Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2012 | Permalink
Μαύρος ουρανός, μαύρη θάλασσα
Τ’όνομα της Ζουχάλ που σημαίνει «Κρόνος», τ’όνομά του Μπαρίς που σημαίνει «Ειρήνη». Η ερωτική τους ιστορία σύντομη και περιπετειώδης – περισσότερο ένα παιχνίδι του μυαλού και μια έλξη των αντιθέτων. Εκείνη συμβολίζει την Επανάσταση και σαν τον μυθολογικό Κρόνο που τρώει τα παιδιά του, θα οδηγηθεί σε ένα ταξίδι αυτοκτονίας στην Μαύρη Θάλασσα. Εκείνος θα επιλέξει άλλο δρόμο, πιο συμβιβασμένο αλλά περισσότερο ουσιαστικό και (ίσως) μυαλωμένο. Εκείνη την κυνηγάνε ανελέητα και ορκίζεται εκδίκηση, εκείνον τον πυροβολούν και επιλέγει την συγγνώμη και την σιωπηλή αντίσταση.

Το ζευγάρι των ηρώων / πρωταγωνιστών του θαυμάσιου μυθιστορήματος, του Τούρκου συγγραφέα Izzet Celasin, που ζει πλέον μόνιμα στη Νορβηγία (και γράφει στα νορβηγικά) με τίτλο, «ΜΑΥΡΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ, ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ», (Εκδ. Πόλις, (ωραία) μετάφρ. Κ.Γλυνιαδάκη, σελ.444), δεν θα συναντηθεί πολλές φορές στις σελίδες του βιβλίου. Η εξέγερση και ο έρωτας είναι οι κινητήριες δυνάμεις μιας «page-turner» ιστορίας που έχει μεν αρκετά κλισέ και καταστάσεις που θυμίζουν άλλες ιστορίες που έχουμε διαβάσει ή έχουμε δει στον κινηματογράφο αλλά που συνδιασμένα με την αβάσταχτη γοητεία της Κωνσταντινούπολης, την μελαγχολική της ατμόσφαιρα και την συγγένεια με οικείες πολιτικές αναταραχές του παρελθόντος, κάνουν το μυθιστόρημα ιδιαίτερα σαγηνευτικό και ελκυστικό στα μάτια μας.

Τουρκία 1977, σε μεγάλη οικονομική και πολιτική κρίση και το μυθιστόρημα ξεκινάει με την μεγάλη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς. Ο νεαρός Μπασίμ ξεκινάει με τους φίλους του να συμμετάσχει στην πορεία προς την πλατεία Ταξίμ. Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης θα πέσουν πυροβολισμοί και η διαδήλωση θα διαλυθεί βίαια από τις αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις. Μέσα στον κακό χαμό, καθώς ο νεαρός προσπαθεί να προστατευθεί από τις σφαίρες που πέφτουν στο πλήθος (δεκάδες νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες ήταν ο τελικός απολογισμός), πέφτει πάνω σε μια όμορφη σχεδόν συνομήλική του κοπέλα, την Ζουχάλ.
« «Σήκω όρθιος σαν άντρας», ακούστηκε μια ήρεμη, κουρασμένη φωνή. Στάθηκα στα πόδια μου και συνάντησα για πρώτη φορά το βλέμμα της. Ήταν σκοτεινό κι αγριεμένο.
«Ξέρεις να τα χρησιμοποιείς αυτά;» με ρώτησε κραδαίνοντας μπροστά μου ένα πιστόλι κι ένα περίστροφο. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Σκατά», αναστέναξε, «τέλος πάντων, πάρε τούτο εδώ και κοίτα μην το χάσεις».»

Μαγνητισμένος την ακολουθεί και διαφεύγουν, ούτε το όνομά της δεν προλαβαίνει να μάθει. Τον ξαναβρίσκει όμως εκείνη. Φανατική ακτιβίστρια, οπαδός του ένοπλου αγώνα, ονειρεύεται την ανατροπή του καθεστώτος – προσπαθεί με τον φίλο, εραστή και αρχηγό της ομάδας της τον Κεμάλ, να εντάξουν τον Μπασίμ (που ήταν ακόμα μαθητής του Λύκειου) στην ένοπλη ομάδα τους. Εκείνος όμως διστάζει, έχει μεγαλύτερη έλξη για την Ζουχάλ παρά για τον «αγώνα». Κι έτσι θα παραμείνει «συμπαθών» αλλά εκτός της ένοπλης δράσης. Όταν επιτέλους έρχονται κοντά με την Ζουχάλ, και εκείνη αρχίζει να του δείχνει την ερωτική ανταπόκριση που περιμένει, αλλά εξαφανίζεται και πάλι, ίσως «για το καλό του».

Ο Μπασίμ είναι ένας άνθρωπος «χλιαρός», χωρίς εξάρσεις, που θέλει να γίνει ποιητής αλλά γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει ταλέντο. Που σπουδάζει Φιλολογία για να γίνει συγγραφέας αλλά βλέπει ότι οι σπουδές του τον βοηθάνε περισσότερο στις σχέσεις του με τις γυναίκες παρά σε οτιδήποτε άλλο. Με τη βοήθεια μιας γηραιάς καθηγήτριας που τον συμπαθεί, θα νοικιάσει ένα δικό της διαμέρισμα στο Μπέγιογλου, θα μεταφράζει κείμενα για να βγάζει τα προς το ζήν και θα προσπαθεί να βρει, την Ζουχάλ, που με την ομάδα της χτυπάνε στόχους, ληστεύουν τράπεζες και η φωτογραφία της εμφανίζεται όλο και περισσότερο στις εφημερίδες. Και τότε ξεσπάει το πραξικόπημα (1980) και η Ζουχάλ θα πάρει τα βουνά, ο Μπασίμ προσπαθεί να επιβιώσει, να βοηθήσει κάποιους ακτιβιστές, και να περιμένει μήπως εκείνη χρειαστεί την βοήθειά του.

«Το τίποτα είναι ένα βασανιστικό κενό. Είναι όταν περιμένεις κάτι συγκεκριμένο να συμβεί και ζεις γεμίζοντας τον χρόνο σου με χίλια δυο ανούσια πράγματα που έρχονται σε δεύτερη μοίρα, αφού ζεις μόνο για ένα, το ένα και συγκεκριμένο πράγμα που περιμένεις να συμβεί. Το τίποτα είναι ένας ανελέητος αντίπαλος• ποδοπατά, συνθλίβει, υποβαθμίζει, δηλητηριάζει όλα τ’άλλα. Οι γεύσεις χάνονται, ο ύπνος δεν σε τρέφει και η σελήνη δεν σε μαγεύει πια. Οι φράσεις παύουν να έχουν νόημα όσες φορές κι αν διαβαστούν. Θλιμμένα μοιάζουν όλα τα τραγούδια κι ανεπαρκείς οι λέξεις, και τους παλιούς τους φίλους σου πια ίσα που τους ανέχεσαι. Ακόμα και μια σαγηνευτική γυναίκα, που στο ξαφνικό φύσημα του ανέμου γυρνά για να ελέγξει, τάχα, τη φούστα της, ούτε κι αυτή τραβά την προσοχή. Το τίποτα πάει χέρι χέρι με την πλήξη. Κι όταν πια τίποτα δεν συμβαίνει, τα πάντα δοκιμάζουν την αντοχή σου.»

