Παρασκευή, Νοεμβρίου 25, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Νοεμβρίου 25, 2011 | Permalink
Η γαλάζια ώρα
Βασισμένο σε μια ιστορία που συνέβη κατά τη διάρκεια της καταπολέμησης της τρομοκρατίας στο Περού την δεκαετία του 80 (απόσπασμα της οποίας παρατίθεται στην εισαγωγή), είναι το ωραίο μυθιστόρημα του Περουβιανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Alonso Cueto (γεν.1954), με τίτλο «Η ΓΑΛΑΖΙΑ ΩΡΑ» (La hora azul) , («Εκδ. Μεταίχμιο, σελ.344, μετάφρ.Κων.Παλαιολόγος). Έχοντας στις αποσκευές του, το σημαντικό βραβείο Herralde για την ισπανόφωνη λογοτεχνία του 2005, το βιβλίο είναι συγκινητικό και παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για πολιτικοινωνικούς λόγους αλλά τα κενά της γοητευτικής ιστορίας δεν καλύπτονται παρά το δυναμισμό της γραφής.

Η ζωή του σαραντάχρονου μεγαλοδικηγόρου της Λίμα, Αντριάν Ορμάτσε, κυλάει σαν χολιγουντιανή ταινία. Πλούσια ζωή, δεξιώσεις, φωτογραφίες σε κοσμικά έντυπα, πανέμορφη σύζυγος, δύο γλυκύτατες κόρες, πάμπλουτα πεθερικά που τους προσφέρουν διακοπές σε νησιά της Καραϊβικής, η δουλειά να ανθίζει. Ο «ρυθμός του κόσμου» του όμως μεταβάλλεται όταν η αγαπημένη του μητέρα πεθαίνει και αποκαλύπτεται ένα τρομερό μυστικό της οικογένειας που εκείνη κάλυπτε τόσα χρόνια. Ο πατέρας του, πεθαμένος από χρόνια και διαζευγμένος με την μητέρα του, απομακρυσμένος από τον Αντριάν από την εποχή της εφηβείας του, διατελώντας διοικητής στρατοπέδου στο Αγιακούτσο, επίκεντρο των μαχών μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων του Περού και της επαναστατικής οργάνωσης Sendero Luminoso (Φωτεινό μονοπάτι), είχε ερωτευθεί μια κρατούμενή του, η οποία κατόρθωσε να διαφύγει και αργότερα γέννησε ένα αγοράκι.

Ο Αντριάν θα μπορούσε να «θάψει» και να αποσιωπήσει το γεγονός, το οποίο γνωρίζει καλά ότι θα μπορούσε (εάν γινόταν γνωστό) να επηρεάσει την κοινωνική και επαγγελματική του ανέλιξη. Το Φωτεινό Μονοπάτι είχε εξοντωθεί μετά τη σύλληψη του ηγέτη του, του αδίστακτου Γκουζμάν, η κατάσταση είχε ηρεμήσει, αλλά η αποκάλυψη ότι ο πατέρας του εκτός από εμπλεκόμενος σε βασανισμούς κρατουμένων (κάτι που όλοι ψιλοξέρανε – διότι ο τύπος ήταν γνωστό κτήνος - αλλά το έκρυβαν «κάτω απ’το χαλάκι»), προστάτεψε κρατούμενη και ίσως ήταν κι ο πατέρας ενός εξώγαμου θα χαλούσε την λουστραρισμένη εικόνα που τόσα χρόνια ο Αντριάν και η οικογένειά του προσπαθούσαν να χτίσουν. Εκείνος όμως δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο παρά να βρει την εξαφανισμένη ινδιάνα και το παιδί της. Γρήγορα διαπιστώνει ότι κάποιοι εκβίαζαν την μητέρα του με την αποκάλυψη του μυστικού, όπως και ότι παλιοί συνάδελφοι του πατέρα του γνώριζαν ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας.

