Δευτέρα, Ιουλίου 30, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 30, 2012 | Permalink
Μια διαδρομή στην "Κόλαση"

Ειρωνία και χιούμορ, απέραντη φρίκη και άκρατος λυρισμός, γλαφυρές περιγραφές, μοναδικό ύφος που πολλές φορές γίνεται γκροτέσκο και μπαρόκ, αγάπη για τη ζωή και την αυθεντικότητα, αηδία για το ψεύτικο και τα στολίδια, αυτά είναι κάποια από τα εμφανή στοιχεία που διατρέχουν το έργο του μεγάλου συγγραφέα και διανοητή του 20ου αιώνα, Curzio Malaparte. Και όλα αυτά (μαζί με άλλα πολλά) βρίσκονται συγκεντρωμένα στο εμβληματικό magnus opus του, στο αυτοβιογραφικό (όπως τα περισσότερα του βιβλία άλλωστε) μυθιστόρημα του, με τίτλο «ΤΟ ΔΕΡΜΑ» («La Pelle»), (Εκδ. Μεταίχμιο, (έξοχη) μετάφρ. Π.Σκόνδρας, σελ. 446) που γράφτηκε αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και είναι μια «άτυπη» συνέχεια του μεγαλειώδους «ΚΑΠΟΥΤ».

Στο «Δέρμα» ακολουθώντας το ύφος που τον καθιέρωσε, ο (ήδη γνωστός στον κόσμο μετά το πάταγο του «Καπούτ») συγγραφέας, κάνει ένα συνδιασμό (υψηλής) λογοτεχνίας, ιστορικού μυθιστορήματος με στοιχεία δημοσιογραφικού ρεπορτάζ. Από τις στέπες της Ανατολικής Ευρώπης και την προέλαση των Γερμανών σε Ουκρανία, Σοβιετική Ένωση που αποτέλεσε το κύριο υλικό στο προηγούμενο βιβλίο του, εδώ αναπαριστά και μεταφέρει τις πρώτες μέρες της Αμερικανικής (απελευθερωτικής) εισβολής στην Ιταλία. Η απελευθέρωσης της Νάπολης, η πορεία προς την Ρώμη, οι μάχες στην Φλωρεντία και η επιστροφή του στον γενέθλιο τόπο του, το μικρό Πράτο της Τοσκάνης είναι τα γεγονότα που περιγράφονται. Ουσιαστικά όμως το βιβλίο – στο 75% της ύλης του - περιστρέφεται γύρω από τις πρώτες μέρες των αμερικανών στον Ιταλικό νότο, κυρίως στη Νάπολη και στην χαοτική κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη.

«Δεν συνέβη τίποτε στην Ευρώπη» είπα.
«Τίποτε;» είπε ο στρατηγός Γκιγιόμ. «Και η πείνα, οι βομβαρδισμοί, οι τουφεκισμοί, οι σφαγές, η αγωνία, ο τρόμος – όλα τούτα είναι ένα τίποτα για σας;»
«Α, αυτά δεν είναι τίποτε» είπα. «Είναι για γέλια η πείνα, οι βομβαρδισμοί, οι τουφεκισμοί, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης – όλα είναι για γέλια, κουταμάρες, παλιές ιστορίες. Στην Ευρώπη αυτά τα ξέρουμε από αιώνες. Τα έχουμε πια συνηθίσει. Δεν φταίνε αυτοί που καταντήσαμε έτσι.».
«Τότε τι σας κατάντησε έτσι;» είπε με κάπως βραχνή φωνή ο στρατηγός Γκιγιόμ.
«Το δέρμα»
«Το δέρμα; Ποιο δέρμα;» είπε ο στρατηγός Γκιγιόμ.
«Το δέρμα μας» απάντησα σιγανά. «Το δέρμα μας, ετούτο το καταραμένο για τομάρι. Εσάς ούτε που σας περνάει από το νου για πόσα είναι ικανός ένας άνθρωπος, για τι ηρωισμούς και για τι ατιμίες είναι ικανός, προκειμένου να σώσει το τομάρι του. Ετούτο, ετούτο το σιχαμερό πετσί, βλέπετε;» (Και λέγοντας έτσι, τσιμπούσα με δυο δάχτυλα το δέρμα από τη ξανάστροφη του χεριού μου και το τραβούσα πέρα δώθε). «Κάποτε ο κόσμος υπέφερε από την πείνα, τα βασανιστήρία, τα πιο τρομερά μαρτύρια, σκότωνε και πέθαινε, υπέφερε και έκανε τους άλλους να υποφέρουν, για να σώσει την ψυχή, για να σώσει την δική του ψυχή και την ψυχή των άλλων. Ήταν ικανός για κάθε ανδραγάθημα και για κάθε ατιμία, προκειμένου να σώσει την ψυχή. Όχι την δική του μόνο αλλά και των άλλων. Σήμερα ο κόσμος υποφέρει και κάνει τους άλλους να υποφέρουν, σκοτώνει και πεθαίνει, κάνει πράγματα καταπληκτικά και πράγματα φρικώδη, κι όχι για να σώσει την ψυχή του, αλλά για να σώσει το τομάρι του. Ο κόσμος θαρρεί ότι παλεύει και υποφέρει για την ψυχή του, αλλά στην πραγματικότητα παλεύει και υποφέρει για το τομάρι του, μονάχα για το τομάρι του. Όλα τα υπόλοιπα δεν μετράνε. Είμαστε ήρωες για κάτι πολύ φτωχό σήμερα! Για ένα άσχημο πράγμα. Το ανθρώπινο δέρμα είναι άσχημο πράγμα. Κοιτάξτε. Είναι σχαμερό. Και να σκεφτείς ότι ο κόσμος είναι γεμάτος ήρωες έτοιμους να θυσιάσουν τη ζωή τους για κάτι τέτοιο!»
«Tout de meme…» είπε ο στρατηγός Γκιγιόμ.
«Δεν μπορείτε να αρνηθείτε ότι σε σύγκριση με όλα τα υπόλοιπα…Σήμερα στην Ευρώπη πουλιούνται τα πάντα – τιμή, πατρίδα, ελευθερία, δικαιοσύνη. Πρέπει να αναγνωρίσετε πως είναι ασήμαντο να πουλάει κανείς τα παιδιά του.»
«Εσείς ήσαστε τίμιος άνθρωπος» είπε ο στρατηγός Γκιγιόμ «δεν θα πουλούσατε τα παιδιά σας.»
«Που ξέρεις» απάντησα χαμηλόφωνα. «Το θέμα δεν είναι να είσαι τίμιος άνθρωπος, δεν σημαίνει τίποτα να είσαι καθωσπρέπει άνθρωπος. Δεν είναι ζήτημα προσωπικής εντιμότητας. Φταίει ο σύγχρονος πολιτισμός, αυτός ο πολιτισμός χωρίς Θεό, που υποχρεώνει τους ανθρώπους να δίνουν τέτοια σημασίας στο τομάρι τους. Μόνο το τομάρι μετράει τώρα πια. Σίγουρο, χειροπιαστό, αναντίρρητο, είναι μονάχα το τομάρι. Είναι το μόνο που κατέχουμε. Που είναι δικό μας. Το πιο θνητό πράγμα που υπάρχει στον κόσμο. Μόνο η ψυχή είναι αθάνατη, αλίμονο! Αλλά τι αξία έχει τώρα πια η ψυχή; Μόνο το τομάρι μετράει. Όλα είναι φτιαγμένα από ανθρώπινο δέρμα. Ως κι οι σημαίες των στρατών είναι φτιαγμένες από ανθρώπινο δέρμα. Δεν πολεμάει κανείς πια για την τιμή, για την ελευθερία, για την δικαιοσύνη. Πολεμάει για το δέρμα, για τούτο το σιχαμερό τομάρι.»
«Εσείς δεν θα πουλούσατε τα παιδιά σας» ξανάπε ο στρατηγός Γκιγιόμ κοιτάζοντας την ανάστροφη του χεριού του.
«Που ξέρεις;» είπα. «Εάν είχα παιδί ίσως πήγαινα να το πουλήσω, για να αγοράσω αμερικανικά τσιγάρα. Πρέπει να είμαστε άνθρωποι της εποχής μας. Όταν είσαι άνανδρος, πρέπει να είσαι άνανδρος πέρα για πέρα.»

