Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 26, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 26, 2013 | Permalink
Διωγμός

Τα σημάδια ήταν σαφή, από το πρώτο βιβλίο του πολύ αξιόλογου Ιταλού Alessandro Piperno (Ρώμη,1972) με τίτλο «Με τις χειρότερες προθέσεις» που έδειχνε έναν συγγραφέα με πολύ μέλλον μπροστά του, ευδιάκριτες ικανότητες αλλά και αδυναμίες, στέρεες βάσεις, ωραίο στυλ, χιούμορ αλλά και φλυαρία ενώ εντυπωσίαζε ο σαφής κοινωνικός προβληματισμός. Τα ίδια στοιχεία πολύ καλύτερα επεξεργασμένα, υπάρχουν στο εξαιρετικό μυθιστόρημα «ΔΙΩΓΜΟΣ» («Persecuzione»), (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Α.Παπασταύρου, σελ.525), πρώτο μέρος ενός διπτύχου με γενικό τίτλο «Φωτιά, φίλη της μνήμης» (το δεύτερο μέρος «Inseparabile» θα εκδοθεί στα ελληνικά), γύρω από μια οικογενειακή τραγωδία και τις επιπτώσεις της στα μέλη αυτής.

«Ήταν 13 Ιουλίου του 1986, όταν μια επιθυμία να μην είχε έρθει ποτέ στον κόσμο κυρίεψε τον Λέο Ποντεκόρβο προκαλώντας του αμηχανία».
Έτσι αρχίζει η εξιστόρηση των παθών του γιατρού Λέο Ποντεκόρβο, ενός επιτυχημένου 50άρη καθηγητή Παιδιατρικής διεθνούς φήμης, μεγαλοαστού και κοσμοπολίτη ο οποίος διήγε έναν ευτυχισμένο και σχετικά ανέφελο οικογενειακό βίο, με την αυστηρή και συγκροτημένη σύζυγό του Ραχήλ και τους δύο εφήβους γιούς τους, τον Φιλίππο και τον Σάμουελ. Όλα όμως, αναποδογυρίζουν μέσα σε δευτερόλεπτα, όσο κρατάει η είδηση από τον εκφωνητή του τηλεοπτικού δέκτη (των ειδήσεων των 8), ότι ο διάσημος και τόσο αγαπητός στους ασθενείς του  κομψευόμενος καθηγητής, είναι ένας στυγνός παιδεραστής, ο οποίος μάλιστα δεν δίστασε να αποπλανήσει την Καμίλλα, την δωδεκάχρονη φίλη του μικρότερου γιού του Σάμουελ.


Από τη μια στιγμή στην άλλη η ζωή της οικογένειας αλλάζει. Ο δημοφιλέστατος και αριστοκράτης μεγαλογιατρός, ο «ιδανικός» (για τον περισσότερο κόσμο) σύζυγος, ο τρυφερός πατέρας μετατρέπεται σε Τέρας, σε Δημόσιο Κίνδυνο. Κανείς δεν περιμένει να δεί ή να ακούσει παραπάνω, η καταδίκη είναι άμεση. Πως αντιδράει όμως ο ίδιος ο κατηγορουμενος, ο Λέο; Πως μπορεί να ξεπεράσει την πιο δύσκολη στιγμή της ζωής του και να παλέψει για το δίκιό του;

Κατ’αρχήν έγινε αυτή η περίφημη αποπλάνηση της μικρής ή ήταν όλα μέσα στην πλούσια φαντασία της; Και τι δουλειά είχε ένας ώριμος και επιτυχημένος γιατρός, ένας οικογενειάρχης χωρίς προβλήματα να ανταλάσσει τρυφερές επιστολές με ένα κοριτσάκι που βρίσκεται στην αρχή της εφηβείας και μάλιστα παρουσιάζεται ως «το κορίτσι» του μικρού του γιού; Ως που φθάνει η ενοχή ενός ανθρώπου που ακόμα κι αν δεν άγγιξε την μικρή όπως αυτή διατείνεται, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι φλέρταρε μαζί της…

Το σημαντικό και ιδιαίτερα ευρηματικό στοιχείο του μυθιστορήματος, πέραν της μηντιακής επίθεσης και της αντίδρασης της κοινωνίας – καταστάσεις που τις έχουμε ξαναδιαβάσει σε άλλα βιβλία ή παρακολουθήσει σε εξαιρετικές κινηματογραφικές ταινίες (όπως το πολύ πρόσφατο αριστουργηματικό «ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ») – είναι η αντίδραση του ίδιου του μαλθακού και ανώριμου (όπως αποδεικνύεται) Λέο, αλλά, (ακόμα περισσότερο) η σιωπή και η απομόνωση που υφίσταται μέσα στο ίδιο του το σπίτι, την ίδια του την οικογένεια που φαίνεται να τον έχει καταδικάσει από την πρώτη στιγμή χωρίς να του δώσει το δικαίωμα έστω μιας γνώμης, μιας «απολογίας».
 
Το σκηνικό είναι το ίδιο όπως και στο πρώτο βιβλίο του Πιπέρνο. Η μεγαλοαστική εβραϊκή οικογένεια που πάντα κατάφερνε να ξεγλιστράει από τις δύσκολες καταστάσεις – ενδεικτικά αναφέρεται εδώ ότι οι Ποντεκόρβο, πέρασαν τις δύσκολες μέρες του Β παγκόσμιου πολέμου και την εβραϊκή γενοκτονία μεταναστεύοντας στην Ελβετία -, η οικογένεια με την προστατευτική μητέρα που είχε τον κακομαθημένο Λέο να ζεί μια ανέφελη και άνετη ζωή, να ακολουθεί μια καρριέρα στρωμένη με ροδοπέταλα και που τα μικροπροβλήματα λύνονταν εν τη γενέσει τους, συνήθως από την συνετή σύζυγο την Ραχήλ (που είχε αντικαταστήσει την mama αναλαμβάνοντας όμως τον ίδιο ουσιαστικά ρόλο) η οποία ασχολείτο με την καθημερινότητα του σπιτιού, την ανατροφή των παιδιών, τα πλούσια δείπνα έτσι ώστε ο ναρκισσευόμενος και «αψεγάδιαστος» Λέο να ανεβαίνει στην επαγγελματική και οικονομική κλίμακα όλο και περισσότερο. Αρκεί όμως μια ρωγμή – και τι «ρωγμή», αληθινή οβίδα -  να μετατρέψει τη ζωή της οικογένειας μεν, αλλά κυρίως του Λέο σε κόλαση πραγματική, καθώς την καταγγελία για παιδεραστία, την διαδέχονται οι έρευνες για φορολογικές παραβάσεις, ακόμα και μια κατηγορία για τοκογλυφία. Ο Λέο αισθάνεται μόνος, απροστάτευτος για πρώτη φορά στη ζωή του (καθώς βλέπει ακόμα και ασήμαντες ενέργειές του, κουβέντες τυχαία ειπωμένες, να βγαίνουν προς τα έξω από διάφορους καλοθελητές, πρώην φοιτητές του, πρώην υφιστάμενούς του που μέχρι τότε έδειχναν να τον θαυμάζουν και να τον εκτιμούν) αλλά και πολιορκημένος από παντού…


Είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα ενός αυθεντικού στυλίστα, που έχει Καφκικές επιρροές ως προς την ιστορία του – σε κάποια στιγμή ο ήρωας συγκρίνει τον εαυτό του με τον Γκρέγκορ Σάμσα της «Μεταμόρφωσης» - αλλά που «συγγενεύει» με αυτά των σύγχρονων Αμερικανών συγγραφέων (στον ξένο τύπο αναφέρουν επιδράσεις ή και ομοιότητες με τον Ροθ). Ο Πιπέρνο κεντάει στην ανάπτυξη των χαρακτήρων και στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που κατακλύζει το βιβλίο του από την μέση και μετά, καθώς ο Λέο συλλαμβάνεται και μετατρέπεται σε ένα ανθρώπινο ναυάγιο πλέον και ο οποίος, αρχίζει να χάνει το κοντρόλ, την επαφή με την πραγματικότητα, ανίκανος για οποιαδήποτε λογική πράξη κυρίως μετά την προσωρινή του αποφυλάκιση και τον ηθελημένο εγκλεισμό του στο υπόγειο της βίλλας του.

«Διαισθάνεται ότι έξω από τα τείχη της κατακόμβης του απλώνεται η κόλαση. Ότι για εκείνον, τώρα, ο κόσμος είναι ένας τόπος εχθρικός. Διαισθάνεται ότι ο άντρας που κατηγορείται για φορολογική απάτη, εκμετάλλευση δημόσιου λειτουργήματος για προσωπικό όφελος, υπεξαίρεση και τοκογλυφία, υπό το φως αυτής της νέας φριχτής επικρεμάμενης κατηγορίας, πιθανότατα θα φαντάξει ακόμα πιο σιχαμερός.
Αυτό που του μένει – καθώς τα μάτια του πληγώνονται από το ματωμένο φως του δειλινού και το φάντασμα άλλης μιας νύχτας αγρύπνιας ορθώνεται  χειροπιαστό μπροστά του – είναι τα ενενήντα τετραγωνικά μέτρα του υπογείου. Τελικά η αδιαφορία, ο φόβος, η νεύρωση, η ασυνειδησία τιμωρήθηκαν. Ο Λέο θα έπρεπε να είναι θυμωμένος. Να διαλαλεί ουρλιάζοντας στον κόσμο την αθωότητά του.

Όμως έχει παραλύσει. Δεν έχει εκπαιδευτεί στην κακεντρέχεια. Δεν είναι εξοπλισμένος γι’αυτό το είδος επιθετικότητας, είναι ανίκανος για πόλεμο…Είναι ο κλασσικός τύπος που υποκύπτει.

Αυτό τον ωθεί σε υψηλόφρονες σκέψεις· του φαίνεται ότι καταλαβαίνει αυτό που πάντα έλεγε πως δεν μπορούσε να καταλάβει: την πειθήνια στάση με την οποία ένα σωρό ομόθρησκοί του, πριν από μια-δυό δεκαετίες, αφέθηκαν να φορτωθούν πάνω σε βαγόνια ντυμένα με μολύβι χωρίς να βγάλουν άχνα. Αφέθηκαν να συρθούν σε μακρινές και παγωμένες χώρες για να εξοντωθούν σαν τα ποντίκια. Και, τώρα δεν του μένουν και πολλά να κάνει, εκτός από το να αφεθεί να οδηγηθεί στη σφαγή. Χωρίς όμως να ξεχνάει πως τα τρία πρόσωπα που του είχαν σταθεί πιο κοντά, από τα οποία ένιωθε προστατευμένος και τα οποία εκείνος, με τον τρόπο του, αγάπησε πάνω απ’όλα, φροντίζοντας τα στο έπακρο και προσφέροντάς τους την άνεση μιας ζωής γεμάτης ευκαιρίες, τώρα είναι οι χειρότεροι εχθροί του.»


Πυκνογραμμένο και λεπτομερέστατο το μυθιστόρημα, είναι μια διεισδυτική ψυχογραφία με πολλές κοινωνικές προεκτάσεις και φιλοσοφικά ερωτήματα. Το τραγικό τέλος της ιστορίας έρχεται «φυσιολογικά», εξάλλου ο συγγραφέας μας έχει προετοιμάσει με σκόρπιες φράσεις καθ’όλη τη διάρκεια του βιβλίου. Εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία (του διάσημου καρδιοχειρουργού και παιδιάτρου Μαρτσελέτι κι αυτή με τραγική κατάληξη), το στιβαρό αυτό δράμα θα ολοκληρωθεί με το δεύτερο μέρος του διπτύχου που έχει ως ήρωες τα δύο παιδιά του Λέο, τον Φιλίππο και τον Σάμουελ. Αναμένουμε με αγωνία…

 
 
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 19, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 19, 2013 | Permalink
"Η ζωή είναι αφηγήσεις"


«Ο κόσμος είναι ένα βιβλίο. Ο κόσμος είναι οι ιστορίες.»

  
Το λιγότερο που μπορεί να πει κάποιος διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Κυριάκου Αθανασιάδη (Θεσ/νίκη,1963), με τίτλο «ΖαΖά», (Εκδ. Free Thinking Zone, σελ. 309), είναι ότι πρόκειται για μια εντυπωσιακή δημιουργία. Η αίσθηση που σου αφήνει η ανάγνωση αυτού του μεστού και πυκνού βιβλίου, ξεπερνάει τα πλαίσια ενός απλού αφηγηματικού έργου - μια ιστορίας με αρχή-μέση-τέλος, διότι πρόκειται ουσιαστικά για ένα μυθιστόρημα πολυεπίπεδο και δύσκολα κατατάξιμο σε ένα είδος, λ.χ. εκεί που θα μπορούσες να το κατηγοριοποιήσεις ως «ψυχολογικό», στο επόμενο κεφάλαιο, θα μπορούσες άνετα να το χαρακτηρίσεις «φιλοσοφικό» - το σίγουρο είναι ότι η ΖαΖά είναι ένα μυθιστόρημα απόλυτα «βιβλιοφιλικό».

Πότε είσαι πραγματικά ο εαυτός σου; Πότε υποδύεσαι κάποιον άλλον που θα ήθελες πραγματικά να είσαι και πότε είσαι πραγματικά εσύ; Είμαστε όλοι ηθοποιοί (για να θυμηθούμε τον Σαίξπηρ); Και τι γίνεται όταν αποφασίσουμε να ακολουθήσουμε τις παρορμήσεις και τα ένστικτά μας; Μπορούν να δοθούν απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά; Μάλλον όχι. Διότι οι απαντήσεις πονάνε και σε βγάζουν σε «ξέφωτα» επικίνδυνα, απ’όπου δεν υπάρχει γυρισμός, όπου η ζωή δεν θα είναι πιά όπως ήταν – εσύ θα έχεις βγεί από το «κουκούλι σου» («the comfort zone»), και το παρελθόν θα είναι (πιά) «μια ξένη χώρα».