Το μυθιστόρημα ισορροπεί μεταξύ επαναστατικότητας και μελοδραματισμού. Από τη μια οι γιάφκες, ο ένοπλος αγώνας, οι μαρξιστικές ιδέες και από την άλλη, το γλυκερό και κάπως υπερβολικό στην ένταση των συναισθημάτων κλίμα των παλιών τούρκικων ταινιών. Η λογοτεχνική αυτή ακροβασία πετυχαίνει απόλυτα παρά τις στιγμές φλυαρίας και αμηχανίας στην πλοκή. Ο Μπαρίς είναι παιδί από εργατική οικογένεια αλλά του δίνεται η δυνατότητα να πάρει ανώτερη εκπαίδευση, να ξεφύγει από την τάξη του – έτσι λοιπόν, δεν μπορεί να ταυτιστεί με τους αγώνες, δεν μπορεί να πάρει μέρος στον ένοπλο αγώνα, που είναι ο μόνος συνδετικός κρίκος που έχει με την Ζουχάλ, την κόρη του ανώτατου αξιωματικού του στρατού, η οποία επαναστατεί ενάντια στην οικογένειά της και την άρχουσα τάξη που ο πατέρας της αντιπροσωπεύει, οι προτεραιότητές της δεν είναι ο έρωτας, τον οποίο εκείνη έχει στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, είναι ταγμένη 100% στην επανάσταση. Η Ζουχάλ ζει και διαμορφώνει τα γεγονότα ενώ ο Μπαρίς ενδιαφέρεται περισσότερο για τον κήπο του σπιτιού που νοικιάζει από την καθηγήτρια του, για την θέα στον Βόσπορο, για την μελαγχολία της Πόλης. Ο «αδύναμος» Μπαρίς θα παρασυρθεί, θα νιώσει προδομένος, αλλά θα καταλάβει ότι κυνηγάει μια χίμαιρα…

Η βία είναι ένα από τα κεντρικά θέματα του ιδιαιτέρως ρομαντικού (κατά τ’άλλα) μυθιστορήματος. Το ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας επανέρχεται συνέχεια: Υπάρχει «καλή (δικαιολογημένη) βία;», ο Μπαρίς επιλέγει τον δρόμο της «μη-βίας», της σκέψης και της ήρεμης αντίδρασης στο καθεστώς. Και κάποια στιγμή θα βρει μπροστά του το δίλημμα: να συνεργαστεί με το στρατιωτικό καθεστώς για να σώσει την αγαπημένη του ή όχι; Μπορείς να «προδώσεις τις ιδέες σου» θεωρώντας ότι δεν παίρνεις θέση; Ή τελικά τοποθετείσαι και απλά δεν το έχεις καταλάβει…

«Δεν έχω γράψει ακόμα ούτε μια λέξη. Ποιο το νόημα; Δεν μπορώ να δω τ’αστέρια. Κι εγώ δεν είμαι ο Κρόνος. Αυτή τη στιγμή, δεν έχω ούτε τον αγώνα ούτε κάποιον αγαπημένο στο μυαλό μου. Μόνο τον μαύρο ουρανό, τη μαύρη θάλασσα. Μα είμαι ευτυχισμένη.»

Είναι ένα έξοχο μυθιστόρημα μαθητείας, γεμάτο νοσταλγία και ποίηση, με (υποθέτω) πολλά αυτοβιογραφικά σημάδια. Η γοητεία του Βόσπορου, η γεμάτη χρώματα και μυρωδιές Ιστανμπούλ, η ατμόσφαιρα αναταραχής στην ταραγμένη τριετία (1977-1980) που μεταφέρει ο συγγραφέας, το ζευγάρι των ηρώων, η αδάμαστη και ατρόμητη Ζουχάλ, η αφύπνιση και ο ρομαντισμός του Μπαρίς, οι ζωντανοί διάλογοι, τα έντονα συναισθήματα κάνουν τον αναγνώστη, πολλές φορές να συγκινείται και να μη μπορεί να αφήσει αυτό το τόσο γοητευτικό «ασπρόμαυρο» βιβλίο από τα χέρια του.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

Anouar Brahem – Vague (e la nave va)
 
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 15, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 15, 2012 | Permalink
Ανεπίδοτες επιστολές
Σήμερα παρουσιάζω ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο με ένα θέμα που σοκάρει αρχικά αλλά αφού κανείς ξεπεράσει τους (προφανείς) αρχικούς του δισταγμούς, δεν θα μετανιώσει για την ανάγνωσή του. Αναφέρομαι στο (κάτι σαν) μυθιστόρημα με τίτλο, «ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΟΛΟΙ» («Dear Everybody»), του Αμερικανού συγγραφέα Michael Kimball (γεν.1967), (Εκδ. Οκτώ, μετάφρ. Π.Ισμυρίδου, σελ.250), ένα βιβλίο που είναι γραμμένο με τη μορφή επιστολών, σημειώσεων, αποκομμάτων εφημερίδων, μετεωρολογικών δελτίων και ημερολογιακών καταγραφών.

Ο «ήρωας» του μυθιστορήματος, είναι ο Τζόναθαν Μπέντερ και είναι νεκρός. Έχει αυτοκτονήσει στο γκαράζ του σπιτιού του. Η αστυνομία βρήκε ένα πάκο επιστολές που έγραψε ο Μπέντερ προτού θέσει τέρμα στη ζωή του. Γράμματα όχι μόνο προς την οικογένειά του, την πρώην γυναίκα του, τους φίλους του, αλλά και προς το πασχαλινό λαγουδάκι, στον Άγιο Βασίλη, σε ανθρώπους που έχουν πεθάνει, σε παλιούς καθηγητές. Μέσα από την ανάγνωση των επιστολών αυτών, αλλά και διαφόρων ημερολογιακών σημειώσεων της μητέρας του, κάποιων σελίδων από εγκυκλοπαίδειες, κάποιων μαθητικών δελτίων, αναμνήσεων του αδερφού του Ρόμπερτ, του πατέρα και της μητέρας του, της πρώην συζύγου του Σάρας, ανασυστάται χρονιά με τη χρονιά η (ταλαίπωρη) ζωή ενός ευαίσθητου και καταθλιπτικού ανθρώπου, ο οποίος μάταια προσπαθούσε στον σύντομο βίο του να βρει ένα κώδικα επικοινωνίας με τον περίγυρό του.

«Αγαπητοί μαμά και μπαμπά,
Ευχηθήκατε ποτέ το σπέρμα και το ωάριο που έγιναν εγώ να μην ήμουν εγώ; Είμαι βέβαιος ότι απ’όλη εκείνη την απόλαυση περιμένατε κάτι διαφορετικό.»


Μέσα από τις ανεπίδοτες επιστολές αλλά (κυρίως) από τις ημερολογιακές καταγραφές της μητέρας του, παρουσιάζεται το πρόβλημα μιας δυσλειτουργικής οικογένειας, με ένα ζευγάρι γονέων που είχαν ανέκαθεν προβλήματα στη σχέση τους – η υπερπροστατευτική μητέρα και ο «απών» και βίαιος πατέρας, ο οποίος κακοποιούσε τα παιδιά του. Ο «ανεπιθύμητος» Τζόναθαν και το «καλό παιδί» Ρόμπερτ να τρέμουν την άφιξη του πατέρα από τη δουλειά, και από την άλλη να κάνουν τα πάντα να κερδίσουν την επιδοκιμασία του.

«Αγαπητέ μπαμπά,
Παρότι το έσκαγα από σένα, ήθελα να έρθεις να με αναζητήσεις.»