Θα μπορούσε να έχει ως τίτλο, «Μια διαδρομή στη κόλαση», διότι αυτό ουσιαστικά περιγράφει ο Μαλαπάρτε. Προβοκάτορας αλλά και μελαγχολικός, ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει την «αθωότητα» και «αφέλεια» των αμερικανών στρατιωτών με την πονηριά, την ηθική κατάπτωση, των συμπατριωτών του Ναπολιτάνων. Η ανάγκη για επιβίωση, ο καθημερινός αγώνας για τροφή, κορμιά κάθε ηλικίας και γούστου να πουλιούνται και ν’αγοράζονται πάνω στα ερείπια μιας (κάποτε) βασιλικής πόλης. Τα γερμανικά αεροπλάνα να βομβαρδίζουν και ολόκληρες συνοικίες να εξαφανίζονται, οι άνθρωποι να συμβιώνουν με τα ποντίκια, όλα να πουλιούνται και να διαπραγματεύονται. Και στη μέση όλων αυτών, οι Αμερικάνοι να παρακολουθούν άναυδοι και με ένα παράξενο μίγμα γοητείας και αηδίας να τους κυριεύει.

Ο Μαλαπάρτε είχε αναλάβει τη διοίκηση ενός λόχου Ιταλών που είχε τεθεί κάτω από τις διαταγές των Αμερικανών. Ντυμένος με μια παλιά βρετανική στολή τρυπημένη από τις σφαίρες, συνοδεύει τους Αμερικανούς στις αποστολές τους, φροντίζει για διάφορα πράγματα – ας μη λησμονούμε ότι εκτός από διανοούμενος και «εχθρός» του Μουσολινικού καθεστώτος, ήταν ένας πολύγλωσσος αριστοκράτης  (ο οποίος «υποχρέωνε» τους αδαείς Αμερικάνους στρατιωτικούς να του φέρονται με σεβασμό παρά την δεδομένη τους αντιπάθεια προς το ύφος του), με πολλές γνωριμίες οπότε, παρά την τσουχτερή του γλώσσα και την διάχυτη ειρωνία των λόγων του, ήταν απαραίτητος για την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση των Αμερικανών που ένιωθαν σαν να προσγειώθηκαν σε έναν άλλο πλανήτη και φέρονταν περισσότερο ως κατακτητές παρά ως «απελευθερωτές».

«Ωστόσο, παρά τον καθολικό και ειλικρινή ενθουσιασμό, δεν υπήρχε ούτε ένας Ναπολιτάνος σε ολόκληρη τη Νάπολη, που να νιώθει νικημένος. Δεν μπορώ να πω με ποιόν τρόπο είχε γεννηθεί μες στη ψυχή του λαού αυτό το παράδοξο συναίσθημα. Δεν χωρούσε αμφιβολία ότι η Ιταλία, συνεπώς και η Νάπολη, είχε ηττηθεί στον πόλεμο. Βεβαίως, είναι αρκετά πιο δύσκολο να χάνεις έναν πόλεμο παρά να τον κερδίζεις. Όλοι ξέρουν πώς να κερδίζουν τον πόλεμο, αλλά δεν είναι όλοι τους ικανοί να τον χάνουν. Όμως δεν αρκεί να χάσεις τον πόλεμο για να έχεις το δικαίωμα να νιώθεις ηττημένος λαός. Μες στην παμπάλαια σοφία τους, θρεμμένη από πολλαπλές οδυνηρές εμπειρίες ανά τους αιώνες, και μες στην ανυπόκριτη σεμνότητά τους, οι καημένοι μου οι Ναπολιτάνοι, δεν σφετερίζονταν το δικαίωμα να νιώθουν ηττημένοι ως λαός. Αλίμονο, αυτό αποτελούσε μια σοβαρή έλλειψη τακτ. Μα μπορούσαν να απαιτούν οι Σύμμαχοι να απελευθερώνουν τους λαούς και ταυτόχρονα να τους υποχρεώνουν να νιώθουν ηττημένοι; Ή ελεύθεροι ή ηττημένοι. Θα ήταν άδικο να κατηγορηθούν επειδή ο ναπολιτάνικος λαός δεν αισθανόταν ούτε ελεύθερος ούτε ηττημένος.»

Η «απελευθέρωση» μπορεί να είναι ένας καινούργιος εφιάλτης μας λέει ο Μαλαπάρτε και με το εκπληκτικό του ύφος μας μεταφέρει σε ένα όργιο γκροτέσκων εικόνων διανθισμένων με αυτό το σαγηνευτικό μαύρο χιούμορ του, το τόσο αναρχικό και σουρεαλιστικό. Μαύροι αμερικανοί στρατιώτες που μπαίνουν σε δημοπρασία εν αγνοία τους και αλλάζουν «ιδιοκτήτη» χαμογελαστοί και καμαρωτοί, αφού η κάθε οικογένεια θεωρούσε εξαιρετική επένδυση να φροντίζει και να ταίζει τον «μαύρο στρατιώτη» της, ο οποίος μπορεί να πήδαγε ή ακόμα καλύτερα να παντρεύονταν την κόρη (ή τις κόρες) τους και να τους έφερνε καθημερινά φαγητό και δωράκια. Γυναίκες κάθε ηλικίας που κάθονται στα μπαλκονάκια τους σηκώνοντας τα φουστάνια τους στους στρατιώτες και πουλούσαν τον εαυτό τους για λίγα δολλάρια. Το αρχαίο και ξακουστό ενυδρείο της Νάπολης να αδειάζει επειδή ο αμερικανός στρατηγός έπρεπε να βρει ψάρι για τα δείπνα του – με αποκορύφωμα το μαγείρεμα της μοναδικής «γοργόνας» της πόλης, όπου οι εμβρόντητοι αξιωματικοί βρέθηκαν μπροστά σε ένα ψάρι με κοριτσίστικα χαρακτηριστικά!

Ομοφοβικός και ρατσιστής ο Μαλαπάρτε δεν ωραιοποιεί, ούτε «στρογγυλεύει» τη γλώσσα του. Απεχθάνεται τις ορδές των ομοφυλόφιλων που κατεβαίνουν στον Ιταλικό νότο, δήθεν μαρξιστές και αριστερίζοντες αλλά στην πραγματικότητα για να βρουν ωραία και αθώα αμερικανάκια. Σε πάρα πολλά θυμίζει τον έτερο μεγάλο και θυελλώδη ρατσιστή, τον Σελίν – εξάλλου και οι δύο αγαπήθηκαν και μισήθηκαν το ίδιο.

Ο συγγραφέας δεν ηθικολογεί, ούτε εξυμνεί κάποια ανώτερα ανθρώπινα ιδανικά – εξάλλου όλα ισοπεδώνονται και διαλύονται. Το λέει όσο πιο ωμά (και κατανοητά) μπορεί. Ο νικητής τα παίρνει όλα – αξίες, ιδέες που τις βαφτίζει κατά το δοκούν (ο χθεσινός φασισμός, και η αμερικανικός χριστιανικός φιλελευθερισμός δεν έχουν και τόσες διαφορές) – ο Μαλαπάρτε προφητικός, το βλέπει να’ρχεται, μετά τον πόλεμο όλα αλλάζουν και η Ευρώπη δεν θα είναι ποτέ η ίδια. Μέσα στην παράνοια των περιγραφών, υπάρχουν συζητήσεις γύρω από τις ιδέες του Μαρξ, του Σαρτρ – διανοουμενισμός μέσα σε ένα περιβάλλον σκληρού και απάνθρωπου ρεαλισμού, όπου μόνο το ένστικτο δείχνει να είναι το κυρίαρχο συναίσθημα.

Ο αναγνώστης καλείται να βγάλει τα συμπεράσματα του, ο συγγραφέας δεν παίρνει θέση, δεν σχολιάζει. Τα γεγονότα παρατίθενται με καταιγιστικό ρυθμό και οι σκηνές της αμερικάνικης προέλασης ισορροπούν μεταξύ πολύ βίαιων (και πολλές φορές αηδιαστικών) σκηνών και ειρωνίας, χιούμορ και φρίκης – με αποκορύφωμα, την είσοδο των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ρώμη (αφού πρώτα ο Μαλαπάρτε οδηγεί τα στρατεύματα από την αρχαία Άππια οδό και τους κάνει πραγματική ξενάγηση!), όπου ένα τανκ πατάει και λιώνει (κυριολεκτικά όμως) έναν άμοιρο ντόπιο που είχε βγει στους δρόμους να πανηγυρίσει την άφιξη των αμερικάνων.