«Δεν ήθελε λέξεις· δεν ήθελε άλλες λέξεις. Οι λέξεις την πρόδιδαν καθημερινά. Ήθελε να ζήσει.»

Η ηρωίδα του βιβλίου, η Άννα, εντυπωσιακά όμορφη τριαντάρα, νιώθει την σχέση της με τον Μάνο να βρίσκεται σε ένα τέλμα. Παρ’ότι σε πρώτο επίπεδο, τίποτα δεν δείχνει να έχει αλλάξει και οι μέρες να κυλούν ήρεμα, εκείνη δεν αντλεί καμμία ικανοποίηση είτε σεξουαλική, είτε ψυχική. Ικανότατη και επιτυχημένη επιμελήτρια βιβλίων, φλερτάρει με έναν άγνωστο στο διαδίκτυο, τον Ν.Χ., πολύ έντονα και σε βαθμό που όταν εκείνος της «αναθέτει» διάφορες «επικίνδυνες αποστολές» και να του στείλει τις φωτογραφίες, εκείνη γοητευμένη από το παράδοξο του πράγματος ακολουθεί σαν υπνωτισμένη τις οδηγίες του. Μέχρι εδώ ας πούμε ότι τα πράγματα είναι κατά κάποιο τρόπο στα πλαίσια του παιχνιδιού, όταν όμως η Άννα ακολουθώντας τις παρορμήσεις της προσεγγίζει μια διάσημη προαγωγό και της προσφέρει τις υπηρεσίες της, χρησιμοποιώντας πλέον το όνομα "Ζαζά" στις "συναντήσεις" της, ανοίγει μια πόρτα που οδηγεί σε ένα σημείο δίχως επιστροφή.

«Λέξεις, λόγια, φράσεις. Κουβέντες. Κι άλλες, κι άλλες λέξεις,. Η ζωή είναι μόνο λέξεις, είναι λόγος, είναι λόγια που στριφογυρνούν στο μυαλό σου, σου χτυπάνε την πλάτη, σε ενοχλού, σε ελέγχουν, σου θυμίζουν, σε τιμωρούν. Η ζωή είναι ανάμνηση λέξεων. Η ζωή είναι λέξεις που είπες και που δεν είπες· λέξεις λάθος, και λέξεις σωστές. Λέξεις που δεν έπρεπε να ειπωθούν, που ειπώθηκαν σε λάθος αυτιά, που δεν ακούστηκαν, που δεν τις είπες. Η ζωή είναι μόνο λέξεις, και οι λέξεις πονάνε. Οι λέξεις είναι ένα σφράγισμα στο δέρμα σου, ανεξίτηλο, αιώνιο, οδυνηρό. Λέξεις, λέξεις, λέξεις. Και αφηγήσεις. Η ζωή είναι αφηγήσεις.»

Ο Αθανασιάδης «πατώντας» πάνω στο διάσημο μυθιστόρημα του μεσοπολέμου «Η ωραίατης ημέρας» («Belle de jour»,1928) του Ζ.Κεσέλ, το οποίο μεταφέρθηκε έξοχα (ουσιαστικά απογείωσε το βιβλίο) από τον τρισμέγιστο Λ.Μπουνιουέλ με (σχεδόν ιδανική) πρωταγωνίστρια την Κατρίν Ντενέβ και χρησιμοποιώντας τον βασικό μύθο του βιβλίου – που σκανδάλισε στην εποχή του – ουσιαστικά το υπερβαίνει και αφήνεται να προσηλωθεί στα ψυχολογικά και φιλοσοφικά ερωτήματα που προκύπτουν από την πλοκή αυτή. Το σκηνικό δεν είναι το Παρίσι, ούτε η Γαλλία, αλλά η Θεσσαλονίκη με την υγρασία και την βροχή της, το κέντρο με τα μπαράκια και τα ξενοδοχεία, το Σέιχ Σου με την ιστορία του φημισμένου «Δράκου», τα σινεμά και η κουλτούρα της πόλης που παίζει κι αυτή σημαντικό ρόλο στην ατμόσφαιρα της ιστορίας.

Οι λεπτές ισορροπίες των ερωτικών σχέσεων, της ασφυξίας της σχέσης, του αδιέξοδου που μπορεί να αισθανθεί μια γυναίκα (ένας άνθρωπος) με δυνατή προσωπικότητα, εκφράζονται απόλυτα μέσα από την διεισδυτική και ενδελεχή ματιά του συγγραφέα, ο οποίος με εργαστηριακή ακρίβεια που πραγματικά εντυπωσιάζει ακόμα και τον πιο καχύποπτο αναγνώστη, στέκεται πάνω από την ηρωίδα του, συζητάει μαζί της – είναι συχνές οι παρεμβάσεις (κυρίως προς το τέλος) της φωνής του συγγραφέα στα δρώμενα – στοχάζεται και παρατηρεί.

Από την άλλη, το βιβλίο παρουσιάζει μια σχεδόν αφοπλιστική βιβλιοφιλία που συγκινεί κάθε φανατικό αναγνώστη. Το αντικείμενο της δουλειάς της Άννας/Ζαζά, η έκθεση της Φραγκφούρτης, η προσωπικότητα του μυστηριώδης συνεργάτη της με το παρατσούκλι «Παραχαράκτης», η αναζήτηση του εαυτού – το νήμα που ενώνει την παγκόσμια λογοτεχνία ανά τους αιώνες. Όλα αυτά σε συνδιασμό με την υγρή και θολή ατμόσφαιρα των δρόμων που κινείται η ηρωίδα, των ποτών που καταναλώνει, της υποβλητικής σκηνής της Ουγγρικής(;) ταινίας που παρακολουθεί διαμορφώνουν ένα εξόχως μυσταγωγικό κλίμα που επηρεάζει την ανάγνωση του βιβλίου και συντελεί καθοριστικά στην απόλαυση του καλογραμμένου κειμένου.
  
Σκληρό βιβλίο, με αρκετές αλλά όχι πολλές ερωτικές σκηνές που δεν σοκάρουν αλλά μάλλον προβληματίζουν – κάποιες δε μοιάζουν με χορογραφίες. Ο συγγραφέας απλώς περιγράφει, κάποιες φορές γκροτέσκα, κάποιες άλλες απολύτως ρεαλιστικά. Η ιστορία έχει ανατροπές, ενώ η «επιστολή» προς το τέλος του βιβλίου αποκαλύπτει κάποια πράγματα, αλλά ουσιαστικά είναι ένα παιχνίδι του συγγραφέα με τους αναγνώστες.

