Τετάρτη, Μαΐου 30, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 30, 2012 | Permalink
Crime

Ο δαιμόνιος Σκωτσέζος συγγραφέας Irvine Welsh (γεν. 1958), είναι ένας πολύ αντιφατικός δημιουργός. Ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο βιβλίο, ποτέ δεν είσαι σίγουρος για το που θα κάτσει η μπίλια. Παρ’όλα αυτά η γραφή του, συνήθως ακατέργαστη και χειμαρρώδης, έχει γοητεία και αυθεντικότητα ενώ οι ιστορίες του είναι σαν τους ήρωές του – βουτάνε στα βαθειά και ότι κάτσει. Με την σκληρή αστυνομική περιπέτεια που έχει ως τίτλο, «ΕΓΚΛΗΜΑ» («Crime»), (Εκδ. Οξύ, (ωραία) μετάφρ. Ί.Παπασπύρου, σελ.461) ο Welsh είναι (ευτυχώς) σε ύψιστη δημιουργική φάση με μια ιστορία που στοχεύει κατευθείαν στο κέντρο της ευαισθησίας του κάθε αναγνώστη. Τα δίκτυα της παιδοφιλίας, τα πλοκάμια που μέσα τους παγιδεύονται αθώες ψυχές, οι οποίες καταστρέφονται για πάντα, είναι ένα θέμα δύσκολο και πολύ σκληρό που ο συγγραφέας με το πρόσχημα μιας αστυνομικής ιστορίας χειρίζεται με μεγάλη επιδεξιότητα και στυλ.


«Ήθελε να πει στη Μαμά ότι αυτός εδώ δεν ήταν καλός. Ήταν κι αυτός σαν τον άλλον, εκείνον στο Μομπίλ. Κι εκείνον τον μπάσταρδο στο Τζάκσονβιλ. Η μαμά της όμως έβαφε τα μάτια της μπροστά στον καθρέφτη, της έλεγε να κάνει ησυχία και να βεβαιωθεί προτού κοιμηθεί ότι τα παντζούρια ήταν όλα κλειστά γιατί έλεγαν ότι το βράδυ θα’ρθει μεγάλη καταιγίδα απ’τα βορειοανατολικά.
Αδύνατον να κλείσει μάτι. Ήξερε ότι ήταν αργά πια όταν άκουσε την πόρτα κάτω ν’ανοίγει κι έξω στα πέτρινα σκαλιά ποδοβολητά. Το ψηφιακό ρολόι έγραφε 2:47 και την κοίταζε σαν δικαστής. Προσευχήθηκε να ήταν μόνο ένας, συγκεντρώθηκε μήπως καταλάβει απ’τα βήματα, τα πατήματά του όμως ήταν πάντα πολύ ανάλαφρα γιατί συνέχεια φορούσε εκείνα τα αθλητικά παπούτσια, όμως μετά άκουσε τις φωνές και τα πνιχτά γελάκια. Η μαμά της θα ξεραινόταν στον ύπνο με τα χάπια που έπαιρνε, ακόμα κι έτσι, με την καταιγίδα να λυσσομανάει έξω. Η ίδια έπρεπε να το υπομείνει. Τράβηξε προς τα κάτω το νυχτικό της κι έπιασε μέσα στη χούφτα της χαμηλά το στρίφωμ μαζί με το σεντόνι για να τυλιχτεί, και οπλίστηκε με θάρρος.»

Ο ήρωας του βιβλίου, ο σκληρός και βίαιος αστυνομικός επιθεωρητής Ρέι Λένοξ πηγαίνει με την μνηστή του, διακοπές στο Μαϊάμι. Καθώς εκείνη σχεδιάζει τον γάμο τους (μετά από μακροχρόνια σχέση), εκείνος προσπαθεί να βρει τον εαυτό του μετά από την εξιχνίαση μιας υπόθεσης παιδεραστίας στο Εδιμβούργο, η οποία τον τσάκισε ψυχικά. Κουρασμένος από την δουλειά του, την πολύωρη πτήση, το τζετ-λαγκ και την αφόρητη ζέστη και υγρασία του Μαϊάμι, δεν θέλει και πολύ να τσακωθεί με την (αλλού γι’αλλού) Τρούντι και την κάνει για μερικά ποτά και αν βρει και λίγη κόκα σε κάποιο καταγώγιο. Του την πέφτουν δύο γκόμενες, η μια με νότια προφορά, η άλλη λατίνα με σκληρά χαρακτηριστικά. Κερνάει ποτά, έχουν λίγη κόκα μαζί τους και του υπόσχονται περισσότερη στο διαμέρισμά τους.

Ο Ρέι έχει ήδη φτιαχτεί τρελλά και πηγαίνει μαζί τους στην άλλη άκρη της πόλης σε ένα φτωχικό διαμέρισμα. Τα πράγματα όμως εκεί εκτυλίσσονται διαφορετικά απ’ότι περίμενε. Ενώ είχαν φτιαχτεί και ετοιμάζονταν για ένα ωραιότατο τριολέ, εμφανίζεται δεκάχρονο κοριτσάκι, η Τιάνα (που είναι κόρη της μιας  από τις δύο τύπισες), το οποίο αρνείται να κοιμηθεί. Κι ενώ με τα πολλά το βάζουν στο δωμάτιο του, σκάνε μύτη δύο λούμπεν τύποι που θέλουν να συμμετάσχουν στο πάρτυ. Η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο του ήδη σαλταρισμένου μπάτσου, όταν διαπιστώνει ότι ο ένας από τους δύο προσπαθεί να βιάσει την δεκάχρονη. Τα παίρνει, τους ορμάει και τους πετάει έξω από το σπίτι, μένοντας με την μικρή. Το μόνο που έχει στα χέρια του είναι ένα χαρτάκι που του έδωσε στα κρυφά η μάνα του κοριτσιού με το όνομα κάποιου που εμπιστεύεται για να την παραδώσει. Η Τιάνα του λέει ότι αυτός ο φίλος της μητέρας της βρίσκεται στην άλλη άκρη της πολιτείας κάπου 3 ώρες μακρια. Ο Ρέι δεν το πολυσκέφτεται, νοικιάζει ένα αυτοκίνητο και μαζί με την μικρή πηγαίνουν προς το ψαροχώρι ακολουθώντας τις οδηγίες. Καθώς όμως ξεθολώνει και καθώς το κορίτσι του ανοίγεται στο ταξίδι, υποψιάζεται ότι βρίσκεται μπροστά σε μια υπόθεση παιδεραστίας με πολλές προεκτάσεις αφού ο ένας από τους δύο τύπους που μπούκαραν στο διαμέρισμα είναι μπάτσος της τοπικής αστυνομίας. Το ένα μπλέξιμο διαδέχεται το άλλο και ο Ρέι χώνεται όλο και περισσότερο σε κάτι που προσπάθησε φεύγοντας για διακοπές να αποφύγει.

