Τετάρτη, Νοεμβρίου 28, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 28, 2012 | Permalink
Booktalks - Εκπομπή Σαββάτου 24/11
Ακούστε παρακάτω το podcast της εκπομπής του Σαββάτου 24/11, με καλεσμένο τον ποιητή και δημιουργό του ηλεκτρονικού περιοδικού Bookstand, Χαράλαμπο Γιαννακόπουλο.

Καλή ακρόαση.

  BOOKTALKS-AMAGI RADIO ΕΚΠΟΜΠΗ 6 by librofilo
 
Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2012 | Permalink
Η άγνωστη τρομοκράτισσα



«Η δημοσιογραφία, είναι η τέχνη του να παίρνεις μια μεταξωτή κορδέλα και να την μετατρέπεις σε φύκι.»

Στο υπέροχο μυθιστόρημα «Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΣΣΑ» («The Unknown Terrorist»), (Εκδ. Άγρα, μετάφρ. Π.Ισμυρίδου, σελ.383), του πολύ καλού συγγραφέα Richard Flanagan (Τασμανία, 1961), όλα γίνονται γνωστά στον αναγνώστη από τον καταπληκτικό πρόλογο του βιβλίου (που ένα μεγάλο μέρος του παραθέτω στο τέλος του κειμένου μου), όπου μας γίνεται κατανοητό ότι ορισμένα πράγματα είναι απλά ανεξήγητα και αδύνατον να τα προβλέψουμε και ότι η ηρωίδα θα χάσει τη ζωή της από ένα γύρισμα της τύχης.

Η Τζίνα ήταν διάσημη για την ικανότητα της στο στριπτήζ. Χόρευε σε ένα μοδάτο κλαμπ του Σίδνεϋ χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα, «Κούκλα», «Κρίσταλ». Δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα όμορφη, ούτε πολύ εντυπωσιακή πέραν των «οπισθίων» προσόντων της, αλλά απέπνεε μυστήριο και αισθησιασμό, ήταν δε απρόσιτη στους κοινούς θνητούς, πράγματα που την έκαναν περιζήτητη στη δουλειά της. Η Τζίνα είχε ένα σκοπό, να μαζέψει χρήματα πολλά, έτσι ώστε ν’αγοράσει ένα σπίτι στα προάστεια. Κλασσική περίπτωση κουτοπόνηρης γυναίκας, ήξερε να επιβιώνει και να χειρίζεται τις καταστάσεις, ενώ οι ιδέες της ήταν αυτές που προωθούν τα κοσμικά περιοδικά και οι λαϊκές φυλλάδες. Μόδα, γρήγορα αυτοκίνητα, εύκολος πλουτισμός, ιλουστρασιόν φωτό, κουτσομπολιό και περιφρόνηση για τους φτωχούς και τους ιθαγενείς της χώρας.

Όταν η Τζίνα συνάντησε τον Τάρικ και πέρασε το βράδυ μαζί του, δεν μπορούσε να γνωρίζει τι θα της ξημερώσει. Μετά από μια νύχτα έντονου σεξ και άφθονης κόκας, ξυπνάει μόνη της στο διαμέρισμά του. Μέχρι να φύγει από εκεί η φωτογραφία του Τάρικ είναι στις οθόνες των τηλεοράσεων όλης της χώρας, αφού τον χαρακτηρίζουν ως «γνωστό Ισλαμιστή τρομοκράτη» που αναζητείται καθώς υπάρχουν πληροφορίες για επικείμενο τρομοκρατικό χτύπημα στο Σίδνεϋ μετά την ανακάλυψη εκρηκτικού μηχανισμού που δεν εξερράγη στο Ολυμπιακό στάδιο της πόλης.

Ώσπου η Τζίνα να φθάσει στο σπίτι της, και να προσπαθήσει να ηρεμήσει, τα κανάλια δείχνουν ένα βίντεο τραβηγμένο από την κάμερα ασφαλείας της πολυκατοικίας που πέρασε το βράδυ της. Οι «κοκκώδεις εικόνες» έδειχναν ένα ζευγάρι να μπαίνει στο κτίριο. «Η κίνηση της εικόνας ήταν τόσο αργή ώστε η Κούκλα έβλεπε τώρα τα πλάνα διαδέχονται το ένα το άλλο. Σε αντίθεση με το σκοτεινό περιβάλλον, τα πρόσωπα του άντρα και της γυναίκας ήταν φωτισμένα μέσω ψηφιακής επεξεργασίας.
«Δεν είναι ακόμα γνωστή η ταυτότητα της γυναίκας» συνέχισε ο εκφωνητής.
Η Κούκλα ένιωσε το στόμα της να στεγνώνει. Ο άντρας ήταν ο Τάρικ. Η γυναίκα ήταν εκείνη.»

Η Τζίνα στην αρχή το παίρνει ελαφριά (όπως συνήθως κάνει), πηγαίνει στην κολλητή της, γελάει και αρνείται να παρουσιαστεί στην αστυνομία να τους πει τι ξέρει, αλλά καθώς περνάνε οι ώρες, η υστερία στην πόλη εξαπλώνεται, και όταν το πτώμα του Τάρικ ανακαλύπτεται στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου, η προσοχή του αδηφάγου τύπου, της τηλεόρασης και της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας πέφτει εξ’ολοκλήρου πάνω στην αδαή Τζίνα, καθώς δε η ταυτότητά της γίνεται σύντομα γνωστή, η κατάσταση μετατρέπεται σε αληθινό εφιάλτη.

Ο Φλάναγκαν όχι μόνο δανείζεται αλλά ουσιαστικά αντιγράφει (όπως αναγνωρίζει στο επίμετρο του βιβλίου αλλά ο υποψιασμένος αναγνώστης το αντιλαμβάνεται σχεδόν αμέσως), το εμβληματικό μυθιστόρημα (των αρχών της δεκαετίας του 70), του σπουδαίου Γερμανού συγγραφέα Heinrich Böll, «Η χαμένη τιμή της ΚαταρίναΜπλουμ» (και μετέπειτα διάσημης ταινίας των Σλέντορφ/Φον Τρότε) – το οποίο (βιβλίο του Μπελ) είχε βασιστεί σε μια ιστορία του Friedrich Schiller με τίτλο «Der Verbrecher aus verlorener Ehre - eine wahre Geschichte» («Ο εγκληματίας της χαμένης τιμής») του 1786. Ο Μπελ στο βιβλίο του, επίκαιρο διότι χρησιμοποιεί ως «όχημα» την δράση της ομάδας «Μπάαντερ-Μάϊνχοφ» στην Δ.Γερμανία την εποχή εκείνη και τα περιβόητα «λευκά κελιά» στις φυλακές ασφαλείας της χώρας, χτύπαγε ουσιαστικά τον ρόλο της Μπιλντ – του «κίτρινου τύπου» γενικότερα και πως μπορεί να καταστρέψει τη ζωή ενός αθώου.

Ο Φλάναγκαν κάνει ουσιαστικά το ίδιο, μεταφέροντας την δράση στο Σίδνεϋ, μια υπερσύγχρονη μεγαλούπολη, όπου όλα διαστέλλονται σε υπερβολικό βαθμό. Η τεράστια δύναμη της τηλεοπτικής εικόνας, η υστερία του Τύπου, τα Κυβερνητικά παιχνίδια – όπου πρέπει να κατασκευασθεί ή ακόμα και να εφευρεθεί ένας ένοχος, όσο το δυνατόν πιο απίθανος έτσι ώστε ο κόσμος να παραμένει φοβισμένος και καχύποπτος, έτσι ώστε να περιορισθούν όσο περισσότερο γίνεται οι συνταγματικές ελευθερίες. Το Σίδνεϋ του Φλάναγκαν απέχει πολύ από την αστραφτερή πόλη που θαύμασε όλος ο πλανήτης κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων πριν από λίγα χρόνια. Είναι μια πόλη γεμάτη άστεγους και πένητες, με τρομακτικές κοινωνικές αντιθέσεις, με πρόβλημα εγκληματικότητας και ναρκωτικών, με συνοικίες δύσκολα προσβάσιμες μόλις πέσει η νύχτα. Εκεί που ο Μπελ χρησιμοποιούσε καταγγελτικό ύφος στο μυθιστόρημα του, ο Φλάναγκαν χρησιμοποιεί περισσότερο την αστυνομική δράση με άψογο κινηματογραφικό ύφος σε μια περιπέτεια η οποία εξελίσσεται σε χρονικό πλαίσιο μικρότερο από μια εβδομάδα.

