Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2012 | Permalink
Ένα κάποιο τέλος


«Αντιλαμβάνομαι ξαφνικά πως αυτή είναι ίσως μία από τις διαφορές ανάμεσα στη νιότη και την προχωρημένη ηλικία: όταν είμαστε νέοι, εφευρίσκουμε ένα διαφορετικό μέλλον για τον εαυτό μας· όταν γεράσουμε, εφευρίσκουμε κάποιο διαφορετικό παρελθόν για τους άλλους.»

Γύρω από την μνήμη και τον τρόπο που ζούμε και κατασκευάζουμε την ιστορία της ζωής μας, την δικιά μας «παραμυθία», περιστρέφεται το υπέροχο μυθιστόρημα ωριμότητας «ΕΝΑ ΚΑΠΟΙΟ ΤΕΛΟΣ» («The sense of an ending»), του μεγάλου Βρετανού συγγραφέα Julian Barnes (Αγγλια, 1946), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Θ.Σκάσσης, σελ.210), το οποίο συγκινεί με το εξαιρετικό του ύφος και την λεπτοδουλεμένη και αριστοτεχνική του πλοκή, η οποία ξεδιπλώνεται ήρεμα και χαλαρά για να κορυφωθεί στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.

Το μυθιστόρημα ξεκινάει με την ιστορία μιας παρέας στις τελευταίες τάξεις του σχολείου στο Λονδίνο. Ο Τόνι (αφηγητής και ήρωας της ιστορίας), ο Άλεξ, ο Κόλιν προσπαθούν να ξεχωρίσουν από τη μάζα, με το ενδιαφέρον τους για τα βιβλία, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, τις τέχνες. Ένας καινούριος συμμαθητής τους, ο Έιντριαν θα τους τραβήξει τη προσοχή και θα τον εντάξουν στην παρέα τους. Ο νεοφερμένος σύντομα θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον αυτών αλλά και των καθηγητών τους, με την μελαγχολική και ξεχωριστή του προσωπικότητα. Μακρές και ατέρμονες συζητήσεις, ερωτικές ανησυχίες, εφηβικοί προβληματισμοί απασχολούν την παρέα. Τελειώνουν το σχολείο, οι τρεις από τους τέσσερις θα πάνε στο πανεπιστήμιο, ο Τόνι θα σπουδάσει Ιστορία στο Μπρίστολ, μόνο όμως ο Έιντριαν θα πάρει υποτροφία για το ξακουστό Καίμπριτζ.
Ο Τόνι θα γνωρισει την Βερόνικα, και θα συνάψει την πρώτη του ερωτική σχέση, όχι τρομερά πράγματα βέβαια – «Καλά θα πείτε, και η περίφημη δεκαετία του ’60; Ναι, αυτή ίσχυε μόνο για μερικούς και μόνο σε ορισμένες περιοχές της χώρας.» - μια ιδιόρρυθμη κοπέλα που τον έχει «μια στο κρύο και μια στη ζέστη» με τη συμπεριφορά της, ενώ ένα Σαββατοκύριακο στους γονείς της θα αποτελέσει μια δραματική εμπειρία για τον ήρωα μας. Μετά από λίγο καιρό, το ζευγάρι χωρίζει και η Βερόνικα «τα φτιάχνει» με τον Έιντριαν, που είναι πιο κοντά στις «προδιαγραφές» που θέτει, αφού σπουδάζει στο Καίμπριτζ και το μέλλον του προβλέπεται λαμπρό. Έτσι χάνονται και οι δύο από τη ζωή του Τόνι, αλλά 2-3 χρόνια αργότερα και καθώς εκείνος γυρίζει από ένα μακροχρόνιο ταξίδι στις Η.Π.Α. μαθαίνει ότι πριν λίγο καιρό,  ο Έιντριαν αυτοκτόνησε κόβοντας τις φλέβες του μέσα στη μπανιέρα, έχοντας φροντίσει από πριν να ενημερώσει τους πάντες για την ενέργειά του.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, πολλά χρόνια αργότερα (στις μέρες μας πλέον),  ο Τόνι είναι ένας εξηντάρης συνταξιούχος που απολαμβάνει την ηρεμία και ασφάλεια της πολύ τακτοποιημένης ζωής του. Διαζευγμένος (για λόγους που κανείς – ούτε καν ο ίδιος δεν κατάλαβε ποτέ) από την Μάργκαρετ, και με την κόρη του Σούζαν να έχει ήδη την δικιά της οικογένεια, αφήνει τις μέρες να κυλάνε, ώσπου ένα γράμμα από έναν δικηγόρο του αλλάζει τη ζωή. Έχει γίνει κληρονόμος ενός μικρού χρηματικού ποσού, από την πρόσφατα αποθανούσα μητέρα της Βερόνικα – με την οποία δεν είχε ειδωθεί ποτέ παρά μόνο εκείνο το βασανιστικό Σ/Κ. Εκτός αυτού όμως, το πιο σημαντικό που του αφήνει η θανούσα είναι και ένα σημείωμα που του λέει ότι υπάρχουν και κάποια έγγραφα του Έιντριαν που θα έπρεπε να έρθουν στην κατοχή του Τόνι. Μόνο που τα έγγραφα αυτά λείπουν από τον φάκελο – τα έχει στην κατοχή της η Βερόνικα, η παλιά του ερωμένη (και από χρόνια λησμονημένη) και μετέπειτα σύντροφος μέχρι τον θάνατο του Έιντριαν, η οποία όμως μόλις εκείνος προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί της, είναι τελείως αρνητική στην επικοινωνία της μαζί του - αρνείται δε την ύπαρξή των εγγράφων αυτών…