Ο Ρέι Λένοξ δεν είναι ένας ήρωας συμπαθής. Βίαιος και απότομος, βασανίζεται από τα προβλήματα της οικογένειάς του, τα βάσανα της παιδικής του ηλικίας. Κουβαλάει βαθιά μέσα του το αίσθημα της αποτυχίας, διότι μπορεί να εξιχνίασε την υπόθεση στο Εδιμβούργο, να συνέλαβε έναν «κατ’εξακολούθηση» παιδεραστή αλλά δεν κατάφερε να σώσει το κοριτσάκι που κακοποίησε και μετά πέταξε στα βράχια. Η εικόνα της νεκρής επανέρχεται συνεχώς στην καθημερινότητά του και το ποτό αποτελεί μια διαφυγή, η σχέση του με την Τρούντι έχει βαλτώσει, αισθάνεται αποτυχημένος σε όλα. Η περιπέτεια στο Μαϊάμι θα τον φέρει πάλι αντιμέτωπο με τα προβλήματά του, με τις ενοχές και τις τύψεις του, με τα φαντάσματα της παιδικής του ηλικίας που τον κυνηγάνε ακόμα.

Το κινηματογραφικής υφής μυθιστόρημα του Welsh είναι μια κατάδυση σε ένα θέμα ταμπού, ένα θέμα που επειδή πληγώνει τους πάντες φροντίζουμε να το αφήνουμε ανεξερεύνητο. Η ξέφρενη αστυνομική ιστορία και η πλοκή που με Ταραντινικό τρόπο στήνει ο συγγραφέας αποκαλύπτει τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι επιτήδειοι για να παγιδέψουν μητέρες και κόρες σε ένα δίχτυ από το οποίο δεν μπορούν να βγούν.

«…Εσύ είσαι διαφορετικός απ’τους υπόλοιπους, είχε πει με στόμφο. Εκείνοι θέλουν να μάθουν το πώς. Πως έριξα το δόλωμα, πως χτύπησα εκεί που πρέπει, πως γάμησα, πως σκότωσα και πως το κουκούλωσα. Εσύ όμως ψάχνεις μετά μανίας το γιατί. Θέλεις να μ’ακούσεις να σου λέω ότι τον έπαιρνα μικρός από τον πατέρα μου ή τον ιερέα της ενορίας ή τέλος πάντων κάποιον. Στο κοντοπίθαρο μυαλουδάκι σου πρέπει πάντα να αντιστοιχείς την αιτία και το αποτέλεσμα. Αλλά μόνο κάτι ανθρωπάκια σαν κι εσένα προστατεύεις, Λένοξ. Δεν μπορείς να χωνέψεις ότι ο άνθρωπος είναι κυνηγός, αρπακτικό. Οι πολιτισμένες κοινωνίες έχουν σχεδιαστεί ώστε να προστατεύουν τους αδύναμους και τους ασθενικούς και τους χέστηδες – είτε φτωχούς είτε πλούσιους – απ’τους δυνατούς και τους χρήσιμους που’χουν το κουράγιο ν’ανταποκριθούν, να πραγματώσουν το πεπρωμένο του είδους τους. Αυτούς που’χουν το νεύρο και την ψυχή να παίρνουν αυτό που θέλουν.»

Γραμμένο με χιούμορ – οι παρεμβολές με τις αναμνήσεις από τους ποδοσφαιρικούς αγώνες της Χαρτς και το χαμένο πρωτάθλημα του ’86 είναι απολαυστικές – και δυναμισμό, το μυθιστόρημα του Welsh είναι από τα βιβλία που δεν μπορείς να σταματήσεις να διαβάζεις. Πολύ από θρίλερ και pulp αστυνομική ιστορία, λίγο από road novel με το ταξίδι του ιδιόμορφου ζευγαριού, του σαλταρισμένου και άυπνου Ρέι Λένοξ και της δεκάχρονης πρόωρα σεξουαλικά ανεπτυγμένης (με τόσα που έχει ήδη βιώσει) Τιάνα, το ξέσπασμα της άκρατης βίας όταν επιτέλους ο μπάτσος έρχεται αντιμέτωπος με το κύκλωμα. Τα συναισθήματα του μέσου αναγνώστη εναλάσσονται μεταξύ θυμού και γέλιου (ο Ρέι ακόμα και όταν πλακώνεται στο ξύλο προσπαθεί να μη χάσει το αντίτυπο του περιοδικού «Τέλεια Νύφη» που διαβάζει με άκρατη αφοσίωση η Τρούντι), αγωνίας και περιέργειας, αποστροφής και ανακούφισης. Ο Welsh ένας συγγραφέας που δεν θα έλεγα ότι ταιριάζει ιδιαίτερα με τα γούστα μου, κατάφερε να με συναρπάσει και να με θέλξει αποδεικνύοντας ότι είναι ένας εύστροφος και sui-generis δημιουργός που αξίζει (και με το παραπάνω) να ασχοληθεί κανείς μαζί του.