Για την «bigger than life» προσωπικότητα και το έργο του μεγάλου αυτού συγγραφέα, υπάρχουν πολλά στοιχεία στο post (που έγραψα πριν 3 χρόνια) για το «Καπούτ», οπότε είναι πλεονασμός να τα επαναλάβω εδώ. Στο «Δέρμα» υπάρχει και η περίφημη σκηνή με την επισκεψη του Ρόμελ στην μοναδική βίλα του Μαλαπάρτε στο Κάπρι και την διάσημη συνομιλία τους «…προτού φύγει, με ρώτησε αν είχα αγοράσει το σπίτι μου ήδη έτοιμο ή το είχα σχεδιάσει και κατασκευάσει εγώ. Του απάντησα – και δεν ήταν αλήθεια – πως είχα αγοράσει το σπίτι έτοιμο. Και με μια πλατιά χειρονομία, δείχνοντάς του την ορθοπλαγιά της Ματρομάνια, τους τρεις γιγαντιαίους βράχους των Φαραλιόνι, τη χερσόνησο του Σορέντο, τα νησιά των Σειρήνων, τα γαλάζια μάκρη της ακτής του Αμάλφι και την απόμακρη χρυσαφένια λάμψη της ακτής του Πέστουμ, του είπα: «Εγώ σχεδίασα το τοπίο.» ». Ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς και διανοητές του 20ου αιώνα σε ένα «μυθιστόρημα», το οποίο (όσο μεγαλεπήβολο και κλισέ κι αν ακούγεται) δεν πρέπει να λείπει από καμμία βιβλιοθήκη.

Υ.Γ. «Το Δέρμα»μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, το 1981 από την αντιφατική και πομπώδη σκηνοθέτιδα Λ.Καβάνι. Πήρε ανάμεικτες κριτικές αλλά συζητήθηκε πολύ για την ωμότητα των σκηνών του. Μπορεί η ταινία να μην φτάνει στο μεγαλείο του βιβλίου, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη επιλογή για τον ρόλο του Κ.Μαλαπάρτε από τον Μ.Μαστρογιάνι.


   
   

   


Lalo Schifrin – La Pelle (OST)

______________________________________________

Το blog θα μείνει κλειστό για 2 εβδομάδες λόγω θερινών διακοπών.



 
Τρίτη, Ιουλίου 24, 2012
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 24, 2012 | Permalink
Βασιλιάς σε καταδίωξη

«Το σκάκι – λέει ο Τζορτζ Στάϊνερ – είναι μια άσκηση για τρελλούς, σκέτη μανία. Παράνοια, φαντασιοπληξία, αυτισμός, ιδιοτροπία δεν είναι καν ελαττώματα των ατόμων, αλλά αναβλύζουν από τη βαθιά δομή αυτού του απελπισμένα σοβαρού, λογικά παράλογου, υπεραφηρημένου παιχνιδιού. Μα όποιος παίζει πάντα με αντίπαλο τον εαυτό του βρίσκει παρηγοριά μονάχα στις μονομαχίες σε ανοιχτό πεδίο και χαλαρώνει όταν έχει έναν αληθινό εχθρό. Η μάχη τον ηρεμεί, είναι πιο ήσυχος. Απόλυτα φυσιολογικός. Για μια φορά, ό,τι βρίσκεις απέναντί σου δεν είναι ένας εμπρηστικός καθρέφτης, δεν είναι το δικό σου φάντασμα. Αυτό το πρόσωπο, αυτές οι χειρονομίες, αυτές οι κινήσεις δεν είναι δικές σου, κι είναι θαυμάσια έτσι. Χωρίς θυμό. Χωρίς μίσος. Είναι ζήτημα διανοητικής υγείας, επιβίωσης. Να παίζεις εναντίον ενός άλλου σημαίνει να κατακτάς ένα κομματάκι από τον κόσμο. Να ανασαίνεις.»

Το να διαβάζω βιβλίο γύρω από το σκάκι ήταν ήδη μια (προσωπική) υπέρβαση αφού ούτε γνωρίζω το παιχνίδι, ούτε με ενδιέφερε ποτέ να μάθω. Το να μου αρέσει τόσο πολύ όμως (το συγκεκριμένο βιβλίο – παρότρυνση και δώρο καλού φίλου) ήταν κάτι που δεν περίμενα. Ίσως επειδή το σκάκι είναι απλώς η αφορμή για τον Ιταλό συγγραφέα και δημοσιογράφο, Vittorio Giacopini να ασχοληθεί με τη ζωή ενός ανθρώπου χαρισματικού, του μεγάλου μαίτρ Bobby Fischer, στην υπέροχη μυθιστορηματική βιογραφία, «ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΣΕ ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ» («Re in fuga»), (Εκδ.Κέδρος, (ωραία) μετάφρ. Π.Σκόνδρας, σελ.298).

Το βιβλίο του Τζακοπίνι (γραμμένο πριν από τον θάνατο του Φίσερ), ανήκει στην κατηγορία εκείνων των (ψευδο)βιογραφικών μυθιστορημάτων – όπως το πολύ όμορφο «Σάντα Εβίτα» του Μαρτίνεζ – όπου ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται για την πιστή αναπαράσταση της ζωής του βιογραφούμενου, αλλά στηριζόμενος σε αφηγήσεις, συνεντεύξεις, βιβλία άλλων συγγραφέων, ρεπορτάζ και κινηματογραφικά ή τηλεοπτικά ντοκουμέντα, χτίζει μια άκρως υποκειμενική και αυθαίρετη μυθιστορηματική βιογραφία γύρω από το πρόσωπο που τον ενδιαφέρει. Όπως γράφει κι ο ίδιος ο Τζακοπίνι στο τέλος του βιβλίου: «Αυτό το μυθιστόρημα διηγείται (και γεγονότα) που συνέβησαν πραγματικά και κανένα πρόσωπο δεν είναι φανταστικό. Αλλά μόνο αυτό – όλα τα υπόλοιπα είναι επινόηση, αυθαίρετη ερμηνεία, προδοσία.»

Μέσα από τις σελίδες του άκρως εθιστικού αυτού βιβλίου, προσπαθούμε να κατανοήσουμε την προσωπικότητα του Μπόμπι Φίσερ. Θυμάμαι που ήμουνα μικρό παιδί, στις αρχές της εφηβείας μου και διάβαζα στην εφημερίδα, ή έβλεπα στην χουντική τηλεόραση της εποχής τις καθημερινές ανταποκρίσεις, για την αναμέτρηση Φίσερ-Σπάσκι το 1972 στο Ρέυκιαβικ της Ισλανδίας. Μια σκακιστική αναμέτρηση που εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, ήταν ουσιαστικά μια αναμέτρηση των 2 κόσμων, με παγκόσμια τηλεοπτική κάλυψη και συνεχή ρεπορτάζ. Οι τρέλες του Φίσερ, η ηρεμία του Σπάσκι, θεωρίες συνομωσίας σε μια σειρά αγώνων που κράτησαν 3 μήνες και έφεραν τον Φίσερ στην κορυφή του αθλήματος σε παγκόσμιο επίπεδο και το σπάσιμο της Σοβιετικής κυριαρχίας για πρώτη φορά.

Ποιος ήταν όμως ο Μπόμπι Φίσερ (Μάρτιος 1943 – Φεβρουάριος 2008); Το μυστήριο γύρω από το πρόσωπό του παραμένει. Ο Τζακοπίνι τον παρομοιάζει με «αναχωρητές» συγγραφείς, τον Πίντσον, τον Σάλιντζερ, με τραγουδοποιούς που άλλαξαν την πορεία της μουσικής, όπως τον Ντύλαν. Ένας sui-generis άνθρωπος, ο οποίος εξετέθη στο φως της δημοσιότητας από μικρό παιδί, όταν σε ηλικία ούτε καν 15 χρονών κερδίζει το πρωτάθλημα των Η.Π.Α. Χαρακτηριστική περίπτωση παιδιού-θαύματος, από 7 χρονών έδειξε το ταλέντο του, καθοδηγούμενος από την ισχυρή προσωπικότητα της μητέρας του Ρεγκίνας. Παιδί αγνώστου πατρός ή τουλάχιστον ουδέποτε επίσημα αναγνωρισμένο από τον Πάουλ Νεμένι, του οικογενειακού φίλου και πρόσφυγα όπως η Ρεγκίνα από την Χιτλερική Γερμανία που μετά από ένα χρονικό διάστημα στην Μόσχα, τον γάμο της με τον γιατρό Χανς-Γκέρχαρντ Φίσερ και την γέννηση της κόρης της φθάνει στο Σικάγο των Η.Π.Α. το ’39, χωρίς τον σύζυγό της, ο οποίος μη μπορώντας να πάρει βίζα μένει στο Σαντιάγκο της Χιλής και δεν θα ξαναειδωθούν ποτέ. Ο Μπόμπι γεννιέται το ’43, καταγράφεται ως νόμιμο τέκνο του Χ.Γ.Φίσερ αλλά το F.B.I. που ήδη παρακολουθεί την Ρεγκίνα από το ’42 ως «ύποπτη κομμουνιστικής ιδεολογίας», γνωρίζει ότι το ζεύγος είχε να βρεθεί μαζί κάπου 4 χρόνια.

