένα τα ονόματα των φοιτητών που έμεναν σε κάθε πλατύσκαλο. Δίπλα στον αριθμό του δωματίου μου, η πινακίδα έγραφε G.N.Pentzikis, Esq., στην πόρτα όμως του δωματίου μου μια χειρόγραφη επιγραφή σε χαρτόνι ανήγγελλε ότι το φοιτητικό κατάλυμα φιλοξενούσε πλην εμού και τη LEGATION OF THE IMPERIAL BYZANTINE GOVERNMENT-IN-EXILE.
Ο ξενιστής ξενίζεται. Στεγάζοντας την εξόριστη βυζαντινή κυβέρνηση στεγαζόμουν ο ίδιος στο Βυζάντιο, το οποίο μετασχηματιζόταν σε κοχύλι σαν εκείνο που συμβολίζει στερέωμα και σύμπαν και κουβαλά στα χέρια του ο άγγελος σην παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας στο ταφικό παρεκκλήσι της Μονής της Χώρας."

Κάπως έτσι πηγαίνει όλο το βιβλίο με ρυθμό μουσικό και γλώσσα που αιχμαλωτίζει, ακόμα και στα σημεία που νιώθεις ότι επαναλαμβάνονται πράγματα με τρόπο εμμονικό. Δεν ακολουθείται κάποιου είδους γραμμική αφήγηση (πως άλλωστε όταν όλα διυλίζονται κάτω από έναν ιμπρεσιονιστικό φακό με πινελιές υπερρεαλισμού;).
Οι ίντριγκες για τον βυζαντινό θρόνο διαδέχονται τα εκκλησιαστικά κείμενα και οι αφηγήσεις για τις ημέρες στο Άγιο Όρος διαδέχονται τα κεφάλαια περί των εμβλημάτων των δύο ποδοσφαιρικών δικέφαλων, του ΠΑΟΚ και της ΑΕΚ, ενώ με αφορμή μια περιπέτεια στην εθνική οδό δίδεται η αφορμή στον συγγραφέα να μιλήσει για το πρωτάθλημα που πήρε η ΑΕΛ και την υπόθεση με "τα ούρα του Τσίγκωφ".  Αφηγήσεις βυζαντινών χρονικογράφων, γελωτοποιοί και μάγοι, βασιλικά προξενιά και μικρά κοριτσάκια που πηγαίνουν στα βάθη της Ανατολής ή στις Ρώσικες στέπες για να παντρευτούν απίθανους και μη φύλαρχους, μοναχοί του Αγιου Όρους, παιδικές αταξίες, εφηβικές ανησυχίες και νεανικά ταξίδια με οτοστόπ στην Ευρώπη (με τη βυζαντινή σημαία να τυλίγει το σακίδιο), για Μάρτυρες της πίστης και για Πλαστογράφους φημισμένους, ενώ οι σελίδες για τον Γιώργο Μακρή μπερδεύονται μαζί μ'αυτές για τη στάση του Νίκα και την επίδραση της βυζαντινής κουλτούρας στον υπόλοιπο κόσμο.

"Από τότε που άρχισα αυτήν την ομιλία σαν μυθιστόρημα, το πήρ' απόφαση ότι θα με πούν τρελό, σαλό, παπαδιαμαντικό γραΐδιο ή, στην καλύτερη περίπτωση, ελαφρό."

Ο Πεντζίκης (άξιο τέκνο του τιτάνα πατρός του) παίζει με τη γλώσσα συνεχώς και αδιαλείπτως. "Αναποδογυρίζει τον κόσμο" και βγαίνει νικητής και τροπαιούχος, ενώ  οι περιγραφές των βυζαντινών χρονικογράφων ανακατεύονται με αυτές των σύγχρονων αθλητικογράφων και η ουρά της πεσκαντρίτσας (εξαιρετικός μεζές) βοηθάει στην αυτογνωσία του αφηγητή και κάπου καταλαβαίνουμε ποιό είναι το κοινό σημείο μεταξύ της "φωτιάς του Σαν Έλμο" και της "φωτιάς του Αγίου Αντωνίου", του Πρώτου νεκροταφείου της Αθήνας και του Pere-Lachaise, των ποδοσφαιρικών θυρών 7 και 13 και της βίας στον Ιππόδρομο της Βασιλεύουσας πολλούς αιώνες πριν.

"Το Βυζάντιο έχει ρεπό", που (υποτίθεται ότι) είναι το πρώτο μέρος μιας μυθιστορηματικής τριλογίας, μπορεί να τρομάζει με τον όγκο του, να είναι γενικώς ανοικονόμητο και χαοτικό αλλά είναι ένα έξοχο βιβλίο-κόσμημα, μια ιδιαίτερη δημιουργία ενός (μάλλον) ιδιαίτερου διανοούμενου (με όνομα "βαρύ σαν ιστορία). Είναι ένα βιβλίο απροσδόκητα ελκυστικό που δεν αφορά μόνο αυτούς που ενδιαφέρονται για το Βυζάντιο και τα ιστορικά γεγονότα, αλλά που απευθύνεται σε μια ευρεία γκάμα αναγνωστών, οι οποίοι γοητεύονται από μια ωραία αφήγηση και μπορούν να μαγευτούν από την έξοχη χρήση της γλώσσας, μια (δηλαδή) καθαρά αναγνωστική απόλαυση.