   
   

   


EMINEM : Like toy soldiers
 
Τετάρτη, Μαΐου 23, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 23, 2012 | Permalink
Στο τέλος της γης

Διαβάζοντας το (τουλάχιστον) σπαρακτικό ογκώδες μυθιστόρημα του έξοχου Ισραηλίτη συγγραφέα Νταβίντ Γκρόσμαν, που έχει ως τίτλο «ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ» (אשה בורחת מבשורה - Isha Borachat Mebesorah), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Λ.Μιζάν, σελ.755), δεν μπορείς να βγάλεις από το μυαλό σου, την ήδη γνωστή ιστορία  ότι ο Γκρόσμαν, έχασε τον γιό του Ούρι στον Λίβανο κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Πολέμου εκεί,  ακριβώς την περίοδο που εκείνος έγραφε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας αναφέρει το περιστατικό στο συγκινητικό επίμετρο με το οποίο κλείνει το βιβλίο γράφοντας ότι είχε την ψευδαίσθηση ότι η συγγραφή του βιβλίου θα προστάτευε τον γιό του, κάτι που (δυστυχώς) τελικά δεν έγινε. Ο Γκρόσμαν έγραφε για να «ξορκίσει το κακό» που διαισθανόταν ότι έρχεται – και κάτι παρόμοιο (με άλλο τρόπο βέβαια), βάζει την ηρωίδα του βιβλίου του, την Όρα να κάνει…

Η Όρα λοιπόν. Ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας bigger than life, αντιφατική και γοητευτική, εμβληματική και συγκινητική, δειλή και θαρραλέα, παράλογη και λογικότατη, άλλοτε αφελής και άλλοτε σκεπτόμενη. Την γνωρίζουμε μαθήτρια κατά τη διάρκεια του πολέμου των Έξι ημερών, το 1967 όταν νοσηλεύεται σε μια κλινική της Ιερουσαλήμ, έχει μόλις χάσει την καλύτερη της φίλη, την Άντα και μέσα στο νοσοκομείο γνωρίζει δύο συνομήλικούς της που νοσηλεύονται κι αυτοί εκεί. Τον σωματώδη και ευαίσθητο Άβραμ που γράφει ποίηση και θέλει να γίνει συγγραφέας και τον πανέμορφο Ίλαν.

40 χρόνια μετά τίποτα δεν θυμίζει τις μέρες του ’67, εκτός από την ατελείωτη σύγκρουση με τους Παλαιστίνιους. Η  Όρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τα προσωπικά της αδιέξοδα. Ο γάμος της με τον Ίλαν διαλύεται και οι δύο γιοί της, ο Άνταμ και ο Όφερ είναι μακριά της για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Ο Ίλαν έφυγε για ένα μακροχρόνιο ταξίδι στην Λατινική Αμερική, πάντα στα δύσκολα φευγάτος. Τον ακολούθησε ο μεγαλύτερος γιός, ο αινιγματικός Άνταμ. Ο Όφερ λίγο πριν τελειώσει την θητεία του, φεύγει πάλι (με δική του θέληση) για να συμμετάσχει σε μια στρατιωτική επιχείρηση και την Όρα την κυριεύει το συναίσθημα (ο τρόμος) ότι δεν θα τον ξαναδεί και αποφασίζει να φύγει όσο γίνεται πιο μακριά, για να μην είναι στο σπίτι όταν θα έρθουν οι στρατιώτες να της ανακοινώσουν τον (βέβαιο όπως θεωρεί) χαμό του γιού της.

Η Όρα όμως στο ταξίδι της, στα βόρεια της χώρας, θέλει να έχει μαζί της τον Άβραμ. Ποιόν Άβραμ όμως; όχι εκείνον που πρωτογνώρισε αλλά έναν Άβραμ πολύ διαφορετικό που ζει «λαθραία», σε ένα άθλιο διαμέρισμα στο Τελ Αβίβ,  ένα κατεστραμμένο άνθρωπο, ο οποίος μετά την αιχμαλωσία του και τα βασανιστήρια που υπέστη από τους Αιγύπτιους, στα 21 του χρόνια, δεν είναι πια ο ίδιος άνθρωπος. Ζει μια ζωή μοναχική και απομονωμένη, κάνοντας δουλειές του ποδαριού, ούτε καν ταυτότητα δεν έχει και η μόνη του επαφή με το παρελθόν είναι κάποια σποραδικά τηλεφωνήματα με την Όρα. Και βέβαια έχει σχεδόν λησμονήσει τον γιό που απέκτησε μαζί της, διότι ο Όφερ είναι δικό του παιδί, άσχετα αν δεν χρειάστηκε να ασχοληθεί με το θέμα αυτό ποτέ, αφού ο Ίλαν δεν είχε κανένα πρόβλημα να το αναγνωρίσει, να το αγαπήσει σαν δικό του και να φροντίσει να μη μάθει ποτέ για τον βιολογικό του πατέρα.

Η Όρα πηγαίνει με τον Σάμι τον Παλαιστίνιο ταξιτζή (της εταιρίας του Ίλαν) – ο οποίος έχει «φρικάρει» γενικώς με τις ενέργειές της -φορτώνει στον Άβραμ, ένα σακίδιο (το σακίδιο του Όφερ) και τον κουβαλάει μαζί της σε ένα «περιπατητικό» ταξίδι στα βόρεια της χώρας, ουσιαστικά στο πουθενά. Απλά, πρέπει να φύγει όσο πιο μακριά γίνεται από το σπίτι της, χωρίς κινητό τηλέφωνο, χωρίς καμμία επικοινωνία με κάποιον γνωστό ή συγγενή.