Αρχίζει να παραμελεί τη δουλειά του, να έχει προβλήματα με το σπίτι του, καθώς διατρέχει την Λίμα απ’άκρη σ’άκρη για να συναντήσει ανθρώπους, να βρει ίχνη της εξαφανισμένης. Η ζωή του έχει αλλάξει, όλοι νομίζουν ότι έχει παραφρονήσει καθώς το ένα όνομα οδηγεί σε ένα άλλο, οι πόρτες και τα στόματα παραμένουν κλειστά, όλα δείχνουν ότι ο Αντριάν άνοιξε το κουτί της Πανδώρας με απρόσμενες συνέπειες. Και καθώς διαπιστώνει ότι ουσιαστικά έχει ερωτευτεί αυτό το «φάντασμα» που ψάχνει στις εσχατιές του Περού βλέπει ότι το κέντρο της ζωής του έχει μετατοπιστεί, τα ενδιαφέροντά του δεν είναι πια τα ίδια, οι πολυτελείς διακοπές δεν του λένε τίποτα πια και ο κόσμος είναι διαφορετικός.

«Μίριαμ; Τι έγινε μ’εκείνη τη μικρή, τη Μίριαμ; Ο Τσάτσο έστρεψε το κεφάλι του στο πλάι. Ο Γκουάγιο γέμισε το ποτήρι του κι άρχισε να μιλάει.

Μάλιστα, μια φορά του πήγαμε του μπαμπά σου μια μικρή Ινδιάνα που είχαμε βρει σ’ένα χωριό κι εκείνος την παρέδωσε στους άντρες του και εμείς την πηδήξαμε όλοι και μετά την ξεπαστρέψαμε. Και μετά κάναμε το ίδιο και με άλλες. Σ’εκείνες λέγαμε πως άμα δέχονταν να πάνε μαζί μας, μετά θα τις ελευθερώναμε. Έτσι τους λέγαμε. Σαν να λέμε, δέχονταν να το κάνουν μόνο με τους αξιωματικούς. Το κάναμε δυο ή τρεις φορές. Εμείς τουλάχιστον τις σκοτώναμε με μια σφαίρα στο κεφάλι, οι τρομοκράτες ήταν πιο σκατιάδες, εκτελούσαν πετώντας μια μεγάλη πέτρα στο πρόσωπο.

Μια μέρα, σ’ένα χωριό κάπου εκεί κοντά, βρήκαμε μια πολύ όμορφη κοπέλα. Μια κούκλα, πολύ μικρούλα. Ήταν αδύνατη, με μακριά μαλλιά και μεγάλα μάτια, πανέμορφη. Τη βρήκαμε σ’ένα χωριό δίπλα στην Ουάντα. Όταν τη βρήκαμε, η μαμά της μικρής γαντζώθηκε πάνω της και δεν την άφηνε, δεν θα την πάρετε την κόρη μου, μας έλεγε, γι’αυτό της χώσαμε μια με τον υποκόπανο και η γριά κυλίστηκε στο έδαφος ουρλιάζοντας, τη μικρή την ανεβάσαμε στο φορτηγό, εκείνη κλοτσούσε σαν τρελή και μετά την οδηγήσαμε στον μπαμπά σου. Ο μπαμπάς σου την κράτησε εκείνο το βράδυ, αλλά την επόμενη μέρα, όταν περιμέναμε να μας τη δώσει, να μας την παραδώσει τη μικρή, η πόρτα του μπαμπά σου παρέμεινε κλειστή. Κλειστή, τ’ακούς; Ο μπαμπάς σου δεν ήθελε να μας τη δώσει. Δεν ξέρω τι του συνέβη. Δεν την παρέδωσε στους άντρες του. Σαν να λέμε, όλοι μας την περιμέναμε κι εκείνος την κράτησε δική του. Βγήκε ο ίδιος κι εκείνη την άφησε στο δωμάτιο. Το μεσημέρι την ξανάδαμε. Την είδαμε να προβάλλει στο παράθυρο, αλλά το άνοιξε μια στιγμούλα μόνο, έτρεμε από φόβο. Ήταν δακρυσμένη και καλοχτενισμένη – μετά έκλεισε το παράθυρο. Έτσι που λες. Ο γέρος σου ξεμυαλίστηκε μ’αυτή την κοπέλα και δεν θέλησε να του την πάρουν οι άντρες του. Δεν ήθελε να την εκτελέσουν και όλοι οι στρατιώτες άρχισαν να μιλάνε άσχημα για κείνον, αλλά εμείς τους κάναμε να το βουλώσουν. Και έτσι, στα ξαφνικά, ο μπαμπάς σου μαλάκωσε, έδειχνε ευτυχισμένος εκείνες τις μέρες, μας ζητούσε να του φέρνουμε αβοκάντο για το πρωινό του, που πάντα το έπαιρνε μαζί της. Την είχε ερωτευτεί τρελά ο μπαμπάς σου.»

