Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2012
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2012 | Permalink
2 ενδιαφέροντα μυθιστορήματα


Ο Alessandro Baricco (Τορίνο,Ιταλία 1958) είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας, αλλά η πλέον πρόσφατη νουβέλα του, «ΠΡΟΣ ΕΜΜΑΟΥΣ» («EMMAUS»2009), (Εκδ. Πατάκης, μετάφρ. Α.Παπασταύρου, σελ.156), δεν φθάνει στο ύψος των προηγούμενων δημιουργιών του (κυρίως των αριστουργηματικών «Ιστορία σαν παραμύθι», «Μετάξι», «Χιλιαεννιακόσια», «Ωκεανός»), είναι όμως μια γοητευτική ιστορία τεσσάρων εφήβων που ζουν σε μια επαρχιακή ιταλική πόλη, θρησκευόμενων και καθολικών, και οι οποίοι είναι (όλοι τους) ερωτευμένοι με ένα κορίτσι της ηλικίας τους, την Άντρε.

«Στα Ευαγγέλια υπάρχει ένα επεισόδιο που το αγαπάμε πολύ, όπως το όνομα που φέρει, Εμμαούς. Λίγο μετά το θάνατο του Χριστού, δύο άντρες βαδίζουν στο δρόμο που οδηγεί στην κωμόπολη της Εμμαούς, κουβεντιάζοντας γι’αυτό που συνέβη στο Γολγοθά και για κάποιες φήμες, παράξενες, για μνήματα ανοιχτά και κενούς τάφους. Πλησιάζει ένας τρίτος άντρας και τους ρωτάει για ποιο πράγμα μιλάνε. Τότε οι δύο λένε: Πως, δεν ξέρεις τίποτα για τα γεγονότα στα Ιεροσόλυμα;
Ποια γεγονότα; ρωτάει αυτός και τους ζητάει να του πούνε. Του λένε οι δύο. Για το θάνατο του Χριστού και για όλα. Εκείνος ακούει προσεκτικά.
Αργότερα, ετοιμάζεται να φύγει, του λένε όμως οι δύο: Είναι αργά, μείνε μαζί μας, βράδιασε κιόλας. Μπορούμε να φάμε μαζί και να συνεχίσουμε την κουβέντα μας. Έτσι εκείνος μένει μαζί τους.
Στη διάρκεια του δείπνου, ο άντρας κόβει το ψωμί ατάραχος, με φυσικότητα. Τότε οι δύο καταλαβαίνουν και αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του τον Μεσσία. Εκείνος εξαφανίζεται.
Αφού έμειναν μόνοι, λένε οι δύο αναμεταξύ τους: Πως μπορέσαμε να μην καταλάβουμε; Τοση ώρα έμεινε μαζί μας, έμεινε μαζί μας ο Μεσσίας, κι εμείς δεν τον πήραμε είδηση.»

Η «άγνοια» για το ποιος είναι πραγματικά ο «άλλος», ο φίλος, ο κολλητός, αυτός που κάθεται δίπλα σου χαρακτηρίζει τη ζωή των 4 φίλων. Η αίσθηση του αφηγητή ότι όλα ήταν δίπλα του, συμπεριφορές, γεγονότα και δεν τα έβλεπε καθορίζει την ατμόσφαιρα της νουβέλας.
Από μικροαστικές οικογένειες, φανατικά καθολικές όλοι τους, συναντιούνται στην εκκλησία της περιοχής τους, έχοντας σχηματίσει ένα μουσικό γκρουπάκι που παίζει τα Κυριακάτικα πρωινά μετά τη λειτουργία. Καθώς το σώμα τους ξυπνάει και η σεξουαλική περιέργεια τους κυριεύει, παρατηρούν την πανέμορφη και αινιγματική Άντρε που κινείται σε άλλους κόσμους, αυτούς της «ανώτερης τάξης», να πηγαίνει από αγκαλιά σε αγκαλιά αγνοώντας τους επιδεικτικά. Η Άντρε δεν αποτελεί μόνο το αντικείμενο του πόθου τους αλλά και μια μόνιμη εστία συζήτησης μεταξύ τους, κυρίως αφότου έμαθαν για την αποτυχημένη πριν από λίγο καιρό απόπειρα αυτοκτονίας της.