«Ο Άβραμ παρακολουθούσε κακόκεφα τις κινήσεις της Όρα με τα κορδόνια και τις μιμούνταν και μπερδεύτηκε, κι εκείνη ήρθε και κάθισε δίπλα του και του έδειξε στα δικά της παπούτσια, με φροντίδα και προσοχή, και παρατήρησε πως ο ποταμός είχε καθαρίσει από πάνω του τη χθεσινή μυρωδιά των ούρων, και μπορούσε πλέον να στέκεται δίπλα του χωρίς να πνίγεται. Κι ο ίδιος μάλιστα είπε ξαφνικά, τα έκανα πάνω μου χθες, σωστά; Κι εκείνη, μη τα ρωτάς. Κι εκείνος, που το έπαθα αυτό; Κι εκείνη, άς΄το. Κι εκείνος, δεν θυμάμαι τίποτα. Κι εκείνη, καλύτερα έτσι. Κι εκείνος έλεγξε το πρόσωπό της και αποφάσισε να τα παρατήσει, κι εκείνη αναρωτήθηκε αν θα του διηγιόταν κάποτε αυτή τη νύχτα με τον Σάμι.
Ο οποίος, μόνο όταν έφτασε το προηγούμενο βράδυ με τον Άβραμ στην πλάτη της πραγματικά μέχρι την πόρτα του ταξί, ευαρεστήθηκε να σηκωθεί και να βγεί από το αμάξι, θυμωμένος και όλος δυσφορία, κι οι δυο μαζί, κατάφεραν να χώσουν τον κοιμισμένο Άβραμ στο πίσω κάθισμα, και μόνο τότε της πέρασε από το νου η ιδέα πως ο Σάμι δεν είχε καταλάβει μέχρι εκείνη τη στιγμή πως επρόκειτο για άντρα. Ήδη εδώ και κάμποσους μήνες προσπαθούσε με τον λεπτό, ευγενικό του τρόπο να της αποσπάσει την πληροφορία αν είχε κάποιον καινούργιο. Δεν είναι ακριβώς κάποιος καινούργιος, σκέφτηκε, αντίθετα, είναι κάποιος πολύ παλιός. Είναι ο Άβραμ σε δεύτερο χέρι, μπορεί και σε τρίτο. Στάθηκε ξέπνοη, με την μπλούζα της ζαρωμένη και βρεγμένη απ’τον ιδρώτα, και τα πόδια της ακόμα έτρεμαν.
Πάμε, είπε όταν κάθισε δίπλα στον Σάμι.
Που;
Εκείνη σκέφτηκε λίγο. Δεν κοίταξε προς το μέρος του: μέχρι εκεί που τελειώνει η χώρα.
Κι εκείνος μουρμούρισε, για μένα έχει τελειώσει εδώ και καιρό.»

Οι δυό τους περπατάνε, περνώντας άλλοτε γρήγορα και άλλοτε αργά, ποτάμια και εγκαταλελειμμένα ή και κατεστραμμένα αραβικά χωριά, μνημεία (τάφους) Ισραηλινών στρατιωτών πεσόντων στους πολέμους από το 1948 και μετά. Η ιστορία της οικογένειας της Όρα, της σχέσης της με τον Άβραμ και τον Ίλαν περνάει μέσα από την αφήγησή της που δεν ακολουθεί χρονολογική σειρά αλλά κάνει άλματα μπρος και πίσω στον χρόνο. Μια ιστορία στενά συνδεδεμένη με την τραγωδία της χώρας. Από τις συζητήσεις με τον συνετό Σάμι, τον Παλαιστίνιο ταξιτζή μέχρι την αποκάλυψη μέσα από τις αναμνήσεις του Άβραμ για την αιχμαλωσία, τους βασανισμούς που υπέστη, τις μέρες της ανάρρωσης μετά την απελευθέρωσή του όταν ο Ίλαν και Όρα είχαν παρατήσει τα πάντα για να σταθούν δίπλα του. Η Όρα αφηγείται στον Άβραμ τη ζωή της με τον Ίλαν, οικογενειακές στιγμές, για τον Όφερ μικρό και την τρυφερή του σχέση με τον αδερφό του, τον Άνταμ, την αποξένωσή της απ’όλους, τις αγωνίες και τα άγχη της καταφέρνοντας να αφυπνίσει τα πατρικά αισθήματα του Άβραμ και μαζί την όρεξή του για ζωή και ένα μέλλον που θα θυμίζει έστω και λίγο τον άνθρωπο που ήταν παλιά.

Το μυθιστόρημα του Γκρόσμαν (που προσπαθεί να κρατήσει τις πολιτικές ισορροπίες ή από μια άλλη άποψη αντιπροσωπεύει την "πεφωτισμένη" πλευρά της εβραϊκής πολιτικής), δεν στηρίζεται σε κάποια ιδιαίτερη πλοκή αλλά κρατάει τον αναγνώστη «αγκυλωμένο» και εκστασιασμένο από αυτό το αριστουργηματικό γυναικείο πορτραίτο, ευαίσθητο και βαθιά ανθρώπινο, λεπτοδουλεμένο και τόσο ζωντανό, όσο λίγοι χαρακτήρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας - κάποιοι ξένοι κριτικοί συγκρίνουν τον μυθιστορηματικό αυτό χαρακτήρα με την "Άννα Καρένινα". Η Όρα αντιπροσωπεύει όχι μόνο τις γυναίκες του Ισραήλ (το προφανές) αλλά και τις γυναίκες, τις μάνες, τους γονείς όλου του κόσμου με τις αγωνίες και τα άγχη, τα προαισθήματα και τις ανασφάλειες, τον φόβο μπροστά σ’αυτό που θα’ρθει και σ’αυτό που δεν γνωρίζουν. Η Όρα είναι σίγουρη για τον θάνατο του γιού της αλλά αρνούμενη να επικοινωνήσει με το σπίτι της, με κάποιον κρατάει μέσα της την ελπίδα ότι κάποια στιγμή γυρίζοντας σπίτι θα βρεί τον Όφερ να την περιμένει. Μέσα από τον διάλογο άλλοτε συγκεκριμένο και άλλοτε αφηρημένο και χωρίς συνοχή, μέσα από την κυρίαρχη μνήμη θα ξαναβρεί τον εαυτό της, θα ξαναβρεί τον έρωτα ξορκίζοντας τους φόβους και τις κακές σκέψεις που την κυριεύουν. Πως θα τελειώσει αυτό το ιδιόμορφο ταξίδι, κανείς δεν ξέρει – αλλά όσο διαρκεί υπάρχει ελπίδα.