Η «αναζήτηση» του πατέρα (ο Νεμένι στηρίζει οικονομικά την οικογένεια, παρότι έχει ήδη δημιουργήσει την δική του, αλλά πεθαίνει το 1952), η καταπιεστική αλλά μονίμως διωκόμενη και παρακολουθούμενη από τις κρατικές αρχές μητέρα, η οικονομική ένδεια, στιγματίζουν την προσωπικότητα του Μπόμπι, ο οποίος μόνο ένα πράγμα έχει στο μυαλό του.

«Θέλω μονάχα να παίζω σκάκι, δε με νοιάζει τίποτε άλλο.»

Η πορεία του προς την κορυφή είναι ιλιγγιώδης και σύντομα προτού κλείσει τα 20 του χρόνια, υποχρεώνει τον Τύπο να ασχοληθεί μαζί του. Κοντράρει στα ίσια τους Σοβιετικούς γκραν-μαίτρ και διαλύει με συνοπτικές διαδικασίες όλους τους άλλους. Δεν δίνει συνεντεύξεις, δεν εμφανίζεται συχνά – περνάνε μεγάλες περίοδοι αποχής από τα «εγκόσμια» - κάτι περίεργες δηλώσεις, η προσκόλληση του με μια θρησκευτική σέχτα, ο έντονος αντισημιτισμός του, δείχνουν έναν άνθρωπο αντιπαθητικό στα όρια της παράνοιας. Έχει όμως ένα σκοπό – να γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής.

Το Ρέυκιαβικ το ’72 επιλέγεται ως η ουδέτερα έδρα για να γίνει ο «τελικός των τελικών». Τηλεοράσεις, εφημερίδες, ανταποκριτές διάσημοι συγγραφείς όπως ο Άρθουρ Κέσλερ που επιλέγεται για τον αντικομμουνισμό του. Οι Η.Π.Α. και η Σοβιετική Ένωση επιλέγουν να λύσουν τις πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές τους, στο πιο μονήρες των αθλημάτων, το σκάκι. Και οι μονομάχοι να είναι ο καθένας στον κόσμο του – καθόλου οι ιδανικοί αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων τους που επενδύουν τόσα πολλά σ’αυτή την αναμέτρηση.
Ο Φίσερ που την Αμερική την έχει γραμμένη στ’αρχίδια του και ο Σπάσκι μπον-βιβέρ και διανοούμενος που προτιμάει να ασχολείται με την Ιστορία παρά με το άθλημα του, δίνουν έναν αγώνα λυσσαλέο. Ο Φίσερ κερδίζει και γίνεται παγκόσμιος πρωταθλητής. Το όνειρό του (;) γίνεται πραγματικότητα. Τον υποδέχονται με τιμές στην πατρίδα του και όταν περνάνε τα πανηγύρια εκείνος αποσύρεται στην Καλιφόρνια και απομονώνεται.
Εν τω μεταξύ έχουν γραφτεί μιούζικαλ γύρω από τη μεγάλη μονομαχία («Chess» των Ράις/ABBA), άρθρα, η Αμερική χρειαζόταν ένα σύμβολο και το βρίσκει στο πρόσωπο του πλέον «ακατάλληλου» ανθρώπου, αλλά όταν η εκκεντρικότητά του αρχίζει να κουράζει, σιγά-σιγά τον εγκαταλείπουν, αμήχανοι και φοβισμένοι σ’αυτά που είναι έτοιμος να ξεστομίσει…

Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Πριν από 100 περίπου χρόνια, το 1858 άλλος ένας Αμερικανός, ο Πολ Μόρφι, γίνεται παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι. Τον υποδέχονται με τιμές εθνικού ήρωα. Αλλά εκείνος αλαζόνας και προκλητικός αποσύρεται και σε λίγο καιρό ξεχνιέται. Τον βλέπουν μετά από καιρό στους δρόμους της Ν.Ορλεάνης ντυμένο γυναίκα να απαγγέλει στίχους! Τώρα ο Μπόμπι αηδιασμένος αποσύρεται στην Καλιφόρνια, στηρίζει οικονομικά την θρησκευτική αίρεση ώσπου στο τέλος τα σπάει και μαζί τους, γράφει αντισημιτικές επιστολές στον τύπο, ενώ μια μέρα συλλαμβάνεται στον δρόμο διότι νόμιζαν ότι ήταν κάποιος αλήτης, ύποπτος για ληστεία.

«They sentenced me to twenty years of boredom» τραγουδούσε ο Λ.Κοέν και έτσι, 20 χρόνια μετά, ο Μπόμπι Φίσερ επανεμφανίζεται. Είναι 1992 και αποδέχεται την πρόσκληση για έναν αγώνα ενάντια στον αιώνιο αντίπαλό του, τον Σπάσκι (και οι δύο ουσιαστικά εκτός επίσημης λίστας διεκδικητών κάποιου τίτλου αλλά με την φήμη να τους συνοδεύει αμείωτη), με έπαθλο, το ιλιγγιώδες ποσόν των 20 εκατομμυρίων δολλαρίων από έναν πάμπλουτο Σέρβο. Ο τόπος διεξαγωγής όμως είναι το Μαυροβούνιο και οι ΗΠΑ έχουν κηρύξει εμπάργκο κατά της (τότε ενωμένης) Σερβίας. Ο Φίσερ προκλητικά σχίζει την κυβερνητική επιστολή απαγόρευσης μπροστά στις κάμερες και η κυβέρνηση Τζ.Μπους βγάζει ένταλμα σύλληψης του «προδότη». Το ματς δεν έχει σημασία – ο Φίσερ κερδίζει χαλαρά – αλλά από εκείνη τη μέρα, είναι ένας φυγάς. Βουδαπέστη (και η πρώτη σοβαρή σχέση με την Ζίτα,μια Ουγγαρέζα παντρεμένη σκακίστρια), Φιλιππίνες (άλλη σοβαρή σχέση και ένα παιδί που ίσως να είναι δικό του), Τόκυο, το FBI και η CIA είναι από πίσω του, μετά την μητέρα του, τώρα παρακολουθούν κι’αυτόν – θεωρεί τον εαυτό του «θύμα της παγκόσμιας Εβραϊκής συνωμοσίας» - και ασχολείται με αντιαμερικανικά και αντιεβραϊκά κηρύγματα στα ραδιόφωνα της Μανίλας και της Βουδαπέστης. Με την 11η Σεπτεμβρίου σχεδόν πανηγυρίζει («Θαυμάσιες ειδήσεις»!!) – πλέον θεωρείται «τρομοκράτης».
Στο Τόκυο είναι ήρεμος για πρώτη ίσως φορά στη ζωή του. Ζει μαζί με μια παλιά του γνώριμη από τη δεκαετία του 70 άγνωστος μεταξύ αγνώστων, αλλά η προσπάθεια του να ταξιδέψει εκτός της χώρας, κινητοποιεί τις αρχές του αεροδρομίου, η Ιαπωνία θέλει να τον εκδόσει στις Η.Π.Α. και μετά από ένα χρόνο φυλακή περιμένοντας την έκδοσή του, κάνει την μεγαλοφυή κίνηση, ζητάει πολιτικό άσυλο από την Ισλανδία, και φεύγει για το Ρέυκιαβικ, όπου ζει την υπόλοιπη ζωή του, μέχρι τον θάνατό του από νεφρική ανεπάρκεια το 2008.

Τρελλός ή Επαναστάτης; Το πρόβλημα με την ζωή του Φίσερ είναι ότι δεν υπάρχουν αξιόπιστες πηγές να βασιστεί κάποιος που θέλει να γράψει την βιογραφία του. Μερικά ντοκιμαντέρ – κυρίως με αφορμή την «μεγάλη μονομαχία» - , κάποια βιβλία που έχουν γράψει άνθρωποι που ήταν δίπλα του σε σύντομες περιόδους της ζωής του, από τις πηγές του FBI. Έμεινε στην ιστορία για την «αναμέτρηση στο Ρέικιαβικ» και τις παλαβομάρες του, αλλά το ποιος ήταν πραγματικά ο Μπόμπι Φίσερ παραμένει ένα μυστήριο.

Το βιβλίο του Τζακοπίνι είναι γραμμένο σαν μυθιστόρημα (εξάλλου ο «ήρωάς του», ο Μπόμπι Φίσερ ήταν μια κατ’εξοχήν μυθιστορηματική προσωπικότητα), και σε παρασύρει σε βαθμό υπνωτιστικό, έτσι ώστε να κολλάς στις σελίδες του λες και διαβάζεις περιπετειώδες ανάγνωσμα. Ο συγγραφέας έχει εξαιρετικό στυλ, γλαφυρό και συχνά παραληρηματικό, ενώ αξιοποιεί τα λιγοστά στοιχεία που έχει για μια ζωή του ήρωά του γεμάτη ταλαιπωρίες και περιστατικά (που το καθένα από μόνο του μπορεί να συναρπάσει) με τρόπο θαυμαστό. Κάθε σελίδα σε υποχρεώνει να σταματήσεις και να σκεφτείς, το υπέροχο ύφος του Τζακοπίνι σε γοητεύει και σε συναρπάζει, σ’αυτό το λογοτεχνικό διαμάντι. Το «Rosebud» της ζωής του ιδιόμορφου αυτού τύπου δεν βρέθηκε ποτέ – αυτό όμως δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο την μαγεία του βιβλίου.