Καθώς η Τζίνα (η «Κούκλα») προσπαθεί ματαίως να ξεφύγει από το κυνήγι, και  δεν έχει που να στραφεί για βοήθεια βλέποντας τον κλοιό γύρω της, να σφίγγει όλο και περισσότερο, με τη μουσική από τα «Νυχτερινά» του Σοπέν να «γλυκαίνει» τις πιο δυσάρεστές της στιγμές, ο Φλάναγκαν πετυχαίνει απόλυτα να μεταδώσει στον αναγνώστη, την ατμόσφαιρα θρίλερ και καταδίωξης.
Χρησιμοποιώντας όλων των ειδών τα ηλεκτρονικά παραφερνάλια, κινητά τηλέφωνα, γιγαντοοθόνες στους κεντρικούς δρόμους με το πρόσωπο της «άγνωστης τρομοκράτισσας» (η οποία συν τω χρόνω γίνεται γνωστή αφού η ταυτότητά της αποκαλύπτεται και οι κρίσεις για την προσωπική της ζωή καθώς και βιντεάκια από το show της παίζονται συνεχώς στην τηλεόραση), την αντιτρομοκρατική με τις πέρα από το νόμο μεθόδους της, ο συγγραφέας σε βυθίζει όλο και περισσότερο μέσα στην ασφυξία και τον τρόμο, ενοχλείσαι και αντιδράς μπροστά στην αδικία που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου, νιώθοντας όλο και πιο ανυπεράσπιστος μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις.

Μπορεί κάπου να χάνεται η μπάλα και λίγη παραπάνω φλυαρία να επικρατεί, αλλά το μυθιστόρημα του Φλάναγκαν είναι έξοχο και με την εκπληκτική του ατμόσφαιρα γοητεύει τον αναγνώστη. Δεν φτάνει στο ύψος του αριστουργηματικού «Εγχειρίδιο ιχθύων» με το οποίο γνωρίσαμε στη χώρα μας, αυτόν τον πολύ καλό συγγραφέα, αλλά και μ’αυτό το βιβλίο «Καφκικού ύφους», (και επιφανειακά διαφορετικό από το προαναφερόμενο, το οποίο διαδραματιζόταν στις απαρχές του Αυστραλιανού κράτους), επανέρχεται ουσιαστικά στο ίδιο θέμα, ότι δηλαδή, η ελευθερία είναι μάλλον το υπέρτατο αγαθό.

«Ο Νίτσε έγραψε: «Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι δυναμίτης». Ήταν η εικόνα ενός οραματιστή. Σήμερα πλέον, καθημερινά, κάποιος κάπου γίνεται δυναμίτης. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι μια εικόνα. Είναι οι ζωντανοί νεκροί, το ίδιο και όσοι στέκουν γύρω τους. Η πραγματικότητα δεν δημιουργήθηκε ποτέ από ρεαλιστές, αλλά από οραματιστές σαν τον Ιησού και τον Νίτσε.
Ο Νίτσε άρχισε να φοβάται πως αυτό που έκανε τον κόσμο να προχωράει ήταν ό,τι ολέθριο και φαύλο έκλεινε μέσα του. Στα γραπτά του προσπάθησε να συμφιλιωθεί με αυτόν τον φρικιαστικό κόσμο.
Αλλά όταν μια μέρα είδε έναν αμαξά να δέρνει βάναυσα το άλογό του έτρεξε και τύλιξε τα μπράτσα του γύρω από το λαιμό του αλόγου, αρνούμενος να το αφήσει. Αμέσως μετά τον χαρακτήρισαν τρελό και τον έκλεισαν σε ίδρυμα για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ο Νίτσε είχε ακόμα λιγότερες εξηγήσεις από τον Ιησού για την αγάπη και τις διάφορες εκδηλώσεις της: για τη συναισθηματική κατανόηση, την καλοσύνη, το να αγκαλιάσεις ένα άλογο που το μαστιγώνουν. Στο τέλος, η φιλοσοφία του Νίτσε δεν μπορούσε καν να εξηγήσει τον Νίτσε, έναν άνθρωπο που θυσίασε τη ζωή του για ένα άλογο.
Αλλά πάλι, οι ιδέες πάντα χάνουν την ουσία. Ο Σοπέν δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τα Νυχτερινά του. Το γιατί τα Νυχτερινά κατέτρυχαν την Κούκλα είναι μια πτυχή αυτής της ιστορίας. Ακούγοντας αυτό που ο Σοπέν αδυνατούσε να εξηγήσει, εκείνη έβρισκε μια ερμηνεία της δικής της ζωής. Δεν ήταν δυνατόν, φυσικά, να γνωριζει πως ήταν επίσης προάγγελος του θανάτου της.»



 
Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2012
posted by Librofilo at Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2012 | Permalink
Όψεις της Αθήνας


«Στην Αθήνα υπάρχουν διάσπαρτα φαντάσματα που κοιτούν τρομαγμένα. Από πού προέρχονται αυτά τα ακίνητα βλέμματα; Από πού ήρθαν; Γιατί συνάχθηκαν στην πόλη; Ήταν ποτέ, σε άλλη εποχή, τόσο επίπονα αναγκαίο να ψάχνεις για ανακουφιστικές ρωγμές στην αδιάλειπτη πραγματικότητα; Γιατί τώρα μια τέτοια φασματολογία;
Η περιπλάνηση σιωπηλών ανθρώπων στους δρόμους και μέσα στα κτήρια και στους σταθμούς, η παρουσία και η επιτήρηση δεν αφήνουν σημάδια στην επιφάνεια της ζωής. Το μόνο που μένει είναι ή όψη των ανέκφραστων προσώπων.»

Ένα «χρονικό» για μια υδροκέφαλη και «κατεστραμμένη» πόλη, την Αθήνα. Ο πολύ καλός συγγραφέας, Χρήστος Χρυσόπουλος (Αθήνα, 1968), στο καινούριο του βιβλίο με τίτλο «ΦΑΚΟΣ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ», (Εκδ. Πόλις, σελ.128), περιπλανάται στους σκοτεινούς δρόμους του κέντρου της πόλης, μιας πόλης απρόσωπης και σκοτεινής, παρακμάζουσας και θλιμμένης. Το κέντρο της Αθήνας, εγκαταλειμμένο από τον κόσμο που δεν μένει πια εκεί, διωγμένος από διάφορες περιστάσεις, συνωστίζεται στα προάστεια. Ο Χρυσόπουλος στο πολύ ενδιαφέρον του κείμενο, αναρωτιέται και προβληματίζεται, σχολιάζει και καταγράφει με το γνώριμο (τα τελευταία χρόνια) ύφος του που κινείται μεταξύ φιλοσοφικού δοκιμίου και μυθοπλασίας.

Ο συγγραφέας είναι ένας «flaneur», ένας περιηγητής του αστικού τοπίου. Περπατάει στην αρχή αμήχανα, και σιγά-σιγά ξεθαρρεύει. Πιάνει κουβέντα με έναν άστεγο, έναν από τους εκατοντάδες που κοιμούνται στις εισόδους των κτιρίων, στα παγκάκια. Η άποψη του είναι καθαρά υποκειμενική, υπάρχει μια πόλη, μια Αθήνα στην προκειμένη περίπτωση για τον καθένα μας. Ανάλογα με το πώς την βλέπουμε, με την ματιά που της ρίχνουμε καθορίζεται και η στάση μας απέναντί της.