«Ο άντρας από τον ποταμό Κέντες είχε αφήσει μερικές σειρές κενές μέχρι το τέλος της σελίδας, κι η Όρα στρίμωξε εκεί, με μικρά γράμματα:
«Χιλιάδες στιγμές και ώρες και μέρες, εκατομμύρια πράξεις, ατέλειωτες ενέργειες και προσπάθειες και λάθη και λόγια και σκέψεις, όλα για να πλάσεις έναν άνθρωπο σ’αυτό τον κόσμο.»
Διαβάζει στον Άβραμ αυτό που έγραψε. Ο Άβραμ λέει αμέσως, όλα θα πάνε καλά, θα δεις, δεν θα τον αφήσουμε να πάθει κακό.
Αλήθεια το πιστεύεις;
Πιστεύω πως ξέρεις ακριβώς τι να κάνεις, πάντα.
Και μετά από μια παύση της λέει, δείξε μου λίγο. Του δίνει το τετράδιο. Εκείνος το κρατάει προσεκτικά, διαβάζει ψιθυριστά στον εαυτό του: «χιλιάδες στιγμές και ώρες…ατέλειωτες ενέργειες…λάθη…όλα για να πλάσεις έναν άνθρωπο σ’αυτό τον κόσμο.»
Ακουμπάει το τετράδιο στα πόδια του και κοιτάζει την Όρα, ένα ελαφρύ σύννεφο φόβου σκοτεινιάζει τα μάτια του.
Πρόσθεσε ακόμα μια φράση, του λέει χωρίς να τον κοιτάζει και του δίνει το στυλό: «έναν άνθρωπο που είναι τόσο εύκολο να τον εξοντώσεις.» Γράψε.
Εκείνος γράφει.»


   
   

   

YASMIN LEVY – Me voy

 
Τετάρτη, Μαΐου 16, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 16, 2012 | Permalink
Carlos Fuentes (1928-2012)

«…Με ανησυχεί που η προκατάληψη και η εκμετάλλευση, μεταμφιεσμένες σε κοινωνική τάξη, εξακολουθούν να αρνούνται στις γυναίκες – δηλαδή πάνω από το μισό του πληθυσμού του κόσμου – βασικά δικαιώματα εργασίας, αντιπρόσωπευσης και αυτοδιάθεσης.

Με ανησυχεί που επιβάλλεται η ελευθερία της αγοράς ενώ αναιρείται η ελευθερία εργασίας.

Με ανησυχεί που η παγκόσμια οικονομία ενισχύει την ελεύθερη διακίνηση αγαθών ενώ απαγορεύει την ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων.

Με ανησυχεί που μια αυταρχική καπιταλιστική τάξη, η οποία χωρίς τον απολυταρχικό κομουνιστή εχθρό απέναντί της – επιβάλλει στον κόσμο ένα μοναδικό και δογματικό μοντέλο αγοράς.

Με ανησυχεί η επιστροφή των χειρότερων σημείων του φασισμού: της ξενοφοβίας, των φυλετικών διακρίσεων, του πολιτικού και θρησκευτικού φονταμενταλισμού, της καταδίωξης του μετανάστη εργαζόμενου.

Με ανησυχεί που η αυτοκρατορία των ναρκωτικών δημιουργεί δική της εξουσία, υπεράνω των εθνικών και διεθνών νομοθεσιών.

Με ανησυχεί η φθορά του αστικού πολιτισμού παγκοσμίως από την Βοστόνη και το Μπέρμιγχαμ ως την Μπογκοτά, την Μπραζαβίλ, την Μπανγκόκ: άστεγοι, επαιτεία, εγκατάλειψη της τρίτης ηλικίας, ανεξέλεγκτες πανδημίες, ανασφάλεια, εγκληματικότητα, υποβάθμιση των υπηρεσιών υγείας και παιδείας…

Με ανησυχεί η επανεμφάνιση της παράλογης κούρσας εξοπλισμών μεταξύ φτωχών γειτόνων προς όφελος των πλούσιων γειτόνων τους.

Με ανησυχεί που για πρώτη φορά στην ιστορία ο άνθρωπος έχει την τρομακτική ικανότητα να συμπαρασύρει στην αυτοκτονία του ολάκερη τη φύση, που – πριν από την πυρηνική εποχή – κατάφερνε να επιβιώσει από τις τραγικές μας τρέλες.

Με ανησυχεί ένας κόσμος χωρίς μάρτυρες.

Με ανησυχεί οτιδήποτε συνωμοτεί εναντίον της συνέχισης της ανθρώπινης ζωής.»

Carlos Fuentes, 1928-2012 , από το βιβλίο του, "Σε αυτά πιστεύω" (Εκδ.Καστανιώτης, μετάφρ. Αμ.Βασιλακάκη) . Καλό ταξίδι, ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει.



 
Παρασκευή, Μαΐου 11, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 11, 2012 | Permalink
A stranger in Paradise

Η πολύ καλή και ενδιαφέρουσα Αυστραλή συγγραφέας Kate Grenville (ε.γ.1950), η οποία με είχε εντυπωσιάσει πριν από μερικά χρόνια με το εξαιρετικό «Μυστικό ποτάμι» της, τώρα επανέρχεται με το δεύτερο μέρος της τριλογίας της - γύρω από την εγκατάσταση των πρώτων αποίκων στην μακρινή αυτή ήπειρο -  ένα μυθιστόρημα με τίτλο, «Ο ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ» (The Lieutenant), (Εκδ. Καστανιώτη, (ωραία) μετάφρ. Ε.Μαρωνίτη, σελ. 285), το οποίο βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία, ενός υπολοχαγού των πεζοναυτών, του Γουίλιαμ Ντέϊβς στα τέλη του 18ου αιώνα.

