Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2013 | Permalink
2666


«Μία όαση φρίκης εν μέσω μιάς ερήμου ανίας» Ch.Baudelaire ή «Η φρίκη!Η φρίκη» J.ConradΚαρδιά του σκότους»)


Παρομοιάζω την ανάγνωση του εμβληματικού «μυθιστορήματος» του Roberto Bolano (Σαντιάγο,Χιλή 1953- Βαρκελώνη,Ισπανία 2003), που έχει ως τίτλο «2666», (Εκδ. Άγρα, μετάφρ. (άθλος) Κ.Ηλιόπουλος, σελ.1166) με την ενστικτώδη απόφαση να πραγματοποιήσεις ένα ταξίδι χωρίς σκοπό, για το οποίο δεν γνωρίζεις τον προορισμό, ούτε που θα σε βγάλει και τι θα βρείς στον δρόμο σου. Θα συναντήσεις ευθείες αλλά και δύσκολες διασταυρώσεις, καλοκαιρία αλλά και καταιγίδα. Όταν θα καταλάβεις ότι η διαδρομή τελείωσε και ότι έφτασες κάπου, θα νιώσεις πλήρης αλλά και μπερδεμένος, ικανοποιημένος («μεστός αισθημάτων») αλλά και με μια απροσδιόριστη θολούρα ή ζαλάδα στο κεφάλι. Όπως και να’χει, από δω και πέρα αναγνωστικά δεν θα’σαι ο ίδιος.



Το 2666, κύκνειο άσμα του Μπολάνιο, του μεγάλου αυτού συγγραφέα, ο οποίος έφυγε νεότατος και (όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται αυτό) πάνω στο δημιουργικότερο σημείο της ζωής του, αποτελείται από 5 αυτόνομα μυθιστορήματα, τα οποία αν και μπορούν να διαβαστούν ξεχωριστά, αποτελούν μια ενιαία, χαλαρή βεβαίως, ενότητα. Χρησιμοποιώντας το ίδιο ύφος που είχε επιτυχημένα δοκιμάσει στους εξαιρετικούς «Άγριους Ντετέκτιβ», όπου (όπως και στο 2666), υπάρχουν ιστορίες μέσα στις ιστορίες, εγκιβωτισμένα μυθιστορήματα, αναφορές σε συγγραφείς και έργα και μια επιφανειακά χαλαρή (αλλά ουσιαστικά τελείως συγκροτημένη) δομή, το 2666 έχει τη μορφή ενός παζλ, όπως θα μπορούσε κάποιος να πει, αλλά είναι κυρίως ένα έργο σοφίας και διανόησης όπου τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη του (ενδεικτικά ο συγγραφέας πριν τον θάνατό του άφησε ξεκάθαρες οδηγίες για την δομή της έκδοσης), ακόμα κι ο τίτλος που αποτελεί ένα αίνιγμα για τον αναγνώστη και αποσαφηνίζεται μόνο στις σημειώσεις του Ισπανού εκδότη.


Τα πέντε μέρη


1.Οι κριτικοί

Το 2666 ξεκινάει με την ιστορία 4 λογοτεχνικών κριτικών, «κολλημένων» (κυριολεκτικά) με έναν Γερμανό συγγραφέα-φάντασμα, τον Μπένο Φον Αρτσιμπόλντι. Οι κριτικοί αυτοί, ένας Γάλλος, ένας Ισπανός, ένας Ιταλός (ακινητοποιημένος σε αναπηρική καρέκλα) και μια Αγγλίδα, αφιερώνουν τη ζωή τους, τον χρόνο τους σε αναζήτηση του Αρτσιμπόλντι, ο οποίος ενώ στην αρχή (κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 50 διαβαζόταν από ελάχιστους) με τον χρόνο, το έργο του έχει γίνει cult, γνωρίζει αρκετές ανατυπώσεις και ελκύει όλο και περισσότερους σε σημείο να υπάρχουν δημοσιεύματα για υποψηφιότητα στα Βραβεία Νόμπελ!