"Οι Βυζαντινοί κληρονομούν την αυτοκρατορία της Ρώμης, στην οποία βάζουν πρόσημο τον Σταυρό. Μετά τον θάνατο του Θεοδόσιου του Μεγάλου, Ισπανού στην καταγωγή, οι δυό γιοί του μοιράζονται την αυτοκρατορία, ο Αρκάδιος παίρνει το ανατολικό τμήμα, ο Ονώριος το δυτικό και τότε ξεκινά ο εδαφικός καθημαγμός. Επί Ιουστινιανού, ανακτώνται εδάφη μακρινά και υπερπόντια, όπως η σημερινή Τυνησία, που είχε καταληφθεί από τους Βανδάλους· έναν αιώνα όμως αργότερα, οι αραβικές κατακτήσεις ακρωτηριάζουν με τρόπο μη ανατάξιμο τα ρωμαϊκά εδάφη της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, και ο καθημαγμός συνεχίζεται μέχρι τις έσχατες μέρες, τότε που καταπώς λέει ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, "ο δυσεβής Μεχμέτ καταπάτησε συνθήκες και συμφωνίες και άνευ αιτίας έρχεται ξαφνικά και χτίζει φρούριο στο Στενό του Ασωμάτου για να μπορεί καθημερινά να μας βλάπτει. Τους αγρούς μας και τους κήπους, τους παραδείσους και οικίες ήδη πυριάλωτες εποίησεν".
Σε αντίθεση με τους Ρωμαίους, που ξεκινώντας από το Λάτιο έφτασαν μέσα σε δυο-τρείς αιώνες να διαφεντεύουν όλη την οικουμένη, οι Βυζαντινοί ξεκινούν διαφεντεύοντας όλη την οικουμένη και μετά από έντεκα αιώνες καθημαγμών, η αυτοκρατορία τους περιορίζεται στους αγρούς, τους κήπους, τα περβόλια και τα σπίτια της Πόλης. Η ιστορία του Βυζαντίου, που κληροδότησε την έκφραση "c'est Byzance!", την οποία χρησιμοποιούν οι γαλλόφωνοι για να δηλώσουν αμύθητο πλούτο και χλιδή, είναι μια διαρκής συρρίκνωση, και όχι άδικα θα μπορούσε κανείς να πεί ότι το Βυζάντιο ήταν η αυτοκρατορία που ζάρωνε."




 
Τρίτη, Μαΐου 20, 2014
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 20, 2014 | Permalink
Μάρτυς μου ο Θεός
Με την τραγωδία ενός μικροαστού ασχολείται ο (περισσότερο γνωστός από την παιδική λογοτεχνία) συγγραφέας Μάκης Τσίτας (Γιαννιτσά,1971) στο πολύ καλό μυθιστόρημά του, "ΜΑΡΤΥΣ ΜΟΥ Ο ΘΕΟΣ" (Εκδ. Κίχλη, σελ.269), ένα βιβλίο - παραληρηματική αφήγηση,  που ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ κωμωδίας και δράματος - κάτι σαν τις αμερικάνικες ταινίες που χαρακτηρίζονται ως "dramedy movies" - χαρίζοντας ορισμένες σκηνές άκρατου γέλιου, που εναλάσσονται με τη μελαγχολία και το δράμα της κατάρρευσης ενός ανθρώπου και της καθοδικής του πορείας.

Ο ήρωας του βιβλίου, ο Χρυσοβαλάντης - και αφηγητής (όλο το βιβλίο είναι σε πρωτοπρόσωπο αφηγηματικό λόγο), εξιστορεί τη περιπέτεια της ζωής του. Το χρονικό πλαίσιο, στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία, είναι η περίοδος πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004, και ο Χρυσοβαλάντης λιθογράφος και γενικώς ασχολούμενος με τον χώρο της τυπογραφίας από παιδί, είναι μακροχρόνια άνεργος αφού η επιχείρηση στην οποία εργαζόταν επί σειρά ετών, χρεωκόπησε πριν από κάποια χρόνια και από τότε βιοπορίζεται κάνοντας δουλειές του ποδαριού και μη μπορώντας - παρά τις προσπάθειές του - να βρει μια δουλειά της προκοπής.

Ο Χρυσοβαλάντης (όνομα καθόλου τυχαίο), ένας άνθρωπος σε μια κρίσιμη ηλικία, 50άρης πλέον, με εμφανή προβλήματα υγείας (διαβήτης, πάρεση κλπ) λόγω της παχυσαρκίας του (πάνω από 130 κιλά), προβλήματα οικονομικά λόγω της συνεχιζόμενης ανεργίας, προβλήματα σεξουαλικά μιας που αυτά που τον ταλαιπωρούν, του προκαλούν προβλήματα στύσης, ανασφαλής και παντελώς άβουλος, λόγω της καταπίεσης που υφίστατο από μικρός, στην οικογένεια, στο σχολείο και μετά στις διάφορες δουλειές που έκανε, έχει στραφεί στην εκκλησία και στην προστασία των δύο ανύπαντρων αδερφών του, η μεγαλύτερη καταχρεωμένη από τις πιστωτικές κάρτες και η μικρότερη με εγκεφαλικό που σε μια κρίση μέσης ηλικίας ανακαλύπτει την σεξουαλικότητά της αλλάζοντας στυλ.

Οραματίζεται τον εαυτό του όπως θα ήθελε να είναι: 'Αγγλος λόρδος, Ποιητής, Τραγουδιστής της Λυρικής, Ιερέας, Μοναχός, Έμπορος κρασιού κλπ. Σε όλη του τη ζωή θέλει να γίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι: ένας φοβισμένος μικροαστός, που από τη μια προσεύχεται και σταυροκοπιέται και από την άλλη συχνάζει σε πορνεία (ή τουλάχιστον σύχναζε προτού αποκτήσει οικονομικά και σεξουαλικά προβλήματα), και εχθρεύεται τους οικονομικούς μετανάστες θεωρώντας τους υπεύθυνους για τα προβλήματα που έχουν συσσωρευθεί στη ζωή του. Θεωρητικολογεί διαρκώς με καφενειακό ύφος για διάφορα θέματα της κοινωνίας απηχώντας μια βαθιά ριζωμένη συντηρητική αντίληψη των πραγμάτων.

"'Ηρθε χεράκι χεράκι το ζευγαράκι και κάθισε απέναντί μου. Ο Πακιστανός με την Ελληνίδα. Άκου, κόσμε: Ελληνίδα σαν τα κρύα τα νερά να έχει γκόμενο Πακιστανό! Τι στο καλό. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι πάρα πολύ. Για τον ελληνικό ανδρισμό."