Ο Ντάνιελ Ρουκ ήταν ένα παιδί διαφορετικό και αυτό προκαλούσε σύγχυση όχι μόνο στην μικροαστική οικογένειά του αλλά και στους γύρω του, οι οποίοι κουνούσαν το κεφάλι συγκαταβατικά όταν αναφέρονταν σ’εκείνον. Βαθύτατα μοναχικός όπως όλες οι ιδιοφυίες θα έχει την τύχη να ασχοληθούν μαζί του στο σχολείο και να προσέξουν το μεγάλο του ταλέντο στα μαθηματικά. Στον καιρό του όμως (δεύτερο μισό του 18ου αιώνα), ένας δρόμος υπήρχε για σταδιοδρομία, το Ναυτικό. Η Βρετανική Αυτοκρατορία μερικά χρόνια μετά την ανακάλυψη της Αυστραλίας από τον Κουκ, σκόπευε να εποικίσει την «νέα» ήπειρο, την οποία θεωρούσε το ιδανικό περιβάλλον για την απορρόφηση των φυλακισμένων και των εγκληματιών. Η αποστολή χρειαζόταν έναν αξιωματικό με γνώσεις αστρονομίας, οπότε η θέση περίμενε τον νεαρό Ντάνιελ με την αχαλίνωτη περιέργεια και διάθεση για μάθηση και ανακαλύψεις. Ήταν όμως και κάτι άλλο, ο Ντάνιελ δεν ένιωθε πουθενά σπίτι του, πάντα έψαχνε να βρει κάτι, ένα μέρος που θα τον δεχτεί. Το μακρινό ταξίδι δεν τον προετοίμαζε για αυτό που θα φανερωνόταν μπροστά του:

«Ο μικρός όρμος γρήγορα απέκτησε όνομα: Σίδνεϊ Κόουβ. Φαινόταν να υπακούει σε μια λογική διαφορετική από του κόσμου που γνώριζε ο Ρουκ. Υπήρχαν δένδρα, όπως υπήρχαν και σε άλλα μέρη, αλλά καθένα ήταν πιο παράξενο από το άλλο. Ορισμένα ήταν σαν πατσαβούρες, με ένα γυμνό πάσσαλο για κορμό και ένα θάμνο φυλλώματος είκοσι πόδια πάνω από το έδαφος. Ροζιασμένα ροζ τέρατα έστριβαν αρθριτικά δάχτυλα στον ουρανό. Τα κοντά λευκά δέντρα που μεγάλωναν κοντά στο ρυάκι ήταν παραγεμισμένα με φλούδες που ξεφλούδιζαν σε φύλλα μαλακά σαν του χαρτιού.
Κόκκινοι παπαγάλοι πλησίαζαν διστακτικά στα κλαδιά, τιτιβίζοντας και σφυρίζοντας. Μπορούσαν άραγε να μάθουν να μιλούν, αναρωτήθηκε, ή να μάθουν ένα σκοπό, όπως εκείνος που ο γέρος πλοίαρχος Βίαρ είχε στο σαλόνι του στο Πόρτσμουθ; Καταρχήν ήταν δύσκολο να πιάσεις έναν. Τα πουλιά τον κοιτούσαν από το πλάι, επιφυλακτικά. Ξόβεργα ή δίχτυ. Δεν είχε ούτε ξόβεργα, ούτε δίχτυ. Θα μπορούσε να σφυρίξει και ο ίδιος έναν σκοπό, αν και θα έπρεπε να παραδεχτεί ότι υπήρχε κάτι σ’αυτά τα δάση της Νέας Νότιας Ουαλίας που σε έκανε να σωπαίνεις.»

Ο Ντάνιελ παρατηρεί τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα, και όταν καταφέρνει να χτίσει μια καλύβα στην άκρη ενός βράχου και να στήσει εκεί το τηλεσκόπιο του, έχει και την σχετική απομόνωση από τα στρατιωτικά καθήκοντα που επεδίωκε. Οι ιθαγενείς αρχίζουν να τον προσεγγίζουν και να αποκτούν άνεση μαζί του. Μια πανέμορφη δωδεκάχρονη, η Τάγκαραν θα γίνει ο οδηγός του προς την κατανόηση των εθίμων τους και της γλώσσας τους. Ο νεαρός ανθυπολοχαγός μαγεύεται με την αγνότητα και την αμεσότητα των «αγρίων». Μαθαίνει να συνεννοείται, γοητεύεται από την Τάγκαραν, βλέπει πια τον κόσμο από άλλο μάτι.

«Είχε την αίσθηση πως όλα αυτά τα χρόνια στο σχολείο και η ζωή πάνω στο πλοίο τον είχαν συμπιέσει, όπως πιέζεται ένα μέλος του σώματος μέσα σε σφιχτό επίδεσμο. Τώρα επιτέλους, μπορούσε να απλωθεί και να καταλάβει όσο χώρο του χρειαζόταν. Εδώ έξω, με μοναδική συντροφιά τις σκέψεις του, μπορούσε να μην είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από αυτό που ήταν.
Ο εαυτός του. Χώρα ανεξερεύνητη όπως και τούτη εδώ.»

Αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα έρθει σε σύγκρουση με τις μεθόδους και τους τρόπους συμπεριφοράς των δικών του ανθρώπων προς τους ιθαγενείς και πρέπει να διαλέξει. Ή θα υπακούσει στην εξουσία την οποία υπηρετεί και έτσι θα μπορέσει να μείνει σ’αυτή τη γη που τον έχει τόσο πολύ θέλξει ή θα αντιδράσει με κίνδυνο η τιμωρία του να είναι η θανατική ποινή ή η εκδίωξή του από την αποστολή.

Η μοναδική επιδίωξη του Ντάνιελ είναι να μείνει για πάντα εκεί. Νιώθει, αισθάνεται ότι βρήκε το μέρος που πάντα έψαχνε. Η επαφή με μια καινούργια (σ’αυτόν) γλώσσα, η επικοινωνία με ανθρώπους τόσο διαφορετικούς από αυτόν του ανοίγει δρόμους που δεν τους είχε φανταστεί έως εκείνη την ώρα. Βλέπει, παρατηρεί πράγματα με τα μάτια του που το τηλεσκόπιο και τα όργανά του είναι αδύνατο να δουν. Αλλά δεν μπορεί να απαλλαχθεί από την καταγωγή του και ότι και να κάνει είναι υπηρέτης της Αυτοκρατορίας. Είναι αναπόφευκτο τα όνειρα του να συντριβούν. Η συγγραφέας μεταδίδει με συγκλονιστικό τρόπο, την υπόγεια ένταση και τις συγκρούσεις μεταξύ των «εισβολέων» και των αβορίγινων, μεταξύ των «πολιτισμένων», των «δυνάμεων του Καλού» και των «απολίτιστων», των «αγρίων». Η συνεχής αναζήτηση τροφής και γης για καλλιέργεια, η καχυποψία, η άσκηση εξουσίας με κάθε μέσον, τα σπασμένα νεύρα διαπερνούν το σώμα του μυθιστορήματος και συνεχώς περιμένεις κάτι να συμβεί.