«Όσα ξέρουμε γι’αυτόν προέρχονται από πηγές εχθρικές, από την ανάποδη. Η λατρεία του για τη μυστικοπάθεια υπήρξε πάντοτε ακραία, μανιακή. Η εικόνα του Μπόμπι Φίσερ ως ενός απόλυτου μοναχικού, ενός τρελού στυλίτη, ενός αντικοινωνικού, είναι επίσης το υποχρεωτικό πλην όμως απατηλό αποτέλεσμα ενός περίτεχνου οπτικού παιχνιδιού. Στη σύντομη καριέρα του ως πρωταθλητή, στα μυστηριώδη χρόνια της μεγάλης φυγής…ο Φίσερ είχε φίλους, συντρόφους, συμμάχους, όπως και όλος ο κόσμος. Οι φιλίες του, όμως, βασίζονταν σε μια άγραφη συμφωνία, υπάκουαν στα κελεύσματα ενός τυραννικού νόμου που δε δέχεται εξαιρέσεις. Ποτέ να μη μιλάς στον Τύπο, ποτέ μη βγάζεις άχνα. Όντως, πάντα ο Φίσερ έκοβε μαχαίρι κάθε σχέση με οποιονδήποτε παραβίαζε αυτή τη ρητή εντολή της σιωπής. «Μη μιλάτε ποτέ για τίποτα και σε κανέναν. Αν το κάνετε, στο τέλος θα νιώσετε την έλλειψη όλων.» Πάρτε το φινάλε του «Φύλακα στη σίκαλη» και μεταμορφώστε το σε παραβολή του Κάφκα. Οι εξαιρετικά προσωπικοί σου φόβοι – ο φόβος μήπως σε παρεξηγήσουν, ο τρόμος της προδοσίας, η αδυναμία του ορφανού, μια σχεδόν παθολογική ντροπαλότητα – γίνονται καθολική εντολή, ο κανόνας των κανόνων για οποιαδήποτε σχέση, η μοναδική προϋπόθεση για να μείνεις σε επαφή. Μη λέτε ποτέ και τίποτα σε κανέναν. Τελεία και παύλα.»


   
   

   


Bob Dylan – It’s all right, Ma (I’m only bleeding)
 
Τρίτη, Ιουλίου 17, 2012
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 17, 2012 | Permalink
Ο μαίτρ της δευτέρας παρουσίας

Καφκικού ύφους και ατμόσφαιρας, η εξπρεσιονιστική νουβέλα του Αυστριακού (γεννημένου στην Πράγα), συγγραφέα Leo Perutz (1882-1957) με τίτλο «Ο ΜΑΙΤΡ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ», («Der Meister des Jüngsten Tages»), (Εκδ. Κίχλη, (ωραία) μετάφρ. Ρ.Ιωαννίδου, σελ.269), που γράφτηκε και πρωτοκυκλοφόρησε το 1923 προκαλώντας ιδιαίτερη αίσθηση στον λογοτεχνικό κόσμο της εποχής και μπερδεύοντας διανοητές της εποχής όπως τον Αντόρνο, τον Μπένγιαμιν, τον Κρακάουερ οι οποίοι αναγνώρισαν την αξία της αλλά διαφώνησαν ως προς την κατάταξή της. «Αστυνομικό μυθιστόρημα» ή νουβέλα του «Φανταστικού» - με τον ίδιο τον συγγραφέα να επισημαίνει ότι «ποτέ δεν έγραψε αστυνομικό μυθιστόρημα» και να δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τους μελετητές της λογοτεχνίας. Αυτό βεβαίως λίγο ενδιαφέρει τον αναγνώστη, ο οποίος (φυσιολογικά) απαλλαγμένος από εμμονές και αγκυλώσεις μπορεί να απολαύσει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και απολαυστικό κείμενο με ανυπέρβλητο στυλ.

Η νουβέλα εκτυλίσσεται στην Βιέννη το 1909 και η εποχή παίζει ιδιαίτερη σημασία στα δρώμενα αφού απηχεί την ατμόσφαιρα πριν από τον Α Παγκόσμιο πόλεμο και την αίσθηση του «τέλους εποχής» που υπήρχε. Αφηγητής της ιστορίας είναι ο βαρόνος Φον Γιός, ο οποίος είναι ο ίδιος άμεσα εμπλεκόμενος στα γεγονότα, τα οποία τα παρουσιάζει από την δικιά του (αμφιλεγόμενη και με πολλές «τρύπες») πλευρά ξεχνώντας πράγματα και αφήνοντας να αιωρούνται διάφορα υπονοούμενα που δείχνουν (και υποδεικνύουν) το διάτρητο των επιχειρημάτων του.

Η ιστορία αρχίζει με την αυτοκτονία του διάσημου (αλλά σε καθοδική καλλιτεχνική και οικονομική πορεία) ηθοποιού Ευγένιου Μπίσοφ. Η παρέα που είχε μαζευτεί να παίξει μουσική σπίτι του, ο βαρόνος Γιος, η σύζυγος του ηθοποιού Ντίνα (η οποία είχε μια ρομαντική περιπέτεια με τον βαρόνο πριν τον γάμο της), ο αδερφός της Φέλιξ, ο γιατρός Γκόρσκι και ο (έκτακτος προσκεκλημένος) μηχανικός του στρατού Σόλγκρουπ, μετά την μουσική εκτέλεση ενός έργου του Μπραμς, ακούνε μια περίεργη αφήγηση του ηθοποιού για τις μυστηριώδεις και πέραν πάσης λογικής αυτοκτονίες δύο αδερφών σε μια πόλη της ΑυστροΟυγγρικής αυτοκρατορίας χωρίς να υποψιάζονται τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν και θα άνοιγαν τον «ασκό του Αιόλου» αφήνοντας πίσω τους νεκρούς.
Οι καλεσμένοι προσπαθούσαν να αποκρύψουν (χωρίς πρότερη συννενόηση αλλά γνωρίζοντας την εύθραυστη ψυχολογική κατάσταση του Μπίσοφ) από τον ηθοποιό την κατάρρευση της τράπεζας στην οποία είχε εναποθέσει ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του, είδηση που είχε δημοσιευθεί στην πρωινή εφημερίδα, όταν λοιπόν η κουβέντα έρχεται σε μεγάλους ρόλους που είχε υποδυθεί ο Μπίσοφ και κάποιους ηθοποιούς που τους παίζουν σε θέατρα άλλων πόλεων, ο Μπίσοφ νιώθει πρόκληση από την κουβέντα και τους καλεί όλους σε λίγα λεπτά στο περίπτερο του κήπου του να τους δώσει μια μικρή επίδειξη των ικανοτήτων του. Ο βαρόνος Γιός βρίσκεται στον κήπο όταν ακούει τους δύο πυροβολισμούς από το περίπτερο. Τρέχει και βρίσκει τον Μπίσοφ νεκρό και από πάνω του τον γιατρό και τον μηχανικό. Όλα δείχνουν ότι πρόκειται περί αυτοκτονίας αλλά ο Φέλιξ, ο αδερφός της Ντίνας υποδεικνύει τον βαρόνο Γιός, ως υπεύθυνο και ως ηθικό αυτουργό της ενέργειας του Μπίσοφ, αφού τον κατηγορεί ότι προσπαθούσε να ξανακερδίσει την Ντίνα εξωθώντας τον ευαίσθητο καλλιτέχνη στην απονενοημένη πράξη. Ο Φέλιξ προτείνει δε στον βαρόνο την αυτοκτονία ως τίμια πράξη προτού καταγγείλει στο Σύνταγμά του την έμμεση εμπλοκή του στα γεγονότα.