«…εκείνο που διακυβεύεται είναι η καθολική σχιζοφρενική σχέση της πόλης με τους κατοίκους δημιουργούς της: «η Αθήνα είναι μια άσχημη πόλη», «ζούμε σε μια άσχημη πόλη», «η ζωή εδώ είναι άσχημη». Ας μη γελιόμαστε όμως, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν μας έχει προειδοποιήσει ήδη από χρόνια: η απαρέσκεια δεν είναι παρά μια μορφή φοβίας απέναντι στην οποία αμυνόμαστε.»

Οι συνομιλίες του με τον άστεγο, τον βοηθούν να κατανοήσει την σχετικότητα των πραγμάτων και τις αλλαγές που μπορούν να έρθουν στις ζωές όλων μας από τη μια μέρα στην άλλη. Ο άστεγος του Χρυσόπουλου έχει αφεθεί στην μοίρα του, χάνοντας τη δουλειά του, ήταν ένας «κανονικός άνθρωπος» που περιθωριοποιήθηκε χωρίς να το καταλάβει. Ο συγγραφέας (και κατά προέκταση ο αναγνώστης), δεν γίνεται σοφότερος, ούτε μαθαίνει από τον διάλογο κάτι που δεν ξέρει, αλλά και μόνο η απλή και ουδέτερη κουβέντα χωρίς συναισθηματισμό σοκάρει.

Σκέψεις και στοχασμοί του περιπατητή, μια διάχυτη μελαγχολία καθώς ο συγγραφέας-διαβάτης κινείται με την «επιδίωξη να γίνω αόρατος, να περνώ απαρατήρητος σαν ένα αερικό». Σκέφτεται ότι στην «πόλη κυκλοφορούν πλέον φαντάσματα», και αναρωτιέται συνεχώς τι σημαίνει να περπατάς σε μια τέτοια Αθήνα, σε μια τέτοια πόλη, που «αλλάζει διαρκώς και ανεπαίσθητα».

«Η πόλη αλλάζει με αδιόρατο ρυθμό. Η εγκατάλειψη μεταμορφώνει τους δρόμους σε λωρίδες ερήμωσης. Οι γειτονιές σταδιακά ασφυκτιούν. Περιστοιχιζόμαστε από τους κλειστούς, εγκαταλειμμένους, άδειους χώρους που αφήνουν πίσω τους οι χρεωκοπημένες επιχειρήσεις. Τα άδεια μαγαζιά παραμένουν σκοτεινά, και τη νύχτα τα πεζοδρόμια θυμίζουν σκοτεινούς διαδρόμους.
Περπατώ κάθε μέρα μια συκεκριμένη διαδρομή. Η τελική ευθεία για τον προορισμό μου έχει μήκος δέκα πολεοδομικά τετράγωνα. 10 Δεκεμβρίου 2011. Μετρώ και πάλι κατά μήκος της τριάντα έξι κλειστά μαγαζιά. Αδειανές κοιλότητες που κάποτε φιλοξενούσαν κάποιου είδους ζωή.»

Το ωραιότατο κείμενο συνοδεύουν φωτογραφίες (οι περισσότερες από την κάμερα του συγγραφέα, εκτός από μερικές), ενώ ο εξαιρετικός επίλογος, όπου ο Χρυσόπουλος (φανατικός δρομέας μεγάλων αποστάσεων) συγκρίνει την συγγραφή με τον μαραθώνιο, ενώ εξηγεί και την διαδικασία συγγραφής του κειμένου επεξηγεί αρκετές από τις απορίες που μπορεί να προκύψουν κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του χρονικού.
Ένα πολύ ωραίο σύντομο στοχαστικό βιβλίο που προτρέπει τον αναγνώστη σε προβληματισμούς και σκέψεις γύρω από αυτό το «αχαρτογράφητο χάος» της μεγαλούπολης (τυχαία είναι η Αθήνα, αλλά θα μπορούσε να είναι η οποιαδήποτε μεγαλούπολη της παρακμής). Ο Χρυσόπουλος με γερό και επαρκές λογοτεχνικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο (είναι ένας από τους πλέον επαρκείς αναγνώστες-συγγραφείς) καταγράφει τον παλμό της πόλης και παρασέρνει τον αναγνώστη σε μια δημιουργική περιπλάνηση στους δρόμους της.

«Η πόλη μας θα μπορούσε να περιγραφεί με μεγάλη σαφήνεια σε σχέση με την επιθυμία μας γι’αυτήν. Δεν είναι παρά μια ετεροτοπία. Με άλλα λόγια, μια «πραγματωμένη ουτοπία» (ή δυστοπία – ανάλογα με την περίσταση). Είναι αυτό το πλαίσιο ζωής, εδώ στην Αθήνα, που αποδέχεται, αναπαριστά, αντιπαρατίθεται και διαστρέφει την ίδια την πόλη, τα ιστορικά της στρώματα, το συμβολικό τους περιεχόμενο και τις σχέσεις μας με αυτά.»

Υπό μία έννοια συγγενής με τον «Φακό στο στόμα» είναι η νουβέλα του συγγραφέα (και εξαιρετικού «Αθηναιογράφου») Δημήτρη Φύσσα (Αθήνα, 1956), με τίτλο «ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟΥ» , (Εκδ. Εστία, σελ.175), μόνο που εδώ υπάρχει μυθοπλασία και έντονο βιβλιοφιλικό περίβλημα, άσχετα αν στο τέλος το στοιχείο που κερδίζει τον αναγνώστη, δεν είναι οι (σε ρυθμό πολυβόλου) διακειμενικές αναφορές σε βιβλία και συγγραφείς, ούτε το (μάλλον αποτυχημένο) «σασπένς» της ιστορίας, αλλά η ανακάλυψη από την ηρωίδα της βιβλιοφιλικής Αθήνας, αυτής των πολύ ζωντανών βιβλιοπωλείων, όπου τα Σάββατα μπορείς να δεις αρκετό κόσμο να ψάχνει για τις καινούριες (και όχι μόνο) εκδόσεις, η ανακάλυψη της γοητείας στα βλέμματα της «συνενοχής» μεταξύ των αναγνωστών στο τρένο για την Κηφισιά, οι στιγμές της συνειδητοποίησης της απόλυτης μοναξιάς του βιβλιόφιλου.

Η ιστορία απλή αλλά γοητευτική: Μια νεαρή κοπέλα, η Βάλια εργαζόμενη σε διαφημιστική εταιρία για τρεις κι εξήντα, προσλαμβάνεται από μια μεσήλικα εύπορη κυρία - την Λόρα Μπραΐμη, η οποία είναι τυφλή μετά από ένα τραγικό ατύχημα στο Λονδίνο - , ως αναγνώστρια λογοτεχνίας τις απογευματινές ώρες. Οι οδηγίες είναι σαφείς και δεν πρέπει να παραβιάζονται ποτέ. Η Βάλια πρέπει να φτάνει με το τρένο στην Κηφισιά, και από εκεί την περιμένει ένας οδηγός - ο γηραιός Σκωτσέζος «γενικών καθηκόντων» Ρόμπερτ – ο οποίος την οδηγεί σε μια πολυτελή βίλλα στην Πολιτεία και από εκεί στο σαλόνι, όπου διαβάζει για λίγες ώρες κάποιο προεπιλεγμένο λογοτεχνικό κείμενο στην κα Μπραΐμη και μετά την επιστρέφει στον σταθμό. Η Βάλια γοητεύεται από την ατμόσφαιρα του σπιτιού, αναπτύσσει καλή χημεία με την εργοδότρια της, οπότε μετατρέπει την μερική απασχόλησή της σε πλήρη, περνώντας πολλές ώρες στην βίλλα της Πολιτείας, συντρώγοντας το μεσημέρι με όλο το προσωπικό και μετέχοντας στις λογοτεχνικές και όχι μόνο συζητήσεις την ώρα του φαγητού.