Ο Κουέτο φτιάχνει μια πολύ ενδιαφέρουσα και συναρπαστική ιστορία αναζήτησης την οποία συνδιάζει με εξαιρετικό κοινωνικό σχόλιο τονίζοντας τις αντιθέσεις της Περουβιανής κοινωνίας, η οποία όπως στις περισσότερες Λατινοαμερικάνικες χώρες είναι διαιρεμένη σε δύο ζώνες, τους πολύ (υπερβολικά) πλούσιους μεγαλοαστούς οι οποίοι ζουν σε ένα περίκλειστο κόσμο, στις καλά φυλαγμένες συνοικίες τους, μην έχοντας ιδέα για το τι γίνεται μερικά χιλιόμετρα από την πόρτα τους και στους κακομοίρηδες που ζουν στις τενεκεδουπόλεις που έχουν σχηματιστεί στις παρυφές της πόλης. Ο Αντριάν οδηγεί το πολυτελές αυτοκίνητό του στους δρόμους συνοικιών που δεν είχε τολμήσει να επισκεφτεί ποτέ του και νιώθει σαν να έχει πάει σε άλλη χώρα. Η απλή ανακοίνωση στο γραφείο του ή στη σύζυγό του ότι πηγαίνει να ψάξει στην επαρχία του Αγιακούτσο ή στις φτωχικές συνοικίες της Λίμα, προκαλούν σοκ, δέος και κουνήματα του κεφαλιού των συνομιλητών του.

Ο συγγραφέας επιλέγοντας να τονίσει τις κοινωνικές αντιθέσεις με ιδιαίτερη λεπτομέρεια, επικεντρώνεται στις κινήσεις των χεριών, στις προτιμήσεις των ποτών, των φαγητών και δεν αναφέρεται επί μακρόν στα τραγικά γεγονότα των δύο χρόνων (κάτι που έκανε εξαιρετικά ο Ρονκαλιόλο στον υπέροχο «Κόκκινο Απρίλη»), που κράτησε ο αιματηρός και ιδιόμορφος εμφύλιος που ταλάνισε τη χώρα. Οι περιγραφές για το Αγιακούτσο, τα βασανιστήρια που έκανε ο στρατός στους χωρικούς και οι σφαγές του Φωτεινού Μονοπατιού περιγράφονται σε ελάχιστες σελίδες και κάπως επιπόλαια σε αντίθεση με τα αισθήματα ενοχής και τις περιγραφές των ημερών του ήρωα που επαναλαμβάνονται συνεχώς.

Το μυθιστόρημα αφήνει τον αναγνώστη με το αίσθημα του ανολοκλήρωτου, καθώς η ιστορία του πατέρα του Άντριαν με την Μίριαμ δεν φωτίζεται επαρκώς ενώ μετά την ανεύρεση της μοιραίας Ινδιάνας από τον Άντριαν η δόση του μελοδράματος στην ιστορία είναι κάπως υπερβολική. Η εξαιρετική όμως γραφή του Κουέτο, οι ολοζώντανοι και ανθρώπινοι χαρακτήρες και η συναρπαστική (σαν κινηματογραφική ταινία) ιστορία με τις συνεχείς της ανατροπές, κρατάει μέχρι το τέλος αμείωτο το ενδιαφέρον και την συγκίνηση και σε παρασέρνει ώστε να μη προσέχεις αυτές τις ατέλειες.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

Amparo Sánchez - Corazón de la realidad
 
Δευτέρα, Νοεμβρίου 21, 2011
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 21, 2011 | Permalink
Επιστροφή στην Πόλη
Σε αναζήτηση ταυτότητας είναι ο ήρωας και αφηγητής του εξαιρετικού πρώτου μυθιστορήματος του Γάλλου, Τουρκικής καταγωγής συγγραφέα David Boratav με τίτλο «ΨΙΘΥΡΟΙ ΣΤΟ ΜΠΕΓΙΟΓΛΟΥ» (Murmures à Beyoğlu), (Εκδ.Πόλις, μετάφρ. Α.Μοσχονά, σελ.410) που ξαναγυρίζει στην γενέθλια πόλη, την Κωνσταντινούπολη των παιδικών του χρόνων να ξαναπιάσει το νήμα της ζωής του από την αρχή.

