Τετάρτη, Μαΐου 23, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 23, 2012 | Permalink
Στο τέλος της γης

Διαβάζοντας το (τουλάχιστον) σπαρακτικό ογκώδες μυθιστόρημα του έξοχου Ισραηλίτη συγγραφέα Νταβίντ Γκρόσμαν, που έχει ως τίτλο «ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ» (אשה בורחת מבשורה - Isha Borachat Mebesorah), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Λ.Μιζάν, σελ.755), δεν μπορείς να βγάλεις από το μυαλό σου, την ήδη γνωστή ιστορία  ότι ο Γκρόσμαν, έχασε τον γιό του Ούρι στον Λίβανο κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Πολέμου εκεί,  ακριβώς την περίοδο που εκείνος έγραφε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας αναφέρει το περιστατικό στο συγκινητικό επίμετρο με το οποίο κλείνει το βιβλίο γράφοντας ότι είχε την ψευδαίσθηση ότι η συγγραφή του βιβλίου θα προστάτευε τον γιό του, κάτι που (δυστυχώς) τελικά δεν έγινε. Ο Γκρόσμαν έγραφε για να «ξορκίσει το κακό» που διαισθανόταν ότι έρχεται – και κάτι παρόμοιο (με άλλο τρόπο βέβαια), βάζει την ηρωίδα του βιβλίου του, την Όρα να κάνει…

Η Όρα λοιπόν. Ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας bigger than life, αντιφατική και γοητευτική, εμβληματική και συγκινητική, δειλή και θαρραλέα, παράλογη και λογικότατη, άλλοτε αφελής και άλλοτε σκεπτόμενη. Την γνωρίζουμε μαθήτρια κατά τη διάρκεια του πολέμου των Έξι ημερών, το 1967 όταν νοσηλεύεται σε μια κλινική της Ιερουσαλήμ, έχει μόλις χάσει την καλύτερη της φίλη, την Άντα και μέσα στο νοσοκομείο γνωρίζει δύο συνομήλικούς της που νοσηλεύονται κι αυτοί εκεί. Τον σωματώδη και ευαίσθητο Άβραμ που γράφει ποίηση και θέλει να γίνει συγγραφέας και τον πανέμορφο Ίλαν.

40 χρόνια μετά τίποτα δεν θυμίζει τις μέρες του ’67, εκτός από την ατελείωτη σύγκρουση με τους Παλαιστίνιους. Η  Όρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τα προσωπικά της αδιέξοδα. Ο γάμος της με τον Ίλαν διαλύεται και οι δύο γιοί της, ο Άνταμ και ο Όφερ είναι μακριά της για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Ο Ίλαν έφυγε για ένα μακροχρόνιο ταξίδι στην Λατινική Αμερική, πάντα στα δύσκολα φευγάτος. Τον ακολούθησε ο μεγαλύτερος γιός, ο αινιγματικός Άνταμ. Ο Όφερ λίγο πριν τελειώσει την θητεία του, φεύγει πάλι (με δική του θέληση) για να συμμετάσχει σε μια στρατιωτική επιχείρηση και την Όρα την κυριεύει το συναίσθημα (ο τρόμος) ότι δεν θα τον ξαναδεί και αποφασίζει να φύγει όσο γίνεται πιο μακριά, για να μην είναι στο σπίτι όταν θα έρθουν οι στρατιώτες να της ανακοινώσουν τον (βέβαιο όπως θεωρεί) χαμό του γιού της.

Η Όρα όμως στο ταξίδι της, στα βόρεια της χώρας, θέλει να έχει μαζί της τον Άβραμ. Ποιόν Άβραμ όμως; όχι εκείνον που πρωτογνώρισε αλλά έναν Άβραμ πολύ διαφορετικό που ζει «λαθραία», σε ένα άθλιο διαμέρισμα στο Τελ Αβίβ,  ένα κατεστραμμένο άνθρωπο, ο οποίος μετά την αιχμαλωσία του και τα βασανιστήρια που υπέστη από τους Αιγύπτιους, στα 21 του χρόνια, δεν είναι πια ο ίδιος άνθρωπος. Ζει μια ζωή μοναχική και απομονωμένη, κάνοντας δουλειές του ποδαριού, ούτε καν ταυτότητα δεν έχει και η μόνη του επαφή με το παρελθόν είναι κάποια σποραδικά τηλεφωνήματα με την Όρα. Και βέβαια έχει σχεδόν λησμονήσει τον γιό που απέκτησε μαζί της, διότι ο Όφερ είναι δικό του παιδί, άσχετα αν δεν χρειάστηκε να ασχοληθεί με το θέμα αυτό ποτέ, αφού ο Ίλαν δεν είχε κανένα πρόβλημα να το αναγνωρίσει, να το αγαπήσει σαν δικό του και να φροντίσει να μη μάθει ποτέ για τον βιολογικό του πατέρα.