Η «Ζαζά» (το 8ο βιβλίο του Κ.Αθανασιάδη), είναι ένα μυθιστόρημα σαγηνευτικό και «αγαπησιάρικο» (δεν είναι τυχαίο ότι έχει αγαπηθεί έντονα από πολλούς από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε «ελεύθερα» στο διαδίκτυο, μέχρι και τώρα που κυκλοφορεί εντύπως), που «σε ακολουθεί» αρκετό διάστημα μετά την ολοκλήρωσή του, και που σε τυλίγει στα δίχτυα του (σε αιχμαλωτίζει σαν την ικανότατη ηρωίδα του), ένα πολύ ωραίο και μεστό μυθιστόρημα «συγγραφικής ωριμότητας» με ευδιάκριτο ύφος, πολύ προσωπικό – ανοιχτό σε συζητήσεις και ερμηνείες, που δεν φοβάται να «αναμετρηθεί» με το πρότυπό του σε ένα στοίχημα που σίγουρα κερδίζει.




 
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 17, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 17, 2013 | Permalink
Booktalks at Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 14/9/13
Ακούστε το podcast  της εκπομπής Booktalks@Amagi radio του Σαββάτου 14/9.

Στο πρώτο μέρος ασχολούμαστε με τον Robert Walser, τον σπουδαίο Ελβετό συγγραφέα, με αφορμή το μυθιστόρημά του "Γιάκομπ Φον Γκούντεν", ακούμε πολλή μουσική και ενημερωνόμαστε για άρθρα του διαδικτύου (πάντα σχετικά γύρω από το βιβλίο) απο το ένθετο της εκπομπής "Στη φωλιά του (βιβλιο)κούκου".

Στο δεύτερο μέρος συζητάμε με τον συγγραφέα Άρη Μαραγκόπουλο, κυρίως για το βιβλίο του "ΤΟ ΧΑΣΤΟΥΚΟΔΕΝΤΡΟ" αλλά και για το πλούσιο λογοτεχνικό του έργο.

Καλή ακρόαση

 
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 13, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 13, 2013 | Permalink
"Αυτό το όνειρο που ονομάζουμε ανθρώπινη ζωή..."

Γοητευτικό και αινιγματικό, το μυθιστόρημα μαθητείας «ΓΙΑΚΟΜΠ ΦΟΝ ΓΚΟΥΝΤΕΝ» («Jakob von GuntenEin Tagebuch»), του ιδιόρρυθμου συγγραφέα Robert Walser (Ελβετία, 1878-1956), (Εκδ. Ροές, (εξαιρετική) μετάφρ. Β.Πατέρας, σελ.252), αντιπροσωπεύει ακριβώς αυτό που αναφέρει ο υπότιτλός του: «Αυτό το όνειρο που ονομάζουμε ανθρώπινη ζωή». Όπως τα όνειρα δύσκολα περιγράφονται και ακόμα δυσκολότερα ερμηνεύονται, το ίδιο συμβαίνει και με το ιδιάζον αυτό μυθιστόρημα.

Γραμμένο με τη μορφή ενός ημερολογίου, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, το βιβλίο του Βάλζερ (το οποίο πρωτοεκδόθηκε το 1909), έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά του εξπρεσιονιστικού και γεμάτου συμβολισμούς ύφους που άνθισε στη Γερμανία το πρώτο μισό του 20ου αιώνα (και που γνώρισε την κορύφωσή του στο έργο του Φραντς Κάφκα).
Ο νεαρός Γιάκομπ φον Γκούντεν, γόνος αριστοκρατικής οικογενείας φεύγει από το σπίτι του για να εισαχθεί στο Ινστιτούτο Μπενζαμέντα, το οποίο προετοιμάζει τους σπουδαστές του για να προσληφθούν ως υπηρέτες. Ο Γιάκομπ πρώτη φορά στη ζωή του, γνωρίζεται και συγχρωτίζεται με ανθρώπους «κατώτερης τάξης», αναγκάζεται να υπακούσει στην στρατιωτική πειθαρχία της σχολής η οποία διευθύνεται από τον Κο Μπενζαμέντα, έναν άνθρωπο που από την αρχή δείχνει μια ιδιαίτερη συμπάθεια (μέχρι τα όρια της παρενόχλησης) προς τον νεαρό αριστοκράτη, και την αδερφή του, την ευαίσθητη και ρομαντική Διδα Μπενζαμέντα, η οποία έλκεται ερωτικά από τον Γιάκομπ.


«Μ’αρέσει να βλέπω συμπαθείς ανθρώπους να θυμώνουν λιγάκι καμιά φορά. Τίποτα δεν μ’ευχαριστεί περισσότερο από το να δίνω μια αντεστραμμένη εικόνα του εαυτού μου σε πρόσωπα που αγαπώ. Είναι άδικο ίσως αλλά συνάμα και τολμηρό, οπότε το πράγμα τακτοποιείται. Νομίζω πως είναι λιγάκι νοσηρή η συνήθεία μου. Φαντάζομαι, λόγου χάρη, πόσο ανείπωτα όμορφο θα είναι να πεθάνω με τη φριχτή βεβαιότητα ότι έχω δυσαρεστήσει τον άνθρωπο που αγαπώ περισσότερο στον κόσμο και τον έχω κάνει να πιστεύει τα χειρότερα για μένα. Δεν περιμένω κατανόηση από κανέναν, παρά μονάχα από κάποιον που αναριγεί μπροστά στην ομορφιά του πείσματος. Να πεθαίνεις σαν το σκυλί από καπρίτσιο ή ξεροκεφαλιά. Αξίζει τον κόπο; Ασφαλώς όχι. Άλλωστε όλα τούτα δεν είναι παρά χονδροειδέστατες σαχλαμάρες.»

Ο Γιάκομπ προσπαθεί να συνηθίσει το περιβάλλον της σχολής, τα βαρετά μαθήματα με τους καθηγητές να κοιμούνται στην τάξη ή να είναι μονίμως αφηρημένοι. Παρατηρεί τους συμμαθητές του και τις ιδιαιτερότητές τους, ενώ στις εξόδους του στην πόλη του Βερολίνου, προσέχει τον κόσμο και κάνει τις παρατηρήσεις του, άλλοτε μαγεμένος και γοητευμένος, άλλοτε βλέποντας τα πράγματα ρεαλιστικά και χωρίς φτιασίδια. Το μεγαλύτερο όμως μέρος της (υποτυπώδους) δράσης εκτυλίσσεται μέσα στο Ινστιτούτο, με τα παιχνίδια εξουσίας, τα μυστικά και τα αινίγματα που υπάρχουν μέσα στο κτίριο όπου ουσιαστικά δεν συμβαίνει τίποτα άξιο λόγου παρά μόνο η αργή αλλά έντονη επιρροή του νεαρού σπουδαστή Γιάκομπ προς τους δύο διδάσκοντες (και οι οποίοι ασκούν τυπικά την εξουσία), τα δύο αδέρφια Μπενζαμέντα. Ποιες θα είναι οι αντοχές του αφηγητή και ήρωα και που θα οδηγηθεί αυτή η κατάσταση; Το φινάλε που υπακούει στο ύφος και την ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος, ονειρικό και αινιγματικό δίνει μια προσωρινή λύση, ανοιχτή σε πολλαπλές ερμηνείες.