Ο ήρωας βασανίζεται από αϋπνία (insomnia). Λες και έχει εγκλωβιστεί σε ένα ποίημα «zahir» που είχε πρωτακούσει στα 13 του όταν ένας ξάδερφός του είχε επισκεφθεί το σπίτι τους στο Παρίσι και είχε διαβάσει στον διανοούμενο πατέρα του ένα κείμενο για «τις νύχτες κάποιου που πάσχει από αϋπνία, που τις σφετεριζόταν, όπως έλεγε το ποίημα, «μια πολύ βαριά συμπύκνωση ύπνου»…Το ποίημα «zahir» ήταν ένα σπάνιο έργο που είχε ξετρυπώσει στις κούτες κάποιου Τούρκου παλαιοβιβλιοπώλη…ο οποίος τον είχε διαβεβαιώσει πως το ποίημα αυτό θα στερούσε τον ύπνο απ’όποιον θα είχε την κακή ιδέα να το αποστηθίσει. Αν το διάβαζες ήταν σαν να καταδίκαζες τον εαυτό σου σε αυτό που περιέγραφε, λες και αυτές οι λίγες αράδες του μικρού τόμου είχαν τη δύναμη να διαλύσουν το σκοτάδι που κυριεύει το δωμάτιο, κάνοντας αυτόν που θέλει να κοιμηθεί, πεθαμένος από την κούραση, να περιμένει μάταια, μέχρι το χάραμα, να κλείσουν τα βλέφαρά του.» Πενηντάρης πλέον, με έναν αποτυχημένο γάμο στις πλάτες του και μια σύζυγο από την οποία έχει μια μορφή εξάρτησης, ένα γιό που προσπαθεί να χτίσει μια αξιόλογη καριέρα και με τον οποίο έχει μόνο τυπικές επαφές, εργάζεται κάνοντας μια απρόσωπη δουλειά με νυχτερινό ωράριο, η οποία τον αφήνει τελείως αδιάφορο. Ζει στο Λονδίνο, έχει μια χαλαρή ερωτική σχέση με μια κοπέλα αρκετά νεώτερή του και κάνει ψυχοθεραπεία για να καταπολεμήσει το μείζον πρόβλημα της αϋπνίας του.

Ο ήρωας γεννήθηκε στην Πόλη αλλά η οικογένεια του αναγκάστηκε λόγω των πολιτικών συνθηκών να μεταναστεύσει αρχικά στη Μασσαλία και αργότερα στο Παρίσι. Όταν πέθανε ο πατέρας του ένα αδημοσίευτο ποίημα του εμφανίζεται στις εφημερίδες μεταφρασμένο στα Τουρκικά από έναν μάλλον αφερέγγυο συνεργάτη του τον αναστατώνει διότι γνωρίζει ότι ο πατέρας του ποτέ δεν θα άφηνε το ποίημα στα χέρια αυτού του τύπου, μαθαίνει δε ότι η μητέρα του, πάντα απόμακρη και «ολίγον στον κόσμο της», γύρισε για μόνιμη εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη. Ο ήρωας με αφορμή αυτά τα γεγονότα, αλλά κυρίως λόγω του προσωπικού του αδιεξόδου, παίρνει τη μεγάλη απόφαση να γυρίσει στην πόλη των παιδικών του χρόνων, να ξαναβρεί τον εαυτό του περπατώντας στα δρομάκια που θυμάται από παιδί.

Όταν όμως φτάνει και φιλοξενείται σε ένα σπίτι στο Μπέγιογλου, κοντά στο πατρικό του, στη συνοικία που ζούσε μικρός, δεν αναγνωρίζει τίποτα, όλα του φαίνονται διαφορετικά, ακόμα κι ο ίδιος του ο εαυτός καθώς τον βλέπει στον καθρέφτη. Πρέπει όλα να τα ανακαλύψει από την αρχή. Την γλώσσα που ξαναθυμάται σιγά-σιγά, τους δρόμους που σαν όνειρο του φέρνουν αναμνήσεις, τις συνοικίες που έχουν αλλάξει, τους ανθρώπους που η ματιά τους είναι διαφορετική.

