Παρασκευή, Απριλίου 20, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Απριλίου 20, 2012 | Permalink
Μακριά από που;
«Το μυθιστόρημα προκύπτει από τις οπές και τις χαραμάδες της ιστορίας» Νοβάλις

Μετά από τον εκπληκτικό «Μολδαβό σωματέμπορο», άλλο ένα έξοχο μυθιστόρημα (περίπου στο ίδιο ύφος) του (όπως αποδεικνύεται) πολύ καλού Αργεντίνου συγγραφέα και κινηματογραφιστή EDGARDO COZARINSKY, με (τον ωραίο) τίτλο: «ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΠΟΥ» («Lejos de donde»), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Τ.Ψάρρης, σελ. 141). Μια αναζήτηση ταυτότητας πέρα από σύνορα και έθνη, κράτη και ηπείρους, ένα ταξίδι και ένας φιλοσοφικός στοχασμός γύρω από την ιστορία, τις αλήθειες και τα ψέμματά της, την σχετικότητα των πραγμάτων και των δεδομένων.

Μια γυναίκα το σκάει από το Άουσβιτς. Είναι το 1945 και βρισκόμαστε μερικούς μήνες πριν διαλυθεί το Γ’ Ράιχ και η νέα γυναίκα μέσα στην βαριά χλαίνη της έχει καλά φυλαγμένο ένα εβραϊκό διαβατήριο που είχε κατασχεθεί από κάποια συνομήλική της που οδηγήθηκε στο κρεματόριο. Η χλαίνη έχει βαρύνει από 20 κιλά χρυσά δόντια που έχουν ραφτεί σε μια εσωτερική τσέπη. Αυτά τα δόντια θα της χρησιμεύσουν για την δίοδο που ψάχνει να εγκαταλείψει την ρημαγμένη Ευρώπη, διότι αυτή η γυναίκα, που ζούσε κάποτε στην Βιέννη, υπηρέτησε τον Άξονα και γνωρίζει καλά ότι δεν έχει μέλλον πλέον στην χώρα της. Υπηρετούσε ως διοικητική υπάλληλος στο στρατόπεδο, μια αφελής, υπάκουη και αφοσιωμένη κοπέλα μέτριας εμφάνισης και χωρίς ιδιαίτερη κουλτούρα που θαύμαζε τον Μένγκελε για τα πειράματά του, και δεν αναρωτιόταν για το σωστό ή λάθος των επιλογών της. Την σώζει όμως η ικανότητα επιβίωσης που διαθέτει και το ένστικτό της να επιλέξει την κατάλληλη στιγμή για «να την κάνει».

Με τα πολλά, και αφού διασχίζει την μισή Ευρώπη, φθάνει στην Γένοβα και με την βοήθεια της εκκλησίας μπαίνει στο πλοίο για Μπουένος Άιρες, όπου εκεί θα χρησιμοποιήσει την καινούργια εβραϊκή της ταυτότητα. Στην Αργεντινή του Περονικού καθεστώτος και σ’αυτή την πόλη όπου φθάνουν κατά κύματα ναζί, συμπαθούντες αυτών αλλά και εβραίοι και διάφοροι άλλοι φυγάδες, όπου όλοι ενδύονται μια νέα ταυτότητα, μια νέα περσόνα, εκείνη θα ονομάζεται πλέον Τάουμπε Φισμπάϊν και θα είναι μια σιωπηλή και αινιγματική γυναίκα που δουλεύει στην κουζίνα μιας ταβέρνας που την έχει ένας γερμανός μετανάστης σκοτεινής προέλευσης και με θαμώνες όλων των ειδών.