Ο ανώνυμος αφηγητής, ο Σάντο («Άγιος»), ο Μπόμπι και ο Λούκα αλλάζουν, μεταβάλλονται κατά την διάρκεια της νουβέλας. Η πίστη τους στον Χριστιανισμό, μια πίστη ουσιαστικά κληρονομική (λόγω της έντονης παρουσίας των ταπεινών τους οικογενειών) δοκιμάζεται, όταν συνειδητοποιούν ότι η «ζωή» είναι κάπου αλλού, είναι διαφορετική. Η Άντρε θα τους παρασύρει σε ένα γαϊτανάκι συναισθημάτων, όλοι θ’αλλάξουν, άλλοι θα χαθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, άλλοι θα συμβιβαστούν.

Ο συνήθης λυρισμός και οι σαγηνευτικές περιγραφές του Μπαρίκο, υποχωρούν μπροστά σε αρκετές σελίδες φιλοσοφικού και θρησκευτικού προβληματισμού, ο οποίος λειτουργεί μάλλον αρνητικά στην εξέλιξη της πλοκής. Οι χαρακτήρες πάντως είναι στέρεα δομημένοι, και η ιστορία δεν είναι τόσο προβλέψιμη όπως κάποιος θα υποθέσει. Η σύγκρουση των δύο κόσμων, αυτού της εργατικής, μικροαστικής τάξης που αναθρέφει «καλά παιδιά» και αυτού της ανώτερης κοινωνίας, χωρίς ηθικούς φραγμούς και αναστολές περιγράφεται εξαιρετικά και με τρυφερότητα ενώ η δομή της νουβέλας είναι κινηματογραφική όπως συνηθίζει ο συγγραφέας και το φινάλε ονειρικό. Σου αφήνει όμως στο στόμα μια γεύση γλυκόπικρη και ατελή, ημιτελούς και αδιέξοδου, λες και υπάρχει ένα φίλτρο που δεν σ’αφήνει να απολαύσεις την ιστορία.

Ομολογώ ότι αγνοούσα τον (πολυγραφότατο) συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών John Harvey (Λονδίνο, Αγγλία 1938), και έτσι το πρόσφατα εκδοθέν στη χώρα μας μυθιστόρημα του, «ΕΥΚΟΛΗ ΛΕΙΑ» («Easy meat» 1996), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Μ.Λαλιώτης, σελ.409), αποτέλεσε μια ωραία έκπληξη γνωρίζοντας μας έναν πολύ καλό και δεξιοτέχνη δημιουργό με αφηγηματική άνεση που συνδιάζει το αγωνιώδες θρίλερ με το κοινωνικό σχόλιο.

Ο Τσάρλι Ρέζνικ, αστυνομικός επιθεωρητής στο Νότινγχαμ, την παρακμάζουσα πόλη του Robin Hood και του δάσους του Σέργουντ, βρίσκεται αντιμέτωπος με δύο τραγικές υποθέσεις, οι οποίες στην αρχή φαίνονται άσχετες μεταξύ τους αλλά τελικά συνδέονται με δραματικό τρόπο.
Κατ’αρχήν ο κοινωνικά απροσάρμοστος έφηβος Νίκυ Σνέηπ, μόλις δεκαπέντε ετών, ο οποίος συνελήφθη μετά από μια σειρά κλοπών και μια σχεδόν δολοφονική εισβολή στο σπίτι δύο ηλικιωμένων και οδηγήθηκε στο αναμορφωτήριο, βρίσκεται κρεμασμένος στις τουαλέτες. Ο Ρέζνικ δεν μπορεί να δεχτεί εύκολα τις δικαιολογίες της Διεύθυνσης του ιδρύματος και σκαλίζει την υπόθεση, προσπαθώντας να ηρεμήσει την αναστατωμένη οικογένεια του θανόντος, την (σε κατάσταση σοκ) μάνα του που αγωνίζεται να τα φέρει βόλτα σε όλη της την ταλαίπωρη ζωή - τα τρία της παιδιά μεγαλώνουν στον δρόμο (και γίνονται κινούμενες βόμβες), ενώ οι πατεράδες τους (δύο ήταν) έχουν εξαφανιστεί - και από τον μεγαλύτερο αδελφό του Νίκυ, τον νταή και σκληρό Σέϊν ο οποίος απειλεί θεούς και δαίμονες.