Η Βάλια από εκεί που ήταν ένα πλάσμα απαίδευτο και χαμηλού γούστου, έλκεται από τις αναγνώσεις, και με την βοήθεια της κας Μπραΐμη αλλά και της μαγείρισας (η οποία έχει πολυετή φιλία με την τυφλή κυρία), που είναι μια διανοούμενη και φανατική της λογοτεχνίας, αρχίζει να εισέρχεται στον «μαγικό κόσμο» του βιβλίου. Η ζωή της αλλάζει, τα γούστα της αλλάζουν, αγοράζει και μόνη της βιβλία, που γίνονται με τον χρόνο το πάθος της. Η στενή όμως σχέση που έχει αναπτύξει με την εργοδότρια της, φτάνει μέχρι ενός σημείου. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί δεν πρέπει να πηγαίνει στην βίλλα τα Σαββατοκύριακα και ούτε να διανοείται να ενοχλήσει κανέναν. Η περιέργειά της την ωθεί να ψάξει και να διακινδυνεύσει την θέση της εκεί μέσα, αλλά ένα τυχαίο γεγονός της αποκαλύπτει ότι υπάρχει κάποιος ο οποίος απασχολείται κι αυτός ως αναγνώστης, κατά την διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Η αποκάλυψη του μυστηρίου θα αλλάξει τα δεδομένα, θα ανατρέψει την σχέση των δύο γυναικών, και η ζωή της Βάλιας θα αναποδογυρίσει ξανά, μόνο που η νεαρή δεν είναι πια ο ίδιος άνθρωπος που ήταν ένα χρόνο πριν.

Η νουβέλα του Φύσσα, είναι ενδιαφέρουσα και με πολλά θετικά στοιχεία, ενώ τα μυθιστορήματα και τα ποιήματα που «συμμετέχουν» στην ιστορία (και τα αποσπάσματα τους) είναι όλα θαυμάσια και αποτελούν έξοχες επιλογές.
Πέραν του έντονου στοιχείου της βιβλιοφιλίας, της καλής αρχικής ιδέας και της γλαφυρής και ωραίας γλώσσας, το πλέον αξιοσημείωτο στοιχείο του βιβλίου είναι η δημιουργική χρήση της εμπλοκής του αφηγητή στα δρώμενα όχι μόνο σχολιάζοντας αλλά εμπλεκόμενος ενεργά στην ροή της (χαλαρής έτσι κι αλλιώς) μυθοπλασίας, μιλώντας γενικώς περί λογοτεχνίας, ποιότητας συγγραφέων και ποιητών, συγκρίνοντας την λογοτεχνία με την διαφήμιση και τις δημόσιες σχέσεις.

Η ιδέα αυτή που στην αρχή λειτουργεί με τρόπο ευρηματικό, αποτελεί καθώς εξελίσσεται η νουβέλα, το αδύνατό της σημείο, διότι ο λόγος του αφηγητή, γίνεται αφόρητα διδακτικός και καθοδηγητικός. Ουσιαστικά από ένα σημείο και μετά διαβάζουμε ένα «μάθημα» λογοτεχνίας (της «σωστής λογοτεχνίας») ιδανικό για νεαρά παιδιά που προσπαθούμε να εισάγουμε στην γοητεία της ανάγνωσης βιβλίων.

Η αδαής και άχρωμη Βάλια μετατρέπεται σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ακούραστη βιβλιομανής και βιβλιόφιλη, καταβροχθίζοντας σε χρόνο dt, την παγκόσμια λογοτεχνία, περνώντας μέσα σε μερικούς μήνες στην ανάγνωση δύσκολονότων κειμένων και αποκτώντας κρίση. Η πολυσχιδής μαγείρισα και η κα Μπραΐμη αποδεικνύονται παντογνώστες της λογοτεχνίας, ενώ οι συζητήσεις μεταξύ των δυό τους και της νεαράς μετατρέπουν το σαλόνι του πλουσιόσπιτου σε λογοτεχνικό σαλόνι του Παρισιού κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Τα παιγνιώδη σχόλια του συγγραφέα/αφηγητή για την «ροζ λογοτεχνία», η παράθεση των (εν πολλοίς) ενδιαφερόντων σχολίων του για την φύση της λογοτεχνίας, την σχέση της με τον «αληθινό κόσμο», είναι μια χαρά και αρκετά διασκεδαστικά αλλά κουράζουν γρήγορα και το εύρημα εξαντλείται.

Φανερά επηρεασμένο από το άκρως γοητευτικό αλλά και με μυθοπλαστικά προβλήματα μυθιστόρημα της L. Cosse «Για το καλό μυθιστόρημα», το βιβλίο του Φύσσα είναι μια ωραία εισαγωγή στον θαυμαστό κόσμο της καλής λογοτεχνίας που αξίζει να το διαβάσουν νεαρά παιδιά, μαθητές που ενδιαφέρονται για την ανάγνωση βιβλίων ή νεαροί φοιτητές. Φτάνει να μην ακολουθήσουν το παράδειγμα της ηρωίδας, η οποία μετά από έναν (1) χρόνο εισαγωγής στην λογοτεχνία (και αφού έχει μυηθεί για τα καλά στην μαγεία της) ψάχνει για «εργαστήρια δημιουργικής γραφής» να διοχετεύσει τις ανησυχίες της… 

 



 
Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2012 | Permalink
BOOKTALKS - Εκπομπή Σαββάτου 10/11
Ακούστε το podcast της εκπομπής του περασμένου Σαββάτου 10/11 με καλεσμένο τον "ιδιοκτήτη" του εξαιρετικού βιβλιοφιλικού blog, "Πανδοχείο", αξιότιμο Κο Λάμπρο Σκουζάκη, με τον οποίον είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία για βιβλία, μουσικές και (γιατί όχι) ποδόσφαιρο.

  BOOKTALKS-AMAGI RADIO ΕΚΠΟΜΠΗ4 by librofilo
 
Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2012 | Permalink
Όλα έρχονται στο φως


Το ντεμπούτο του ιδιαίτερα ταλαντούχου συγγραφέα Jonathan Safran Foer (Η.Π.Α.,1977) έγινε με ένα ιδιόμορφο και σουρεαλιστικό μυθιστόρημα, με τίτλο «ΟΛΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΦΩΣ» («Everything is illuminated»), το 2002, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 25 ετών και κυριολεκτικά «τάραξε τα νερά» στην Αμερικάνικη λογοτεχνική σκηνή (και όχι μόνο) με την πρωτοτυπία του ύφους, την ευρηματική χρήση της γλώσσας. Όπως τα περισσότερα πράγματα σ’αυτή τη μικρή γωνιά του κόσμου όπου ζούμε, έπρεπε να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία το έξοχο, «Εξαιρετικά δυνατά, απίστευτα κοντά», να ακολουθήσει το τελευταίο του βιβλίο, «Τρώγοντας ζώα» για να εκδοθεί επιτέλους, το πρώτο βιβλίο αυτού του ιδιοφυούς συγγραφέα από τις εκδόσεις Μελάνι, (σε (εξαιρετική αν κρίνει κανείς τον βαθμό δυσκολίας) μετάφραση της Μ.Γκανά, σελ.442).