Ο βαρόνος αρνείται οποιαδήποτε εμπλοκή του και προσπαθεί να ψάξει τους λόγους της αυτοχειρίας του ηθοποιού. Συμπαραστάτες στην προσπάθεια του, είναι ο μηχανικός Σόλγκρουπ και ο γιατρός Γκόρσκι, οι οποίοι βασιζόμενοι στο γεγονός των δύο πυροβολισμών θεωρούν ότι υπήρχε και κάποιος άλλος στο περίπτερο. Όταν όμως διαπιστώνουν ότι στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και άλλες αυτοκτονίες συμβαίνουν στην πόλη, σε συνδιασμό με αυτά που τους είχε διηγηθεί ο Μπίσοφ πριν τον θάνατό του το πράγμα εμπλέκεται ακόμα περισσότερο. Στο μυστήριο που υπάρχει την εξήγηση(;) θα δώσει ένα μυστικό που έρχεται κατευθείαν από τους μεσαιωνικούς χρόνους και την Φλωρεντία χάρη σ’ένα βιβλίο που αφηγείται την ιστορία του ζωγράφου Τζοβανσιμόν Κίτζι που αναπαριστά στους πίνακές του την έλευση της Δευτέρας Παρουσίας με ένα βαθύ κόκκινο χρώμα που όμοιό του δεν έχει ξαναϋπάρξει. Κάποιες από τις σελίδες αυτού του βιβλίου είναι εμποτισμένες με ένα θανατηφόρο φίλτρο που σε οδηγεί στην αποκάλυψη αλλά και στον θάνατο.

Είναι όμως έτσι τα πράγματα, τόσο μεταφυσικά ή κάτι άλλο συμβαίνει; Ο επίλογος της νουβέλας γραμμένος από τον εκδότη του χειρόγραφου που άφησε πίσω του, ο χαμένος στις μάχες του Α Παγκόσμιου πολέμου βαρόνος Φον Γιός δίνει μια άλλη διάσταση στα γεγονότα και αναγκάζει τον αναγνώστη να πάει πάλι πίσω στον πρόλογο του βαρόνου, ο οποίος ουσιαστικά είναι και ο επίλογος της ιστορίας. Ένα αριστοτεχνικό συγγραφικό εύρημα που προσδίδει έναν αέρα διαφάνειας στην νουβέλα και την αποκάλυψη (ή έστω την επιβεβαίωση της υποψίας) ότι ο βαρόνος δεν ήταν τόσο αθώος ή έστω περισσότερο αναμεμιγμένος στο μυστήριο απ’ότι μας άφηνε να καταλάβουμε η μέχρι τότε αφήγησή του.

«Δεν έχει περάσει ακόμα. Όχι δεν έχει περάσει. Από τα βάθη του αναδύονται οι εικόνες και τρυπώνουν μέσα μου τις νύχτες αλλά και μέρα μεσημέρι – τώρα βέβαια, δόξα τω Θεώ, αμυδρές και άτονες, σχήματα χωρίς ουσία. Κοιμάται το νεύρο στον εγκέφαλό μου, αλλά ο ύπνος του δεν είναι ακόμα αρκετά βαθύς. Καμμιά φορά με πιάνει ένας ξαφνικός φόβος και τρέχω στο παράθυρο, πιστεύοντας ότι εκεί, εκεί ψηλά θα δω τεράστιες μάζες του φρικτού φωτός να ξεχύνονται στον ουρανό. Και δεν μπορώ να πιστέψω ότι εκεί πάνω στέκεται ο ήλιος, καλυμμένος με ασημένια καταχνιά, στριμωγμένος ανάμεσα σε πορφυρά σύννεφα ή μόνος  μέσα στο ατέλειωτο γαλάζιο του ουρανού, και γύρω μου, όπου και να κοιτάξω, τα πανάρχαια, αιώνια χρώματα, τα χρώματα του επίγειου κόσμου. Ποτέ πια από εκείνη την ημέρα δεν ξαναείδα το αποτρόπαιο κόκκινο χρώμα του αίματος, της αμαρτίας και της φωτιάς. Αλλά οι σκιές είναι πάντα εκεί, έρχονται και ξανάρχονται, με έχουν περικυκλώσει και προσπαθούν να με αδράξουν. Άραγε, δεν θα εξαφανιστούν ποτέ από τη ζωή μου;»

Ο Περούτς κινείται στο βιβλίο του μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας συνθέτοντας μια ανατομία της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αναζήτηση των πηγών της καλλιτεχνικής δημιουργίας με κάθε κόστος, η αναζήτηση της αλήθειας και η ψυχολογική φόρτιση μπροστά σε ακραίες καταστάσεις σε συνδιασμό με τις βαθύτερες ενοχές που κυριαρχούν στα συναισθήματα διαπερνούν τη νουβέλα. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στη γραφή του Περούτς και όλα τοποθετούνται μαεστρικά, ενώ η ατμόσφαιρα που πλάθει ο συγγραφέας – επηρεασμένη από έναν μυστικισμό τόσο γοητευτικό που σε καθηλώνει (που υπήρχει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό και στις ιστορίες που κυκλοφόρησαν στη δεκαετία του 90 με τίτλο «Νύχτες κάτω από την πέτρινη γέφυρα»)– όπου τίποτα δεν είναι σίγουρο, τίποτα δεδομένο αφήνει τα πάντα μετέωρα και ομιχλώδη.

Φαντάζει «παλιομοδίτικο» αλλά είναι κλασσικό και ταυτόχρονα μοντέρνο. Πολυεπίπεδο και ανοιχτό σε προσωπικές ερμηνείες, μπορεί να ειδωθεί και ως ένα διαδραστικό παιχνίδι μεταξύ δημιουργού και αναγνώστη. Ένα ψυχολογικό θρίλερ με στοιχεία από το αριστούργημα του R.L.Stevenson, «Δρ. Τζέκυλ και Κος Χάιντ» σε συνδιασμό με την μαγεία του Κάφκα. Στην απόλαυση της ανάγνωσης συντελεί τα μέγιστα η εξαιρετική (πολυτονική) έκδοση της «Κίχλης» με τις φωτογραφίες από τη ζωή του Περούτς και ένα πολύ ενδιαφέρον επίμετρο.


 
    
    

    


Johannes Brahms - Klavier Trio op. 8 (1. Satz – Allegro con brio)

 
Πέμπτη, Ιουλίου 12, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουλίου 12, 2012 | Permalink
Καταιγίδες...

Η ζωή του Άνταμ Κίντρεντ αναποδογυρίζει μέσα σε λίγα λεπτά. Από ευϋπόληπτο μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας και σχεδόν σίγουρος καθηγητής στο Ιμπέριαλ Κόλετζ του Λονδίνου, μετά από μια αλληλουχία ασυνήθιστων γεγονότων μετατρέπεται σε φυγά, σε άστεγο, σε άνθρωπο δίχως ταυτότητα που υποχρεώνεται να επιβιώσει σε ένα εφιαλτικό Λονδίνο κυνηγημένος από την αστυνομία αλλά και έναν κτηνώδη εκτελεστή. Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται το απολαυστικό μυθιστόρημα του Βρετανού συγγραφέα William Boyd (γεννημένος στη Γκάνα, το 1952), με τίτλο «ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΑΤΑΙΓΙΔΕΣ» («Ordinary thunderstorms»), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Α.Κονταξάκη, σελ.464), ένα βιβλίο στο στυλ των μυθιστορημάτων του Λε Καρέ, μια δυνατή ιστορία με πολιτικοοικονομικές προεκτάσεις.

«Τα σύννεφα ήταν η δουλειά του – ήταν ένας συννεφάνθρωπος. Στο γιγάντιο εργαστήριό του έφτιαχνε σύννεφα και τα έκανε να λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε να απελευθερώνουν την υγρασία τους σε μορφή σταγόνων ή χαλαζιού…Τι δουλειά είχε λοιπόν, βρωμερός και μόνος, σ’αυτό το μικρό τριγωνικό κομμάτι γης στην όχθη του Τάμεση; Δεν ήταν η πρώτη φορά που η ζωή την οποία ζούσε μέχρι πρόσφατα του φαινόταν σαν ειρωνική χίμαιρα – οι αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο υπάρξεις του, πριν και μετά, του φαίνονταν πολύ έντονες για να είναι αληθινές -, λες και ο Άνταμ Κίντρεντ που υπήρξε μέχρι πριν από λίγο καιρό ήταν μια φανταστική φιγούρα, το όνειρο ενός πλάνητα, οι ανεδαφικές φαντασιώσεις ενός απελπισμένου αποσυνάγωγου