Το ζευγάρι να τσακώνεται συνέχεια και στο τέλος να χωρίζει, η δυσκολία προσαρμογής του Τζόναθαν στο σχολείο, τα προβλήματα με τα άλλα παιδιά, η προσπάθεια επικοινωνίας του με τους άλλους, τα πρώτα σημάδια της κατάθλιψης που θα εκδηλωθεί με έντονο τρόπο στο κολλέγιο. Η μανία με τα καιρικά φαινόμενα που τον στρέφει στην μετεωρολογία, οι προβληματικές ερωτικές σχέσεις και η απογοήτευση από τον αδιέξοδο γάμο με την Σάρα. Κομμάτι-κομμάτι παρακολουθούμε την αυτοκαταστροφική πορεία και την ψυχική διαταραχή του Τζόναθαν.

«Αγαπητή κυρία Φάρμινγκτον
Ξέρω ότι μερικές φορές δεν πρόσεχα πολύ στο μάθημά σας, αλλά θέλω να ξέρετε ότι δεν ονειροπολούσα. Αυτό που μου συνέβαινε ήταν περισσότερο κάτι σαν σκοτοδίνη. Δεν μπορούσα να δω ή να ακούσω. Και δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτε όταν επέστρεφα από τη σκοτοδίνη, ούτε το όνομά μου. Θέλω να ξέρετε ότι μερικές φορές ο νους μου αποχωριζόταν το σώμα μου και με οδηγούσε μακριά από τους ανθρώπους που μου φώναζαν. Μερικές φορές ήταν ο μόνος τρόπος για να δραπετεύσω.»

Ο Kimball θα μπορούσε να γράψει ένα σπαραξικάρδιο (και αρκετά κοινότοπο) μυθιστόρημα. Εξάλλου το υλικό του προσφέρεται για κάτι τέτοιο. Επέλεξε να ακολουθήσει ένα σχετικά ανάλαφρο ύφος, όπου η τραγωδία εναλάσσεται με το χιούμορ και την κωμωδία – δεν μπορείς να μη χαμογελάσεις με το γράμμα προς τον διευθυντή του, ο οποίος τον έχει απολύσει λίγους μήνες προτού αυτοκτονήσει και τον ευχαριστεί για την αποζημίωση «με την οποία πέρασα την υπόλοιπη ζωή μου»... Με αυτόν τον (σαν κόμικ) ρυθμό, ο συγγραφέας απέφυγε την παγίδα της έντονης συναισθηματικής ανάμιξης του (σίγουρα μαγνητισμένου από αυτό που ξετυλίγεται μπροστά του) αναγνώστη. Ένα ιδιόμορφο και γοητευτικά θλιβερό «μυθιστόρημα» (που διαβάζεται μέσα σε ένα δίωρο), το οποίο τονίζει την τραγική ειρωνία της ανθρώπινης μοίρας.

Μια ωραία μικρού μήκους ταινία γυρίστηκε για το βιβλίο του Michael Kimball, παρακολουθήστε την (είναι μόνο 9 λεπτά), εδώ:http://www.youtube.com/watch?v=VWx_AYEGOqE ή και από το ωραίο site του συγγραφέα.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

R.E.M. - Imitation of life
 
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 10, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Φεβρουαρίου 10, 2012 | Permalink
Αδιέξοδα στην Ουάσινγκτον
Οι ιστορίες του εξαιρετικού ΕλληνοΑμερικανού συγγραφέα, George Pelecanos (γεν.1957), έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Οι φτωχογειτονιές της Ουάσινγκτον, ουσιαστικά «η πίσω πόρτα» της λουστραρισμένης πρωτεύουσας των Η.Π.Α.(η πόλη αυτή γενικότερα χαρακτηρίζει τον συγγραφέα), η διακίνηση ναρκωτικών, τα φυλετικά προβλήματα, οι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, έντονη χρήση της μουσικής, τα τζουκ μποξ στα μπαρ, τα diners, τα γρήγορα αυτοκίνητα, οι αντιφάσεις των χαρακτήρων, η επίδραση της οικογένειας στη διαμόρφωση των χαρακτήρων, η έντονη βία αλλά και η χορταστική δράση.

Σε δύο από τα μυθιστορήματά του που κυκλοφόρησαν εδώ και λίγο καιρό στην ελληνική αγορά, βρίσκουμε όλα τα παραπάνω στοιχεία αλλά και μερικά ακόμα χαρακτηριστικά, σημάδια της λογοτεχνικής ωρίμανσης της γραφής του συγγραφέα, που διακρίνονται ευκρινέστερα στο πλέον πρόσφατο, «ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ» («The turnaround»-2008), (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Θ.Γιαννακόπουλος, σελ.372), ένα θαυμάσιο λογοτεχνικό έργο με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, ενώ και το υπέροχο και πολυεπίπεδο θρίλερ, «Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ» («The night gardener»-2006), (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Θ.Γιαννακόπουλος, σελ.458), δεν υστερεί σε αξία, απλώς έχει περισσότερη αστυνομική υφή, είναι δηλαδή εγγύτερα στο στυλ που έχουν συνηθίσει τον Πελεκάνος οι θαυμαστές του.

Ας δούμε όμως τα δύο βιβλία αναλυτικότερα: Στο «Αδιέξοδο», ένα τυχαίο γεγονός που συμβαίνει στην εφηβική ηλικία κάποιων ανθρώπων διαφορετικού κοινωνικού γίγνεσθαι, καθορίζει το υπόλοιπο της ζωής τους. Ό Άλεξ Πάπας ήταν στα 16 του το ’72, ένα απλό και ευχάριστο παιδί με πολλά όνειρα για τη ζωή του. Δούλευε τα καλοκαίρια στο απλό αλλά τίμιο, diner του πατέρα του, γούσταρε τις ωραίες γυναίκες που κυκλοφορούσαν στις κεντρικές λεωφόρους της Ουάσινγκτον, είχε όρεξη να κάνει πράγματα. Μπαίνοντας για μια βόλτα με το Gran Torino του πατέρα ενός εκ των δύο (όχι τόσο κολλητών) φίλων του, του (προβληματικού) Μπίλλυ και του (απόμακρου και είρωνα) Πιτ, δεν φανταζόταν την εξέλιξη της βραδιάς. Αφού ήπιανε πολλές μπίρες ο καθένας, αποφάσισαν να πάνε βόλτα στο Χίθροου Χάιτς, μια μικρή συνοικία κοντά στο κέντρο, που ζούσαν μόνο μαύροι – κάτι σαν γκέτο, και οι λευκοί (κυρίως όταν σκοτείνιαζε) δεν περνούσαν συχνά. Από την άλλη πλευρά, μια παρέα μαύρων παιδιών κάθονται έξω από ένα μαγαζάκι και τα λένε. Τα αδέρφια Μονρόε, ο Τζέιμς και ο Ρέυμοντ, δεν είχαν την ίδια ηλικία, αλλά στην εμφάνιση ήταν σαν δίδυμοι, ο μεγαλύτερος Τζέιμς, υπεύθυνο παιδί και προστατευτικό προς τον μικρότερο Ρέυμοντ, έχει αγοράσει παράνομα ένα όπλο, το οποίο το κλέβει ο μικρός εκείνο το βράδυ για να το δείξει στους φίλους του, τον Λάρρυ και τον νταή της παρέας (πάντα έτοιμο για καυγάδες) Τσαρλς.