Οι κριτικοί ταξιδεύουν στην Γερμανία, συζητάνε με τους εκδότες των έργων του συγγραφέα, ερωτεύονται την Αγγλίδα συνάδελφό τους, μπλέκουν όλοι μαζί σε ένα σεξουαλικό γαϊτανάκι, αλλά ο στόχος παραμένει – να βρουν τον Αρτσιμπόλντι, ο οποίος πανύψηλος, ογκώδης και ασπρομάλλης είναι δύσκολο να περάσει απαρατήρητος... Η αναζήτησή τους, τους οδηγεί στο Μεξικό και στην παραμεθόρια πόλη Σάντα Τερέζα, στην οποία έχουν πληροφορηθεί εθεάθη ο Αρτσιμπόλντι. Στην πόλη αυτή δεν επιτυγχάνουν τίποτα αλλά η προσωπική τους ζωή αλλάζει.



2.Αμαλφιτάνο

Μέσα στις γνωριμίες που κάνουν με την ακαδημαϊκή κοινότητα της πόλης, είναι και ο πανεπιστημιακός καθηγητής Αμαλφιτάνο, ήρωας του δεύτερου βιβλίου. Ο Αμαλφιτάνο που αναρωτιέται κι ο ίδιος τι ακριβώς ζητάει στη μέση του πουθενά, είναι ο μόνος από όσους συνάντησαν οι λογοτεχνικοί κριτικοί στην Σάντα Τερέζα που είχε κάποια γνώση για τον Αρτσιμπόλντι χωρίς όμως να ενθουσιάζεται για το έργο του.

Ουσιαστικά ο Μπολάνιο σ’αυτό το βιβλιο δεν ασχολείται με τον άγνωστο και εξαφανισμένο συγγραφέα, αλλά με την ψυχολογική κατάσταση του Αμαλφιτάνο, τον οποίον έχει εγκαταλείψει η σύζυγός του,  και διαμένει με την δεκαεπτάχρονη (πανέμορφη) κόρη του, την Ρόζα, η οποία βγαίνει κάθε βράδυ με άγνωστους τύπους. Ο Αμαλφιτάνο περνάει μια φάση ισχυρής κατάθλιψης, ευρισκόμενος σε ένα συνεχές limbo, ζώντας σε ένα συνεχές όνειρο που τις περισσότερες φορές υποκαθιστά την πραγματικότητα.



3.Φέητ

Το κλίμα (και το στυλ γραφής) αλλάζει τελείως στο 3ο μέρος, όπου ο Μπολάνιο εισάγει έναν καινούργιο χαρακτήρα, τον έγχρωμο δημοσιογράφο μιας εφημερίδας του Χάρλεμ της Ν.Υόρκης, τον Κουίνσι Γουίλιαμς, που όλοι τον αποκαλούν Όσκαρ Φέητ.  Είναι δημοσιογράφος του κοινωνικοπολιτικού ρεπορτάζ, ο οποίος όμως βρίσκεται απεσταλμένος της εφημερίδας του στην Σάντα Τερέζα για να καλύψει έναν αγώνα πυγμαχίας (λόγω ξαφνικού θανάτου του αθλητικού ρεπόρτερ της εφημερίδας).

Ο Φέητ που βαριέται αφόρητα την πυγμαχία τριγυρίζει πίνοντας και συνομιλώντας με διάφορους τύπους είτε ντόπιους, είτε δημοσιογράφους που καλύπτουν τον αγώνα και κατ’αυτόν τον τρόπο ενημερώνεται (και από διάφορες τυχαίες ερωτήσεις εδώ κι εκεί) για τους φόνους που συμβαίνουν στην Σάντα Τερέζα και τα περίχωρα της, νεαρών κοριτσιών (κυρίως). Ο δημοσιογράφος θέλει να ασχοληθεί με το θέμα αλλά η άρνηση της εργοδοσίας του (μιάς και δεν εμπλέκεται κάποιος μαύρος/μαύρη σ’αυτούς) τον αφήνει μετέωρο. Μέσα στην παρέα με την οποία διασκεδάζει, γνωρίζει την Ρόζα, την κόρη του Αμαλφιτάνο, την οποία προσπαθεί να τραβήξει από εκεί.