Ο ήρωας του μυθιστορήματος, είναι ο νεαρός Κλιματολόγος Άνταμ Κίντρεντ, Άγγλος ο οποίος ζούσε και εργαζόταν στις Η.Π.Α. με ειδικότητα την «προσομείωση νεφών» διδάσκοντας σε ένα επαρχιακό πανεπιστήμιο. Μετά από ένα οδυνηρό διαζύγιο, αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του, αιτούμενος μια θέση στο Ιμπέριαλ του Λονδίνου. Χαρούμενος μετά την επιτυχή καθώς φαίνεται συνέντευξη για την θέση προσφέρει στον εαυτό του ένα περιποιημένο γεύμα σε ένα ιταλικό ρεστωράν που βρίσκει μπροστά του. Χαλαρώνοντας πιάνει κουβέντα με έναν σοβαρό κύριο, ο οποίος ονομάζεται Φίλιπ Γουάνγκ, ο οποίος αποδεικνύεται ότι είναι ερευνητής που διδάσκει στην Οξφόρδη και συνεργάζεται με μια μεγάλη Φαρμακευτική εταιρία. Ο ερευνητής μετά από λίγο φεύγει αλλά ξεχνάει έναν φάκελο στο τραπέζι του. Ο φάκελος εκτός από χαρτιά έχει πάνω το τηλέφωνο και την διεύθυνσή του κάπου εκεί κοντά, ο Άνταμ του τηλεφωνεί για να του πει ότι τον βρήκε και εκείνος τον καλεί σπίτι του για ένα ποτό. Φτάνοντας στο αριστοκρατικό διαμέρισμα (και υπογράφοντας στο βιβλίο εισόδου του θυρωρείου), ο Άνταμ βρίσκει την πόρτα ανοιχτή και τον Γουάνγκ μαχαιρωμένο στη πλάτη να ψυχομαχάει ενώ μια πόρτα στο βάθος κλείνει. Ο Άνταμ αντανακλαστικά τραβάει το μαχαίρι τη στιγμή που ο Γουάνγκ αφήνει την τελευταία του πνοή. Πανικοβλημένος πετάει το μαχαίρι από τα χέρια του, και ακούγοντας θορύβους φεύγει από την σκάλα υπηρεσίας. Αφού συνήλθε σε μια παμπ, πηγαίνει να μαζέψει τα πράγματα του από το ξενοδοχείο, αφού θεωρεί ότι όλα τα στοιχεία τον επιβαρύνουν. Ήδη όμως είχε πάει η αστυνομία και έτσι ούτε καν αποπειράται να μπει στο δωμάτιο. Βρίσκεται λοιπόν χωρίς αρκετά χρήματα, χωρίς χαρτιά να περιπλανιέται στους δρόμους του Λονδίνου με τα αίματα του νεκρού Γουάνγκ στο πουκάμισό του. Στο κατόπι του εκτός από τις Αρχές που σύντομα γεμίζουν σταθμούς τρένων και λεωφορείων με την φάτσα του, βρίσκεται και ο δράστης του εγκλήματος, ο Τζόντζο, ένας τρομακτικός τύπος, πληρωμένος δολοφόνος.

Ο Άνταμ προ του διλήμματος, «παράδοση ή εξαφάνιση», επιλέγει το δεύτερο, θάβει κάπου τον φάκελο (για τον οποίο αγνοεί τι περιέχει) και βρίσκει μια γωνιά σε ένα πάρκο κοντά στον Τάμεση κάτω από την Τσέλσι μπριτζ, όπου διαμορφώνει τον χώρο για να μπορεί να κοιμάται. Τα πρωινά ζητιανεύει και προσπαθεί να κατανοήσει την κατάστασή του και να οργανωθεί.
Με μυθοπλαστική βάση τις περιπέτειες του Άνταμ, σε ένα Λονδίνο που φαντάζει τρομακτικό, ο Μπόϊντ παρακολουθεί εκ παραλλήλου, την προσπάθεια του πρώην μισθοφόρου Τζόντζο, μιας φονικής μηχανής που προσπαθεί να εντοπίσει τον εξαφανισμένο Άνταμ, την ζωή μιας αστυνομικού, της Ρίτα, που ήταν εκείνη που πρωτοείδε το πτώμα του Γουάνγκ, αλλά και (κυρίως) τον μεγαλοαστό Ίνγκραμ Φράϊζερ, ο οποίος διευθύνει την Φαρμακευτική εταιρία για την οποία εργαζόταν ο (νεκρός πλέον) Γουάνγκ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για ένα πρωτοποριακό φάρμακο καταπολέμησης του άσθματος στα παιδιά, το οποίο όμως είχε αμφιλεγόμενα αποτελέσματα στα νοσοκομεία που συνεργάζονταν με την φαρμακευτική εταιρία.

Ο συγγραφέας με τριτοπρόσωπη γρήγορη αφήγηση, χτίζει τον εφιάλτη μέσα στον οποίο έχει βουλιάξει ο ήρωάς του. Από τη μια μέρα στην άλλη, ο Άνταμ βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα κόσμο τελείως διαφορετικό από αυτόν στον οποίον είχε συνηθίσει. Κλέφτες, απατεώνες, πόρνες είναι πλέον η καθημερινότητά του και καθώς σιγά-σιγά μαθαίνει να επιβιώνει και να διατρέφεται χάρη στα συσσίτια μιας περίεργης (αλλά φιλόξενης) εκκλησίας, αρχίζει να οργανώνει τις άμυνές του και να αντιλαμβάνεται μετά την ενδελεχή ανάγνωση (και κατανόηση) του φακέλου που είναι στα χέρια του σε τι ιστορία έχει μπλέξει.

Είναι ένα μυθιστόρημα - πολύ παραπάνω από page-turner, συναρπαστικό (όπως συνηθίζεται να λέμε «ιδανικό για καλοκαιρινές αναγνώσεις» και όχι μόνο) και εντυπωσιακό στην δομή του. Ο (ικανότατος) Μπόϊντ δεν αφήνει τον αναγνώστη να πάρει ανάσα. Η ιστορία εξελίσσεται εκπληκτικά, οι χαρακτήρες είναι στέρεοι, η ατμόσφαιρα των δρόμων του Λονδίνου υπέροχα τρομακτική, ενώ το ποτάμι (ο Τάμεσης) παίζει ουσιαστικό ρόλο στην μυθοπλασία αφού «συντροφεύει» την πλοκή και τα δρώμενα. Τα παιχνίδια εξουσίας και διαπλοκής των Φαρμακευτικών εταιριών, τα ιλιγγιώδη ποσά που παίζονται στις πλάτες των ασθενών, τα υπέρογκα κέρδη πίσω από ιατρικές ανακοινώσεις όπου οι επιστημονικές γνώσεις ισοπεδώνονται στο όνομα μιας καλής «αρπαχτής», εξιστορούνται και ενσωματώνονται με θαυμαστό τρόπο στην πλοκή του βιβλίου.

Θα μπορούσε να είναι και ένα μυθιστόρημα-θρίλερ «μαθητείας» αφού ο κάποτε επιπόλαιος και «βολεψάκιας» Άνταμ, μαθαίνει τη ζωή από την σκληρή της πλευρά και δυναμώνει σαν άνθρωπος με νέα ταυτότητα, μαθαίνοντας δε να χρησιμοποεί ακόμα και τις πιο ανορθόδοξες μεθόδους για να φτάσει στο σκοπό του. Έχοντας πολλές ομοιότητες δραματουργικά με τον «Επίμονο Κηπουρό» του Λε Καρέ αλλά με πολύ «touch» από Ντικενσιανές αποχρώσεις ενός γκρίζου και σκοτεινού Λονδίνου, οι «Τοπικές Καταιγίδες» παρά το σχετικά συμβατικό τέλος τους, εντυπωσιάζουν και σε παρασέρνουν με τον ρυθμό τους σε ένα αγωνιώδες αναγνωστικό ταξίδι μοντέρνου θρίλερ που απόλαυσα στο έπακρο.

 
    
    

    

THE JAM – Going underground
 
Παρασκευή, Ιουλίου 06, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουλίου 06, 2012 | Permalink
Έμφυτο ελάττωμα

Sex and Drugs and Rock nroll καθώς τελειώνουν τα ‘60s στο Λος Άντζελες και στις παραλίες της Καλιφόρνιας. Δεν ακούγεται και ως το συναρπαστικότερο μυθιστορηματικό πλαίσιο. Όταν όμως, δημιουργός είναι ένας συγγραφέας τόσο πρωτότυπος και εφευρετικός όπως ο Thomas Pynchon, τα δεδομένα αλλάζουν. Το τελευταίο (2009), μυθιστόρημα του αινιγματικού μεγάλου συγγραφέα, με τίτλο «ΕΜΦΥΤΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑ» («Inherent Vice»), (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ. Γ.Κυριαζής, σελ.435), μπορεί να προσεγγισθεί με διάφορους τρόπους και αναγνώσεις, εκτός από έναν – αυτόν της τυπικής και συνηθισμένης, γραμμικής ανάλυσης της ιστορίας, σ’αυτή την περίπτωση ο κίνδυνος να βγάλεις λάθος συμπεράσματα παραμονεύει (αλλά εδώ που τα λέμε μήπως αυτό είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό σε όλα τα βιβλία του Pynchon;).

