Πέμπτη, Δεκεμβρίου 27, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 27, 2012 | Permalink
Λύτρα


Είναι διαμαντάκι η σπαρακτική νουβέλα του David Malouf (Αυστραλία,1934) με τίτλο «ΛΥΤΡΑ» («Ransom»), (Εκδ. Πατάκη, (ωραία) μετάφρ. Χ.Παπαδημητρίου, σελ.238). Ένα βιβλίο που ξαναγράφει την εικοστή τέταρτη ραψωδία (την Ω δηλαδή), της Ιλιάδας, με λυρισμό και τρυφερότητα, σεβόμενο απόλυτα το πνεύμα του αξεπέραστου αυτού έργου και τον μύθο του, συμπληρώνοντάς τον με τον ιδανικότερο τρόπο που ένας σύγχρονος συγγραφέας θα μπορούσε να βρεί.



Ο Όμηρος κλείνει την Ιλιάδα με μία από τις συγκινητικότερες στιγμές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο γηραιός βασιλιάς της Τροίας Πρίαμος, «ταπεινώνεται» μπροστά στον Αχιλλέα, ο οποίος εκδικούμενος τον θάνατο του Πάτροκλου, έχει σκοτώσει τον Έκτορα, μακελέψει το πτώμα του, το οποίο έχει πάρει μαζί του. Ο Πρίαμος πηγαίνει μόνος του στον Αχιλλέα κουβαλώντας σε ένα ταπεινό κάρο πλούσια λύτρα, τον πείθει να του παραδώσει τον νεκρό Έκτορα και συμφωνούν σε μια πολυήμερη εκεχειρία για να γίνει με άνεση η πυρά και η ταφή της σωρού πίσω στην Τροία.



«Θυμήσου τον πατέρα σου θεόμορφε Αχιλλέα.

Έχει κι αυτός τα χρόνια μου, στο άχαρο κατώφλι

των γερατιών· ίσως κι αυτόν γείτονες βασανίζουν

κι από τ’άδικό και το κακό κανείς δεν τον γλιτώνει.

Ωστόσο αυτός ακούγοντας πως ζωντανός του είσαι

χαίρεται μέσα στη ψυχή κι ελπίζει κάθε μέρα

το γιο να τον ξαναδεί να φτάνει από την Τροία.

Όμως εγώ είμαι άμοιρος, που γέννησα αντρείους

γιους μες στην απλωτή Τροία και δε μου μένει ούτ’ένας!

Πενήντα γιοί μου βρίσκονταν, οι Αχαιοί σαν ήρθαν·

δεκαεννιά μου είχαν βγει απ’την κοιλιά την ίδια,

κι άλλες γυναίκες γέννησαν τους άλλους στο παλάτι.

Των πιο πολλών τα γόνατα τα τσάκισε ο Άρης·

κι αυτόν που τον ξεχώριζα, που έσωζε το κάστρο,

καθώς τη γη προστάτευε, σκότωσες συ πριν λίγο,

τον Έκτορα. Για χάρη του φτάνω στα πλοία τώρα,

να μου δώσεις το σώμα του· πολλά σου φέρνω λύτρα.

Σεβάσου τους αθάνατους, συμπόνεσε κι εμένα,

θυμήσου τον πατέρα σου· πιο δύστυχός του είμαι·

άντεξα αυτά που θνητός κανείς δεν έχει αντέξει,

άντρα που γιούς μου σκότωσε τα χέρια να φιλήσω!»  (Όμηρος - ΙΛΙΑΔΑ μετάφρ. Θ.Μαυρόπουλος)



Αδύνατον να υπερβείς αυτό το αριστουργηματικό κείμενο. Ο Μάλουφ δεν προσπαθεί να κάνει κάτι τέτοιο. Προσαρμόζει την αφήγησή του στον σύγχρονο αναγνώστη. Κόβει τις πολλές θεϊκές παρεμβάσεις, επικεντρώνεται στον Πρίαμο. Την απογοήτευσή του για τον θάνατο του αγαπημένου του Έκτορα, την φρίκη του για την συμπεριφορά του Αχιλλέα. Τις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία, πως διασώθηκε από μία από τις πολλές καταστροφές της Τροίας, πως πήρε το όνομα του – περιστατικό που αναφέρεται στη «Βιβλιοθήκη», βιβλίο που αποδίδεται στον Απολλόδωρο