Το «μυθιστόρημα μαθητείας» (Bildungsroman) του Σάφραν Φόερ, είναι ένα πολύ διασκεδαστικό αλλά και πολύ δραματικό ταυτόχρονα βιβλίο. Είναι μια μίξη δύο ιστοριών όπου κεντρικός χαρακτήρας είναι ο συγγραφέας, ο ίδιος ο Φόερ, ο οποίος (όπως και εκατοντάδες άλλοι εβραίοι αφότου κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση), ψάχνει να βρει τις ρίζες της οικογένειάς του στην μακρινή Ουκρανία, την χώρα που προσπαθεί στην ιστορία μας, στις αρχές του 21ου αιώνα να κάνει τα πρώτα δειλά της βήματα ως ανεξάρτητη δημοκρατία.
 Ο Φόερ φθάνει στην Ουκρανία ψάχνοντας την γυναίκα που (απ’ότι έχει μάθει από τις διηγησεις που άκουγε από μικρός) υποτίθεται ότι είχε σώσει τον παππού του από τους Ναζί. Η εξιστόρηση της επίσκεψης του (ανυποψίαστου για το τι θα συναντήσει) Αμερικανού, ανήκει στον Άλεξ, τον νεαρό που έχει αναλάβει να τον συνοδεύει και να λειτουργεί ως μεταφραστής και βοηθός του, αφού ο Φόερ έχει απευθυνθεί στο (ο Θεός να το κάνει) ταξιδιωτικό γραφείο του πατέρα του. Ο Άλεξ προσπαθεί να περιγράψει την ιστορία με σπασμένα Αγγλικά, χρησιμοποιώντας δικούς του ακατανότητους όρους και λέξεις που από τη μια μπερδεύουν τον αναγνώστη, από την άλλη τον κάνουν να ξεκαρδίζεται, διαβάζοντας τις περιγραφές του νεαρού. Ο Άλεξ «πραγματικά ηλεκτρισμένος» από τη γνωριμία με έναν αληθινό Αμερικανό, θέλει να μάθει τα πάντα για την Αμερικάνικη κουλτούρα που θαυμάζει, για την χώρα στην οποία θέλει να μεταναστεύσει. Μαζί του στην περιπέτεια αυτή θα έχει τον παππού του ως οδηγό, ο οποίος βριζει συνέχεια τους Εβραιους στα Ουκρανικά και χάνει μονίμως τους δρόμους, ενώ μαζί τους, στο πίσω κάθισμα του σαραβαλιασμένου αυτοκινήτου είναι η σκυλίτσα που ακούει στο όνομα Σάμι Ντέηβις Τζούνιορ και η οποία ερωτεύεται παθιασμένα τον ατυχή Φόερ.

«Όπως προσδοκούσα έκανε τις κοπέλες μου πολύ θλιμμένες που δεν θα ήμουν μαζί τους για τον εορτασμό των πρώτων γενεθλιων του Νέου Συντάγματος. «Όλη νύχτα», μια από τις κοπέλες μου είπε σε μένα, «πως υποτίθεται ότι θα ευχαριστηθώ εν τω κενώ σου;». Είχα μια υποψία, «Μωρό» μια άλλη από τις κοπέλες μου μού είπε, «δεν λέει». Είπα σε όλες «Αν ήταν δυνατό, θα έμενα εδώ μόνο μαζί σου, για πάντα. Αλλά είμαι ένας άντρας που μοχθεί, και πρέπει να πάω εκεί που πρέπει. Χρειαζόμαστε νόμισμα για τα νυχτερινά κέντρα, ναι; Κάνω κάτι που μισώ για σένα. Αυτό σημαίνει να είσαι ερωτευμένος. Γι’αυτό μη με οξυθυμείς». Αλλά για να είμαι αληθής, δεν ήμουν ούτε κατά το ελάχιστο μερίδιο θλιμμένος που πήγαινα στο Λουτσκ να μεταφράζω για τον Τζόναθαν Σάφραν Φόερ. Όπως ανέφερε πιο πριν, η ζωή μου είναι συνηθισμένη. Αλλά δεν είχα πάει ποτέ στο Λουτσκ, ή σε οποιοδήποτε από τα πολυπληθή μικροκαμωμένα χωριά που αντέχουν ακόμα μετά τον πόλεμο. Επιθυμούσα να δω καινούρια πράγματα. Επιθυμούσα να δοκιμάσω πληθώρες. Και θα ήμουν ηλεκτρισμένος να συναντήσω έναν Αμερικάνο.»

Το χωριό που ζούσε η γυναίκα που ψάχνουν (βασισμένοι σε μια προπολεμική φωτογραφία της), το Τράχιμπροντ δεν υπάρχει πουθενά στον χάρτη, εξαφανισμένο και ισοπεδωμένο από τους Ναζί κατά την διάρκεια της Γερμανικής εισβολής. Μόνο χωράφια και πέτρες, ενώ κανείς από τους ντόπιους δεν έχει ξανακούσει ούτε το χωριό, ούτε τα ονόματα της οικογένειας του Φόερ. Η ιστορία της οικογένειας και του χωριού αποτελεί το θέμα της δεύτερης ιστορίας του βιβλίου, όπως την διηγείται ο Φόερ, σε μια αφήγηση που θυμίζει «μαγικό ρεαλισμό». Σκηνές από τη ζωή του στετλ, του μικρού χωριού, γάμοι, γιορτές, δολοπλοκίες και έρωτες, το εβραϊκό Τράχιμπροντ, ομοιάζει στην διήγηση του Φόερ με το Μακόντο του Γκ.Γκ.Μάρκες και καθώς η διήγηση οδεύει προς τις μαύρες μέρες της Γερμανικής εισβολής τα γεγονότα γίνονται εξόχως δραματικά.

Η αφήγηση της ιστορίας του χωριού (από το 1791 έως το 1942), μπορεί να μη διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας αλλά είναι γοητευτική, τον τόνο όμως στο μυθιστόρημα δεν δίνουν ούτε οι καρτουνίστικες και γκροτέσκες σκηνές με τον παππού του Άλεξ (σαν φιγούρα από την ταινία Μπόρατ), ούτε οι έντονες πολιτιστικές αντιθέσεις και τα σοκ που υφίσταται ο αφελής Φόερ, αλλά οι συνομιλίες μεταξύ του Άλεξ και του συγγραφέα, σαν κι αυτή:

«…Και τι γίνεται με τα κορίτσια στην Αμερική;» «Τι να γίνεται;» «Είναι πολύ δοτικές με το κουτί τους, ναι;» «Το ακούς συχνά αυτό, αλλά κανένας που ξέρω δεν έχει γνωρίσει ακόμα κάποια τέτοια.» «Κάνεις συχνά σαρκικά;» «Εσύ;» «Εγώ  έδθεσα το ερώτημα. Κάνεις;» «Όχι και τόσο». «Τι υπονοείς όχι και τόσο;» «Δεν είμαι καλόγερος, αλλά δεν είμαι και ο Τζον Χολμς». «Τον ξέρω αυτό τον Τζον Χολμς.» Σήκωσα τα χέρια μου στο πλάι. «Με το πολύ φίνο πέος». «Αυτός είναι» είπε και γέλασε. Τον έκανα να γελάσει με την αστειοσύνη μου. «Στην Ουκρανία όλοι έχουν τέτοιο πέος.» Γέλασε πάλι…

Η παρακάτω:

«…Και αν είσαι καλός λογιστής μπορείς να αγοράσεις ένα εντυπωσιακό αμάξι;» «Φυσικά. Μάλλον μπορείς να αγοράσεις ότι θέλεις.» «Τι είδους γυναίκα θα μπορούσε να έχει ένας καλός λογιστής;» «Ποιος ξέρει». «Θα μπορούσε να έχει άκαμπτα βυζιά;» «Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα». «Πιθανόν όμως;» «Μάλλον». «Το γουστάρω αυτό. Γουστάρω άκαμπτα βυζιά». «Αλλά υπάρχουν και λογιστές, ακόμα και πολύ καλοί, που έχουν άσχημες γυναίκες. Συμβαίνει κι αυτό.». «Αν ο Τζον Χολμς ήταν πρωτοκλασάτος λογιστής, θα μπορούσε να έχει όποια γυναίκα του άρεσε για σύζυγο, ναι;» «Πιθανότατα». «Το πέος μου είναι πολύ μεγάλο». «Εντάξει».