Ο Χρυσοβαλάντης μια ζωή ανέραστος και μόνος, ερωτεύεται τις λάθος γυναίκες, και πέφτει θύμα τους χωρίς να εισπράττει την παραμικρή δόση τρυφερότητας από εκείνες. Διοχετεύει τη σεξουαλικότητά του επισκεπτόμενος δυο και τρείς φορές εβδομαδιαίως τα πορνεία (τα οποία έχει μάθει απέξω και ανακατωτά) και μοιρολογεί αναλογιζόμενος τα χρήματα που έχασε "επενδύοντας" σε σχέσεις που ουδέποτε υλοποιήθηκαν. Ο ρομαντισμός του εκφράζεται στην "ποίηση" την οποία γράφει, σκαρώνοντας στίχους όπου βρεθεί - σκέπτεται δε να εκδώσει την ποιητική του συλλογή με τα ερωτικά ποιήματα, την οποία θέλει να ονομάσει "Τα ΡωΡω του έρωτα" (ως φόρο τιμής στον Ο.Ελύτη ο οποίος "εκτός από μέγας ποιητής ήτο και μέγας γυναικοκατακτητής")

"Στιχοβατώ κι οπλοφορώ
για κάποια όνειρα χαμένα
μα θα αλλάξουν οι καιροί
και θα γυρίσεις και γδυτή
και θα πλευρίσεις στα κρυφά
το γιούτσο μου κι εμένα"

Ο ήρωας του Τσίτα, αυτός ο αρκετά κωμικός ή και γελοίος, και πολλές φορές σπαρακτικός Χρυσοβαλάντης, παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον κινηματογραφικό ήρωα της ταινίας του Γ.Οικονομίδη "Ψυχή στο στόμα" όπου ο πρωταγωνιστής, ο Τάκης (ερμηνευμένος ιδανικά από τον Ε.Λίτση) παρακολουθεί παθητικά όλους όσους έχουν σχέση μαζί του, είτε οικογενειακή, είτε επαγγελματική να του ξεσκίζουν τη ζωή, να τον τραβολογάνε από δω κι από 'κει, χωρίς αυτός να αντιδράει (μέχρι την βίαιη σκηνή του τέλους). Ετσι κι ο Χρυσοβαλάντης υπακούει στο αφεντικό του, χωρίς αντίδραση, σκύβει το κεφάλι στην οικογένεια, στους παπάδες, ξεσπώντας μόνο στον εαυτό του και βρίζοντας (με πολύ ευφάνταστο υβρεολόγιο) τους έγχρωμους μετανάστες, και τους Ρώσους (για λόγους βασικά ερωτικούς αυτούς).

Είναι η εικόνα μιας υποκριτικής κοινωνίας σε σήψη, όπου ο ένας προσπαθεί να κοροϊδέψει τον άλλον. Ουδείς από τους ανθρώπους που περιστοιχίζουν τον Χρυσοβαλάντη είναι καλός ή έχει ανθρωπιά στο βιβλίο. Εργοδότες λαμόγια, υπάλληλοι γλείφτες, συμμαθητές μοχθηροί, πατέρας σκληρός, οι αδερφές του να προσπαθούν να του τη φέρουν και να τον εκμεταλλευτούν, οι γυναίκες να τον χρησιμοποιούν και να τον ξεζουμίζουν οικονομικά και στο τέλος να τον πετάνε σαν σκουπίδι.

Πολύ ενδιαφέρουσα η γλώσσα, αυτός ο προφορικός λόγος, που χρησιμοποιεί ο Τσίτας, ένα μείγμα καθαρεύουσας, δημοτικής και εκκλησιαστικής διαλέκτου που παράγει πολύ χιούμορ, ενώ είναι εξαιρετική η χρήση των παραγράφων στο αποσπασματικό κείμενο (που δεν ακολουθεί γραμμική μορφή), οι οποίες ακολουθούν η μία την άλλη με ένα μικρό χάσμα μεταξύ τους σαν ένα κινηματογραφικό σβύσιμο (fade-out) της υποτιθέμενης οθόνης.


Ο Τσίτας επανερχόμενος μετά από κοντά 20 χρόνια στο ενήλικο μυθιστόρημα, τα καταφέρνει εξαιρετικά σε ένα βιβλίο που (θεωρώ ότι) θα λειτουργούσε καλύτερα αν έλειπε το 1/3 του, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί μεγάλο πρόβλημα έτσι κι αλλιώς. Δημιουργεί έναν ζωντανό και ευδιάκριτο λογοτεχνικό ήρωα, ο οποίος ενδέχεται να αποτελέσει σημείο αναφοράς. Ο Χρυσοβαλάντης είναι δίπλα μας, είναι γύρω μας - αντανάκλαση του μικροαστού γείτονα (που κοιτάει από το ματάκι της πόρτας τι ώρα μπαίνουμε, τι ώρα βγαίνουμε), του ανθρώπου που σκύβει το κεφάλι και υπακούει φοβισμένο και άβουλος, του θρησκόληπτου συντηρητικού και αμαθή πολίτη που αποτελεί τη δεξαμενή ψήφων και υποστήριξης ακραίων πολιτικών φαινομένων. Ο συγγραφέας καταφέρνει να καθυποτάξει την ροπή του κειμένου προς το γκροτέσκο και το υπερβολικό (στοιχεία που είναι ίσως αναγκαία λόγω της φύσης της αφήγησης) και να ισορροπήσει θαυμάσια την κωμωδία και το δράμα, σ'αυτόν τον παραληρηματικό μονόλογο που έχει όλα τα στοιχεία για μια θεατρική παράσταση και να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το αρκετά συζητήσιμο φινάλε του μυθιστορήματος.

_____________________________________________________________

Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 17/5, με καλεσμένο τον Μάκη Τσίτα, όπου συζητάμε (την δεύτερη ώρα της εκπομπής) για το βιβλίο του. Την πρώτη ώρα διαβάζουμε το αριστουργηματικό διήγημα/νουβέλα του Ε.Χ.Γονατά "Ο Ταξιδιώτης" και ακούμε το ένθετο "Στη φωλιά του (βιβλιο)κούκου". Καλή ακρόαση.