Οι τρεις νεαροί με το δυνατό αυτοκίνητο μπαίνουν στην επικίνδυνη συνοικία με ταχύτητα, ουρλιάζοντας.. Έχουν ήδη αγοράσει μια κερασόπιτα και μόλις βλέπουν την παρέα των μαύρων παιδιών, ο Μπίλλυ που οδηγεί τους βρίζει και ο συνοδηγός Πιτ, τους πετάει την πίτα. Ο Άλεξ, στο πίσω κάθισμα, ψιλοζαλισμένος από τις μπίρες μένει αδρανής. Όπως φεύγουν με το αμάξι σπινιάροντας, διαπιστώνουν ότι ο δρόμος που έχουν μπει είναι αδιέξοδο, μοιραία κάνουν αναστροφή και βλέπουν στο βάθος του δρόμου, να τους περιμένουν παραταγμένοι σε όλο το πλάτος, η παρέα των μαύρων παιδιών. Ο Πίτ, ανοίγει την πόρτα και αρχίζει να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Μπίλυ προχωράει αργά με το αυτοκίνητο…

«Ο Μπίλλυ σταμάτησε την Torino και έβαλε νεκρά, πενήντα μέτρα περίπου από τους νεαρούς. Βγήκε από το αυτοκίνητο αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Ο Αλεξ τον παρακολουθούσε να περπατάει προς το μέρος τους κι εκείνοι να τον περικυκλώνουν στη μέση του δρόμου. Άκουσε τον Μπίλλυ να λέει φιλικά: «Δεν μπορούμε να τα βρούμε, ρε παιδιά;». Τον είδε ν’ανεβάζει τα χέρια του ψηλά σαν να παραδίδεται. Ένας από τους ημίγυμνους νεαρούς του ρίχνει ένα δεξί μπουκέτο-αστραπή και το κεφάλι του Μπίλλυ τινάχτηκε προς τα πίσω. Παραπάτησε και έβαλε το χέρι στο στόμα του. Όταν το κατέβασε, ήταν γεμάτο αίματα. Ο Μπίλλυ έφτυσε αίμα και σάλια.
«Μου’σπασες τα δόντια» είπε. «Ικανοποιήθηκες τώρα;»
Ο Μπίλλυ γύρισε και με το χέρι έκανε μια κίνηση προς τον Άλεξ, που καθόταν ακόμα στο πίσω κάθισμα της Torino.
«Κοπάνα τη, ρε!» φώναξε ο Μπίλλυ με το πρόσωπο γεμάτο αίμα και με μια γκριμάτσα αγωνίας.
Ο Άλεξ έσπρωξε την πλάτη της θέσης του οδηγού προς τα μπρος και βγήκε από το αυτοκίνητο. Με το που ακούμπησαν τα πόδια του στην άσφαλτο, έκανε να τρέξει. Κάποιος τον άρπαξε από πίσω, τον έσπρωξε με δύναμη και ο Άλεξ έπεσε στα τέσσερα στο δρόμο. Άκουσε βήματα πίσω του κι αμέσως μια δυνατή κλοτσιά τον βρήκε στ’αχαμνά και τον τίναξε στον αέρα. Το χτύπημα του έκοψε την ανάσα. Όταν κατάφερε πάλι ν’αναπνεύσει, άρχισε να ξερνάει μπίρα και χολή. Σπαρταρούσε κι έβλεπε τον εμετό του να εξατμίζεται πάνω στην καυτή άσφαλτο. Έπεσε στο πλάι και έκλεισε τα μάτια.
Όταν τα ξανάνοιξε, είδε ένα πόδι να έρχεται με ταχύτητα προς το πρόσωπό του. Ένιωσε σαν να τον χτύπησαν με σφυρί.
«Ρίξ’του, του καριόλη».
«Όχι,ρε»
«Ρίξ’του!»
«Όχι, ρε συ».
«Ρίξ’του, βρε μαλάκα!»
Ο Άλεξ δέχτηκε ένα χτύπημα, κάτι σαν να ράγισε. Ένιωσε λες και το ένα του μάτι χαλάρωσε από την κόγχη και πετάχτηκε έξω.
Το πρόσωπο μου, το διαλύσαν. Μπαμπά…
Ο πυροβολισμός αντήχησε στους δρόμους του Χίθροου Χάιτς.»

35 χρόνια μετά, ο Άλεξ με το παραμορφωμένο πρόσωπο δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ στο diner που είχε φτιάξει ο (πεθαμένος πλέον) πατέρας του. Έχει κρατήσει την ταμπέλα που λέει «Πάπας και Υιοί», αν και ο πληθυντικός είναι πλέον περιττός αφού ο ένας του γιός έχει πεθάνει υπηρετώντας ως πεζοναύτης την πατρίδα στο Ιράκ, μόνο ο άλλος γιος σπουδάζει και βοηθάει στο μαγαζί. Ζει μια ήρεμη, οικογενειακή ζωή και τα προβλήματα της εφηβείας τα έχει αφήσει πίσω του νομίζει οριστικά. Μόνο που το παρελθόν τον επισκέπτεται ξανά, καθώς μια μέρα μπαίνει στο μαγαζί του, ο Ρέυμοντ, ο μικρός της παρέας των μαύρων παιδιών που ενεπλάκησαν στον καυγά, φυσιοθεραπευτής πλέον στο στρατιωτικό νοσοκομείο και αυτός με γιό να υπηρετεί στο Αφγανιστάν. Το παρελθόν είναι εδώ και οι εφιάλτες ζωντανεύουν ξανά – για κάποιους θα είναι λυτρωτικό, για άλλους θα είναι δραματικό.

Το «Αδιέξοδο» είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα μαθητείας. Αρκετά διαφορετικό από τα υπόλοιπα βιβλία του Πελεκάνος, περισσότερο προσωπικό και με κοινωνικό περιεχόμενο παρά αστυνομικό, αφού η ιστορία αν και εκτυλίσσεται σε παρόντα χρόνο (το 2007), στην Αμερική του G.W.Bush, με τους στρατιώτες να γυρίζουν κομματιασμένοι από τις βόμβες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, πρωταγωνιστής είναι ένα επεισόδιο που συνέβη το 1972 – ένα επεισόδιο ίσως σύνηθες για τα δεδομένα της εποχής, με τσαμπουκάδες λευκών (όχι ακριβώς αλλά σε σχέση με τους μαύρους) πλουσιόπαιδων με μαύρους κατοίκους της συνοικίας. Στο μυθιστόρημα δεν θίγονται μόνο οι διαφυλετικές σχέσεις αλλά και οι διαφορές μεταξύ των μελών της ίδιας παρέας. Ο Πιτ από προτεσταντική οικογένεια, που έχει σαφείς στόχους να πάει στο πανεπιστήμιο, να γίνει πλούσιος και επιτυχημένος – και το καταφέρνει, ο Μπίλλυ, από προβληματική οικογένεια με βίαιη συμπεριφορά αλλά που προσπαθεί να σώσει τον Άλεξ. Και πάνω απ’όλους ο Άλεξ, δειλός και άπραγος, θεατής μια ζωή, ωριμάζει και βλέπει τη ζωή διαφορετικά όταν του στραπατσάρουν τη μούρη. Τώρα μεσήλικας πια, πρέπει να κλείσει τους λογαριασμούς του με το παρελθόν, να αφήσει τον δικό του γιό να πετάξει. Από την άλλη, ο συγγραφέας με ακρίβεια εντομολόγου εξετάζει και τις σχέσεις μεταξύ των μαύρων παιδιών που πλήρωσαν ο καθένας διαφορετικά για την μοιραία ενέργειά τους. Ο Ρέυμοντ και ο Τζέημς, παιδιά με ευαισθησίες που η ζωή τα χτύπησε. Και αν για τον Τζέημς φαίνονται όλα χαμένα, αφού ήταν εκείνος που πλήρωσε περισσότερο απ’όλους για τον φόνο του Μπίλλυ, για τον Ρέυμοντ έρχεται η ευκαιρία να κλείσει τις πληγές του παρελθόντος. Ο άλλος της παρέας των μαύρων, ο Τσαρλς Μπέηκερ, εγκληματική φυσιογνωμία, παιδί κακοποιημένο, που με τη σειρά του όταν μεγαλώσει κακοποιεί τους άλλους – ένα θέμα που απασχολεί τον Πελεκάνο και στον «Κηπουρό της νύχτας» όπως θα δούμε παρακάτω - θα είναι ο «ιδανικός» κακός της ιστορίας, αυτός που θα προσπαθήσει να επωφεληθεί από τα γεγονότα.