Η Όρα πηγαίνει με τον Σάμι τον Παλαιστίνιο ταξιτζή (της εταιρίας του Ίλαν) – ο οποίος έχει «φρικάρει» γενικώς με τις ενέργειές της -φορτώνει στον Άβραμ, ένα σακίδιο (το σακίδιο του Όφερ) και τον κουβαλάει μαζί της σε ένα «περιπατητικό» ταξίδι στα βόρεια της χώρας, ουσιαστικά στο πουθενά. Απλά, πρέπει να φύγει όσο πιο μακριά γίνεται από το σπίτι της, χωρίς κινητό τηλέφωνο, χωρίς καμμία επικοινωνία με κάποιον γνωστό ή συγγενή.

«Ο Άβραμ παρακολουθούσε κακόκεφα τις κινήσεις της Όρα με τα κορδόνια και τις μιμούνταν και μπερδεύτηκε, κι εκείνη ήρθε και κάθισε δίπλα του και του έδειξε στα δικά της παπούτσια, με φροντίδα και προσοχή, και παρατήρησε πως ο ποταμός είχε καθαρίσει από πάνω του τη χθεσινή μυρωδιά των ούρων, και μπορούσε πλέον να στέκεται δίπλα του χωρίς να πνίγεται. Κι ο ίδιος μάλιστα είπε ξαφνικά, τα έκανα πάνω μου χθες, σωστά; Κι εκείνη, μη τα ρωτάς. Κι εκείνος, που το έπαθα αυτό; Κι εκείνη, άς΄το. Κι εκείνος, δεν θυμάμαι τίποτα. Κι εκείνη, καλύτερα έτσι. Κι εκείνος έλεγξε το πρόσωπό της και αποφάσισε να τα παρατήσει, κι εκείνη αναρωτήθηκε αν θα του διηγιόταν κάποτε αυτή τη νύχτα με τον Σάμι.
Ο οποίος, μόνο όταν έφτασε το προηγούμενο βράδυ με τον Άβραμ στην πλάτη της πραγματικά μέχρι την πόρτα του ταξί, ευαρεστήθηκε να σηκωθεί και να βγεί από το αμάξι, θυμωμένος και όλος δυσφορία, κι οι δυο μαζί, κατάφεραν να χώσουν τον κοιμισμένο Άβραμ στο πίσω κάθισμα, και μόνο τότε της πέρασε από το νου η ιδέα πως ο Σάμι δεν είχε καταλάβει μέχρι εκείνη τη στιγμή πως επρόκειτο για άντρα. Ήδη εδώ και κάμποσους μήνες προσπαθούσε με τον λεπτό, ευγενικό του τρόπο να της αποσπάσει την πληροφορία αν είχε κάποιον καινούργιο. Δεν είναι ακριβώς κάποιος καινούργιος, σκέφτηκε, αντίθετα, είναι κάποιος πολύ παλιός. Είναι ο Άβραμ σε δεύτερο χέρι, μπορεί και σε τρίτο. Στάθηκε ξέπνοη, με την μπλούζα της ζαρωμένη και βρεγμένη απ’τον ιδρώτα, και τα πόδια της ακόμα έτρεμαν.
Πάμε, είπε όταν κάθισε δίπλα στον Σάμι.
Που;
Εκείνη σκέφτηκε λίγο. Δεν κοίταξε προς το μέρος του: μέχρι εκεί που τελειώνει η χώρα.
Κι εκείνος μουρμούρισε, για μένα έχει τελειώσει εδώ και καιρό.»

Οι δυό τους περπατάνε, περνώντας άλλοτε γρήγορα και άλλοτε αργά, ποτάμια και εγκαταλελειμμένα ή και κατεστραμμένα αραβικά χωριά, μνημεία (τάφους) Ισραηλινών στρατιωτών πεσόντων στους πολέμους από το 1948 και μετά. Η ιστορία της οικογένειας της Όρα, της σχέσης της με τον Άβραμ και τον Ίλαν περνάει μέσα από την αφήγησή της που δεν ακολουθεί χρονολογική σειρά αλλά κάνει άλματα μπρος και πίσω στον χρόνο. Μια ιστορία στενά συνδεδεμένη με την τραγωδία της χώρας. Από τις συζητήσεις με τον συνετό Σάμι, τον Παλαιστίνιο ταξιτζή μέχρι την αποκάλυψη μέσα από τις αναμνήσεις του Άβραμ για την αιχμαλωσία, τους βασανισμούς που υπέστη, τις μέρες της ανάρρωσης μετά την απελευθέρωσή του όταν ο Ίλαν και Όρα είχαν παρατήσει τα πάντα για να σταθούν δίπλα του. Η Όρα αφηγείται στον Άβραμ τη ζωή της με τον Ίλαν, οικογενειακές στιγμές, για τον Όφερ μικρό και την τρυφερή του σχέση με τον αδερφό του, τον Άνταμ, την αποξένωσή της απ’όλους, τις αγωνίες και τα άγχη της καταφέρνοντας να αφυπνίσει τα πατρικά αισθήματα του Άβραμ και μαζί την όρεξή του για ζωή και ένα μέλλον που θα θυμίζει έστω και λίγο τον άνθρωπο που ήταν παλιά.