 
Παρασκευή, Μαΐου 16, 2014
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 16, 2014 | Permalink
"Έχουν τα όνειρά σου μουσική;"
«Όλα ξεκίνησαν με τον Κανόνα του Πάχελμπελ, κι εκεί θα επιστρέψουν έντρομα.»

Μια νουβέλα μουσική με τόσο πυκνή γραφή που παρά τις 62 σελίδες της νιώθεις ότι διάβασες ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Μια κυκλική κατακερματισμένη σύνθεση γύρω από τον χρόνο, την απώλεια, τη μελαγχολία, την επαφή, την γραφή την ίδια. Ένα κείμενο γεμάτο φράσεις μουσικές, φράσεις αποσπασματικές, σκηνές από ταινίες που δεν γυρίστηκαν ποτέ. Το αριστουργηματικό «360» του εξαιρετικού και πολυποίκιλου συγγραφέα και μεταφραστή (Κάιρο,1946), Αχιλλέα Κυριακίδη (Εκδ.Πατάκη, σελ.62) δεν είναι μόνο αυτά ή μάλλον είναι αυτά αλλά είναι κι άλλα, πολλά…

«Τώρα θα μ’ακούσεις. Τώρα που ούτε πια να υποκριθείς μπορείς πως δεν μ’ακούς. Τώρα που μπορώ επιτέλους να ρυθμίσω εγώ το χρόνο, να πω εγώ πότε θα πάψω να σου μιλώ, πότε θ’ανάψω το φως για να σε βλέπω καλύτερα, πότε θα τηλεφωνήσω να τους πω τι έκανα, να τους ζητήσω να΄ρθουν να σε πάρουν.
Τώρα θα μ’ακούσεις. Τώρα που, χάνοντας σε, σε κερδίζω για πάντα.»

Ένας άνθρωπος παρασύρεται από ένα ταξί που δεν σταματάει σε μια διάβαση πεζών. Θα μάθουμε ποιος είναι όταν η νουβέλα ολοκληρώσει (;) τον κύκλο της. Ένας μουσικός γράφει ένα κείμενο που η ανάγνωσή του πρέπει να κρατήσει ακριβώς 10 λεπτά και 11 δευτερόλεπτα όσο κρατάει το «Langsamer Satz» του Βέμπερν – θα πάει να πιεί ένα καφέ και άθελά του (ή μήπως μοιραία;) θα υποδυθεί τον ντετέκτιβ για να βοηθήσει μια γυναίκα που του θυμίζει την μητέρα του και η οποία υποπτεύεται ότι ο σύζυγός της, την απατά με μια Ψυχίατρο που πηγαίνει να δώσει μια διάλεξη για τα αίτια της Μελαγχολίας – «…δεν ξέρω σήμερα τι θα μπορούσε να είναι πιο πολιτικό…».Ο οδηγός ταξί που την μεταφέρει, και σύζυγος της σερβιτόρας του καφέ που κάθεται ο μουσικός, ξυλοφορτώνει μετανάστες και θα βρει σεξουαλική ανακούφιση στον Ιάσονα που σπουδάζει Ιστορία. Όλα αυτά ενώ παρακολουθούμε τις κατακερματισμένες αναμνήσεις μια ηλικιωμένης και μαθαίνουμε για την φρικτή δολοφονία ενός Εσθονού συνθέτη που ο θάνατός του μοιάζει με την αυτοκτονία του πατέρα του Μουσικού.

«Υπάρχει ένας αντικειμενικός χρόνος που τον μοιραζόμαστε όλοι, κι ένας άλλος, καθαρά προσωπικός, αυτό που λέμε «αίσθηση του χρόνου» κι έχει να κάνει πιο πολύ με τη μνήμη, αλλά και με ιδιωτικές προβολές στο μέλλον, με την αναμονή, την προσδοκία, το φόβο, την ελπίδα.»

Ο Κυριακίδης πιστός στο μινιμαλισμό που τον διακρίνει στη συγγραφική και την σκηνοθετική του καριέρα, με αυτό του το έργο παραδίδει την πιο πλήρη συγγραφική του δουλειά. Η κυκλικής μορφής νουβέλα του, ασχολείται με ανθρώπους καθημερινούς όλων των κοινωνικών τάξεων και τύπων που τους παρακολουθούμε με τη γραφή να αποτελεί το αντίστοιχο της κινηματογραφικής κάμερας η οποία κινείται κυκλικά παρασύροντας τον θεατή/αναγνώστη σε ένα σαγηνευτικό χορό.

«Non se puede vivir sin amar»(«Δε γίνεται να ζεις αν δεν αγαπάς»)

 Η μουσικότητα αλλά και η μελαγχολία του κειμένου είναι διάχυτη και κατακλύζει τις σελίδες του, είτε με φράσεις αντιστικτικές σαν ρετσιτατίβι που επανέρχονται ξανά και ξανά ενώ οι χαρακτήρες (που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ο καθένας τον ήρωα μιας ξεχωριστής αυτόνομης σύνθεσης) στροβιλίζονται και παρασύρονται σ’αυτό το ξεχωριστό παιχνίδι που εμπεριέχει πολλά σουρεαλιστικά στοιχεία στη δομή του.

Όπως και στις (εξαιρετικές όλες) προηγούμενες νουβέλες ή διηγήματά του, ο Κυριακίδης είναι κι εδώ επηρεασμένος από τον Μπόρχες, όπου οι διαστάσεις του κειμένου διαστέλλονται, και όπου πίσω από την κάθε πρόταση (ενδέχεται να) κρύβεται κάτι άλλο-σαν μπάμπουσκες τοποθετημένες στη σειρά. Το 360, μπορεί να ξεγελάσει τον ανυποψίαστο αναγνώστη που θα το προσεγγίσει χαλαρός αφού απαιτεί εκτός από πλήρως ενεργητική ανάγνωση, τουλάχιστον άλλη μια επανάγνωση, για να κατανοήσει κανείς πλήρως την πυκνότητα του λόγου και τα νοήματα του κειμένου.