4.Εγκλήματα

Το κλίμα μέσα στο οποίο μας εισαγάγει μερικώς ο Μπολάνιο με το τρίτο βιβλίο του έχει ήδη μερικώς διαμορφωθεί, είναι όμως σ’αυτό το μέρος, το 4ο που η ατμόσφαιρα γίνεται εφιαλτική, καθώς ο συγγραφέας παραθέτει με κυνικό και γυμνό τρόπο - τα εγκλήματα, παρελαύνουν κατά σειρά (αρχίζοντας από τον Ιανουάριο του ’93) μπροστά στα έκπληκτα μάτια του αναγνώστη, σ’αυτή την εφιαλτική λιτανεία, των σχεδόν 400 σελίδων.

Τα εγκλήματα είναι συνεχή και τα περισσότερα από αυτά μοιάζουν μεταξύ τους. Δεν είναι όλα ανεξιχνίαστα, αφού κάποια από αυτά είναι φονικά πάθους μεταξύ συζύγων ή εραστών. Ο Μπολάνιο σπάει (με ευφυία) την ροή των φόνων, εισάγοντας στην πλοκή αστυνομικούς, δημοσιογράφους, μέντιουμ ή αναφέροντας με περισσότερες λεπτομέρειες κάποιες από τις υποθέσεις. Τα περισσότερα (σχεδόν το 80%) των δολοφονημένων κοριτσιών ήταν εργάτριες στις «μακιλαδόρας», τα εργοστάσια «φασόν» που αποτελούν τον κύριο βιομηχανικό κορμό της παραμεθόριας πόλης, τα οποία είναι τα περισσότερα αμερικανικών συμφερόντων, που εκμεταλλεύονται τους χαμηλούς (εξευτελιστικούς) μισθούς και την φορολογία.

Σε πολλούς από τους φόνους, οι μάρτυρες αναφέρουν θηριώδη και πολυτελή μαύρα τζιπ που πετάνε τα πτώματα, ύποπτοι υπάρχουν, δημοσιογράφοι σκαλίζουν τις υποθέσεις, άκρη δεν βγαίνει. Συλλαμβάνεται όμως ένας ύποπτος, ένας Γερμανός σαραντάρης, ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού με κομπιούτερς, ο οποίος έχει τα χαρακτηριστικά του Αρτσιμπόλντι (!). Ο Χάας (έτσι ονομάζεται ο Γερμανός) υποστηρίζει την αθωότητα του, τα εγκλήματα συνεχίζονται και μετά τον εγκλεισμό του, αλλά έχοντας μπλέξει με την Μεξικάνικη γραφειοκρατία και την (εν πολλοίς) ανίκανη και διεφθαρμένη αστυνομία της πόλης, παραμένει στην φυλακή.



5.Αρτσιμπόλντι

Στο 5ο βιβλίο, μεταφερόμαστε στην Γερμανία του μεσοπολέμου (1920), όπου γεννιέται ο Χανς Ράιτερ από πατέρα κουτσό και μάνα μονόφθαλμη.

«Δεν έμοιαζε παιδί αλλά ένα φύκι. Ο Κανέττι, αλλά και ο Μπόρχες νομίζω, δύο τόσο διαφορετικοί άνθρωποι, είπαν ότι όπως ακριβώς η θάλασσα ήταν το σύμβολο και ο καθρέφτης των Άγγλων, το δάσος ήταν η μεταφορά  μέσα στην οποία ζούσαν οι Γερμανοί. Από τον κανόνα αυτόν έμεινε έξω ο Χανς Ράιτερ από την ώρα που γεννήθηκε. Δεν του άρεσε η στεριά και ακόμα λιγότερο τα δάση. Δεν του άρεσε ούτε η θάλασσα, ή μάλλον αυτό που οι κοινοί θνητοί αποκαλούν θάλασσα και στην πραγματικότητα είναι μόνο η επιφάνεια της θάλασσας, τα κύματα που σηκώνει ο άνεμος που σιγά σιγά μετατρέπονται σε μια μεταφορά για την ήττα και την τρέλλα. Του άρεσε όμως ο βυθός της θάλασσας, εκείνη η άλλη γη, γεμάτη κάμπους που δεν ήταν κάμποι, κοιλάδες που δεν ήταν κοιλάδες και φαράγγια που δεν ήταν φαράγγια.»