Το μυθιστόρημα έχει μια ιδιαίτερα μελαγχολική ατμόσφαιρα διανθισμένη όμως με πολλές πινελιές χιούμορ. Η «ανάλαφρη» αφήγηση του Μπαρνς, μεταφέρει στον αναγνώστη μια αίσθηση ηρεμίας και υποδόριας χαλαρότητας, η οποία όμως διαταράσσεται από σοφά ενσωματωμένες στο κείμενο, που ρέει σαν ποτάμι, προτάσεις ανυπέρβλητης γοητείας και σοφίας που σε κάνουν να επιστρέψεις σ’αυτό που μόλις διάβασες δυό και τρείς φορές. Εξάλλου κάπου διάβασα ότι το βιβλίο είναι «τεχνητά σύντομο» διότι σε αναγκάζει να το ξαναδιαβάσεις σχεδόν ολόκληρο μετατρέποντάς το, ένα ουσιαστικά πυκνό και πολυσέλιδο μυθιστόρημα.

«Αργότερα στη ζωή περιμένεις να ξεκουραστείς λιγάκι – έτσι δεν είναι; Πιστεύεις ότι σου αξίζει. Εγώ πάντως έτσι πίστευα. Τότε όμως αρχίζεις να καταλαβαίνεις ότι δουλειά της ζωής δεν είναι να επιβραβεύει την αξία.
Επίσης, όταν είσαι νέος, νομίζεις ότι μπορείς να προβλέψεις τις πιθανές οδύνες και τη θλίψη που μπορεί να φέρει η ηλικία. Φαντάζεσαι τον εαυτό σου μόνο, χωρισμένο, χήρο· τα παιδιά να μεγαλώνουν μακριά σου, τους φίλους να πεθαίνουν. Φαντάζεσαι την απώλεια της κοινωνικής θέσης σου, την απώλεια της επιθυμίας – και του να είσαι επιθυμητός. Μπορεί να πας και πιο πέρα και να αναλογιστείς τον δικό σου θάνατο που πλησιάζει, έναν θάνατο τον οποίο, όποια συντροφιά κι αν έχεις μαζέψει γύρω σου, πρέπει να αντιμετωπίσεις μόνος. Όλα αυτά όμως γίνονται κοιτώντας μπροστά. Εκείνο που δεν μπορείς να κάνεις είναι να κοιτάξεις μπροστά και μετά να φανταστείς τον εαυτό σου να κοιτάει πίσω από εκείνο το σημείο στο μέλλον. Να μαθαίνει τα νέα συναισθήματα που φέρνει ο χρόνος. Να ανακαλύπτει, για παράδειγμα, ότι καθώς λιγοστεύουν οι μάρτυρες της ζωής σου, υπάρχει λιγότερη επιβεβαίωση και κατά συνέπεια βεβαιότητα ως προς το τι είσαι και τι ήσουν. Ακόμη κι αν έχεις τηρήσει επιμελώς αρχείο – λόγια, ήχους, εικόνες -, μπορεί να διαπιστώσεις ότι έχεις προβεί σε λάθος αρχειοθέτηση. Πως ήταν εκείνο που συνήθιζε να αναφέρει ο Έιντριαν; «Ιστορία είναι η βεβαιότητα που δημιουργείται στο σημείο όπου οι ατέλειες της μνήμης συναντούν τις ανεπάρκειες της τεκμηρίωσης.» »