Ο αφηγητής είναι ένας «ξένος», ένας αλλοτριωμένος άνθρωπος. Κινείται, περπατάει στα στενά δρομάκια του Μπέγιογλου στις όχθες του Κεράτιου σαν να βρίσκεται σε μια παραζάλη, σε ένα «limbo». « Στο Μπέγιογλου, εκεί που τα πάντα είναι φωνές, βρισιές ή ψίθυροι, εγώ είχα καταλήξει μουγγός…». Μυρωδιές από τα παλιά αναμειγνύονται με ένα τρόπο ζωής μπερδεμένο, από τη μια λιμουζίνες που διασχίζουν την παραλιακή παρέα με αραμπάδες που πάνε στις εργατικές συνοικίες των «μαύρων» Τούρκων. Lofts υπερμοντέρνα με φοβερή θέα και καλύβες φτιαγμένες πρόχειρα με υλικά από σκουπίδια. Κοινωνικές αντιθέσεις σε μια πόλη μωσαϊκό, γεμάτη αντιθέσεις, σε δρόμους που μυρίζουν ακριβό ευρωπαϊκό άρωμα παρέα με την έντονη μυρωδιά του παστουρμά. Η ιστορία της Πόλης πανταχού παρούσα σε συνδιασμό με την ασφυξία της σύγχρονης μητρόπολης, αναμνήσεις από το παρελθόν, ο Lefter να σκοράρει, οι συζητήσεις και οι αφηγήσεις στα καφενεία, το σάντουιτς με παλαμίδα, οι βόλτες στο Μπεμπέκ, όλα βοηθάνε τον «υπνωτισμένο» ήρωα να συμβιβαστεί με το (καλά κρυμένο και αποδιωγμένο από τη μνήμη) παρελθόν του, να βρει τον εαυτό του στο ταξίδι της ζωής του.

Θυμίζει έντονα Παμούκ και οι χαρακτηριστικές σελίδες του «Ιστανμπούλ» (του επιβλητικού βιβλίου του μεγάλου Τούρκου συγγραφέα) σου έρχονται συνέχεια στο νου. Λυρικές εικόνες διαδέχονται την σκληρότητα και την βία της οικονομικής ανέχειας καθώς η πόλη επεκτείνεται συνεχώς. Νεοπλουτισμός και λαμογιά εναλάσσονται με ιστορίες από το παρελθόν, με παραμύθια και θρύλους.

Έξοχη γραφή και στυλ από τον πρωτοεμφανιζόμενο και πολλά υποσχόμενο Μπορατάβ, πολλές φορές ποιητική αφήγηση, έντονα περιγραφική που ενδέχεται να κουράσει τον αναγνώστη που επιθυμεί δράση αλλά γοητεύει λόγω του παιχνιδιάρικου και φινετσάτου τρόπου που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Αναζήτηση ταυτότητας σε ένα «μυθιστόρημα μαθητείας» με έναν ήρωα, έντονα αποστασιοποιημένο στην αρχή και κάπως απόμακρο αλλά που στην εξέλιξη του βιβλίου αλλάζει. Ένα μυθιστόρημα ανθρώπινο και πολύ ζωντανό που μεταφέρει την ατμόσφαιρα, το hüzün (αυτή την – σαν πούσι – μελαγχολία που έχει περιγράψει τόσο ωραία ο Παμούκ στα βιβλία του) σαν να ζωγραφίζει πάνω σ’ένα καμβά - δεν έχεις παρά να αφεθείς στη γοητεία των σελίδων…