«Η ευτυχία είναι η κρύπτη της απελπισίας»

Μια θαυμάσια ελεγεία, ένα βιβλίο-κόσμημα από έναν από τους καλύτερους στυλίστες (ο οποίος ακολουθεί την παράδοση των Γονατά, Καχτίτση, Παπαδημητρακόπουλου) που διαθέτουμε, το οποίο αποτελεί μάθημα γραφής και υπαινικτικότητας, ύφους και γλώσσας, δομής και ανάπτυξης, βαθιά υπαρξιακό και ανθρώπινο (είναι ιδιαίτερα γοητευτικό το αγκάλιασμα που κάνει ο συγγραφέας στους χαρακτήρες του-σαν ένα αέρινο χάδι στο μάγουλο), σε πρώτο επίπεδο ψυχρό και αποστασιοποιημένο αλλά στην πραγματικότητα σπαρακτικό και λυρικό. Η αναγνωστική απόλαυση είναι δεδομένη.




 
Δευτέρα, Μαΐου 12, 2014
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαΐου 12, 2014 | Permalink
EXPO 58
Τα βιβλία του πολύ καλού Βρετανού συγγραφέα Jonathan Coe (Birmingham,1961), ακόμα και τα λιγότερο επιτυχημένα, διαβάζονται ευχάριστα και δεν απαιτούν ιδιαίτερη νοητική προσήλωση. Οι ιστορίες του κυλάνε λόγω της αφηγηματικής του δεινότητας και της εκπληκτικής αίσθησης χιούμορ που τις διαπερνάει απ’άκρη σ’άκρη. Όταν δε, ο Κόου έχει να αφηγηθεί και μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία με μεγαλύτερες δόσεις χιούμορ απ’ότι συνήθως, όπως συμβαίνει στο εξαιρετικό του μυθιστόρημα «EXPO 58», (Εκδ. Πόλις, (ωραία) μετάφρ. Μ.Ζαχαριάδου, σελ.362), τότε η αναγνωστική απόλαυση είναι δεδομένη.

Δεκατρία χρόνια μετά την λήξη του Β Παγκοσμίου πολέμου, της μεγαλύτερης τραγωδίας που είχε ζήσει η ανθρωπότητα και εν μέσω ενός ανελέητου Ψυχρού πολέμου μεταξύ Δύσης και Ανατολής, αποφασίστηκε να διεξαχθεί στο Βέλγιο, συγκεκριμένα στις Βρυξέλλες, η Παγκόσμια Έκθεση, Έξπο 58. Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που οι λαοί όλου του κόσμου θα συναθροίζονταν σε ένα χώρο ειρηνικά, με σκοπό να επιδείξουν τον τρόπο ζωής τους και (οι πιο «προηγμένες») τα τεχνολογικά τους επιτεύγματα.

Το δέκατο μυθιστόρημα του Κόου λοιπόν, αρχίζει με ένα πραγματικό γεγονός. Την διοργάνωση από πλευράς της Βρετανικής αντιπροσωπείας, της συμμετοχής της χώρας στην Παγκόσμια Έκθεση. Για να επιβλέψει την λειτουργία μιας αντιπροσωπευτικής παμπ, που θα έχει το εμφαντικό όνομα «Μπριτάνια» για ένα περίπου εξάμηνο, επιλέγεται ένας συνεπής κατώτερος υπάλληλος της Κεντρικής Διεύθυνσης Πληροφοριών, ο νεαρός Τόμας Φόλεϊ, προερχόμενος από τα λαϊκά στρώματα και χωρίς ανώτερη εκπαίδευση, του οποίου όμως η μητέρα είναι Βελγίδα και ο πατέρας είχε τη διεύθυνση μιας παμπ στο παρελθόν. Ο Φόλεϊ είναι παντρεμένος με την Σύλβια και έχουν ένα μωρό ενώ πληρώνουν και τις δόσεις από ένα στεγαστικό δάνειο επειδή αγόρασαν ένα σπίτι σε μια μικροαστική περιοχή. Θεωρεί ότι οι 6 μήνες μακριά από το σπίτι και την οικογένειά του, θα είναι ένα πρόβλημα, αλλά η ανάθεση αυτή θα αποτελέσει εφαλτήριο για την άνοδό του στην υπηρεσία και τις μεγαλύτερες οικονομικές απολαβές, οπότε δεν το πολυσκέπτεται και αποδέχεται την πρόταση.

Ο Φόλεϊ, είναι ένας άνδρας με ωραία εμφάνιση -  κάτι μεταξύ Γκάρι Κούπερ και Ντερκ Μπόγκαρντ, με καλούς τρόπους αλλά κατά βάση αφελής και ακαλλιέργητος. Μένει έκπληκτος με το που πατάει το πόδι του στις Βρυξέλλες και αντικρίζει την Έκθεση, το υπερμεγέθες Ατόμιουμ (μεγάλο εφέ του χώρου), τα περίπτερα, τον χώρο συνολικά. Έκπληκτος μένει και που αντικρύζει την Άννεκε, την Φλαμανδή κοπέλα που τον παραλαμβάνει από το αεροδρόμιο και τον ξεναγεί στους χώρους. Νιώθει ότι βρίσκεται στο κέντρο των πραγμάτων, η ανάμειξη με τύπους από άλλα έθνη και οι όμορφες γυναίκες τον ενθουσιάζουν και η εικόνα της Σύλβιας και του μωρού τους αρχίζει να ξεθωριάζει. Ο Φόλεϊ, ο ήρωας του Κόου, τυπικός Άγγλος παρατηρεί έκπληκτος ότι υπάρχει ένας διαφορετικός κόσμος μόλις περάσεις την Μάγχη και συγκρίνει συνεχώς, ενώ όλα δείχνουν να τον τραβάνε μακριά από την οικογένειά του.