«Συχνά την αιφνιδίαζε η ανάμνηση ενός περιστατικού που είχε βιώσει μόλις τρία χρόνια πριν ξεκινήσει να ζει αυτή τη ρουτίνα, την οποία είχε δεχτεί μάλλον με ανακούφιση παρά με μοιρολατρία, τη ρουτίνα της ζωής της στο Μπουένος Άιρες.
Έβλεπε τον εαυτό της να περπατάει με κόπο, οι μπότε βυθισμένες στο χιόνι, η βαριά στρατιωτική χλαίνη να την καμπουριάζει, ψάχνοντας κάποιο σημάδι που να επιβεβαιώνει την κατεύθυνση που είχε πάρει, το πεπρωμένο από το οποίο το μόνο που περίμενε ήταν να της παρέχει τη δυνατότητα να συνεχίσει να ξεφεύγει ολοένα πιο μακριά, μακριά από έναν κίνδυνο ολοένα ξεφεύγει πιο κοντινά, έναν κίνδυνο δίχως πρόσωπο αλλά που ήξερε ότι ήταν αδυσώπητος, βασισμένη αποκλειστικά και μόνο στην καλοσύνη των ξένων. Πως είχε καταφέρει να επιβιώσει εκείνες τις εβδομάδες όπου έπρεπε να σέρνει τις λιγοστές ώρες ύπνου από το ένα τυχαίο, αφιλόξενο, μυστικό καταφύγιο στο άλλο; Που είχε βρει τις απαραίτητες δυνάμεις, εκείνη που ήταν συνηθισμένη να περνάει στο στρατόπεδο της μέρες της καθισμένη σ’ένα γραφείο, συμπληρώνοντας καρτέλες με στοιχεία ταυτότητας, επίθετα γεμάτα με σύμφωνα που στα γερμανικά δεν συνυπήρχαν ποτέ, φωτογραφίες με αδιάφορα πρόσωπα στα οποία είχε μάθει να αναγνωρίζει τις καταδικασμένες φυσιογνωμίες μιάς κατώτερης φυλής;
Τούτες τις στιγμές οι αναμνήσεις εκείνων των ημερών αγωνίας, γεμάτων με μια κούραση που έμοιαζε να είναι αυτή που την έσπρωχνε να συνεχίσει, ακόμα και χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, της παρουσιάζονταν σαν ένα όνειρο απ’όπου είχε ξυπνήσει περνώντας στη σχεδόν υπνοβατική μονοτονία αυτής της καινούργιας ζωής, μιας ζωής στην οποία λίγες χειρονομίες, λίγες λέξεις έφταναν για να γεμίσουν μια μέρα που θα ήταν ίδια με την προηγούμενη και την επόμενη.
Ο λήθαργος ονομαζόταν Μπουένος Άιρες.»

Δεν μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν και οι περίπατοι, οι μυρωδιές από τις ψησταριές της πόλης, της θυμίζουν τους φούρνους του Άουσβιτς, κλεισμένη στον εαυτό της και την σιωπή της –παρατηρεί ή χαζεύει το πολύχρωμο πλήθος της φασαριόζας πόλης από το μπαλκόνι της πανσιόν που μένει μαζί με άλλους ευρωπαίους φυγάδες που όλοι ψάχνουν μια καινούργια ζωή. Η νέα πραγματικότητα θα εισβάλλει στη ζωή της, όταν ένα βράδυ γυρνώντας από το ρεστωράν θα πέσει θύμα βιασμού από τρεις μεθυσμένους, τα πρόσωπα των οποίων δεν βλέπει. Θα μείνει έγκυος για δεύτερη φορά και θα γεννήσει όπως και την πρώτη ένα παιδί χωρίς να ξέρει καλά-καλά τι να το κάνει, και αν εκείνο το κοριτσάκι το άφησε σε μια Πολωνέζικη οικογένεια και αφού τους φρόντισε για λίγο οικονομικά, αργότερα εξαφανίστηκε ξεχνώντας το - τώρα τα πράγματα στη ζωή της είναι αλλιώς. Θα φέρει στον κόσμο ένα αγόρι με ινδιάνικα χαρακτηριστικά. Θα τον βγάλει Φεδερίκο και θα του διοχετεύσει όλη την αγάπη και το συναίσθημα που κρύβει βαθιά μέσα της. Το αγόρι μεγαλώνει περνώντας άπειρες ώρες μόνο του στην πανσιόν και αρχίζει να το σκάει και να κάνει βόλτες στην αχανή πόλη. Ανακαλύπτει τη μαγεία του σινεμά, της μουσικής, νιώθει διαφορετικός, νιώθει Εβραίος αφού ανακαλύπτει το εβραϊκό διαβατήριο της μητέρας του και την προέλευση του επιθέτου του. Και μια βραδιά ένα αυτοκίνητο παρασέρνει τη μητέρα του και μένει μόνος του.