Ένας ντέτεκτιβ βγαλμένος από την Τσαντλερική παράδοση. Ρομαντικός και σκληρός, ξεροκέφαλος και περίεργος, δυναμικός και εύθραυστος ταυτόχρονα. Θα μπορούσε, αλλά και πάλι όχι…Ο Ντοκ Σπορτέλο, έχει όλα τα παραπάνω και μερικά (λεπτομέρειες θα μου πεις) ακόμα. Κοντός και μακρυμάλλης, πάντα έτοιμος για σεξ, ναρκωτικό και ποτό, με μαλλί (συνήθως) άφρο και παντελόνι καμπάνα, μοιάζει με καρικατούρα – οι (θεότρελλοι) γονείς του νομίζουν ότι πουλάει ναρκωτικά, αλλά αυτός παλεύει για το μεροκάματο ως ιδιοκτήτης του «πολυπληθούς» (δηλαδή μόνος του) γραφείου ερευνών με τον αμφίσημο τίτλο: «LSD». Περισσότερο Big Lebowski παρά ο άνθρωπος που θα σου λύσει την υπόθεση. Η μουσική των Surfers ακούγεται παντού, γκόμενες (καυτές και μη) κυκλοφορούν με τα μπικίνι στους δρόμους, τα ναρκωτικά είναι παντού και ένα θολό σύννεφο κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα.

Η πλοκή μπερδεμένη, μοιάζει με μπάμπουσκα ή κινέζικο κουτί. Η εξαφανισμένη «πρώην» του Σπορτέλο, η πανέμορφη και σέξι Σάστα ψάχνει τον εξαφανισμένο σύντροφο και χρηματοδότη της, τον μεγαλοεργολάβο και πάμπλουτο Μίκι Βόλφμαν, - ο οποίος (απ’ότι φαίνεται) τρελαμμένος απ’τη μαστούρα την έκανε - και αναθέτει την υπόθεση στον Σπορτέλο. Τον ίδιο άνθρωπο ψάχνει και η σύζυγός του αλλά και η αστυνομία. Ο Σπορτέλο πέφτει με τα μούτρα στην αναζήτηση αλλά όταν ένας από τους μηχανόβιους σωματοφύλακες του Βόλφμαν πέφτει νεκρός σε μια συμπλοκή και η ίδια η Σάστα εξαφανίζεται, το πράγμα δείχνει να σοβαρεύει και να μπερδεύτεται ακόμα περισσότερο. Ο Σπορτέλο μπλέκει ανάμεσα σε ξαναμένες Λατίνες υπηρέτριες, πόρνες που δουλεύουν σε κέντρο μασάζ "Γκομενοπλανήτης", ενός εξαφανισμένου τυπικά σαξοφωνίστα που όμως δουλεύει πλέον για το FBI, τζογαδόρων και λοιπών εγκληματιών, εταιριών-βιτρίνων, μυστηριωδών και ανήθικων οδοντιάτρων. Πτώματα παντού, η μία ιστορία έχει από πίσω της και άλλες, ένα πλοίο-φάντασμα διατρέχει τις ακτές της Καλιφόρνιας γεμάτο με ηρωίνη και πλαστά δολλάρια (με την φάτσα του Νίξον), σκληροί και νεοναζί μπράβοι τραγουδούν αγκαλιασμένοι μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ και ο «Μεγαλοπόδαρος», ο υπαστυνόμος που ασχολείται με την υπόθεση Βόλφμαν είναι ερασιτέχνης ηθοποιός και τρώει συνεχώς (κάτι σαν) παγωτά σοκολάτα-μπανάνα.

Το μόνο που δεν ενδιαφέρει τον Πίντσον είναι η επίλυση του μυστηρίου. Ακολουθώντας την τυπική δομή του νουάρ, το βιβλίο ασχολείται περισσότερο με την χιουμοριστική (αλλά και μέσα από το γέλιο και τις κωμικές καταστάσεις ενίοτε σπαρακτική) καταγραφή των τελευταίων χρόνων της «έξαλλης» αλλά όχι κι ανέμελης δεκαετίας του ’60. Είναι η εποχή του Βιετνάμ, που τα περισσότερα μυαλά έχουν καεί από την μαστούρα αλλά και ο φόβος κυριεύει τα σωθικά. Η συμμορία του Μάνσον έχει κατασφάξει την Σάρον Τέϊτ και η καθημερινότητα δεν μπορεί να είναι η ίδια. Η χίπικη κοινότητα αντιμετωπίζεται με καχυποψία, η Ρηγκανική Καλιφόρνια προσπαθεί (εν μέσω οικοδομικού οργασμού στις ακτές) να εφαρμόσει αυστηρότερη νομοθεσία και κάθε μακρυμάλλης αντιμετωπίζεται πλέον με καχυποψία ως ένας εν δυνάμει δολοφόνος.

Η μουσική δεσπόζει κυριαρχικά μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος. Από την μουσική Surf μέχρι την Ψυχεδέλεια. Από τους Beach Boys (τα αξεπέραστα φωνητικά των οποίων παραμένουν μοναδικά) και τους Iron Butterfly, στους Pink Floyd και την Ρόζα Εσκενάζυ(!!), συγκροτήματα και τίτλοι τραγουδιών πετάγονται συνεχώς σε σημείο το «soundtrack» του βιβλίου να καλύπτει (αν θέλεις) και την ανάγνωσή του.

Το βιβλίο θα μπορούσε να είναι και μια συνέχεια του (εξαιρετικού) Vineland, άλλο ένα μυθιστόρημα του Πίντσον αφιερωμένο στην κουλτούρα των ναρκωτικών και στη δεκαετία του ’60, απλώς το «Έμφυτο ελάττωμα» έχει πιο ανάλαφρη και χιουμοριστική δομή, κάτι που το καθιστά ίσως το πλέον ευανάγνωστο μυθιστόρημα του μεγάλου συγγραφέα. Τα στοιχεία που τον καθιέρωσαν στην λογοτεχνική πρωτοπορία, υπάρχουν διάχυτα και σ’αυτό. Ελλειπτικοί διάλογοι, μη-γραμμική αφήγηση και ροή των γεγονότων, το «παράλογο» (με την αγγλοσαξωνική έννοια του «Non-sense» να υπάρχει διάχυτο στην ατμόσφαιρα, χαρακτήρες με απίθανα (και ευρηματικότατα) ονόματα (Trillium Fortnight, Hugo Bordlerline και άλλα παρόμοια...), ιστορίες που πολλαπλασιάζονται (ή ιστορίες μέσα σε ιστορίες, μέσα σε άλλες ιστορίες που είναι μέσα σε ιστορίες), συζητήσεις δήθεν άσχετες αλλά που περικλείουν μέσα πληροφορίες για πράγματα που δεν έχουν άμεση σχέση με την πλοκή, αλλά παίζουν σημαντικό ρόλο στην κατανόηση της εποχής. Πολλές φορές νομίζεις (διαβάζοντας) ότι ο συγγραφέας ρίχνει τυχαία ονόματα και γεγονότα χωρίς λόγο, αλλά η προσεκτική ανάγνωση του κειμένου σε οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο και όλα έχουν κάποιο σκοπό, ο οποίος μπορεί πολλές φορές να είναι ακατανόητος (ή έστω δύσκολα ανιχνεύσιμος) αλλά σίγουρα οδηγεί κάπου.

Το «Έμφυτο Έλάττωμα», ένα ολοζώντανο και έξοχο μυθιστόρημα, μπορεί να μη φτάνει σε αξία τα παλαιότερα έργα του Pynchon, «Το Ουράνιο τόξο της Βαρύτητας(Gravity’s Rainbow)», το  «Mason & Dixon» ή (το αγαπημένο μου) «Συλλογή των 49 στο σφυρί», αλλά είναι σίγουρα αυτό με το οποίο περνάς καλά και διασκεδάζεις πραγματικά – απόδειξη ότι η καλή λογοτεχνία ενίοτε αποδεικνύεται ιδιαίτερα ανακουφιστική και ευχάριστη.

Υ.Γ. Για πληρέστερη και πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση του βιβλίου αλλά και γενικότερα του έργου του Πίντσον, σας παραπέμπω στο έξοχο ηλεκτρονικό περιοδικό «The Zone» (το οποίο έφτασε αισίως στο 3ο τεύχος του-να τα χιλιάσει), που φτιάχνεται από την εντόπια φυλή των «Πιντσονίστας (Πιντσονολόγων ή Πιντσονολάγνων κλπ)», η ανάγνωση των κειμένων τους βοηθάει (τα μάλα) στην κατανόηση του έργου του μεγάλου συγγραφέα.


   
   

   


The Beach Boys – God only knows