Δεν είναι όμως τόσο ανέμελη η κατάσταση όπως παρουσιάζεται προς τα έξω. Στο παρασκήνιο παίζονται παιχνίδια κατασκόπων και υπάρχει ευρύ πεδίο για ανταγωνισμό. Ήδη από το Λονδίνο, ο Φόλεϊ είχε δεχτεί την επίσκεψη δύο πολύ περίεργων τύπων με μπεζ καμπαρντίνες, των Γουέιν και Ράντφορντ που έδειχναν να γνωρίζουν τα πάντα για εκείνον και την οικογένεια του, το τηλέφωνο στο σπίτι του έβγαζε κάτι περίεργους ήχους,  οπότε, καθώς σε σύντομο χρονικό διάστημα από την έναρξη της Έκθεσης,  ένας Σοβιετικός δημοσιογράφος (ή τουλάχιστον έτσι δηλώνει), ο Τσέρσκι, εκδότης του «Σπούτνικ» ενός περιοδικού, αρχίζει να συχνάζει στην παμπ και να κολλάει στην παρέα, ενώ μια Αμερικανίδα ηθοποιός από το Γουισκόνσιν, η Έμιλυ τραβάει το έντονο ενδιαφέρον του, ο Φόλεϊ καλείται να παίξει ένα πιο ενεργό ρόλο για να «βοηθήσει την πατρίδα του» και να συνειδητοποιήσει ότι δεν πήγε εκεί για διακοπές αλλά έχει επιλεχθεί να παίξει ένα ρόλο.

« «Εσύ Φόλεϊ, τι άποψη έχεις;»
«Τι άποψη έχω;»
«Γι’αυτό το πανηγυράκι των Βέλγων. Την Expo 58. Τη βλέπεις σαν ιστορική ευκαιρία να συναντηθούν όλα τα έθνη του κόσμου για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, σε πνεύμα ειρηνικής συνεργασίας;»
«Ή μήπως τη θεωρείς απλώς ένα ποταπό παζάρι, υποκινούμενο όχι από πνεύμα ιδεαλισμού αλλά από τις δυνάμεις του καπιταλισμού;»

Ένας ήσυχος, μικροαστός και ανυποψίαστος Βρετανός σε μια εποχή σκληρού υπόγειου πολέμου σε συνδυασμό με την μαγεία που προσφέρει ένα περιβάλλον μακριά από την συντηρητικότητα της Αγγλικής κοινωνίας, φτιάχνουν ένα εκρηκτικό μείγμα θρίλερ και κωμωδίας που ένας συγγραφέας με την επιδεξιότητα του Κόου, το χειρίζεται έξοχα. Ίσως μόνο στην περίπτωση του Γκράχαμ Γκριν με τα υπέροχα μυθιστορήματά του (κυρίως το αριστουργηματικό «Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα») να είχαμε μια τόσο θαυμαστή ισορροπία στον αφηγηματικό λόγο και ρυθμό.

Όλα είναι τεχνητά στην Έκθεση (η παμπ, το Βαυαρικό σπίτι που το γλέντι είναι μεθυστικό, το Τσέχικο πολυτελές ρεστωράν με τα πρωτόγνωρα φαγητά), και αυτό τονίζεται συνεχώς από τον δύσμοιρο Φόλεϊ. Ο ιλουστρασιόν και σε κατάσταση ευθυμίας κόσμος, τα τεχνολογικά επιτεύγματα, το φουτουριστικό Ατόμιουμ που δεσπόζει στον χώρο, οι όμορφες γυναίκες έρχονται σε αντίθεση με το σκοτεινό και μελαγχολικό Λονδίνο, την οικογενειακή μιζέρια και τη γκρίνια, την καχυποψία και την πεζή πραγματικότητα. Το κωμικό στοιχείο υπερτερεί στο μυθιστόρημα, ορισμένες σελίδες είναι σπαρταριστές και οι παρεξηγήσεις (τόσο συνήθεις στις Αγγλικές ταινίες) υπαινικτικές και με λεπτότητα δοσμένες είναι αφοπλιστικές. Όλα όμως στο βιβλίο θυμίζουν παλιό Βρετανικό σινεμά, οι δύο χαρακτηριστικοί τύποι με τις καμπαρντίνες, ο Γουέιν κι ο Ράντφορντ (καρτουνίστικες φιγούρες), δανείζονται τα ονόματα τους από το «Η κυρία εξαφανίζεται» του Χίτσκοκ, ο Φόλεϊ θυμίζει Άλεκ Γκίνες ή νεαρό Π. Σέλλερς στις ταινίες των στούντιο Ealing. Εξάλλου δεν λείπει το θριλερίστικο στοιχείο από το Expo 58, αφού άνθρωποι εξαφανίζονται εν μια νυχτί, κατάσκοποι περιφέρονται και κανείς δεν είναι αυτό που δείχνει, εκτός από τον κεντρικό χαρακτήρα και την οικογένειά του.

Μυθιστόρημα ενηλικίωσης και αναζήτησης ταυτότητας, σε μια πανέξυπνη και σπιρτόζα σάτιρα της εποχής δοσμένη με τρυφερότητα και ανθρωπιά. Έξοχη η περιγραφή των συνηθειών και των διαλόγων που δείχνουν τόσο μακρινοί σαν να αναφέρονται σε μια πολύ παλιά εποχή – το κάπνισμα παντού και τα πρώτα σημάδια ότι μάλλον κάνει κακό στην υγεία, η διστακτικότητα και η επιφυλακτικότητα των Βρετανών απέναντι σε οτιδήποτε αγνοούν, οι διαφορές με τους Αμερικανούς. Ο Κόου μπορεί σε ορισμένες σελίδες να μην αποφεύγει τα κλισέ και τις ευκολίες αλλά είναι τόσο απολαυστικός ο λόγος του που, τα προσπερνάς χωρίς να σε νοιάζει.

Το Expo 58, αποδεικνύει με πειστικό τρόπο, ότι η καθαρή λογοτεχνία μπορεί να είναι διασκεδαστική και ταυτόχρονα να σου προσφέρει γνώση και ποιότητα. Η παρωδία του Κόου, δένει αρμονικά την προσωπική ιστορία με την παγκόσμια, τόσο ανάλαφρα αλλά και τόσο υπαινικτικά που θαυμάζεις την αφηγηματική ικανότητα αυτού του συγγραφέα/παραμυθά που νιώθεις ότι μπορεί να σκαρώσει μια αφοπλιστική ιστορία με τρομερή ευκολία και άνεση. Το γλυκόπικρο φινάλε της ιστορίας 50 χρόνια μετά από τα γεγονότα κλείνει αρμονικά το υπέροχο αυτό βιβλίο.