Ο Χανς Ράιτερ, παιδί που παράτησε το σχολείο μικρός, θα καταταχθεί στον στρατό όταν ξεσπάει ο Β Παγκόσμιος πόλεμος, και θα πολεμήσει στο Ανατολικό Μέτωπο. Εκεί σε ένα χωριό, μέσα στη κρυψώνα ενός σπιτιού, θα ανακαλύψει τα ημερολόγια ενός Ρώσου αντικαθεστωτικού - του διανοούμενου και συγγραφέα Άνσκυ - τα οποια είναι ουσιαστικά προσχέδια βιβλίων επιστημονικής φαντασίας – στα ημερολόγια αναφέρεται το όνομα του Ιταλού ζωγράφου της Αναγέννησης, Αρτσιμπόλντο, του οποίου οι πίνακες κατέκλυσαν τα οράματα του Ρώσου έγκλειστου.

Γυρίζοντας από το μέτωπο, στην κατεστραμμένη χώρα του, το έχει αποφασίσει θα γίνει συγγραφέας υιοθετώντας το περίεργο όνομα Μπένο Φον Αρτσιμπόλντι. Βρίσκει εκδότη στο πρόσωπο ενός ιδιόρρυθμου ηλικιωμένου Εβραίου που μετά τον πόλεμο ξαναγύρισε στο Αμβούργο να ανασυστήσει τον εκδοτικό του οίκο, και ο οποίος γοητεύεται από τα περίεργα και εκκεντρικά μυθιστορήματα του μυστηριώδους νέου.

Τα βιβλία όμως δεν πουλάνε τίποτα, κανείς δεν ασχολείται μαζί του. Ο εκδότης του στέλνει χρήματα, του παρέχει διευκολύνσεις, η σύζυγός του (την οποία ο Ράιτερ-Αρτσιμπόλντι γνώριζε από την παιδική του ηλικία αφού η οικογένειά της είχε έναν πύργο στην περιοχή), ακόμα και μετά το θάνατό του, τον προσέχει και δίνει εντολή τα βιβλία του να εκδίδονται. Η σύζυγος του εκδότη και η Ίνγκεμποργκ, η μισότρελλη κοπέλα που ερωτεύεται ο Αρτσιμπόλντι θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του, όπως και η ανακάλυψη μετά από δεκαετίες της αδερφής του, της Λόττε, η παρουσία της οποίας θα κλείσει τον κύκλο των 5 ιστοριών δίνοντας μιαν άλλη μορφή στο βιβλίο και κλείνοντας πολλά από τα κενά που δημιουργήθηκαν στον αναγνώστη.
_______________________________________________



Οι δύο άξονες πάνω στους οποίους δομείται το έπος του Μπολάνιο, είναι ο από τη μία, ο χαρακτήρας του άγνωστου και μυστηριώδους συγγραφέα, του Αρτσιμπόλντι, ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας ο οποίος φέρνει έντονα στη μνήμη, τον υπέροχο συγγραφέα-φάντασμα του μεσοπολέμου, ο οποίος υπέγραφε ως B.Traven, και ζούσε στο Μεξικό ως φυγάς από την Γερμανία (μάλλον όπως συγκλίνουν οι πληροφορίες που διέρρευσαν τις τελευταίες δεκαετίες), και από την άλλη, οι δολοφονίες των γυναικών στην Σάντα Τερέζα – μυθιστορηματικό όνομα της παραμεθόριας πόλης Σιουδάδ Χουάρες, όπου τα εγκλήματα παραμένουν ανεξιχνίαστα ακόμα και μέχρι σήμερα.