Τα δύο κομμάτια του μυθιστορήματος σε πρώτο επίπεδο, δεν ενώνονται, λειτουργούν και ως αυτόνομα, αλλά καθώς το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται και οι απορίες μία, μία επιλύονται ο αναγνώστης καθηλώνεται όλο και περισσότερο. Η εντυπωσιακή αφήγηση του Άλεξ δίνει την μεγάλη αξία στην ιστορία που σε συνδιασμό με την ολοζώντανη εικόνα μιας Ουκρανίας τόσο φτωχής και μίζερης και της αφήγησης των Ναζιστικών θηριωδιών στην περιοχή όπου οι ντόπιοι για να γλυτώσουν κατέδιδαν τους Εβραίους, δημιουργούν τα πολλά επίπεδα του μυθιστορήματος που από παιχνιδιάρικο και (πραγματικά) αστείο μετατρέπεται σε ιστορία οδύνης και αυτογνωσίας.

 Ο Φόερ αντιλαμβάνεται ότι η ιστορία που του έχουν αφηγηθεί μπορεί να είναι διαφορετική από την πραγματική, ο Άλεξ αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν μυστικά στην οικογένειά του που αγνοούσε, ο παππούς του Άλεξ, μπορεί να κρύβει πράγματα από το παρελθόν του που ταιριάζουν με την ιστορία. Παιχνίδια της μνήμης και της ιστορίας, και πίσω από το γέλιο και τα αστεία μπορούν να κρύβονται δραματικές καταστάσεις. Βρισκόμαστε στην άλλη άκρη από την αφήγηση του αριστουργηματικού βιβλίου του Μέντελσον «ΧΑΜΕΝΟΙ», που στηρίζεται σε μια παρόμοια ιστορία των στοιχείων μιας οικογένειας που χάθηκε κατά τη διάρκεια της Γερμανικής εισβολής πάνω-κάτω στα ίδια μέρη.

Ο συγγραφέας χειρίζεται θαυμάσια το ανομοιογενές υλικό του, ταιριάζοντας τα κομμάτια σαν ένα παζλ για δυνατούς λύτες. Όπως έχει πει σε συνεντεύξεις του, η αληθινή ιστορία της οικογένειάς του, αναμιγνύεται με άλλα πράγματα σ’αυτό το σχεδόν αυτοβιογραφικό βιβλίο, είναι εξάλλου (αξιότιμο) μέλος αυτής της συγγραφικής γενιάς που (χάρη στο διαδίκτυο) μπορεί και «παίζει» δημιουργικά με διάφορα είδη, μη διστάζοντας να δανειστεί ή ακόμα και να αντιγράψει μεθόδους και πρακτικές.

Ειρωνία και cool στυλ χαρακτηρίζουν την γραφή του Φόερ στο σύνολό της – δείγμα ή και trademark μιας γενιάς συγγραφέων όπως αυτός, ο Γουάλας, ο Ευγενίδης (στα πρώτα του βιβλία), που προσπαθούν να χειριστούν τις καταστάσεις χωρίς να γλιστράνε σε συναισθηματισμούς και ευκολίες. Το ντεμπούτο του νεαρού συγγραφέα ήταν τόσο εντυπωσιακό που μένεις άφωνος όταν αντιλαμβάνεσαι ότι το βιβλίο το έγραψε ένας εικοσάρης. Για να μη πολυλογώ, είναι ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα που όμως, συνιστώ να διαβαστεί στα Αγγλικά, διότι οι ιδιωματισμοί και τα αστεία με την γλώσσα του Άλεξ είναι τέτοια που δύσκολα μεταφράζονται αν και η μεταφράστρια έκανε θαυμάσια δουλειά.

 
Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2012
posted by Librofilo at Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2012 | Permalink
BOOKTALKS - Εκπομπή Σαββάτου 3/11
Με καθυστέρηση σχεδόν μίας εβδομάδας, ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks (στο Amagi radio), του Σαββάτου 3/11, όπου καλεσμένος ήταν ο συγγραφέας Δημήτρης Μαμαλούκας.

Η χθεσινή εκπομπή θα αναρτηθεί μάλλον την προσεχή Πέμπτη ή Παρασκευή. Μη ξεχνάτε ότι μπορείτε να ακούτε live τις εκπομπές, κάθε Σάββατο στις 2μ.μ.

  BOOKTALKS-AMAGI RADIO ΕΚΠΟΜΠΗ 3 by librofilo
 
Πέμπτη, Νοεμβρίου 08, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Νοεμβρίου 08, 2012 | Permalink
Moonlight mile


O DENNIS LEHANE (Η.Π.Α.,1965) είναι αναμφίβολα ένας πολύ αξιόλογος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Τα βιβλία του είναι μόνιμα στις λίστες των best-sellers στην πατρίδα του και οι κινηματογραφικές μεταφορές κάποιων (ίσως των καλύτερων) από αυτών έχουν βοηθήσει στην αναγνωρισιμότητα και την αποδοχή του σε παγκόσμιο επίπεδο. Το πρόσφατα εκδοθέν στη χώρα μας, μυθιστόρημά του, «ΕΝΑ ΜΙΛΙ ΔΡΟΜΟΣ ΣΤΟ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟ» («Moonlight mile»), (Εκδ. Κέδρος, μετάφρ. Θ.Σκάσσης, σελ.382) συνέχεια (sequel) του εξαιρετικού «Gone baby gone» (που έγινε γνωστό από την ωραία κινηματογραφική του μεταφορά από τον Ben Affleck), έχει όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το συγγραφικό ταλέντο του Λεχέιν – κοινωνικό σχόλιο, αγωνία, έξυπνοι διάλογοι, χιούμορ, πολυεπίπεδοι χαρακτήρες.

Η διάκριση μεταξύ «νόμιμου» και «ηθικού» βασανίζει τον ιδιωτικό ντέτεκτιβ Πάτρικ Κένζι, δώδεκα χρόνια τώρα. Για την ακρίβεια τον βασανίζει από την στιγμή που βρήκε την τετράχρονη εξαφανισμένη Αμάντα και την επέστρεψε στην τελείως ακατάλληλη μητέρα της Χέλεν. Η Αμάντα είχε απαχθεί από τον θείο της για να γλυτώσει από την συμπεριφορά της μητέρας της και την ατμόσφαιρα στο σπίτι. Είχε βρει μια ζεστή αγκαλιά στην οικογένεια ενός αστυνομικού. Ο Πάτρικ – στον οποίον είχε απευθυνθεί η Χέλεν – είχε πράξει το «σωστό» και «νόμιμο» ανακαλύπτοντας την μικρή και παραδίδοντας στις αρχές τους απαγωγείς. Ήταν όμως «ηθικό» και «δίκαιο»;

Η ιστορία αυτή που ήταν το κύριο θέμα στο «Gone baby gone» επανέρχεται τώρα στη ζωή του Πάτρικ Κένζι, μετά από δώδεκα χρόνια όταν πληροφορείται από την θεία της Αμάντα (και υπεύθυνη στην απαγωγή τότε), ότι η Αμάντα εξαφανίστηκε πάλι αν και η οικογένειά της προσπαθεί να καλύψει την φυγή της κόρης τους θολώνοντας τα νερά. Βέβαια η ζωή του ντετέκτιβ έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια. Είναι πλέον παντρεμένος με την πρώην συνεργάτιδά του Άντζι (με την οποία αποτελούσαν ένα αχτύπητο δίδυμο) και έχουν μια κόρη. Αντιμετωπίζει λοιπόν τα πράγματα λίγο διαφορετικά απ’ότι παλαιότερα – και οι «ενοχές» του για την «επιτυχία» του με την ανεύρεση της Αμάντα ξανάρχονται στην επιφάνεια με πιο έντονο τρόπο πλέον.