Το βιβλίο του Βάλζερ ελαφρώς αυτοβιογραφικό (ο συγγραφέας φοίτησε σε μια σχολή υπηρετών στα 27 του) είναι βαθιά συμβολικό. Ο ήρωας αφήνει την οικογενειακή θαλπωρή και κάνει την είσοδό του στον «πραγματικό κόσμο» - θα μπορούσε να πει κανείς, «μπαίνει στην κοινωνία». Μαθητεύει στην έννοια της ταπεινότητας, της ισοπέδωσης της προσωπικής έκφρασης, της αλλοτρίωσης. Μεγαλωμένος σε αριστοκρατικό περιβάλλον όμως στέκεται σε μια απόσταση από αυτά που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια του. Ζεί μαζί τους, συμμετέχει αλλά από την άλλη νιώθει το δικαίωμα(;) να τα κριτικάρει – γι’αυτόν τον λόγο, ο αφηγητής επαναλαμβάνει συνεχώς «ότι λέει ψέματα» σε όλους. Νιώθει ότι όσο πιο ασήμαντος και ταπεινός γίνεται, τόσο πιο ελεύθερος αισθάνεται. Η ειρωνία που χαρακτηρίζει το στυλ του Βάλζερ όμως κάπου τα υπονομεύει όλα αυτά, καθώς διακρίνουμε την αδυναμία του ήρωα (εσωτερική βέβαια, αλλά εμφανής τις περισσότερες φορές) να αποδεχτεί τον ρόλο που εκείνος(;) επέλεξε, διακρίνοντας την αντίφαση μεταξύ των ενεργειών που φαίνονται και της εσωτερικής αγωνίας και προβληματισμού.

Το στυλ του συγγραφέα, λεπτό και αριστοτεχνικό, σαγηνεύει και ελκύει. Η ονειρική ατμόσφαιρα και η συνεχής αίσθηση ότι κάτω από το πρώτο επίπεδο της ανάγνωσης κρύβονται καταστάσεις ανοιχτές σε ερμηνείες κάθε είδους, η έντονη αίσθηση της ματαιότητας και της ακινησίας, αιχμαλωτίζουν και υπνωτίζουν τον ρυθμό τυλίγοντάς τον αναγνώστη, σε έναν ιδιότυπο ιστό αράχνης από τον οποίο θα μπορέσει να ξεφύγει αρκετό χρόνο μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης του αριστουργηματικού αυτού βιβλίου.

«Εδώ στο ινστιτούτο Μπενζαμέντα μαθαίνουμε να νιώθουμε και να αποδεχόμαστε την απώλεια, πράγμα που κατά τη γνώμη μου συνιστά μεγάλη κατάκτηση, είναι μια άσκηση χωρίς την οποία ο άνθρωπος, όσο σημαντικός κι αν είναι, μένει για πάντα ένα φωνακλάδικο νιάνιαρο. Εμείς οι οικότροφοι δεν τρέφουμε ελπίδες για τίποτα, άλλωστε απαγορεύεται αυστηρά να ελπίζουμε σε οτιδήποτε. Παρ’όλα αυτά είμαστε ήρεμοι και ευδιάθετοι. Πως είναι δυνατόν; Μήπως νιώθουμε να φτερουγίζει πάνω από τα καλοχτενισμένα κεφάλια μας ένας φύλακας άγγελος; Δεν ξέρω να σας πω. Ίσως να είμαστε χαρούμενοι και ξέγνοιαστοι από αφέλεια. Πολύ πιθανόν. Αλλά, ακόμα κι έτσι, έχει λιγότερη αξία η χαρά και η φρεσκάδα της καρδιάς μας; Είμαστε στ’αλήθεια κουτοί; Ωστόσο η ασυνείδητα αναμετράμε ένα σωρό πράγματα, το πνεύμα μας ταξιδεύει εδώ κι εκεί, στέλνουμε τις αισθήσεις μας στους τέσσερις ανέμους για να συλλέξουν εμπειρίες και παρατηρήσεις. Βρίσκουμε παρηγοριά σε τόσα και τόσα, γιατί είμαστε γενικά πολύ δραστήρια και ανήσυχα άτομα και γιατί υποτιμάμε τον εαυτό μας. Ο άνθρωπος που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, δύσκολα γλιτώνει από εξευτελισμούς και απογοητεύσεις, καθώς βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με καταστάσεις που τσακίζουν την αυτοπεποίθηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς οι μαθητές δεν διαθέτουμε αξιοπρέπεια, απλώς πρόκειται για μια πολύ μικρή, ευέλικτη, εύκαμπτη και ελαστική αξιοπρέπεια, που την τεντώνουμε και τη λασκάρουμε ανάλογα με τις ανάγκες. Είμαστε καρποί ενός υψηλού πολιτισμού ή είμαστε γνήσια παιδιά της φύσης; Ούτε και σ’αυτό έχω απάντηση. Αλλά για ένα πράγμα είμαι βέβαιος: Περιμένουμε! Σ’αυτό έγκειται η αξία μας. Ναι, περιμένουμε και ταυτόχρονα αφουγκραζόμαστε τη ζωή που κυλά έξω από εμάς, αυτή την επιφάνεια που ονομάζουμε κοινωνία, αυτή τη θάλασσα με τις φουρτούνες της.»


Ο Ρόμπερτ Βάλζερ παρεξηγημένος και σχεδόν αγνοημένος από το κοινό και την παγκόσμια κριτική όσο έζησε, έγινε γνωστός στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Ολιγογράφος και ιδιόρρυθμος άνθρωπος, με ψυχολογικά προβλήματα τα οποία τον οδήγησαν να περάσει ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής του σε άσυλο (ουσιαστικά από το 1929 έως το τέλος της ζωής του), θα εκδόσει λίγα μυθιστορήματα, και κάποια πεζά, αλλά το έργο του θα ασκήσει ισχυρή επίδραση στον Φραντς Κάφκα, ο οποίος ήταν θαυμαστής του, ο σπουδαίος στοχαστής Βάλτερ Μπένγιαμιν θα ασχοληθεί με το έργο του, ενώ είναι εμφανείς οι επιρροές του στα βιβλία των Ζέμπαλντ και Βίλα-Μάτας μεταξύ άλλων. Ένα εξαιρετικό κείμενο του μεγάλου J.M.Coetzee στο The New York Review of Books για το έργο του (αλλά και κυρίως για το «Γιάκομπ Φον Γκούντεν») μπορείτε να διαβάσετε εδώ, ενώ είναι υπέροχο και το επίμετρο που συνοδεύει την ωραία έκδοση των Ροών, το οποίο είναι απόσπασμα από το επίμετρο της Γερμανικής έκδοσης του βιβλίου.


 
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 11, 2013
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 11, 2013 | Permalink
Booktalks@Amagi radio, εκπομπή 7/9/13
Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 7/9.