Ο Μπολάνιο στο 2666 αφήνει τα πάντα ανοιχτά, καμμία ιστορία δεν ολοκληρώνεται – όχι επειδή δεν πρόλαβε, αλλά επειδή ήταν επιλογή του. Ακόμα και στις τελευταίες 40-45 σελίδες όπου διαφαίνεται ένα φινάλε στον ορίζοντα, όταν οι δύο κεντρικοί άξονες του μυθιστορήματος τέμνονται, ακόμα και τότε στην κορύφωση της αγωνίας, το βιβλίο κλείνει σε ένα μεγαλειώδες και απογειωμένο τέλος…



Ουσιαστικά όμως οι 5 ιστορίες (τα 5 βιβλία) διέπονται από την παρουσία του μυστηριώδους συγγραφέα, του Μπένο Φον Αρτσιμπόλντι. Το όνομα και η επιρροή του ζωγράφου Αρτσιμπόλντο δεν είναι ένα απλό και ανέμελο εύρημα του πανέξυπνου Μπολάνιο, είναι ένα από τα «κλειδιά» του βιβλίου.

Ο Αρτσιμπόλντο έγινε γνωστός από την ιδιομορφία στην τεχνική του να ζωγραφίζει πορτραίτα όπου τα στοιχεία ενός προσώπου δεν απεικονίζονται με ρεαλισμό αλλά απαρτίζονται από αντικείμενα, φρούτα, βιβλία, λαχανικά, ένα είδος «εικόνας μέσα στην εικόνα», που μπορεί να την εκλάβει ο θεατής με διάφορους τρόπους, μπορούν να αντιπροσωπεύουν την «χαρά» αλλά και τον «τρόμο», εξαρτάται από ποια γωνία τα βλέπεις ή ποια είναι η ψυχολογική σου κατάσταση την δεδομένη στιγμή – σ’αυτήν την τεχνική βασίζεται ο Μπολάνιο στην αρχιτεκτονική του έπους του. Τα ετερόκλητα στοιχεία που συνωστίζονται στο βιβλίο, οι 5 διαφορετικές ιστορίες, δεν είναι τίποτα άλλο από ένας πίνακας του Αρτσιμπόλντο. Η μαγεία, η ικανότητα του συγγραφέα είναι ότι κατασκευάζει ένα βιβλίο με την τεχνική ενός ζωγράφου. Πως μπορεί κανείς να μην υποκλιθεί σ’αυτό;



Ο αναγνώστης στέκει ενεός μπροστά στην ορμή και την ζωντάνια της γραφής, μπροστά στην ευφυία του συγγραφέα και της δημιουργίας του. Το 2666 είναι το μυθιστόρημα που θα έγραφε ο Μπόρχες αν ήθελε – ο Μπολάνιο αποτελεί (χρησιμοποιώ ενεστώτα διότι οι μεγάλοι συγγραφείς δεν πεθαίνουν ποτέ), την τομή στην λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία που δεν συνέχισε ο Μάρκες με τα «100 χρόνια μοναξιά», ο Λιόσα με τον «Πόλεμο της συντέλειας του κόσμου», ο Σάμπατο με το «Περί ηρώων και τάφων» και ο Κορτάσαρ με το «Κουτσό (Rayuela.



Ο Ελρόυ συναντάει τον Χ.Μέλβιλ και ο Ζέμπαλντ τον Κάφκα, τα λογοτεχνικά είδη ανακατεύονται δημιουργικά και πανέξυπνα. Από το Campus novel, με την «αεράτη» και γεμάτη χιούμορ ματιά στο ακαδημαϊκό κατεστημένο και στις λογοτεχνικές εμμονές και αναζητήσεις της πρώτης ιστορίας, μεταφερόμαστε στον μινιμαλισμό και στην υπαρξιακή αγωνία της δεύτερης για να περάσουμε από την μοντερνιτέ της τρίτης ιστορίας, στο δημοσιογραφικό και κοφτό ύφος των «Εγκλημάτων» όπου το σαν ρεπορτάζ κείμενο επιτείνει τη φρίκη και την δυσφορία η οποία κατακλύζει τον αναγνώστη για να περάσουμε ανυποψίαστοι στην μαγεία του πέμπτου μέρους, όπου το στυλ είναι ενός «μυθιστορήματος μαθητείας» σαγηνευτικού και αντάξιου των μεγάλων κλασσικών αφηγήσεων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.