Η αναζήτηση της Αμάντα, αποκαλύπτει στον έκπληκτο Πάτρικ, ότι η μικρή έχει εξελιχθεί σε ένα πολυτάλαντο άτομο, που έχει κερδίσει με το σπαθί της υποτροφία σε ένα από τα καλύτερα σχολεία, οι καθηγητές της, την θεωρούσαν σίγουρη για ένα μεγάλο πανεπιστήμιο και οι συμμαθήτριές της, παρότι δεν την καταλάβαιναν και παρότι «χαμηλότερης κοινωνικής τάξης» από αυτές, την σέβονταν και την θαύμαζαν για τον συγκροτημένο και ώριμο χαρακτήρα της. Τι όμως έχει κάνει την Αμάντα τόσο αυτοκαταστροφική σε σημείο να μη μπορεί να κάνει υπομονή για δύο χρόνια ακόμα και να τα διαλύσει όλα φεύγοντας μακριά;

Δεν χρειάζεται ο αναγνώστης να είναι εξοικειωμένος με το «Gone baby gone» για να μπει στο κλίμα του βιβλίου, ο συγγραφέας φροντίζει να τον βάλει στα γεγονότα. Η ιστορία – μετά από μια πολύ χαλαρή εισαγωγή – παίρνει φωτιά, όταν ο Πάτρικ βρίσκεται μπλεγμένος σε μια υπόθεση που περιλαμβάνει Ρώσικη μαφία, ναρκωτικά, αγοραπωλησίες βρεφών, εφηβικά προβλήματα, δυσλειτουργικές οικογένειες. Η Αμάντα αναδεικνύεται σε δυναμική ηρωίδα της ιστορίας (ίσως πολύ προικισμένη για να γίνεται πιστευτή), όπου ως άλλη Λίσμπετ Σαλάντερ (του «Κοριτσιού με το τατουάζ»,του Λάρσον) είναι μια ικανότατη χάκερ, μια ηγετική προσωπικότητα στην οποία δύσκολα μπορείς να αντισταθείς. Ο Πάτρικ πρέπει πάλι να επιλέξει, πρέπει πάλι να πάρει δύσκολες αποφάσεις, πρέπει να σκεφτεί όχι πλέον μόνο για τον εαυτό του αλλά και για την μικρή του κόρη, πρέπει να τρέξει το «μίλι του σεληνόφωτος», όπως λέει το τραγούδι των Rolling Stones από το οποίο πήρε το βιβλίο τον τίτλο του (The sound of strangers sending nothing to my mind; Just another mad mad day on the road; I am just living to be dying by your side, But I'm just about a moonlight mile on down the road).

Κοφτεροί και έξυπνοι διάλογοι, πολύ χιούμορ, κοινωνικές αντιθέσεις στην κατ’εξοχή πόλη των WASP, την Βοστόνη, ωραία πλοκή με αρκετά Ταραντινικά στοιχεία που δίνουν ένα καρτουνίστικο τόνο στην δράση – κυρίως στις σελίδες με τους Ρώσους φονιάδες. Μπορεί να μην φτάνει στο ύψος των κορυφαίων μυθιστορημάτων του Λεχέιν, όπως το «Σκοτεινό Ποτάμι», το (αριστουργηματικό) «Νησί των Καταραμένων», (τα οποία έχουν μεταφερθεί εξαιρετικά στον κινηματογράφο), αλλά είναι ένα πολύ αξιόλογο page-turner με ωραίο ρυθμό και ατμόσφαιρα, στο οποίο δεν λείπουν οι ανατροπές στην πλοκή, μιάς που οι καλοί μπορεί να μην είναι τόσο «καλοί», και οι κακοί να μην είναι τόσο «κακοί» στο τέλος. Εν κατακλείδι, ένα μυθιστόρημα χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές απαιτήσεις, με το οποίο περνάς καλά κι ευχάριστα.



 
Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2012 | Permalink
Ένα κάποιο τέλος


«Αντιλαμβάνομαι ξαφνικά πως αυτή είναι ίσως μία από τις διαφορές ανάμεσα στη νιότη και την προχωρημένη ηλικία: όταν είμαστε νέοι, εφευρίσκουμε ένα διαφορετικό μέλλον για τον εαυτό μας· όταν γεράσουμε, εφευρίσκουμε κάποιο διαφορετικό παρελθόν για τους άλλους.»

Γύρω από την μνήμη και τον τρόπο που ζούμε και κατασκευάζουμε την ιστορία της ζωής μας, την δικιά μας «παραμυθία», περιστρέφεται το υπέροχο μυθιστόρημα ωριμότητας «ΕΝΑ ΚΑΠΟΙΟ ΤΕΛΟΣ» («The sense of an ending»), του μεγάλου Βρετανού συγγραφέα Julian Barnes (Αγγλια, 1946), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Θ.Σκάσσης, σελ.210), το οποίο συγκινεί με το εξαιρετικό του ύφος και την λεπτοδουλεμένη και αριστοτεχνική του πλοκή, η οποία ξεδιπλώνεται ήρεμα και χαλαρά για να κορυφωθεί στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.

Το μυθιστόρημα ξεκινάει με την ιστορία μιας παρέας στις τελευταίες τάξεις του σχολείου στο Λονδίνο. Ο Τόνι (αφηγητής και ήρωας της ιστορίας), ο Άλεξ, ο Κόλιν προσπαθούν να ξεχωρίσουν από τη μάζα, με το ενδιαφέρον τους για τα βιβλία, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, τις τέχνες. Ένας καινούριος συμμαθητής τους, ο Έιντριαν θα τους τραβήξει τη προσοχή και θα τον εντάξουν στην παρέα τους. Ο νεοφερμένος σύντομα θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον αυτών αλλά και των καθηγητών τους, με την μελαγχολική και ξεχωριστή του προσωπικότητα. Μακρές και ατέρμονες συζητήσεις, ερωτικές ανησυχίες, εφηβικοί προβληματισμοί απασχολούν την παρέα. Τελειώνουν το σχολείο, οι τρεις από τους τέσσερις θα πάνε στο πανεπιστήμιο, ο Τόνι θα σπουδάσει Ιστορία στο Μπρίστολ, μόνο όμως ο Έιντριαν θα πάρει υποτροφία για το ξακουστό Καίμπριτζ.
Ο Τόνι θα γνωρισει την Βερόνικα, και θα συνάψει την πρώτη του ερωτική σχέση, όχι τρομερά πράγματα βέβαια – «Καλά θα πείτε, και η περίφημη δεκαετία του ’60; Ναι, αυτή ίσχυε μόνο για μερικούς και μόνο σε ορισμένες περιοχές της χώρας.» - μια ιδιόρρυθμη κοπέλα που τον έχει «μια στο κρύο και μια στη ζέστη» με τη συμπεριφορά της, ενώ ένα Σαββατοκύριακο στους γονείς της θα αποτελέσει μια δραματική εμπειρία για τον ήρωα μας. Μετά από λίγο καιρό, το ζευγάρι χωρίζει και η Βερόνικα «τα φτιάχνει» με τον Έιντριαν, που είναι πιο κοντά στις «προδιαγραφές» που θέτει, αφού σπουδάζει στο Καίμπριτζ και το μέλλον του προβλέπεται λαμπρό. Έτσι χάνονται και οι δύο από τη ζωή του Τόνι, αλλά 2-3 χρόνια αργότερα και καθώς εκείνος γυρίζει από ένα μακροχρόνιο ταξίδι στις Η.Π.Α. μαθαίνει ότι πριν λίγο καιρό,  ο Έιντριαν αυτοκτόνησε κόβοντας τις φλέβες του μέσα στη μπανιέρα, έχοντας φροντίσει από πριν να ενημερώσει τους πάντες για την ενέργειά του.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, πολλά χρόνια αργότερα (στις μέρες μας πλέον),  ο Τόνι είναι ένας εξηντάρης συνταξιούχος που απολαμβάνει την ηρεμία και ασφάλεια της πολύ τακτοποιημένης ζωής του. Διαζευγμένος (για λόγους που κανείς – ούτε καν ο ίδιος δεν κατάλαβε ποτέ) από την Μάργκαρετ, και με την κόρη του Σούζαν να έχει ήδη την δικιά της οικογένεια, αφήνει τις μέρες να κυλάνε, ώσπου ένα γράμμα από έναν δικηγόρο του αλλάζει τη ζωή. Έχει γίνει κληρονόμος ενός μικρού χρηματικού ποσού, από την πρόσφατα αποθανούσα μητέρα της Βερόνικα – με την οποία δεν είχε ειδωθεί ποτέ παρά μόνο εκείνο το βασανιστικό Σ/Κ. Εκτός αυτού όμως, το πιο σημαντικό που του αφήνει η θανούσα είναι και ένα σημείωμα που του λέει ότι υπάρχουν και κάποια έγγραφα του Έιντριαν που θα έπρεπε να έρθουν στην κατοχή του Τόνι. Μόνο που τα έγγραφα αυτά λείπουν από τον φάκελο – τα έχει στην κατοχή της η Βερόνικα, η παλιά του ερωμένη (και από χρόνια λησμονημένη) και μετέπειτα σύντροφος μέχρι τον θάνατο του Έιντριαν, η οποία όμως μόλις εκείνος προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί της, είναι τελείως αρνητική στην επικοινωνία της μαζί του - αρνείται δε την ύπαρξή των εγγράφων αυτών…