Η υπόθεση όμως, όλως περιέργως, ανατίθεται στον κοντά στη σύνταξη και παροπλισμένο Μπιλ Άστον, ο οποίος δείχνει να έχει διαφορετική οπτική από τον Ρέζνικ στην προσέγγιση των γεγονότων, αλλά μετά από λίγες ημέρες το πτώμα του ήρεμου, οικογενειάρχη βετεράνου επιθεωρητή, βρίσκεται κακοποιημένο σε ένα πάρκο κοντά στο σπίτι του. Όλα δείχνουν ότι έπεσε θύμα ληστείας και άγριου ξυλοδαρμού και ο Ρέζνικ με την ομάδα του αναλαμβάνουν και τις δύο υποθέσεις, οι οποίες όσο τις ψάχνουν μέσα από κυκλώματα νεοναζί χουλιγκάνων, διάφορων περιθωριακών και άλλων παρόμοιων κύκλων οδηγούν σε φρικιαστικές καταστάσεις από τις οποίες κανείς δεν μπορεί να βγεί αλώβητος.

Ο επιθεωρητής Ρέζνικ, Αγγλοπολωνικής καταγωγής γύρω στα 40, απόμακρος και ενδιαφέρων τύπος, είναι ο ήρωας 12 μυθιστορημάτων του Χάρβεϋ (η «Εύκολη λεία» είναι το 8ο της σειράς). Ανθρώπινος χαρακτήρας με πολλές ευαισθησίες, ο οποίος προσπαθεί να συνέλθει από το διαζύγιό του και ερωτεύεται την Χάνα Κάμπελ (την δασκάλα που δίδασκε στο σχολείο που πήγαινε ο Νίκυ Σνέηπ - όποτε πήγαινε), προσπαθώντας να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή του. Ο συγγραφέας ακολουθεί την ενδιαφέρουσα σχέση τους (και οι δύο πληγωμένοι αισθηματικά κάνουν ένα ιδιαίτερα ρομαντικό ζευγάρι) μέσα σε ένα πλέγμα βίας και φρίκης που χαρακτηρίζει την κοινωνικά κατεστραμμένη πόλη με τα υψηλότερα ποσοστά στη χώρα εγκληματικότητας και ανεργίας.

Δυσπροσάρμοστοι έφηβοι, προβληματικές οικογένειες, ρατσισμός, ομοφοβία, κοινωνική και ηθική εξαθλίωση συνθέτουν το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται αυτό το πολύ καλό αστυνομικό μυθιστόρημα, με την ωραία πλοκή που δεν έχει πολλές ανατροπές αλλά σε κρατάει μέσα στην αγωνία μέχρι το τέλος. Ο Χάρβεϋ στο βιβλίο του δεν έχει μόνο πολύ ενδιαφέροντες και ζωντανούς χαρακτήρες αλλά περιγράφει εξαιρετικά το κοινωνικό πλαίσιο μέσα από την ματιά του ψύχραιμου αλλά συναισθηματικού ήρωά του ο οποίος ξεκουράζεται ακούγοντας τζαζ και παίζοντας με τις γάτες του, προσφέροντας μας έναν χαρακτήρα πολύ γοητευτικό τον οποίο θέλουμε να συναντήσουμε και σε άλλες ιστορίες.


LINO CANNAVACCIUOLO - Altalena