Ο «λογοτεχνικός λαβύρινθος» του Μπολάνιο έχει ατέλειες. Είναι χαοτικός και υπάρχουν χάσματα και πλατιασμοί, ενώ κάποιοι χαρακτήρες με την ίδια ευκολία που εμφανίζονται, έτσι εξαφανίζονται από την πλοκή, όλα αυτά όμως δικαιολογούνται από την έκταση του βιβλίου, ας μη ξεχνάμε ότι είναι ένα κολοσσιαίο έργο σχεδόν 1200 σελίδων. Ίσως καταλαμβάνει μεγαλύτερο χώρο απ’ότι ίσως χρειάζεται, και μάλλον, το μέρος του «Αμαλφιτάνο» (2ο βιβλίο) μοιάζει ξεκομμένο από το σύνολο, ενώ αυτή η πλημμύρα εννοιών, αναφορών και συμβολισμών, σε μπουκώνει αλλά από την άλλη σε γεμίζει σε σημείο να αισθάνεσαι την αναγνωστική πληρότητα που λίγα βιβλία μπορούν να σου προσφέρουν.



Ένας ιδιόμορφος λυρισμός αλλά και ανθρωπιά, κατακλύζει τις σελίδες του αριστουργηματικού έπους του Μπολάνιο. Το (όχι και τόσο αόρατο αν το καλοσκεφτείς) νήμα της βίας και της φρίκης, από την βία των Ναζί στην φρίκη των εγκλημάτων της Σιουδάδ Χουάρες πίσω στα κρεματόρια της Ναζιστικής θηριωδίας  τι σχέση έχουν με την λογοτεχνία και την μαγεία της τέχνης γενικότερα; Ερωτήματα που βασανίζουν τον σκεπτόμενο αναγνώστη καθώς διαβάζει, ενώ η δύναμη του κειμένου και η ασφυξία της ατμόσφαιρας τον κρατάνε σε εκγρήγορση έτσι ώστε να μη μπορεί να εφησυχάσει ξέγνοιαστος απολαμβάνοντας το σαγηνευτικό αυτό κείμενο.



Η ματαιότητα της ζωής, η εγγύτητα του θανάτου, ο ρόλος της λογοτεχνίας και το (θεμελιώδες) ερώτημα για την χρησιμότητά της στον σύγχρονο κόσμο, όλα αυτά (και πολλά άλλα) επανέρχονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέσα στη ροή της αφήγησης, αριστοτεχνικά τοποθετημένα από τον συγγραφέα. Το χιούμορ που εναλάσσεται με τον σπαραγμό, η μακρά αφήγηση που διαδέχεται την κοφτή γλώσσα, κρατάνε αγκυλωμένο τον αναγνώστη, ο οποίος πολλάκις αισθάνεται παγιδευμένος μέσα σε ένα στοιχειωμένο όνειρο, ταξιδευτής σε ένα μαγικό ταξίδι, γνωρίζοντας βαθιά μέσα του ότι πρόσθεσε στον αναγνωστικό του βίο ακόμα ένα σημείο αναφοράς.



«Ήταν άθεος και εδώ και πολλά χρόνια δεν διάβαζε πια κανένα βιβλίο, παρότι στο σπίτι του είχε μια αξιοπρεπέστατη βιβλιοθήκη για θέματα της ειδικότητάς του, κι επίσης βιβλία Φιλοσοφίας, ιστορίας του Μεξικού, και ορισμένα μυθιστορήματα. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι δεν διάβαζε πια ακριβώς επειδή ήταν άθεος. Ας πούμε ότι η αποφυγή της ανάγνωσης ήταν το ανώτατο σκαλοπάτι της αθεΐας ή τουλάχιστον μιας αθεΐας όπως εκείνος την αντιλαμβανόταν. Εφόσον δεν πιστεύεις στον Θεό, γιατί να πιστέψεις ένα κωλοβιβλίο; σκεφτόταν.»