Η ιδέα της συγχώρεσης και της συμφιλίωσης κυριαρχούν σε όλο το βιβλίο που είναι διαποτισμένο από ανθρωπιά. Ο Πελεκάνος πιστεύει ότι η θεραπεία για τις ρατσιστικές συμπεριφορές, για την φυλετική αντιπαλότητα είναι η πρόσμιξη και η συνεργασία των ανθρώπων. Οι ήρωες του βιβλίου επιτέλους επικοινωνούν όταν ανακαλύπτουν μέσα από το διάλογο ότι έχουν ελάχιστες ή ίσως και καμμία διαφορές αλλά περισσότερα κοινά, την αγάπη για την σόουλ μουσική, το μπάσκετ, ένα μπουκάλι μπίρα – πράγματα κοινά ίσως και περιφρονημένα, αλλά που τους πάνε κατευθείαν στην παιδική τους ηλικία, τότε που έπαιζαν στους δρόμους, τότε που ανακάλυπταν τους εαυτούς τους. Η συγγνώμη του ενός προς τον άλλον θα έρθει αυθόρμητα, αυτόματα όταν διαπιστώνουν ότι μπορούν να παλαίψουν για ένα καλύτερο αύριο, χέρι με χέρι – έτσι κι αλλιώς ότι χάσανε, χάσανε τόσα χρόνια πριν, καιρός να κοιτάξουνε το αύριο.

«Ο κηπουρός της νύχτας» είναι κι αυτό ένα μυθιστόρημα που συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Καθαρά αστυνομικής υφής, το βιβλίο είναι περισσότερο συγγενές με το γνώριμο ύφος που καθιέρωσε τον συγγραφέα –ενώ και εδώ κυριαρχεί το θέμα της συγχώρεσης και της συγγνώμης.

Βρισκόμαστε στο 2005 και σε ένα δημοτικό πάρκο μιας τελείως υποβαθμισμένης περιοχής της Ουάσινγκτον βρίσκεται το πτώμα ενός εφήβου. Όλα τα στοιχεία, από τον τρόπο του θανάτου του, μέχρι το όνομά του (Άσα), οδηγούν τον αστυνομικό Γκας Ραμόουν στο συμπέρασμα, ότι ένας «serial killer» που έδρασε στην περιοχή και στο ίδιο πάρκο πριν από 20 ακριβώς χρόνια με τρείς φόνους παιδιών έχει εμφανιστεί ξανά…

«Το όνομα του θύματος ήταν Άννα Ντρέικ. Τον προηγούμενο χρόνο δύο άλλα μαύρα παιδιά, που και τα δύο ζούσαν στις πιο φτωχικές συνοικίες της πόλης, είχαν δολοφονηθεί και τα σώματά τους είχαν εγκαταλειφτεί με τον ίδιο τρόπο – και τα δύο είχαν ανακαλυφτεί λίγο προτού ξημερώσει. Τα θύματα ονομάζονταν Όττο Γουίλιαμς και Άβα Σίμμονς. Τα ονόματα αυτών των παιδιών, όπως και της Ντρέικ, το Άννα, διαβάζονταν με τον ίδιο τρόπο τόσο από δεξιά προς τ’αριστερά όσο και αντίστροφα. Ο Τύπος είχε κάνει αυτή την ανακάλυψη και γι’αυτό τους βάφτισε Οι φόνοι με τα καρκινικά ονόματα. Στο δε Αστυνομικό Τμήμα μερικοί αστυφύλακες είχαν αρχίσει ν’αποκαλούν το δολοφόνο Κηπουρό της νύχτας.»

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και δύο άνθρωποι σε διαφορετικά σημεία της πόλης. Ο Τι Σι Κουκ, πρώην αστυνομικός επιθεωρητής, συνταξιούχος πλέον, με ένα εγκεφαλικό να του έχει αφήσει αρκετά κουσούρια και με το έμφραγμα να παραμονεύει σε κάθε του βήμα. Διατηρεί ακόμα το αρχείο από τότε, τα συμπεράσματα στα οποία έχει καταλήξει δεν έγιναν αποδεκτά από τις Αρχές της εποχής, κανείς δεν συνελήφθη για τους φόνους, αλλά αυτός περιμένει ακόμα παρακολουθώντας τον ύποπτό του. Ο φόνος αυτός για εκείνον είναι ένα ξεκάθαρο σημάδι ότι ο «Κηπουρός…» έχει επιστρέψει. Από την άλλη, είναι ο Νταν Χολιντέυ, παλιός αστυνομικός και νυν σωφέρ που έχει δύο λιμουζίνες για μεταφορές στελεχών εταιριών κυρίως από και προς το αεροδρόμιο και ο οποίος ζει μια δυστυχισμένη και μοναχική ζωή ψαρεύοντας γυναίκες στα μπαρ αφού πρώτα έχει γίνει λιώμα. Ο Χολιντέυ παραιτήθηκε από το σώμα προτού μπλέξει σε περιπέτειες αφού ο πρώην παρτενέρ του Γκας Ραμόουν – που υπηρετούσε τότε στο τμήμα «εσωτερικών υποθέσεων», τον υποπτευόταν για ύποπτες συναλλαγές με εμπόρους ναρκωτικών και πόρνες. Ο Χολιντέυ βρίσκεται κατά σύμπτωση κοντά στον τόπο και στην ώρα που γίνεται το έγκλημα στο πάρκο και μάλιστα ειδοποιεί ανώνυμα την αστυνομία για το πτώμα. Έχει προλάβει και έχει δει την ταυτότητα του θύματος, που του φέρνει στο μυαλό τις παλιές υποθέσεις του «Κηπουρού», θυμάται και τον αστυνομικό που προσπαθούσε να επιλύσει την όλη ιστορία του σήριαλ κίλερ, τον Τι Σι Κουκ, τον βρίσκει και μαζί οι δυό τους ενώνουν τις δυνάμεις τους να λύσουν την υπόθεση, ο καθένας για τους δικούς του προσωπικούς λόγους. Αναγκαστικά όμως πρέπει να συνεργαστούν με τον Γκας Ραμόουν, που έχει αναλάβει προσωπικά την ιστορία αφού ο δολοφονημένος έφηβος ήταν γνωστός του γιού του. Η υπόθεση θα φέρει στην επιφάνεια ξεχασμένες (ή μη) ιστορίες του παρελθόντος και την ώρα για ένα τελικό ξεκαθάρισμα πάνω σε παρεξηγήσεις και ασυμφωνίες χαρακτήρων και μεθόδων, ενώ η αναζήτηση του δολοφόνου οδηγεί σε περίεργα και αναπάντεχα μονοπάτια, για την ιστορία του «Κηπουρού» αλλά και για τον έφηβο που βρέθηκε νεκρός στο πάρκο.