«…Αλλά δεν υπήρχε πια τρόπος να ξαναγίνουν τα πράγματα έτσι όπως ήταν παλιά. Αυτό, τουλάχιστον, του είχε διδάξει η σημερινή του επίσκεψη στο σημείο όπου βρισκόταν η φάρμα του παππού του: ότι δεν είχε νόημα να προσπαθείς να ξαναβρείς το παρελθόν, να επιστρέφεις στον τόπο μιας ευτυχίας από καιρό χαμένης αναζητώντας απομεινάρια και ενθύμια της παρηγοριάς. Όπως είχε πει και η μητέρα του – «Ό,τι χάθηκε, χάθηκε».»


 _________________________________________________________

Το blog αυτές τις μέρες συμπλήρωσε 8 χρόνια παρουσίας στο διαδίκτυο. 570 posts, σχεδόν ισάριθμα βιβλία μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια δεν τα λες και λίγα. Ίσως τα σημαντικότερα μεταφρασμένα μυθιστορήματα που εκδόθηκαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας έχουν παρελάσει από το blog.

Είναι γεγονός ότι το blogging δεν έχει την επίδραση και την διαδραστικότητα που είχε παλαιότερα, ενώ οι πιο «αγνές εποχές» της διετίας 2006-2008 έχουν παρέλθει πλέον. Τώρα άλλα κοινωνικά δίκτυα (Facebook, Twitter κλπ), έχουν κερδίσει τον κόσμο και (ακόμα και αυτές) οι λογοτεχνικές απόψεις γίνονται όλο και πιο σύντομες και (γιατί όχι) πιο αφοριστικές δυστυχώς. Από την άλλη, θεωρώ βέβαια ότι το (καλό ιδιαίτερα) βιβλίο χρειάζεται ανάπτυξη και αιτιολόγηση - μακριά από κλισέ και στείρους ακαδημαϊσμούς, επίδειξη του «εγώ» (τύπου «θαυμάστε με τι ωραία που γράφω κι ας μη καταλαβαίνω ούτε εγώ τι θέλω να πω»), σύμπτωμα που ακόμα κυριαρχεί σε εξειδικευμένα γύρω από το βιβλίο έντυπα που συνεχίζουν να φλυαρούν ακατάπαυστα -  οπότε μόνο μέσα από το (κατ’εξοχήν) blog, που είναι ελεύθερο, χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις και εκδοτικούς ή άλλους συμβιβασμούς μπορεί να εκφραστεί κάποιος με άνεση.

Σας ευχαριστώ όλους για την «παρέα» και για την ενθάρρυνση να συνεχίσω αυτή την προσπάθεια. Ελπίζω να τα καταφέρω να γράφω συχνότερα αν και δεν θέλω να πάθετε overdose από την παρουσία μου, αφού υπάρχει και η ραδιοφωνική εκπομπή κάθε Σάββατο στο Amagi radio.


Χίλια ευχαριστώ και (όπως λέμε χαριτολογώντας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που προανέφερα) «αγάπη μόνο».
 
Δευτέρα, Μαΐου 05, 2014
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαΐου 05, 2014 | Permalink
Ιστορίες ανθρώπων
"Κύκλοι ήταν όλοι οι άνθρωποι γι'αυτόν. Κύκλοι. Χωρισμένοι σε 12 κομμάτια. Άλλες φορές ίσα, άλλες φορές άνισα. Δεν του συνέβαινε ανέκαθεν αυτό. Τα τελευταία 30 χρόνια του συνέβαινε. Να βλέπει δηλαδή σαν κύκλους όλους τους ανθρώπους. Κύκλους. Χωρισμένους σε 12 κομμάτια. Άλλες φορές ίσα, άλλες φορές άνισα."

Πρωτοεμφανιζόμενος ως συγγραφέας ο Αλέξανδρος Κυπριώτης (Αθήνα,1968) αλλά έμπειρος ως μεταφραστής Γερμανικής λογοτεχνίας, με την συλλογή διηγημάτων του "Μ'ΕΝΑ ΚΑΛΑ ΑΚΟΝΙΣΜΕΝΟ ΜΑΧΑΙΡΙ (Εκδόσεις Ίνδικτος, σελ.73), κάνει μια δυναμική και απόλυτα πειστική είσοδο στην νεοελληνική λογοτεχνική σκηνή. Οι 10 ιστορίες, που αρκετές από αυτές είναι πραγματικά εξαιρετικές, αντιπροσωπεύουν ακριβώς τον υπότιτλο του μικρού αυτού βιβλίου: "Ιστορίες ανθρώπων", που κινούνται από την ηθογραφία και τον σουρεαλισμό, έως την αποστασιοποίηση και τον μινιμαλισμό στη φόρμα.

Τα διηγήματα ποικίλλουν σε έκταση, από το (πολυσέλιδο για τα δεδομένα της συλλογής) "Μιά σκέψη απλή" που εκτείνεται σε 16 σελίδες έως το "Κόκκινο" που πιάνει μισή μόνο σελίδα (είναι ουσιαστικά μία παράγραφος), αλλά το ύφος είναι κοινό σε όλα και το στυλ του συγγραφέα είναι απόλυτα ευδιάκριτο και χαρακτηριστικό. Οι χαρακτήρες του είναι οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) σε μια κατάσταση ψυχικής ανισορροπίας λίγο πριν ή λίγο μετά την κατάρρευση, τη νευρική κρίση και μια υπόγεια ένταση τους διαπερνάει. Ισορροπία τρόμου ή όπως συνηθίζουμε να αποκαλούμε, "πάνω σε τεντωμένο σχοινί", σε ζωές που κάπου ξεστράτισαν, κάτι δεν τους πήγε καλά, νοητικές καταστάσεις που διογκώνονται και αποτελούν δυσεπίλυτα προβλήματα.