Σού’ρχεται στο μυαλό η ατμόσφαιρα από το (εξίσου έξοχο) «Απομεινάρια μιας μέρας» του (εξίσου σπουδαίου) Καζούο Ισιγκούρο. Πράγματα που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει, να είχαμε πει και χάσαμε (δια μιας και παντός) την ευκαιρία. Κινήσεις που κάναμε λάθος στο παρελθόν από μια παρόρμηση της στιμής, λόγια που είπαμε, εικόνες φαινομενικά άσχετες που έρχονται στη μνήμη θυμίζοντας μας καταστάσεις. Μια κουβέντα, ένα βλέμμα, μια χειρονομία, ένα γεγονός που καρφώθηκε στο κεφάλι μας και δεν λέει να φύγει – άνθρωποι που γνωρίσαμε για μια μέρα και επανέρχονται στη ζωή μας λες και δεν είχαν φύγει ποτέ. Ο Μπαρνς εκπληκτικός στυλίστας της γραφής, είναι ιδανικός να αναπαριστά εικόνες, να περιγράφει λεπτομέρειες μικρές και «ασήμαντες» – ένα τραγούδι που τυχαία ο ήρωας θυμάται, μια συζήτηση στην «τραμπαλιστή» γέφυρα που οδηγεί στην Tate gallery, η απροσδιόριστη φρίκη που νιώθει ο ήρωας όταν ζαλισμένη και «μπαϊλντισμένη» από τις ανασφάλειες και την αφέλειά του, η πρώην σύζυγός του Μάργκαρετ, όταν της εξιστορεί τα γεγονότα και την ρωτάει τι πρέπει να κάνει, γυρίζει και του λέει «Τόνι, αποδώ και πέρα είσαι μόνος σου.»

Το «Ένα κάποιο τέλος» δεν είναι κάποιο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, ούτε εκπλήσσει με την πρωτοτυπία της γραφής του. Κάποιος θα μπορούσε να προσάψει στον συγγραφέα «ηθικολογία» ή ακόμα και «φλυαρία». Θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις με μεγαλύτερη ασφάλεια, «φιλοσοφικό μυθιστόρημα». Πάνω απ’όλα όμως είναι ένα βαθιά ανθρώπινο βιβλίο, με χαρακτήρες ευάλωτους και συνηθισμένους – που μπορούν να είναι άγιοι και απατεώνες, καλοί και κακοί την ίδια στιγμή, που προσπαθούν ακόμα και στα γεράματα να καταλάβουν τον εαυτό τους. Είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία του μεγάλου συγγραφέα που δίκαια απέσπασε το βραβείο Man Booker το 2011 και που όπως αναφέρω παραπάνω σε «αναγκάζει» τη στιγμή που φτάνεις στην τελευταία του σελίδα, να το ξαναπιάσεις από την αρχή…