Το θέμα της κακοποίησης παιδιών είναι ένα από τα (πολλά) ενδιαφέροντα θέματα που θίγονται σ’αυτό το ωραίο μυθιστόρημα του Πελεκάνος. Όπως προανέφερα και για το «Αδιέξοδο», ο συγγραφέας θεωρεί ότι ενδοοικογενειακή κακοποίηση κάνει ένα κύκλο και συντελεί στην διαιώνιση του κακού. Το κακοποιημένο παιδί είναι πολύ πιθανό να κάνει τα ίδια όταν μεγαλώσει, στο δικό του ή σε άλλα παιδιά. Εκεί βρίσκεται το κλειδί της ιστορίας που ξεδιπλώνεται στο βιβλίο. Δεν είναι τόσο το κυνήγι του «κατά συρροή» δολοφόνου – εξάλλου δεν είμαστε σίγουροι μέχρι το τέλος ποιος είναι, ενώ η έκπληξη του φινάλε αφήνει πολλά πράγματα ανοιχτά – όσο, για το κυρίαρχο θέμα του μυθιστορήματος αυτό δεν είναι άλλο από την σχέση μεταξύ των δύο πρώην συναδέλφων αστυνομικών, του τυπικού και συντηρητικού Γκας Ραμόουν και του αντιφατικού και παρορμητικού Νταν Χολιντέυ. Μια σχέση με συνεχείς παρεξηγήσεις λόγω του αντίθετου των δύο χαρακτήρων, που όμως είχε δραματικές συνέπειες για τη ζωή του δεύτερου. Τουλάχιστον η συνεργασία τους τώρα, όχι μόνο θα τους συμφιλιώσει αλλά θα δείξει και ότι πολλές φορές τα φαινόμενα απατούν.

Και στα 2 ωραία μυθιστορήματα, πέραν του δυναμισμού και της ζωντάνιας της γραφής, του εκπληκτικού ρεαλιστικού ύφους (πόσο καλό του έχει κάνει το Wire…), κυριαρχεί η μουσική. Μόνο στον Χόρνμπυ (από τους σύγχρονους συγγραφείς) έχω ξανασυναντήσει τόσο έντονη χρήση της μουσικής με μερικές υπέροχες σελίδες που ακόμα και κάποιος που δεν πολυγουστάρει την πλοκή των ιστοριών του Πελεκάνος, μπορεί να βουλιάξει μέσα τους. Τραγούδια και τραγουδιστές, κυρίως από την δεκαετία του ’70 – εποχή της εφηβείας του συγγραφέα, πετάγονται ακόμα και εν μέσω της αγωνίας για τη συνέχεια της ιστορίας, αποφορτίζοντας το κλίμα και δίνοντας τον τόνο ενός ιδανικού soundtrack (όπως έχω ξαναγράψει στο παρελθόν για προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα).

«Οι αναμνήσεις του από εκείνη την περίοδο ήταν συγκεχυμένες, όπως ήταν και το ίδιο το συμβάν στη μνήμη του. Δεν είχε πάει στην κηδεία του Μπίλλυ Καχόρις. Όταν έγινε η κηδεία, ο Άλεξ ήταν στο νοσοκομείο, στο Χόλυ Κρος, και κατόπιν, το φθινόπωρο, υπεβλήθη στις δύο πλαστικές εγχειρήσεις. Η παραμονή του στο νοσοκομείο ήταν σαν νάρκωση: η μια επίπονη μέρα μετά την άλλη, το σώμα του με ορό που περιείχε κοκτέιλ κατασταλτικών, και η μόνη του διασκέδαση η τηλεόραση, κρεμασμένη στον τοίχο, που του κούραζε το καλό του μάτι, και το ραδιόφωνο ξυπνητήρι που του είχαν φέρει οι γονείς του από το σπίτι. Άκουγε το σταθμό Top 40, επειδή δεν μπορούσε να πιάσει σταθμούς που έπαιζαν πιο προοδευτική μουσική, αυτούς που προτιμούσε ν’ακούει στο δωμάτιο του σπιτιού του – το δε πλέιλιστ του σταθμού ήταν κάτι ξενέρωτες μπαλάντες του συρμού, λες και τις έβαζαν μόνο και μόνο για να τον χλευάσουν: «Rocket man», «Black and White», «Precious and Few». Τραγούδια που ακούγονταν και στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου τη μοιραία ημέρα. Τραγούδια με τα οποία έκαναν χαβαλέ λίγες ώρες μόνο προτού σκοτωθεί ο Μπίλλυ. Ο ντιτζέι του σταθμού PGC έλεγε κάθε φορά που παρουσίαζε το κάθε τραγούδι: «1972, αυτό είναι το σάουντρακ της ζωής σας!». Κι ο Άλεξ σκεφτόταν: Τι ειρωνία.
Όπως οι περισσότεροι έφηβοι που είχαν μπλέξει άσχημα, έτσι κι αυτός ένιωθε ότι ο ήλιος δε θα φώτιζε ποτέ ξανά στο δρόμο του. Όταν γύρισε στο σπίτι, άκουγε το δίσκο των Blue Oyster Cult μετά μανίας – έπαιζε συνέχεια το τραγούδι «Then came the last days of May», ξανά και ξανά. Οι στίχοι του έμοιαζαν να έχουν γραφτεί γι’αυτόν και τους φίλους του: Τρεις κολλητοί, γελούσαν και κάπνιζαν / Στο πίσω κάθισμα της νοικιασμένης Ford / Που να ήξεραν ότι δε θα πήγαιναν μακριά.»






BLUE OYSTER CULT – Then came the last days of May
 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 06, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 06, 2012 | Permalink
Ο Μπάρτλεμπυ και άλλοι "απόκληροι"
Η επανέκδοση των διηγημάτων οποιουδήποτε έργου του τεράστιου Αμερικανού συγγραφέα Herman Melville, όποτε και αν γίνεται και με όποιον τρόπο είναι πάντα γεγονός από μόνο του. Είναι τέτοια η γοητεία και η επίδραση των ιστοριών του, που θα διαβάζονται και θα επανεξετάζονται όλες τις εποχές, όσο υπάρχουν αναγνώστες που ψάχνουν. Ο Μέλβιλ, μπορεί να είναι περισσότερο γνωστός στο ευρύ κοινό για το επικό του αριστούργημα, «Μόμπυ Ντικ» (ένα βιβλίο που όλοι μιλάνε γι’αυτό αλλά λίγοι το έχουν διαβάσει ολόκληρο), αλλά θεωρώ ότι το πλέον μεστό του έργο και αυτό που έχει επηρεάσει πολλούς μεγάλους δημιουργούς είναι η νουβέλα του, με τίτλο «Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς» («Bartleby, the Scrivener»). Σχετικά πρόσφατα λοιπόν είχαμε μια «γερή δόση» από τη συγκεκριμένη νουβέλα/διήγημα, στην ελληνική αγορά, την επανέκδοση των μεταφράσεων του Μ.Κουμανταρέα (που με αυτό το βιβλίο θα ασχοληθώ σ’αυτό το κείμενο),οι οποίες είχαν πρωτοκυκλοφορήσει το 1984, αυτή τη φορά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, με τίτλο «ΤΡΕΙΣ ΑΠΟΚΛΗΡΟΙ», όπου εκτός του «Μπάρτλεμπυ…» περιλαμβάνονται δύο διηγήματα, «Ο βιολιστής» και «Τζίμυ Ρόουζ», (σελ.155), και η έκδοση της Άγρας σε μετάφραση της (πάντα καλής) Α.Δημητριάδου, όπου αλλάζει λίγο ο τίτλος «ΜΠΑΡΤΛΜΠΥ, Ο ΓΡΑΦΕΑΣ», χρησιμοποιείται και ο υπότιτλος στο εξώφυλλο («Μια ιστορία της Ουώλλ στρητ») και συνοδεύεται από ένα επίμετρο-δοκίμιο του Ζ.Ντελέζ, (σελ. 176).