«Ο ανθυπολοχαγός» είναι ένα μυθιστόρημα αυτογνωσίας, ένα βιβλίο μαθητείας γραμμένο με λυρισμό και εκπληκτική αισθητική. Η δύναμη των εικόνων, οι περιγραφές της φύσης, των συναισθημάτων, πηγαίνουν τον αναγνώστη πέρα από ένα απλό οικολογικό μήνυμα ή μια καταγγελία της αποικιοκρατίας. Η Γκρέινβιλ μπορεί σ’αυτό της το βιβλίο να μη μεταδίδει την ίδια ένταση και δύναμη που είχε η ιστορία του πρώην κατάδικου στο «Μυστικό ποτάμι» αλλά είναι περισσότερο ποιητική (δεν υπάρχει πολλή δράση στην πλοκή του βιβλίου) με ρυθμό και φαντασία  πλάθοντας έναν μυθιστορηματικό (παρά την εγγενή δυσκολία της υπέρβασης ενός ουσιαστικά αληθινού προσώπου) χαρακτήρα μοναδικό (σε σημείο τα υπόλοιπα πρόσωπα του μυθιστορήματος να είναι αχνά και σχεδόν αόρατα), που η προσωπική του αναζήτηση συγκινεί και ταυτόχρονα συγκλονίζει.


   
   

   

MATT MONRO – A stranger in paradise




 
Παρασκευή, Μαΐου 04, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 04, 2012 | Permalink
Αρκετά μιλήσαμε γι'αγάπη

Πολύ στυλ, εξαιρετικοί διάλογοι, αστική ατμόσφαιρα – σαν να παρακολουθείς μια ωραία γαλλική ταινία, είναι η νουβέλα του πολύ καλού Γάλλου συγγραφέα Herve Le Tellier, με (τον «πιασάρικο») τίτλο, «ΑΡΚΕΤΑ ΜΙΛΗΣΑΜΕ ΓΙ’ΑΓΑΠΗ» («Assez parle damour»), (Εκδ. Opera, (εμπνευσμένη) μετάφρ. Α.Κυριακίδη, σελ. 253). Μια σπουδή όχι μόνο στον έρωτα και τις σχέσεις, αλλά (ίσως περισσότερο) και στις ερωτικές ιστορίες με τις μικρές καθημερινές στιγμές τους, τα αδιέξοδα και τις ωραίες αναπάντεχες στιγμές, τις σιωπές και τις δυσκολίες.

Δύο ερωτικά τρίγωνα που συνθέτουν ένα εξάγωνο είναι τα πρόσωπα που απασχολούν τον Λε Τελιέ στο βιβλίο του. Ο συνδετικός κρίκος και κεντρικός ήρωας είναι ο ψυχίατρος/ψυχαναλυτής Τομάς, ο οποίος είναι ένας αρκετά επιτυχημένος 50άρης, με ένα πρόσφατο διαζύγιο και δύο κόρες. Η Άννα, μια γοητευτική σαραντάρα, κάνει ψυχανάλυση μαζί του για 12 χρόνια, το σημερινό τους ραντεβού είναι άλλη μια βαρετή θεραπεία, αλλά στο τέλος η Άννα, του πετάει αυτό που την απασχολούσε, «Έκανα μια γνωριμία μ’έναν άντρα, έναν άντρα συγγραφέα, τον λένε Ιβ. Ήταν κεραυνοβόλο». Ο Τομάς σημειώνει την λέξη «κεραυνοβόλο» με αρκετά σκωπτική διάθεση, αλλά το ίδιο βράδυ σε μια συνεστίαση γνωρίζει την Λουίζ και νιώθει κι αυτός τι σημαίνει «κεραυνοβόλο». Το καλό βέβαια στην περίπτωσή του είναι ότι το νιώθει και η Λουίζ, η οποία ως δυναμική δικηγόρος που είναι, ξέρει να παίρνει αυτό που δικαιούται και «στέλνει αδιάβαστο» τον σκεπτικιστή Τομάς από το πρώτο ραντεβού.

«Η πιο ωραία μέρα της ζωής μου έχει περάσει.»

Η Αννα και η Λουίζ ωραίες και κομψές, μορφωμένες και δυναμικές, είναι δύο γυναίκες που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, αλλά οι οικογενειακές τους καταστάσεις δεν διαφέρουν πολύ. Παντρεμένες με επιτυχημένους επιστήμονες, τον Σταν και τον Ρομέν αντίστοιχα, οι οποίοι τις αγαπούν πολύ αλλά ο χρόνος έχει φέρει κούραση και ανία στις σχέσεις τους. Και στις δύο οικογένειες, της Αννας και του Σταν, της Λουίζ και του Ρομέν, υπάρχουν παιδιά αλλά τα ερωτικά ένστικτα κυριαρχούν και οι δύο γυναίκες θα θελήσουν να αναποδογυρίσουν τις βολεμένες και ευκατάστατες ζωές τους. Οι δύο σύζυγοι δεν θα αφήσουν εύκολα το παιχνίδι, ο Ρομάν θα επισκεφθεί δήθεν ως ασθενής το ιατρείο του Τομά, ενώ ο Σταν (σε μια καταπληκτική σκηνή) θα παρακολουθήσει μια διάλεξη του Ιβ αναρωτόμενος αν θα μπορούσε να γράψει κι εκείνος ένα μυθιστόρημα για να ξανακερδίσει την Αννα.