Στην εκπομπή κάναμε ένα αφιέρωμα στον μεγάλο Βικτωριανό συγγραφέα Wilkie Collins, στη ζωή και στο έργο του, ενώ διαβάσαμε και το διήγημα "Φούνες, ο μνήμων" του Χ.Λ.Μπόρχες (σε μετάφρ. Α.Κυριακίδη)

Καλή ακρόαση



 
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 09, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 09, 2013 | Permalink
Η σιωπή των νεκρών


Ελεγειακό και βαθιά ανθρώπινο, είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα «Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ» ("Le Silence des Morts"), του πολυγραφότατου (αλλά σχετικά άγνωστου στη χώρα μας), βετεράνου συγγραφέα Jean Paul Noziere (Γαλλία,1943), (Εκδ.Πόλις, μετάφρ. Δ.Σιδηρόπουλος, σελ.316),που μπορεί να μη συναρπάζει με την πλοκή του (οι φανατικοί των αστυνομικών ιστοριών ενδέχεται να την βρούν βαρετή), αλλά εντυπωσιάζει με την ατμόσφαιρά του και τους εξαιρετικούς χαρακτήρες, που πλάθει ο συγγραφέας, είτε βασικούς, είτε δευτερεύοντες που κλέβουν κυριολεκτικά την προσοχή του αναγνώστη.


Ο Κριστιάν Μιλιούς είναι ένας άνθρωπος που αισθάνεται «τελειωμένος». Έχει πάρει σύνταξη από την Αστυνομία – όπου δούλευε ως αστυνομικός επιθεωρητής χωρίς να τον έχουν και σε μεγάλη εκτίμηση οι συνάδελφοί του, τα παιδιά του τον έχουν εγκαταλείψει, η αγαπημένη του σύζυγος έχει πεθάνει, φίλους δεν έχει, είναι και η τελευταία υπόθεση (που από σπόντα είχε αναλάβει και δεν τον αφήνει σε ησυχία) ενός Άραβα σε ένα τροχόσπιτο, την οποία έκλεισε βιαστικά ως αυτοκτονία, παρά τις κραυγές της Γιασμίνα, της αδερφής του νεκρού ότι επρόκειτο περί δολοφονίας. Ο Κριστιάν στην υπηρεσία του, αποκαλείτο «Μπλού» λόγω της λατρείας του για το τανγκό – στην υπηρεσία δεν καταλάβαιναν τη διαφορά μεταξύ τανγκό και μπλούζ -, και συχνάζει καθημερινά στο τάνγκο-κλαμπ «Σώματα Ασώματα», όπου είτε παρακολουθεί τα ζευγάρια να χορεύουν, είτε χορεύει λίγο κι αυτός – ενώ δεν λείπουν και κάποιες εφήμερες κατακτήσεις με κάποιο από τα «ερείπια της ζωής» που συχνάζουν εκεί.

Ο Μπλού δεν έχει μόνο την ανία να τον κατατρώει και την απογοήτευση από την εγκατάλειψη των παιδιών του, αλλά είναι και η αδερφή του, η Μωντ, τρόφιμος ψυχιατρείου πλέον, δολοφόνος των γονιών τους πριν από χρόνια. Ο Μπλού νιώθει ότι πρέπει να ξεδιαλύνει το μυστήριο του θανάτου του Άραβα, όσο το σκέφτεται υιοθετεί την άποψη της γοητευτικής Γιασμίνα ότι επρόκειτο περί δολοφονίας, όταν δε μια γιατρός της περιοχής πέφτει θύμα ενός περίεργου τροχαίου – το οποίο καταχωρείται επισήμως ως ατύχημα, βλέπει κάποιες ομοιότητες στις δύο περιπτώσεις, των οποίων τα στοιχεία, οδηγούν στη μυστηριώδη βίλλα του «Πρέσβη», ενός πάμπλουτου και ιδιόρρυθμου τύπου που ζει σε ένα κοντινό χωριό. Ο Μπλού θα ζητήσει τη βοήθεια ενός νεαρού ζιγκολό που δουλεύει ως χορευτής-συνοδός στο τάνγκο-κλαμπ (αλλά στη πραγματικότητα παρέχει σεξουαλικές υπηρεσίες στις πελάτισες του μαγαζιού) για να επιλύσουν τις δύο υποθέσεις και να στηρίξουν την κατ’αρχήν παρατραβηγμένη θεωρία ότι πρόκειται για δύο συνδεδεμένες δολοφονίες που κάποια σχέση έχουν με τον «Πρέσβη».

Ο κεντρικός ήρωας, ο Κριστιάν ή Μπλού, είναι ένας παραιτημένος άνθρωπος, ο οποίος μετά την απώλεια της δουλειάς του ψάχνει απεγνωσμένα για κάποιο ενδιαφέρον στη ζωή του. Νιώθει ότι δεν του έχει μείνει τίποτα πιά και θα πιαστεί από τα μαλλιά για να βγάλει κάτι ουσιαστικό από την ιστορία, για να νιώσει ξανά «ζωντανός», για να σταθεί πάλι στα πόδια του. Είναι ένας «μοναχικός λύκος» - κάτι σαν ελεγειακός κινηματογραφικός ήρωας, που βλέπει τη ζωή που ανοίγεται μπροστά του σαν την επερχόμενη κόλαση.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτός που δίνει τον τόνο στην γοητεία που αποπνέει το βιβλίο. Η πινακοθήκη των χαρακτήρων που πρωταγωνιστούν (ή όχι) στο καλοκουρδισμένο και ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα του Νοζιέρ είναι πλούσια και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Ο ιδιοκτήτης του τάνγκο-μπαρ με την θυμοσοφική του στάση στα πράγματα, ο νεαρός ζιγκολό Γκιλαίν που θέλει να γίνει αστυνομικός και βλέπει την υπόθεση ως ευκαρία να αποδείξει τις ικανότητές του, η Μωντ που νοσηλεύεται στο ψυχιατρείο, ο γιός του Μπλού, ο Πατρίς δήθεν πολυάσχολος ο οποίος δεν βρίσκει τον χρόνο να τον επισκεφθεί και που του στέλνει e-mails από κάποια εξωτικά μέρη ενώ ο Μπλού γνωρίζει ότι έχει χάσει εδώ και καιρό τη δουλειά του, η μυστηριώδης ερωμένη του ήρωα, που του χαρίζει κάποιες στιγμές τρυφερότητας στην βαρετή του ζωή, η βοηθός του «Πρέσβη», η Σέλμα που την τραγική ιστορία της παρακολουθούμε παράλληλα με την υπόθεση των περίεργων ατυχημάτων και τέλος ο «Πρέσβης», ο «απόλυτος κακός», η «ενσάρκωση της διαφθοράς» με τα «χανουμάκια» του, τα μικρά κορίτσια που του φέρνει από της χώρες του Μαγκρέμπ η Σέλμα, για να τις στείλει κι αυτός, στους πλούσιους πελάτες του αντίστοιχα.