Τι το ιδιαίτερο έχει, αυτός ο Μπάρτλεμπυ (χρησιμοποιώ την μάλλον λανθασμένη εκφορά του ονόματος, για να αποφεύγονται «τα στραμπουλήγματα» της γλώσσας), που προκαλεί τόσες συζητήσεις σε όλο τον λογοτεχνικό κόσμο; Ας μη ξεχνάμε και το πολύ σημαντικό (και εξαιρετικό) βιβλίο του πολύ καλού Ισπανού συγγραφέα Ενρίκε Βίλα-Μάτας «Μπάρτλεμπυ και Σια», το οποίο έκανε ιδιαίτερη αίσθηση όταν κυκλοφόρησε. Κατ’αρχήν είναι μια ιστορία την οποία κανείς εδώ και περίπου 160 χρόνια (γράφτηκε το 1853) δεν έχει αποσαφηνίσει εντελώς – και δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι έχει επιλύσει τον γρίφο της. Ο ήρωας, ο Μπάρτλεμπυ, είναι ένας αινιγματικός χαρακτήρας, άκρως συμβολικός και τόσο ανοιχτός σε ερμηνείες και παραπομπές, τόσο γοητευτικά μπερδεμένος, που ότι και να πεις, σε όποιο συμπέρασμα και να καταλήξεις μετά την ανάγνωση της ιστορίας, πολύ έξω δεν θα πέσεις.

Όταν ο Μπάρτλεμπυ προσλαμβάνεται στο μεγάλο δικηγορικό γραφείο (του οποίου, ο ιδιοκτήτης είναι ο αφηγητής του έργου), του ανατίθεται η δουλειά του Γραφέα – ουσιαστικά αντιγραφέα δικογράφων. Λόγω φόρτου εργασίας του γραφείου, στην αρχή δεν ασχολείται κανείς ιδιαίτερα μαζί του, δεν δίνει κι’αυτός αφορμές διεκπεραιώνοντας στην εντέλεια ότι του δίνουν. Όταν όμως του ζητάνε να τους βοηθήσει σε κάτι παραπέρα από την βασική του εργασία, μια απλή παραβολή αντιγράφων, εκείνος αρνείται λέγοντας: «Θα προτιμούσα όχι». Το ίδιο απαντάει μονότονα κάθε μέρα, σε όποια εργασία του ζητάνε να κάνει πέραν των συνηθισμένων.

Σε λίγες μέρες, το αφεντικό του παρατηρεί ότι ο Μπάρτλεμπυ τρέφεται με ελάχιστα, ενώ κάποια Κυριακή πρωί που πέρασε από το γραφείο να πάρει κάποιο έγγραφο, βρήκε τον Μπάρτλεμπυ μέσα να κοιμάται, έχοντας μετατρέψει το γραφείο σε τόπο κατοικίας– δείγμα της απόλυτης φτώχειας του. Ο δικηγόρος/συμβολαιογράφος βρίσκεται προ ενός μεγάλου διλήμματος – ο υπάλληλός του εκπληρώνει στην εντέλεια τις αρμοδιότητες του, αλλά αρνείται να κάνει το παραμικρό και από την άλλη έχει τους συναδέλφους του αλλά και τους υπόλοιπους υπαλλήλους να του λένε να τον διώξει από το γραφείο κλωτσηδόν. Ο Μπάρτλεμπυ αρνείται να απαντήσει ακόμα και στην απλούστερη ερώτηση και η κατάσταση γίνεται όλο και πιο αδιέξοδη όταν αρνείται να εκπληρώσει ακόμα και τα βασικά του καθήκοντα, στέκοντας όρθιος μπροστά σε ένα παράθυρο όλη την ημέρα. Ο δικηγόρος του προσφέρει επιπλέον χρήματα για να φύγει, φτάνει ακόμα και σε σημείο να μετακομίσει τα γραφεία του, αλλά ο Μπάρτλεμπυ δεν κουνιέται από εκεί, αρνούμενος να δώσει την παραμικρή εξήγηση για τις πράξεις του.

Η νουβέλα σιγά-σιγά βυθίζεται μέσα σε ένα παράλογο και σκοτεινό κλίμα. Ο αφηγητής είναι ένας καλός και δίκαιος άνθρωπος που προσπαθεί (χριστιανικά) να βρει λύση, να βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορεί αυτόν τον καημένο άνθρωπο, προσπαθεί να λύσει το μυστήριο αλλά «βρίσκει τοίχο», θεωρεί ότι αυτός ο περίεργος τύπος είναι το ριζικό του, η μοίρα του καθώς η ιστορία οδηγείται στην δραματική της κορύφωση, ο Μπάρτλεμπυ αρνείται κάθε επικοινωνία, κάθε προσπάθεια και αφήνεται να βουλιάξει, να τον «ρουφήξει» ένας κόσμος σκληρός και ανάλγητος.

Η παραδοσιακή σχέση «αφεντικού-υπαλλήλου» διαταράσσεται σ’αυτήν την κωμικοτραγική ιστορία. Ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα. Η σιωπή του Μπάρτλεμπυ φοβίζει, η στάση του προβληματίζει ακόμα και τον πιο αδιάφορο. Ένας «άνθρωπος χωρίς ιδιότητες» που ζει έγκλειστος και πεθαίνει έγκλειστος, κατ’επιλογήν; Ή μήπως αντιδρά, διαμαρτύρεται με τον τρόπο του; Ο «γραφιάς» βγαίνει από τα συνηθισμένα, από τα «αναμενόμενα», είναι απαθής, ένας «ξένος» ή μήπως ένας σχιζοφρενής;

«Υπαρξιστικό» πριν τους Υπαρξιστές, «Καφκικό» πριν την «Μεταμόρφωση» του Κάφκα, «Παράλογο» πριν τον Ιονέσκο, το διήγημα/νουβέλα του Μέλβιλ είναι μια δυνατή και ανθρώπινη δημιουργία που συγκινεί και συγκλονίζει καθώς βυθιζόμαστε στην ανάγνωσή της και παρακολουθούμε τα –χωρίς λογική- δρώμενα που με απαράμιλλο ύφος και μαεστρία παραθέτει ο συγγραφέας, εναλάσσοντας το ύφος από κωμικό και γκροτέσκο στην αρχή σε δραματικό και σκοτεινό (που φέρνει στον νου τον Πόε) καθώς προχωρούμε στην ολοκλήρωση της νουβέλας και τα «τείχη» έρχονται όλο και πιο κοντά, όλο και πιο ασφυκτικά. Οι μελετητές της Λογοτεχνίας έχουν δει φιλοσοφικές και θρησκευτικές προεκτάσεις, ενώ γενικότερα κυριαρχεί η τάση να θεωρείται ο Μπάρτλεμπυ, ένα κείμενο με πολλά στοιχεία αυτοβιογραφικά.

Στους «Τρεις απόκληρους» υπάρχουν ακόμα δύο ιστορίες, μικρότερου μεγέθους, εξαιρετικές και αυτές, «Ο βιολιστής», μια ιστορία ενός ταλέντου – ενός «παιδιού-θαύματος» που χάθηκε από την ιλιγγιώδη και απαιτητική επικαιρότητα και ζει πλέον ικανοποιημένος και ήρεμος στην αφάνεια, ενώ το «Τζίμυ Ρόουζ» είναι ένα υπέροχο ελεγειακό αφήγημα, της πτώσης ενός πάμπλουτου μπον-βιβέρ, γέροντα (πλέον) που το παλιό αριστοκρατικό του σπίτι έχει περάσει στην κατοχή ενός παλιού του γνωστού, ο οποίος αναπολεί την εποχή που θριάμβευε ο παλιός του ιδιοκτήτης. Ο καινούργιος ένοικος της παρηκμασμένης έπαυλης στοχάζεται προσέχοντας την τέχνη των ταπετσαριών και των αντικειμένων του σπιτιού και την φινέτσα τους, που έρχονται σε αντιδιαστολή με την τωρινή κατάντια του πρώην παντοδύναμου και αρεστού απ’όλους Τζίμυ Ρόουζ.

