Τρίτη, Μαρτίου 05, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 05, 2013 | Permalink
Μιά ερωτική ιστορία στην εποχή της κρίσης

Ένα νεαρό ζευγάρι, φρεσκοπαντρεμένο και φουλ ερωτευμένο, βιώνει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, στην αρχή το αντιμετωπίζουν χαλαρά αλλά όταν τα πράγματα δυσκολεύουν μια πρόταση από το πουθενά για μια ολιγοήμερη εργασία στην Κων/λη, η οποία μπορεί να συνδιαστεί με μικρές καλοκαιρινές διακοπές, για μια φυγή από την καθημερινότητα έρχεται στην κατάλληλη στιγμή. Ξεκινάνε λοιπόν, το ταξίδι με ένα παλιό Scoda διασχίζοντας την εθνική οδό, χωρίς ο χρόνος να τους πιέζει, μέχρις ότου φτάσουν στον προορισμό τους μετά από αρκετές ημέρες. Στο ταξίδι αυτό, θα έρθουν αντιμέτωποι με τα φαντάσματα του οικογενειακού τους παρελθόντος, με ιδεοληψίες και εμμονές που τους κατείχαν όλα αυτά τα χρόνια, με τα «θέλω τους» και την πορεία του βίου τους μέχρις εδώ – θα πραγματοποιήσουν ένα ταξίδι αυτογνωσίας και ενηλικίωσης, το θέμα είναι αν θα διατηρηθεί ο έρωτάς τους και η δίψα τους για ζωή.



Αυτό λίγο-πολύ είναι το θέμα του νεανικού και πολύ δροσερού μυθιστορήματος της συγγραφέως και μεταφράστριας, Βάσιας Τζανακάρη (Σέρρες, 1980), με τίτλο «ΤΖΟΝΙ & ΛΟΥΛΟΥ», (Εκδ. Μεταίχμιο, σελ.253), μια ερωτική ιστορία («love story», όπως γράφει και το εξώφυλλο του βιβλίου), λίγο τετριμμένη (όπως είναι άλλωστε οι περισσότερες), αλλά πολύ ενδιαφέρουσα λόγω του ευδιάκριτου προσωπικού στυλ της νεαρής δημιουργού, με την χαλαρή, καθημερινή γραφή που σου περνάει υποδόρια και χωρίς να το καταλαβαίνεις προβληματισμούς και νοήματα μιας ολόκληρης γενιάς – αυτής των «under thirty» και «thirty something» νέων που υποχρεώνονται από τις βίαιες κοινωνικοπολιτικές / οικονομικές εξελίξεις να ωριμάσουν απότομα και να βγούν από το κουκούλι της οικογενειακής ασφάλειας, από την φούσκα του lifestyle, από επίπλαστη οικονομική άνεση.



Έχοντας την μορφή του «road novel», της ιστορίας δρόμου με δύο στέρεους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, κλασσικούς νέους της πόλης που βλέπουμε δίπλα μας, του Τζόνι, ηλεκτρ.μηχανικό και πιανίστα σε μπαρ, ο οποίος σιγά-σιγά χάνει και τα τελευταία νυχτοκάματά του που του απέφεραν ένα πενιχρό εισόδημα, και της Λούλου, η οποία είχε μια σταθερότερη δουλειά ως φωτογράφος σε ένα lifestyle έντυπο αλλά «πέφτει θύμα» των εκκαθαρίσεων από την νεόπλουτη καινούργια ιδιοκτήτρια της επιχείρησης. Ο κόσμος τους καταρρέει, τα σχέδιά τους για να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί ανατρέπονται, βλέπουν την κατάσταση όπως είναι να μην εμπνέει αισιοδοξία, οι πόρτες παντού κλειστές, αλλά έχουν μια πίστη, μια αισιοδοξία ότι δεν θα τους πάρει από κάτω, ότι θα τα καταφέρουν.



Γύρω τους ένας κόσμος που ταλαιπωρείται, μια πόλη που σιγοβράζει, σιωπηλοί άνθρωποι, ένα φιλικό τους ζευγάρι με τα δικά τους προβλήματα, ένας γάτος που έφυγε και τον χάσανε και όλο ψάχνουν να τον ξαναβρούν – μπορεί ο γάτος να συμβολίζει την ανέμελη περίοδο της σχέσης, της ζωής τους, το νήμα που πρέπει να βρουν.



Όταν αποφασίζουν (χωρίς μεγάλη δυσκολία, παρά τους αρχικούς δισταγμούς της Λούλου) να δεχθούν την ουρανοκατέβατη πρόταση (μέσω μιας θείας του Τζόνι) για φωτογράφηση ενός ξενοδοχείου στην Πόλη, επιλέγουν να μεταβούν οδικώς, αφού είχαν άνεση χρόνου, περνώντας από τα Καμμένα Βούρλα (επισκεπτόμενοι την θεία που τους βρήκε τη δουλειά), σταματάνε στον Βόλο για δυό-τρείς μέρες, στην Θεσσαλονίκη να δούν την μητέρα της Λούλου, στην Αλεξανδρούπολη να επισκεφθούν την μητέρα του Τζόνι.