Το μυθιστόρημα όμως δεν είναι μόνο ένα ψυχογράφημα του Μπλου και των τύπων που τον περιστοιχίζουν, αποτελεί και ένα κοινωνικό σχόλιο μέσω της ιστορίας του «Πρέσβη» και της εγκληματικής οργάνωσης που έχει στήσει. Τράφικινγκ, εμπόριο όπλων, τρομοκρατικές ισλαμικές οργανώσεις, φόνοι και βιασμοί κοριτσιών συμβαίνουν παράλληλα με τους ήσυχους επαρχιακούς ρυθμούς και την ήρεμη μικροαστική ζωή της περιοχής χωρίς να παίρνει κανείς μυρωδιά ή απλώς να παρατηρεί - κρυφοθαυμάζοντας ή προσφέροντας τις υπηρεσίες του σ’αυτόν που «φέρνει λεφτά στο χωριό». Ο «Πρέσβης» και ο Μπλού δύο άνθρωποι που νιώθουν το τέλος να έρχεται και το αντιμετωπίζουν διαφορετικά, δύο άνθρωποι που οι μοίρες τους θα συναντηθούν σε μια ιδιότυπη μονομαχία.

Το βιβλίο του Νοζιέρ (που τιμήθηκε με το βραβείο «Νουάρ μυθιστορήματος», για το 2007), είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, κάποιες στιγμές είναι συναρπαστικό παρά τα προβλήματα στην πλοκή και στην εξέλιξη της ιστορίας, η οποία δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες εξάρσεις και ανατροπές. Διαβάζεται γρήγορα και σε παρασέρνει με το ωραίο στυλ της γραφής, το χιούμορ (πολλές φορές ανατρεπτικό) και την έξυπνη δομή του. Πάντως θεωρώ ότι η αξία του έγκειται περισσότερο στο κοινωνικό πεδίο παρά στο αστυνομικό, που έρχεται ως επιβεβαίωση της τάσης των τελευταίων δεκαετιών που θέλει τα αστυνομικά μυθιστορήματα να ξεφεύγουν από το θριλερίστικο στοιχείο τους και να αποτελούν ένα ακριβές και εξονυχιστικό κοινωνικοπολιτικό σχόλιο-ανατομία της καθημερινότητας. 

 



 
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 06, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 06, 2013 | Permalink
Booktalks @ Amagi radio - Season II
Μη χάσετε την πρώτη εκπομπή της δεύτερης σεζόν του Booktalks στο Amagi radio, αύριο Σάββατο 7/9 και την γνωστή ώρα, 2-4μ.μ.

Ξεκινάμε χαλαρά με ένα μικρό αφιέρωμα στον μεγάλο Wilkie Collins. Βιογραφικά στοιχεία, και λεπτομερής αναφορά στα 3 αριστουργήματά του, "ΑΡΜΑΝΤΕΪΛ", "Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡΑ" και "Η ΦΕΓΓΑΡΟΠΕΤΡΑ".

Θα ενημερωθείτε για τις νέες εκδόσεις του φθινοπώρου και θα διαβάσουμε ένα εξαιρετικό διήγημα του αγαπημένου μας Χόρχε Λουίς Μπόρχες.

Καλή ακρόαση


 
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 03, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 03, 2013 | Permalink
Those were the days...

Ένα σχεδόν πλήρες «docu-drama» με κινηματογραφική υφή, είναι το βιβλίο του Άρη Μαραγκόπουλου (Αθήνα,1948) με τον ιδιόμορφο τίτλο «ΤΟ ΧΑΣΤΟΥΚΟΔΕΝΤΡΟ», (Εκδ. Τόπος, σελ. 444). Μια «μυθιστορία»(όπως αναφέρει ο συγγραφέας), όπου με υπόβαθρο το ιστορικό πλαίσιο της χώρας από την κήρυξη του Β Παγκοσμίου πολέμου και μετά, ο συγγραφέας αναπλάθει μια σπαρακτική ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων – ιστορικών προσώπων, που αγαπήθηκαν πολύ, ταλαιπωρήθηκαν πολύ και πάλεψαν πολύ.

Με αφορμή την μοιραία κίνηση της Μπέτις Αμπατιέλου προς την βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία έχει περάσει στην ιστορία ως «χαστούκι», ο συγγραφέας στοχάζεται και περιγράφει τα συνεχή «χαστούκια» που δέχεται ο ελληνικός λαός από τα κέντρα εξουσίας, τα δεινά που υφίσταται ο απλός πολίτης. Η Μπέτι ονειρεύεται ένα δέντρο που τα κλαδιά του είναι χαστούκια (σκαμπίλια) που μπορείς να πας, να τραβήξεις ένα και να αρχίσεις να χτυπάς όποιον σε ταλαιπώρησε, όποιον σε αδίκησε, όποιον σου στέρησε τη ζωή.

Το μυθιστόρημα κινείται σε δύο επίπεδα, το ερωτικό και το πολιτικοκοινωνικό, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται με το ένα να μπαίνει δημιουργικά μέσα στο άλλο. Το ζευγάρι του κομμουνιστή συνδικαλιστή Αντώνη (Τόνι) Αμπατιέλου και της μικροκαμωμένης δασκάλας (και στελέχους του Βρετανικού Κ.Κ.), Μπέτις Μπάρτλετ γνωρίζονται στο Κάρντιφ της Ουαλίας λίγο μετά τον πόλεμο. Ήδη το όνομα του Τόνι είναι γνωστό στους εφοπλιστικούς κύκλους, αφού εκείνος ήταν ο πρωτεργάτης και αρχιτέκτονας της εξαιρετικής (για τους ναυτεργάτες) σύμβασης που είχε επιτύχει κατά τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου πολέμου, με τον κατώτερο μισθό του ναυτικού να είναι πολύ υψηλός. Οι παντοδύναμοι πλοιοκτήτες της εποχής οι οποίοι αναγκαστικά υπέκυψαν λόγω των συνθηκών, θα επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους μετά το τέλος του πολέμου και θα φροντίσουν να «εκδικηθούν» τον μαχητικό επαναστάτη. Ο Τόνι και η Μπέτι ερωτεύονται, παντρεύονται στην Ουαλία και επιστρέφουν στην Ελλάδα. Η Μπέτι δασκάλα και δυναμική γυναίκα, παθαίνει ένα πολιτιστικό σοκ με τις συνθήκες διαβίωσης στην κατεστραμμένη χώρα που γίνονται ακόμα δυσκολότερες γι’αυτήν όταν ο Τόνι συλλαμβάνεται από το καθεστώς και εξορίζεται. Είναι το 1947, είναι μαζί λίγο καιρό και θα ξανασμίξουν μετά από 17 χρόνια το 1964, όταν ο κόσμος είναι διαφορετικός, όταν οι ίδιοι είναι πια πενηντάρηδες.