Κλείνοντας, παραθέτω ένα κατατοπιστικότατο κομμάτι από την (εξαιρετική) εισαγωγή του Μένη Κουμανταρέα στους «Τρεις απόκληρους»:
«Άραγε τι ενώνει αυτές τις τρεις ιστορίες; Μία παράμετρος είναι σίγουρα η σκληρότητα και η αναλγησία της κοινωνίας απέναντι στους απόκληρους της ζωής. Κι εάν στο «Μπάρτλεμπυ» είναι η ματιά και η φωνή του ηλικιωμένου δικηγόρου που απονέμουν μια κάποια δικαιοσύνη στον ανέστιο γραφιά, στον «Βιολιστή» υπάρχει η αναγνώριση της ωριμότητας και η δικαίωση της ανωνυμίας στην οποία έχει περιέλθει ο ήρωας. Ένας παρηγορητικός μύθος και μια εύγλωττη αλληγορία για την όποια αποθέωση γνωρίζουν «οι επώνυμοι». Όσο για τον άλλοτε πλούσιο και σήμερα πένητα Τζίμυ Ρόουζ, στο στωικό χαμόγελο που επιμένει να διατηρεί, σε πείσμα κάθε καταδρομής της μοίρας, είνα αυτό που τον σώζει και τον διατηρεί στα κακά γεράματά του.
Και οι τρεις αυτές ιστορίες έχουν για σκηνικό τη Νέα Υόρκη, στα μέσα του 19ου αιώνα. Μια μεγαλούπολη όπου η λάμψη της Πέμπτης Λεωφόρου, το αλόγιστο ύψος στους ουρανοξύστες και η λάμψη του χρήματος σκιάζονται από την τύχη τριών απόκληρων μέσα σε μια κοινωνία που μεταλλάσσεται και όπου οι παλιές αξίες της δοκιμάζονται τραγικά.»




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

AMERICA – Lonely people
 
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2012 | Permalink
Η νοσταλγική ματιά του Λ.Παπαστάθη
Είναι σχεδόν αδύνατον για κάποιον που παρακολουθεί την συγγραφική διαδρομή του Λάκη Παπαστάθη (ε.γ.1943) αυτή την δεκαετία που δημοσιεύει αραιά και που τα μικρά του διηγήματα, να την αποσυνδέσει (και να την αυτονομήσει) από την εξαιρετική σκηνοθετική του πορεία, είτε στο σινεμά (με ταινίες άλλοτε πολύ καλές, άλλοτε μέτριες αλλά πάντα ενδιαφέρουσες), είτε στην τηλεόραση (με το εξαιρετικό «Παρασκήνιο»). Η πλέον πρόσφατη λοιπόν, συλλογή διηγημάτων του με (τον ωραίο) τίτλο, «ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΘΑ ΠΑΙΞΕΙ ΤΗΝ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ», (Εκδ.Πόλις, σελ.200), εντάσσεται σε ένα καλλιτεχνικό ταξίδι που πραγματοποιεί ο δημιουργός όλα αυτά τα χρόνια με συνέπεια, ήθος και χαμηλούς τόνους.

«…Σαν να υπάρχει εντός μας ο οδηγός, για το τι μπορούμε να κάνουμε στη ζωή.»

Τα διηγήματα της συλλογής, 19 τον αριθμό, μικρά μέχρι δέκα σελίδες το καθένα, (εκτός από το ομώνυμο διήγημα, που είναι 30 σελίδες) θυμίζουν κινηματογραφικές στιγμές, μικρές εικόνες λες και βγαίνουν από ταινίες, αυτοβιογραφικές αναμνήσεις από ανθρώπους, συνομιλίες, θεατρικές παραστάσεις. Ορισμένα έχουν έντονο σινεφίλ κλίμα – αλβανίδες στο ρεπό τους βλέπουν το Pretty woman στο σινεμά και κλαίνε, ένα αφιέρωμα στον Ουέλς, το βλέμμα πάνω σε πίνακες ζωγραφικής, άλλα μιλάνε για τον κόσμου του θεάτρου, ηθοποιούς χαμένους, ηθοποιούς σε πρόβες, ερασιτέχνες στην Μυτιλήνη, στιγμές από το «Ελεύθερο θέατρο» την εποχή της ακμής του, κάποια για ανθρώπους που γνώρισε ο συγγραφέας και τον έχουν σημαδέψει, τον Χατζηδάκι στον Μαγεμένο Αυλό, τον Μανώλη Αναγνωστάκη, ένα γύρισμα στο Κύτταρο στα χρόνια της Χούντας.

«Πίστευε πως όταν νιώθεις την παράδοση νεκρή πρέπει να την ξαναζωντανέψεις. Αλλά πως; Έβλεπε γύρω της μόνο τη χαρά της καταστροφής, όλοι «έκαναν επιτέλους ό,τι ήθελαν». Αυτή όμως προβληματιζόταν για τη σχέση του ηθοποιού με το κείμενο, για το καινούργιο στην τέχνη της και το τι σημαίνει το «κάνω ότι θέλω», τι σημαίνει ελευθερία. Δεν μπορούσε να το διατυπώσει με ακρίβεια αλλά ένιωθε πως η ελευθερία ήταν πνευματικής τάξης αίτημα κι όχι απλώς κάνω του κεφαλιού μου.»

Με εξαιρετικά (λυρικά) επιγράμματα στην αρχή κάθε ιστορίας, ο Παπαστάθης δίνει τον ελεγειακό τόνο που κυριαρχεί στην συλλογή του. Παιχνίδια με την μνήμη, η συνομιλία με ένα έργο τέχνης, ένας ξεχασμένος υπερρεαλιστής ποιητής που ξανάρχεται στο μυαλό ενός φανατικού βιβλιόφιλου (κυριολεκτικά) θαμμένου στα βιβλία του, κείμενα που θα στέκονταν άνετα ως ταινίες μικρού μήκους, «Ο μπερές», «Ήθελε να γίνει μακιγιέρ», «το φιλί της Σόνιας» (που με συγκίνησε), «Την έτρωγε η σκέψη», τα κείμενα μιλάνε για χαμένα όνειρα, απογοητεύσεις, ψευδαισθήσεις, χαμένες προσδοκίες, στιγμές που πέρασαν και δεν θα ξαναγυρίσουν.

Είναι η πιο προσωπική και αυτοαναφορική συλλογή του Λ.Παπαστάθη. Ένα επίπεδο πιο κάτω από τις έξοχες παλαιότερες του, «Η νυχτερίδα πέταξε»(2002) και «Η Ήσυχη και άλλα διηγήματα»(2005), τα διηγήματα της «Κλυταιμνήστρας…» συγκινούν με την αμεσότητά τους και η τρυφερή (σαν να χαϊδεύει) και λεπτομερής ματιά του συγγραφέα μεταφέρουν τον αναγνώστη σε μια Ελλάδα διαφορετική, τον κάνουν κοινωνό μιας ζωής πλούσιας και τόσο ενδιαφέρουσας που διατρέχοντας τις σελίδες της συλλογής και νιώθοντας την «αύρα» των ανθρώπων που αναφέρονται μέσα τους, δεν γίνεται να μη νιώσεις το «τσίμπημα» της ζήλιας να σε διαπερνάει.

«Δηλαδή, δεν είναι πολύ αυθαίρετο να πει κανείς πως, για κάποιο λόγο, ό,τι καλό έχουμε στην Ελλάδα μοιάζει να είναι τρελλό, φτωχό, εξορισμένο και μόνο.»




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙΣ - Η μελαγχολία της ευτυχίας