Μεγάλο μέρος της αφήγησης περιλαμβάνει το «ταξίδι» του Πρίαμου με το κάρο το οποίο μεταφέρει τα λύτρα. Εκεί έγκειται και η μεγαλύτερη «αυθαιρεσία» (εάν μπορεί κάποιος να την αποκαλέσει έτσι) του Μάλουφ, στο αρχικό κείμενο του Όμηρου. Την θέση του Ιδαίου, του κήρυκα του βασιλιά της Τροίας, παίρνει ένας αγωγιάτης, λαϊκός τύπος, ο Σόμαξ, ο οποίος επιλέγεται από τους ανθρώπους της Αυλής, λόγω ενός από τα άλογά του, της Καλλιστούς. Η διαδρομή με το κάρο, και η αναγκαστική εκ των συνθηκών παρέα με τον αμόρφωτο και απαίδευτο αυτόν άνθρωπο, θα «γλυκάνει» τον Πρίαμο, θα του θυμίσει πράγματα απλά και ανθρώπινα, την γεύση ενός γλυκού φτιαγμένου με ταπεινά υλικά, την απόλαυση να κάθεσαι στην όχθη ενός ποταμού με τα πόδια γυμνά. Έχουν χάσει και οι δύο γιούς, η διήγηση του αγωγιάτη για τον θάνατο του ενός από αυτούς θα κάνει τον (μέχρι τότε) ψυχρό και υπερόπτη βασιλιά να αναθεωρήσει πολλές από τις απόψεις του για τους ανθρώπους, για τη ζωή.



Για τον Πρίαμο (αλλά και για τον αφελή αμαξά) η κουραστική αυτή διαδρομή είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Για τον συγγραφέα το ταξίδι των δύο τόσο διαφορετικών ανθρώπων έχει μεγαλύτερη σημασία από την συνομιλία μεταξύ Αχιλλέα και Πρίαμου. Ο Σόμαξ θα γνωρίσει τον Αχιλλέα, τους φοβερούς και τρομερούς Μυρμιδόνες του και όταν εκατοντάχρονος πλέον θα διηγείται την ιστορία στα καπηλειά κανείς δεν θα τον πιστεύει.



Ο Μάλουφ παραλληλίζει τον πόνο και την συντριβή του Αχιλλέα για τον χαμό του αγαπημένου του Πάτροκλου, του συντρόφου του, των παιδικών του χρόνων, του αδερφικού του φίλου, με τον θρήνο και την μοναξιά του Πρίαμου για τον χαμό του Έκτορα, του πιο ικανού από τα παιδιά του. Είναι και οι δύο άνθρωποι που αντιλαμβάνονται ότι το τέλος τους πλησιάζει, άνθρωποι πλέον μισοί, γι’αυτό δεν χρειάζονται πολλά για να καταλάβει ο ένας τον άλλον, σε μια σπαρακτική και συγκινητική συνάντηση.



Ο συγγραφέας πρωτάκουσε την ιστορία κατά τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου Πολέμου, το 1943 στο Μπρίσμπεϊν της Αυστραλίας, όταν ήταν μαθητής και πάνω από 60 χρόνια μετά αποφασίζει να την ξαναγράψει – είναι μια ιστορία Πολέμου, του κάθε πολέμου.



Γραμμένη με λυρικό και απλό τρόπο, ελαχιστοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερο τις γκροτέσκες σκηνές, η νουβέλα του Μάλουφ, συγκινεί και συναρπάζει, συμπληρώνει με τον τρόπο του τον Όμηρο και φέρνει τους ήρωές του πιο κοντά στην σύγχρονη εποχή, δίνοντάς τους σάρκα και οστά, ενώ δίνει στην πασίγνωστη ιστορία, σε έναν από τους ωραιότερους λογοτεχνικούς μύθους που έχουν γραφτεί, έναν άλλον, διαφορετικό αέρα.