"Κάθε φορά

Αν είναι να διαλέξει ανάμεσα στις κρίσεις πανικού που τον πιάνουν και στις σκέψεις που κάνει αυτός μετά τις κρίσεις πανικού που τον πιάνουν, δεν είναι σίγουρος τι να διαλέξει. Κι ούτε και είναι σίγουρος ότι μπορεί να διαλέξει τελικά. Ούτε αυτός ούτε κανένας άλλος.
Έτσι κι αλλιώς όλα μαζί ένα κουβάρι γίνονται. Κι αυτός μές στο κουβάρι.
Όταν όμως έρχεται εκείνη η στιγμή κι ο αέρας στα πνευμόνια του τελειώνει και στα μηνίγγια του χτυπάει η καρδιά του κι αυτός αρχίζει να γλείφει τα χείλια του το ένα με το άλλο και τα μάτια του θολώνουνε και γύρω του δεν βλέπει, τότε ξέρει ότι πεθαίνει.
Τότε ξεχνάει το κουβάρι.
Τότε θυμάται ότι έχει καιρό να μιλήσει σε άνθρωπο γι'αυτές τις κρίσεις.
Και συνειδητοποιεί ότι έτσι κι αλλιώς πεθαίνει μόνος του κι αυτός όπως πεθαίνουν όλοι.
Γιατί αυτός κάθε φορά πεθαίνει."

Εμφανώς επηρεασμένος από τους λογοτέχνες που μεταφράζει (Kafka, Mann, Erpenbeck), ο Κυπριώτης έχει ένα στυλ επαναληπτικό στην αφήγηση του, μικρές προτάσεις, λιτότητα και ξεκάθαρη σκέψη που εντυπωσιάζει. Με τις συνεχείς επαναλήψεις φράσεων, το κείμενο αποκτάει δυναμισμό - όπως σε μια εσωτερική φωνή, σε μια σκέψη που εμμονικά κολλάει στο μυαλό μας και επαναλαμβάνεται συνέχεια μη μπορώντας να απαλλαχθούμε από αυτήν. Οι ήρωες (οι χαρακτήρες) των διηγημάτων της συλλογής συσσωρεύουν την ένταση και ξεσπάνε σχεδόν σε κάθε ιστορία στο τέλος. Η βία έρχεται γυμνή και με τρόπο που δεν σηκώνει παρερμηνείες υποχρεώνοντας τον αναγνώστη να ξαναδιαβάσει την τελευταία παράγραφο, συνήθως έκπληκτος από την αμεσότητα της αφήγησης.

Από το αυτοβιογραφικό ύφος του "Μ'ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι", ομώνυμης ιστορίας της συλλογής, όπου ο ήρωας μεταφράζει το βιβλίο κάποιου Γερμανού συγγραφέα με το χαρακτηριστικό όνομα Σλάχτερ (Σφαγέας) και η οποία περιέχει μια ιδιόρρυθμη λεκτική βία "και προσπαθεί στις προτάσεις που γράφει αυτός στη γλώσσα του να μην υπάρχει τίποτα το περιττό. Μόνο ψαχνό. Σαν να είναι κομμένες με μπαλτά. Και ξεκοκαλισμένες. Μ'ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι", στην συνεχή υπόμνηση της πρώτης στροφής από ένα εξαιρετικό ποίημα του Ν.Χριστιανόπουλου ("Έρωτας"), "Να σου γλείψω τα χέρια. Να σου γλείψω τα πόδια" σε μια παράγραφο που επαναλαμβάνεται 17 (δεκαεπτά) φορές, για να κορυφωθεί στο φινάλε του διηγήματος, με ένα λουτρό αίματος ("Η αγάπη κερδίζεται"), οι ιστορίες του Κυπριώτη μπορεί να μην είναι όλες στο ίδιο επίπεδο και μερικές να είναι άνισες, η να χρειάζονται (;) μεγαλύτερη έκταση για να απογειωθούν, αλλά παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον και δεν θυμίζουν σε τίποτα πρωτόλεια.

"Κόκκινο

Το κόκκινο ήταν το αγαπημένο της χρώμα. Σε όλες του τις αποχρώσεις. Μα, πιο πολύ απ'όλες της άρεσε η απόχρωση που έπαιρνε το ξεραμένο αίμα. Μικρή, όταν το έβλεπε στα γόνατα και στη μύτη. Μετά, όταν το έβλεπε στη μύτη και στα χείλια. Στα δόντια το αίμα δεν προλάβαινε να ξεραθεί. Το κατάπινε με το σάλιο. Έτσι τώρα το αίμα του στα χέρια της το ξεπλένει πριν φύγει. Μην προλάβει και ξεραθεί, κι αυτή το αγαπήσει."



Ο Κυπριώτης με τον καθαρό του λόγο φτάνει στο μεδούλι, στο βάθος της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, ακόμα κι εκεί που τα πράγματα δείχνουν μετέωρα και οι ιστορίες ανολοκλήρωτες είναι πολύ εντυπωσιακή η αίσθηση που αφήνουν στον αναγνώστη. Συντελούν στην απόλαυση οι έντονες εικόνες σε κάθε ιστορία που δείχνουν επιρροή από τον κινηματογράφο και έρχονται (άθελά τους), να τονίσουν την ομοιότητα του συγγραφικού λόγου με αυτόν των ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη με τους ήρωες να βρίσκονται κι εκείνοι στα όριά τους και να επαναλαμβάνουν λέξεις, φράσεις, σκέψεις, περιστροφές γύρω από τον εαυτό τους ή γύρω από ένα σημείο. Με τα διηγήματα του Κυπριώτη η ελληνική λογοτεχνία αποκτάει μια πρωτότυπη και ευδιάκριτη φωνή με ταυτότητα και ύφος που μόνο καλά πράγματα υπόσχεται για το μέλλον.

____________________________________________________________________

Η συζήτηση με τον Αλέξανδρο Κυπριώτη γύρω από το βιβλίο του (μετά την πρώτη ώρα), αλλά και η υπόλοιπη εκπομπή Booktalks@Amagi radio, στο podcast που βρίσκεται παρακάτω. Καλή ακρόαση.