Το ερωτικό γαϊτανάκι που στήνει ο εξαιρετικός αυτός συγγραφέας, είναι γεμάτο μικρολεπτομέρειες, βλέμματα, διάλογο, βόλτες στα καφέ και τα ρεστωράν του Παρισιού, εσωτερικές σκέψεις, και πολύ χιούμορ. Η αφήγηση πολλές φορές θυμίζει γαλλικές ταινίες της δεκαετίας του ’60, όταν η φωνή του αφηγητή ερμηνεύει σκέψεις και συναισθήματα των πρωταγωνιστών, σαν ένα λογοτεχνικό voice-over.

Υπάρχουν πολλές ωραίες σκηνές, μικροεπεισόδια και υπολεπτομέρειες της πλοκής που κερδίζουν το στοίχημα, σ’αυτό το σαγηνευτικό και πολύ ουσιαστικό μικρό μυθιστόρημα. Η Άνν που γυρίζει από τον εραστή πλυμένη και στολισμένη αλλά ξαναμπαίνει αμέσως στο ντους για να μην υποψιαστεί τίποτα ο Σταν ο οποίος της λέει ότι μυρίζει πολύ όμορφα, η Λουίζ με τις δύο κόρες όταν τις γνωρίζει στον Τομά και εκείνες μετά από λίγο τον πιάνουν απ’το χέρι επειδή θα τις κεράσει βάφλες, η Άνν με την λίστα με τα ρούχα που αγόρασε φέτος και την ανασφάλεια που νιώθει ότι ο Ιβ αποκλείεται να μπορεί να καλύψει την πολυέξοδη ζωή της, ο Τομά που πάει να παρακολουθήσει μια διάλεξη του Ρομέν και καταλήγει να τον συμπαθεί.

«Ωστόσο, ο Τομά Λε Γκαλ δε σταμάτησε λεπτό να παρατηρεί τον Ρομέν Βιντάλ, τον άνδρα που κάθε πρωί ξυπνάει στο πλευρό της Λουίζ Μπλουμ, αυτής της γυναίκας την οποία έχει αρχίσει να ερωτεύεται και με την οποία έχει μόλις κάνει έρωτα για πρώτη φορά. Ο Ρομέν Βιντάλ δεν είναι αντίζηλός του, γιατί ποτέ κανείς δεν έχει αντίζηλο. Ο Τομά δεν ήθελε να έρθει αντιμέτωπος με την εικόνα του συζύγου· ήθελε να δει τον άνδρα που αγάπησε, που εξακολουθεί ν’αγαπά τη Λουίζ Μπλουμ, αλλά ίσως και να δοκιμάσει τα ίδια του τα αισθήματα. Ο Τομά νιώθει να γεννιέται μέσα του μια συμπάθεια γι’αυτόν τον ψηλέα του οποίου μαντεύει την κρυφή ντροπαλότητα, του οποίου θαυμάζει τη λογική και ρέουσα σκέψη, του οποίου, δυστυχώς, δε θα μπορέσει ποτέ να γίνει φίλος.»

Ο Λε Τελιέ είναι ένας ιδιόμορφος συγγραφέας που είναι μέλος της λογοτεχνικής ομάδας «Ουλίπο», της οποίας μέλη ήταν οι περίφημοι Ρ.Κενώ και Ζ.Περέκ. Το «δόγμα» της ομάδας ήταν ο συνδιασμός λογοτεχνίας και επιστήμης (ο Λε Τελιέ είναι επίσης και μαθηματικός), ενώ ο λόγος είναι κυρίως αναλυτικός χωρίς να λείπει η ρητορεία. Ακούγεται πολύπλοκο αλλά στο χαρτί το αποτέλεσμα είναι συνήθως απολαυστικό και (πολλές φορές) παιχνιδιάρικο. Έτσι κι αλλιώς όμως το λογοτεχνικό παιχνίδι του Λε Τελιέ μένει στο υπόβαθρο της νουβέλας – σαν κλείσιμο του ματιού - χωρίς να επηρεάζει την πλοκή ή τον ρυθμό της αφήνοντας μόνο τον «υποψιασμένο αναγνώστη» να ασχοληθεί μ’αυτό.

Εξάλλου μπορούμε να φανταστούμε τον Λε Τελιέ ως ένα πιθανό alter ego του ήρωά του, συγγραφέα Ιβ στον διάλογο με την Άννα, όταν προσπαθεί να της εξηγήσει γιατί βάζει ως τίτλο του καινούργιου του μυθιστορήματος, το τελείως αντιεμπορικό «Αμπχάζιο ντόμινο» και εκείνη μπερδεύεται ακόμα περισσότερο:
«Όταν εξέθεσε αυτήν τη δομή στην Άννα, εκείνη κούνησε το κεφάλι της:
«Πολύ μπερδεμένο,. Και άχρηστο. Βρε γκόϊ, μωρό μου, έχω την εντύπωση πως κάνεις ότι περνάει απ’το χέρι σου για να μην πουλιούνται τα βιβλία σου. Άσε που αυτόν τον τίτλο δεν μπορεί να τον θυμάται κανένας.»
«Δεν έχεις δίκιο. Το ντόμινο είναι παιδικό, και το αμπχάζιο, προκλητικό.»
«Έ, λοιπόν, δε συμφωνώ. Γιατί δεν γίνεσαι απλός; Το βιβλίο σου μιλάει γι’αγάπη;»
«Ναι.»
«Έ, βάλε στον τίτλο τη λέξη «αγάπη».»

Ο Ιβ στο τέλος θα ακούσει την συμβουλή της Άννας και θα βάλει στο βιβλίο του τη λέξη «αγάπη», άλλο ένα κλείσιμο του ματιού από τον Λε Τελιέ στον αναγνώστη σ’αυτήν την πανέξυπνη και μοντέρνα ερωτική ιστορία, τόσο παρελθοντολογική και τόσο σύγχρονη ταυτόχρονα που - όπως και τα υπόλοιπα βιβλία του συγγραφέα που κυκλοφορούν στην χώρα μας – είναι ένα αναζωογονητικό διαμαντάκι, το οποίο χαρίζει μερικές ώρες αναγνωστικής απόλαυσης.

 
    
    

    

SALOME DE BAHIA -  Que reste-t-il de nos amours?