Η σκιά της «μεγάλης ελληνικής οικογένειας» είναι συνεχώς παρούσα στις σελίδες του βιβλίου και η (ατελείωτη-όπως σε όλες τις ιστορίες δρόμου) διαδρομή θα φέρει στην επιφάνεια όλες τις «οδύνες» των οικογενειακών σχέσεων, την δραματική και ενοχική σχέση του Τζόνι με τον πατέρα του, την τραυματισμένη και ποτέ αποκατεστημένη σχέση της Λούλου με τους γονείς της, ενώ ακόμα και η ίδια η σχέση τους, η βαθύτερη επικοινωνία τους θα δοκιμαστεί.



Με πολλές και ευδιάκριτες επιρροές από την αμερικάνικη κουλτούρα (λογοτεχνία και ταινίες με ανάλογο θέμα), η Τζανακάρη στις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες του πολύ ευχάριστου (στην ανάγνωση) βιβλίου της, σχολιάζει και παρατηρεί το κοινωνικό πλαίσιο, τις συνήθειες των ανθρώπων, τις ψιλοκουβέντες, τα κυκλώματα, τις επαγγελματικές σχέσεις γεμάτες κυνισμό και φόβο, τα λάιφστάιλ έντυπα, τα free-press με την μοδάτη κενολογία τους, την απελπισία των νέων ανθρώπων που βλέπουν τον κόσμο να αλλάζει και αυτοί να γίνονται έρμαια των εξελίξεων. Το μυθιστόρημα της γεμάτο μουσική και συναισθήματα, φρεσκάδα και δίψα για ζωή σε αφήνει με ένα χαμόγελο στα χείλη – που νομίζω ότι κάθε αναγνώστης (από καιρού εις καιρόν) το έχει ανάγκη.



«Πλέον, όμως, υπήρχε και μια άλλη κατηγορία φαντασμάτων, άνθρωποι που οι δρόμοι της πόλης προσποιούνταν ότι δεν υπήρχαν. Μια νέα φυλή, όπως θα’λεγαν τα free press και οι λαϊφστιλάδες, είχε προστεθεί στην αυγουστιάτικη πόλη. Οι άνεργοι όπως τους έλεγαν οι στατιστικές. Η Φυλή των Ανέργων, οι Ανεργίστας, όπως τους ονόμασε ένα άρθρο σε μια προσπάθεια να πλασάρει το να μην κάνεις τίποτα ως τη νέα καυτή πραγματικότητα της πόλης. Σ’αυτό το άρθρο είχε διαβάσει ο Τζόνι πόσο γαμάτος ήταν. «Είστε Ανεργίστας; Είστε κούλ! Οι Ανεργίστας δεν έχουν λεφτά για διακοπές αλλά «no problemo, man». Είναι κούλ να μένεις στην Αθήνα, να περπατάς χωρίς να πηγαίνεις πουθενά, ένας περαστικός παρατηρητής. Έτσι κάνει ο σωστός Αθηναίος». Ο Τζόνι έφτιαξε την εικόνα στο μυαλό του. Άνθρωποι σαν κι αυτόν, απασχολήσιμοι, ημιαπασχολήσιμοι, προσωρινά άνεργοι ή απλώς άνεργοι και τώρα Ανεργίστας, κοιμούνται αργά και ξυπνάνε αργά. Ανανεώνουν τα status τους στο facebook και στο twitter τουλάχιστον δώδεκα φορές τη μέρα, πετώντας τσιτάτα που κλέβουν από τον Guardian και το Vanity Fair. Αγοράζουν μπίρα από το σούπερ μάρκετ και κατεβαίνουν τη συγκοινωνία ή το ποδήλατο στο Γκάζι για να αράξουν σε κανένα πεζούλι να την πιούν, ενώ οι εργαζόμενοι φίλοι τους που πίνουν σε κάποιο μπαρ τους κουνάνε από μακριά το χέρι κι εκείνοι ανταποδίδουν όλο χαρά. Οι Ανεργίστας είναι γύρω στα είκοσι πέντε και έχουν όλο το μέλλον μπροστά τους – μόνο σ’αυτό δεν ταιριάζει το προφίλ του. Απολύθηκαν από κάποια κούλ, γκλαμουράτη δουλειά, και καλά δημοσιογράφοι, dj, designers παντός τύπου, στιλίστριες – ακόμα και η Λούλου ως φωτογράφος θα μπορούσε να διεκδικήσει μια θέση ανάμεσά τους. Οι Ανεργίστας πίνουν την μπίρα τους, βολτάρουν στην Αθήνα, παθητικοί θεατές σε ό,τι συμβαίνει, είναι με όλους κι εναντίον κανενός, πολιτικά ορθοί μέχρι τα σύννεφα, κρατάνε δυνάμεις να κατακτήσουν τον κόσμο όταν θα στρώσουν τα πράγματα.»

________________________________________________________



Ακούστε την συζήτηση με την συγγραφέα (στο δεύτερο μέρος), στο podcast της εκπομπής Booktalks του Σαββάτου 2/3, όπως βέβαια και την υπόλοιπη ύλη της εκπομπής.