Το μυθιστόρημα του Γκρόσμαν (που προσπαθεί να κρατήσει τις πολιτικές ισορροπίες ή από μια άλλη άποψη αντιπροσωπεύει την "πεφωτισμένη" πλευρά της εβραϊκής πολιτικής), δεν στηρίζεται σε κάποια ιδιαίτερη πλοκή αλλά κρατάει τον αναγνώστη «αγκυλωμένο» και εκστασιασμένο από αυτό το αριστουργηματικό γυναικείο πορτραίτο, ευαίσθητο και βαθιά ανθρώπινο, λεπτοδουλεμένο και τόσο ζωντανό, όσο λίγοι χαρακτήρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας - κάποιοι ξένοι κριτικοί συγκρίνουν τον μυθιστορηματικό αυτό χαρακτήρα με την "Άννα Καρένινα". Η Όρα αντιπροσωπεύει όχι μόνο τις γυναίκες του Ισραήλ (το προφανές) αλλά και τις γυναίκες, τις μάνες, τους γονείς όλου του κόσμου με τις αγωνίες και τα άγχη, τα προαισθήματα και τις ανασφάλειες, τον φόβο μπροστά σ’αυτό που θα’ρθει και σ’αυτό που δεν γνωρίζουν. Η Όρα είναι σίγουρη για τον θάνατο του γιού της αλλά αρνούμενη να επικοινωνήσει με το σπίτι της, με κάποιον κρατάει μέσα της την ελπίδα ότι κάποια στιγμή γυρίζοντας σπίτι θα βρεί τον Όφερ να την περιμένει. Μέσα από τον διάλογο άλλοτε συγκεκριμένο και άλλοτε αφηρημένο και χωρίς συνοχή, μέσα από την κυρίαρχη μνήμη θα ξαναβρεί τον εαυτό της, θα ξαναβρεί τον έρωτα ξορκίζοντας τους φόβους και τις κακές σκέψεις που την κυριεύουν. Πως θα τελειώσει αυτό το ιδιόμορφο ταξίδι, κανείς δεν ξέρει – αλλά όσο διαρκεί υπάρχει ελπίδα.

«Ο άντρας από τον ποταμό Κέντες είχε αφήσει μερικές σειρές κενές μέχρι το τέλος της σελίδας, κι η Όρα στρίμωξε εκεί, με μικρά γράμματα:
«Χιλιάδες στιγμές και ώρες και μέρες, εκατομμύρια πράξεις, ατέλειωτες ενέργειες και προσπάθειες και λάθη και λόγια και σκέψεις, όλα για να πλάσεις έναν άνθρωπο σ’αυτό τον κόσμο.»
Διαβάζει στον Άβραμ αυτό που έγραψε. Ο Άβραμ λέει αμέσως, όλα θα πάνε καλά, θα δεις, δεν θα τον αφήσουμε να πάθει κακό.
Αλήθεια το πιστεύεις;
Πιστεύω πως ξέρεις ακριβώς τι να κάνεις, πάντα.
Και μετά από μια παύση της λέει, δείξε μου λίγο. Του δίνει το τετράδιο. Εκείνος το κρατάει προσεκτικά, διαβάζει ψιθυριστά στον εαυτό του: «χιλιάδες στιγμές και ώρες…ατέλειωτες ενέργειες…λάθη…όλα για να πλάσεις έναν άνθρωπο σ’αυτό τον κόσμο.»
Ακουμπάει το τετράδιο στα πόδια του και κοιτάζει την Όρα, ένα ελαφρύ σύννεφο φόβου σκοτεινιάζει τα μάτια του.
Πρόσθεσε ακόμα μια φράση, του λέει χωρίς να τον κοιτάζει και του δίνει το στυλό: «έναν άνθρωπο που είναι τόσο εύκολο να τον εξοντώσεις.» Γράψε.
Εκείνος γράφει.»


   
   

   

YASMIN LEVY – Me voy