Τα χρόνια περνάνε, το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Αργεντινή είναι καταπιεστικό και σκληρό, ο Φεδερίκο οργανώνεται στο αντιδικτατορικό κίνημα αλλά μέσα του, κάτι τον τρώει, πρέπει να φύγει, να πάει στην Ευρώπη να βρει τις ρίζες του, τους συγγενείς της μητέρας του – βάσει ενός ονόματος ψεύτικου και μιας καταγωγής που δεν είναι αυτή που νομίζει, αλλά εκείνος είναι αποφασισμένος. Και έτσι κάνει την διαδρομή αντίστροφα, φεύγει προδίδοντας τους συντρόφους του και πάει στην Ευρώπη όπου εκεί θα μείνει ψάχνοντας φαντάσματα, σε μια ήπειρο όπου όλα έχουν αλλάξει, όλα είναι ρευστά.

«Οι ιστορίες δεν επινοούνται. Κληρονομούνται.»

Η νουβέλα του Κοζαρίνσκι διατρέχει μια περίοδο 60 χρόνων με χρονικά άλματα. Η αφήγηση είναι γοητευτική, και ο συγγραφέας χειρίζεται επιδέξια το πολύ ευαίσθητο θέμα της ηρωίδας του που είναι μια γυναίκα, από εκείνες που θεωρούνται «εκπρόσωποι του Κακού», μια τυπική γερμανίδα της εποχής, που δίπλα της (κυριολεκτικά όμως) άνθρωποι οδηγούντο στους θαλάμους αερίων και εκείνη σφύριζε αδιάφορα. Μια γυναίκα που το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η επιβίωση – και σ’αυτό τα κατάφερνε πολύ καλά. Η σχετικότητα της ιστορίας, και πως γράφεται αυτή αποτυπώνεται και στις λίγες πινελιές της (εγκιβωτισμένης στην νουβέλα) ιστορίας του Σοβιετικού φωτογράφου Γεβγκένι Χαλντέι, ο οποίος τράβηξε το 1945 την διάσημη φωτογραφία με τον στρατιώτη που υψώνει την σοβιετική σημαία στην στέγη του Ράιχσταγκ. Είναι όμως μια φωτογραφία σκηνοθετημένη και ρετουσαρισμένη, όπως ήταν οι πιο επιτυχημένες φωτογραφίες της ιστορίας . Η ιστορία αλλοιώνεται από τις αυταπάτες, από τα ψέμματα και από τους μύθους που την περιβάλλουν – που είναι η αλήθεια και ποια είναι τα όριά της. Ο Κοζαρίνσκι στο βιβλίο του (όπως άλλωστε και στον «Μολδαβό σωματέμπορο») με επιμονή θέτει τον αναγνώστη μπροστά στα θεμελιώδη αυτά ερωτήματα.

«Γνωρίζεις την απάντηση του Εβραιόπουλου που αποφασίζει να μεταναστεύσει στην Αμερική στις αρχές του 20ου αιώνα; Στο μίζερο στετλ της Γαλικίας ή της Βεσσαραβίας όπου γεννήθηκε, η μητέρα του κλαίει απαρηγόρητα. «Γιέ μου, γιατί πηγαίνεις τόσο μακριά;» οδύρεται ξανά και ξανά. Ο γιός, ήδη μακριά από εκεί από εκεί με τη σκέψη του, ίσως με μια έμφυτη επίγνωση ότι κάθε απόσταση είναι σχετική, απαντάει: «Μακριά; Μακριά από πού:»

Είναι ένα μαγευτικό και υπέροχο βιβλίο, το οποίο προσομοιάζει σε ύφος και ατμόσφαιρα με κεντροευρωπαϊκό θυμίζοντας Ζέμπαλντ και Μ.Κούντερα παρά λατινοαμερικάνους συγγραφείς. Με δομή κινηματογραφική, αφήγηση ουσιαστική και χωρίς κενά ισορροπεί με απόλυτη επιτυχία μεταξύ νουβέλας και φιλοσοφικού δοκιμίου, ενώ το μελαγχολικό και όμορφο φινάλε - όπου ο πενηντάχρονος πλέον Φεδερίκο Φισμπάϊν («εβραίος» με τη βούλα!), θα αγγίξει έν αγνοία του, την «αλήθεια» αλλά θα την προσπεράσει - αφήνει τον αναγνώστη με ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη.





CIRCADIAN EYES - Rain