Το μυθιστόρημα έχει μια ιδιαίτερα μελαγχολική ατμόσφαιρα διανθισμένη όμως με πολλές πινελιές χιούμορ. Η «ανάλαφρη» αφήγηση του Μπαρνς, μεταφέρει στον αναγνώστη μια αίσθηση ηρεμίας και υποδόριας χαλαρότητας, η οποία όμως διαταράσσεται από σοφά ενσωματωμένες στο κείμενο, που ρέει σαν ποτάμι, προτάσεις ανυπέρβλητης γοητείας και σοφίας που σε κάνουν να επιστρέψεις σ’αυτό που μόλις διάβασες δυό και τρείς φορές. Εξάλλου κάπου διάβασα ότι το βιβλίο είναι «τεχνητά σύντομο» διότι σε αναγκάζει να το ξαναδιαβάσεις σχεδόν ολόκληρο μετατρέποντάς το, ένα ουσιαστικά πυκνό και πολυσέλιδο μυθιστόρημα.

«Αργότερα στη ζωή περιμένεις να ξεκουραστείς λιγάκι – έτσι δεν είναι; Πιστεύεις ότι σου αξίζει. Εγώ πάντως έτσι πίστευα. Τότε όμως αρχίζεις να καταλαβαίνεις ότι δουλειά της ζωής δεν είναι να επιβραβεύει την αξία.
Επίσης, όταν είσαι νέος, νομίζεις ότι μπορείς να προβλέψεις τις πιθανές οδύνες και τη θλίψη που μπορεί να φέρει η ηλικία. Φαντάζεσαι τον εαυτό σου μόνο, χωρισμένο, χήρο· τα παιδιά να μεγαλώνουν μακριά σου, τους φίλους να πεθαίνουν. Φαντάζεσαι την απώλεια της κοινωνικής θέσης σου, την απώλεια της επιθυμίας – και του να είσαι επιθυμητός. Μπορεί να πας και πιο πέρα και να αναλογιστείς τον δικό σου θάνατο που πλησιάζει, έναν θάνατο τον οποίο, όποια συντροφιά κι αν έχεις μαζέψει γύρω σου, πρέπει να αντιμετωπίσεις μόνος. Όλα αυτά όμως γίνονται κοιτώντας μπροστά. Εκείνο που δεν μπορείς να κάνεις είναι να κοιτάξεις μπροστά και μετά να φανταστείς τον εαυτό σου να κοιτάει πίσω από εκείνο το σημείο στο μέλλον. Να μαθαίνει τα νέα συναισθήματα που φέρνει ο χρόνος. Να ανακαλύπτει, για παράδειγμα, ότι καθώς λιγοστεύουν οι μάρτυρες της ζωής σου, υπάρχει λιγότερη επιβεβαίωση και κατά συνέπεια βεβαιότητα ως προς το τι είσαι και τι ήσουν. Ακόμη κι αν έχεις τηρήσει επιμελώς αρχείο – λόγια, ήχους, εικόνες -, μπορεί να διαπιστώσεις ότι έχεις προβεί σε λάθος αρχειοθέτηση. Πως ήταν εκείνο που συνήθιζε να αναφέρει ο Έιντριαν; «Ιστορία είναι η βεβαιότητα που δημιουργείται στο σημείο όπου οι ατέλειες της μνήμης συναντούν τις ανεπάρκειες της τεκμηρίωσης.» »

Σού’ρχεται στο μυαλό η ατμόσφαιρα από το (εξίσου έξοχο) «Απομεινάρια μιας μέρας» του (εξίσου σπουδαίου) Καζούο Ισιγκούρο. Πράγματα που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει, να είχαμε πει και χάσαμε (δια μιας και παντός) την ευκαιρία. Κινήσεις που κάναμε λάθος στο παρελθόν από μια παρόρμηση της στιμής, λόγια που είπαμε, εικόνες φαινομενικά άσχετες που έρχονται στη μνήμη θυμίζοντας μας καταστάσεις. Μια κουβέντα, ένα βλέμμα, μια χειρονομία, ένα γεγονός που καρφώθηκε στο κεφάλι μας και δεν λέει να φύγει – άνθρωποι που γνωρίσαμε για μια μέρα και επανέρχονται στη ζωή μας λες και δεν είχαν φύγει ποτέ. Ο Μπαρνς εκπληκτικός στυλίστας της γραφής, είναι ιδανικός να αναπαριστά εικόνες, να περιγράφει λεπτομέρειες μικρές και «ασήμαντες» – ένα τραγούδι που τυχαία ο ήρωας θυμάται, μια συζήτηση στην «τραμπαλιστή» γέφυρα που οδηγεί στην Tate gallery, η απροσδιόριστη φρίκη που νιώθει ο ήρωας όταν ζαλισμένη και «μπαϊλντισμένη» από τις ανασφάλειες και την αφέλειά του, η πρώην σύζυγός του Μάργκαρετ, όταν της εξιστορεί τα γεγονότα και την ρωτάει τι πρέπει να κάνει, γυρίζει και του λέει «Τόνι, αποδώ και πέρα είσαι μόνος σου.»

Το «Ένα κάποιο τέλος» δεν είναι κάποιο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, ούτε εκπλήσσει με την πρωτοτυπία της γραφής του. Κάποιος θα μπορούσε να προσάψει στον συγγραφέα «ηθικολογία» ή ακόμα και «φλυαρία». Θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις με μεγαλύτερη ασφάλεια, «φιλοσοφικό μυθιστόρημα». Πάνω απ’όλα όμως είναι ένα βαθιά ανθρώπινο βιβλίο, με χαρακτήρες ευάλωτους και συνηθισμένους – που μπορούν να είναι άγιοι και απατεώνες, καλοί και κακοί την ίδια στιγμή, που προσπαθούν ακόμα και στα γεράματα να καταλάβουν τον εαυτό τους. Είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία του μεγάλου συγγραφέα που δίκαια απέσπασε το βραβείο Man Booker το 2011 και που όπως αναφέρω παραπάνω σε «αναγκάζει» τη στιγμή που φτάνεις στην τελευταία του σελίδα, να το ξαναπιάσεις από την αρχή…