Η Μπέτι δεν θα καθήσει να κλαίει τη μοίρα της. Επί 17 χρόνια θα είναι ένα αγκάθι στα πλευρά της εκάστοτε εξουσίας. Είτε ευρισκόμενη στην Ελλάδα, είτε στην Μ.Βρετανία θα παλεύει για την απελευθέρωση του άντρα της. Κατά την ίδια περίοδο, οι ιδέες της θα αναθεωρηθούν, η πολιτική της σκέψη θα ωριμάσει και δεν θα διστάσει να διαφωνήσει με τον αταλάντευτο και σκληρό πολιτικό λόγο που εκφράζει ο Τόνι – ο οποίος και μέσα στις φυλακές της ελληνικής επικράτειας όπως μεταφέρεται από καιρού εις καιρόν, θα φροντίζει να κρατάει σφιχτά τα λουριά της κομματικής πειθαρχίας και ακόμα όταν όλα γύρω του αλλάζουν, όταν αποκαλύπτονται εγκλήματα και παραλογισμοί των ηγεσιών του Κόμματος, εκείνος θα μένει πάντα πιστός στις κομματικές ντιρεκτίβες, η οποία θα αποτελεί το «σωσίβιο» του στις δύσκολες μέρες.


Οι συνεχείς επικλήσεις της Μπέτι προς τις ελληνικές και βρετανικές αρχές δεν βρίσκουν ανταπόκριση, χρειάζεται κάτι πιο τρανταχτό, πιο εντυπωσιακό. Την αφορμή την δίνει η επίσκεψη της Βασίλισσας Φρειδερίκης στο Λονδίνο, στα τέλη Απριλίου του ’63. Η Μπέτι καταφέρνει να την αιφνιδιάσει και να βρεθεί ξαφνικά μπροστά στην εμβρόντητη και φοβισμένη βασίλισσα. Η «συνάντησή» τους θα μείνει ιστορική, αφού η Φρειδερίκη υποστήριζε μετ’επιτάσεως ότι δέχτηκε το χαστούκι της μαχητικής Αγγλίδας, αλλά από πουθενά δεν συνάγεται κάτι τέτοιο – ήταν απλώς ένα άγγιγμα, αλλά μέσα στη τρομάρα της η σνομπ και αριστοκρατική κυρία άνετα θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι προπηλακίστηκε βιαίως - έτσι κι αλλιώς το θέαμα της Φρειδερίκης και της πριγκίπισσας Ειρήνης να τρέχουν πανικόβλητες στο μικρό σοκάκι πίσω από το Κλάριτζες πρέπει να ήταν μεγαλειώδες! Το γεγονός αυτό συνετέλεσε κατά μεγάλο βαθμό στην μετά από λίγο χρονικό διάστημα απελευθέρωση του Αντώνη Αμπατιέλου από τη φυλακή.

Ο συγγραφέας στο εξαιρετικά δομημένο βιβλίο του, αφηγείται υπομονετικά την ιστορία του ζεύγους ενώ ταυτόχρονα εισάγει στην αφήγηση, γεγονότα της εποχής – τις δίκες των αριστερών, την εκτέλεση του Μπελογιάννη, την υπόθεση Πλουμπίδη, το σιδέρωμα της Σπυριδούλας, τις κυβερνητικές αλλαγές, τα παιχνίδια της διαπλοκής, τον Αμερικάνικο ρόλο στην διακυβέρνηση της χώρας, την δολοφονία του Γ.Λαμπράκη. Περιγράφει περιστατικά της πολιτικής καθημερινότητας, τον ασφυκτικό κλοιό του αστυνομικού κράτους, την επικράτηση των «πλουτισάντων κατά την Κατοχή» στο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι της εποχής. Με διαλόγους που άλλοτε είναι ζωντανοί και καίριοι και άλλοτε υπερβολικοί και περιττοί, μεταφέρει με ζωντάνια την ατμόσφαιρα των μεταπολεμικών χρόνων και το «χτίσιμο» της χώρας μετά την καταστροφική κατοχή και τον εμφύλιο. Με αυτό τον τρόπο οδηγεί τον αναγνώστη στην κατανόηση των γεγονότων είτε της ζωής του ζευγαριού, είτε των ενεργειών που οδήγησαν στην κορύφωση της ιστορίας με την σκηνή του «χαστουκιού».

Είναι πολύ ενδιαφέρων και σαγηνευτικός ο τρόπος που ο Μαραγκόπουλος περιγράφει τη σχέση του ζεύγους, Τόνι/Μπέτι, τις μικρές καθημερινές τους στιγμές – όπως την αμηχανία τους το βράδυ της απελευθέρωσης όταν προσπαθούν να συνηθίσουν ο ένας την παρουσία του άλλου, το παιχνίδισμα με τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι» του Λώρενς (ένα βιβλίο που «στοιχειώνει» με την παρουσία του τη σχέση τους), τις επισκέψεις της ακάματης Μπέτι στις διάφορες φυλακές της επικράτειας στο ιδιόμορφο οδοιπορικό στο οποίο υπεβλήθη ο σύζυγός της. Τα «μικρά» και «συνηθισμένα» περιστατικά ολοζώντανα και άψογα τοποθετημένα μέσα στη ροή της ιστορίας δίνουν ένα πιο προσωπικό τόνο και «γλυκαίνουν» την ανάγνωση από το βαρύ και εξοργιστικό (τις περισσότερες φορές) πολιτικό κλίμα.

Το βιβλίο είναι πολιτικοποιημένο και δεν διστάζει να πάρει θέση απέναντι στα γεγονότα. Ευτυχώς ο Μαραγκόπουλος αποφεύγει το ξεστράτισμα στις «κραυγές», στα «συνθήματα» και δεν αφήνεται να παρασυρθεί εις βάρος της ερωτικής ιστορίας. Οι επι μέρους ενστάσεις μου πάνω στον όγκο του βιβλίου – θα προτιμούσα να λείπουν τα επεισόδια στο Παρίσι κατά τη διάρκεια του Μάη του ΄68, και οι αναφορές σε γνωστά πρόσωπα της σύγχρονης πολιτικής σκηνής, ή βρίσκω μάλλον περιττή την εμφάνιση του λογοτεχνικού alter-ego του συγγραφέα του Βενιαμίν Σανιδόπουλου – (αλλά αυτά είναι μικρολεπτομέρειες που) δεν σκιάζουν καθόλου την εξαιρετική προσπάθεια του συγγραφέα, σε ένα μυθιστόρημα που αποτελεί τομή όχι μόνο στο μέχρι τώρα συγγραφικό του έργο αλλά και στην σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Έργο λογοτεχνικής ωριμότητας, που κάπου φέρνει στο νού το εμβληματικό U.S.A. του Τζον Ντος Πάσος και για το οποίο ακόμα κι αν διαφωνεί κανείς με την πολιτική του τοποθέτηση ή τις θέσεις που υιοθετεί, δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος μπροστά στη δυναμική, τη φρεσκάδα και την θαυμάσια δομή του βιβλίου.