«Θυμάμαι πως, πριν από πολύ καιρό, στο λεωφορείο, κοίταζα πίσω απ’το σκεπασμένο με στάλες της βροχής τζάμι στη λεωφόρο Necatibey. Ήταν γεμάτη κόσμο, βρώμικη και θορυβώδης, κι εγώ δεν αναγνώριζα πια τους ανθρώπους, ούτε τις ταμπέλες στις προσόψεις, ούτε το πράσινο φως των καταστημάτων, ούτε τα βρεγμένα δέντρα, τα αφηρημένα περιστέρια, τα σκυλιά που έτρεμαν μέσα στη λάσπη…Όλα αυτά τα πράγματα και τα πλάσματα που έβλεπα απ’το τζάμι πίσω απ’τις στάλες της βροχής μου θύμιζαν ένα όνειρο που είχα δει και στο οποίο προσπαθούσα να διασχίσω τον Βόσπορο γαντζωμένος στη γούνα μιας λύκαινας με μεγάλα στήθη, μαζί με την οποία είχα βυθιστεί στον πάτο της θάλασσας και είχα βρέξει την πιτζάμα μου. Και, μέσα απ’το τζάμι, την είδα, με το φαγωμένο πρόσωπό της, μια γριά γυναίκα που κρύβει τα χρόνια της, την Ιστανμπούλ. Την είδα κι η μέρα εκείνη έγινει μια απ’τις θλιβερές μέρες της ζωής μου. Δεν ήξερα γιατί, αλλά είχα στ’αυτιά μου ένα βουητό, τους ήχους της πόλης, σαν το λαχάνιασμα ενός ανθρώπου βιαστικού που έχει χαθεί σ’αυτούς τους γκρίζους δρόμους. Και ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να είναι κάποιος άλλος, ή πολύ απλά εγώ.»




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

Ayhan Sicimoglu – Pasa Baba
 
Τρίτη, Νοεμβρίου 15, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Νοεμβρίου 15, 2011 | Permalink
Η σχεδία (ή πως η καταστροφή γίνεται τέχνη)
«Πως μια καταστροφή γίνεται τέχνη;
Σήμερα η διαδικασία είναι αυτόματη. Εκρήγνυται ένα πυρηνικό εργοστάσιο; Μέσα σ’ένα χρόνο θα ανεβεί στο Λονδίνο ένα θεατρικό έργο εμπνευσμένο από το γεγονός. Δολοφονείται ένας πρόεδρος; Θα έχετε στη διάθεσή σας τ
ο βιβλίο ή την κινηματογραφική ταινία ή το κινηματογραφημένο βιβλίο ή τη διασκευασμένη σε βιβλίο ταινία. Πόλεμος; Στείλτε τους μυθιστοριογράφους στα πεδία των μαχών. Μια αλυσίδα ανατριχιαστικών φόνων; Στήστε αφτί και θ’ακούσετε τους ποιητές να ζυγώνουν. Στο κάτω κάτω, πρέπει να την καταλάβουμε αυτή την καταστροφή – για να την καταλάβουμε, πρέπει να τη φανταστούμε, επομένως χρειαζόματε τη δημιουργική φαντασία των καλλιτεχνών. Αλλά πρέπει επίσης να τη δικαιολογήσουμε και να τη συγχωρήσουμε, έστω και λιγουλάκι. Γιατί συνέβη άραγε αυτό το τρελό ξέσπασμα της Φύσης, πως ήρθε αυτή η στιγμή ανθρώπινου παραλογισμού; Ε, τουλάχιστον παρήγαγαν τέχνη. Ίσως, σε τελική ανάλυση, αυτή την αποστολή έχουν οι καταστροφές.»

Julian Barnes ( Η ιστορία του κόσμου
σε 10½ κεφάλαια)


Με αφορμή τον εκπληκτικό (και πολύ φημισμένο) πίνακα του Γάλλου ζωγράφου Τεοντόρ Ζερικώ «Η σχεδία του Μέδουσα», ο πολύ καλός συγγραφέας Μιχάλης Μοδινός μας παραδίδει ένα ωραίο και εξαιρετικά ενδιαφέρον μυθιστόρημα με τίτλο «Η ΣΧΕΔΙΑ», (Εκδ. Καστανιώτη, σελ.191), το οποίο πέραν της εξιστόρησης των τραγικών γεγονότων που συνέβησαν πάνω στην σχεδία των ναυαγών του πλοίου – ένα γεγονός που συντάραξε τον κόσμο των αρχών του 19ου αιώνα, διαλογίζεται πάνω στο τι συνέβη εκτός των πλαισίων του πίνακα, πως μπορείς να αναπαραστήσεις μια στιγμή της ιστορίας και στο τι προσπάθησε να περιγράψει ο ζωγράφος με αυτό το έργο του.

Κατ’αρχήν τα ιστορικά γεγονότα। Ιούνιος του 1816, μεταναπολεόντια χρόνια και η Μέδουσα, μια φρεγάτα (state-of-the-art για την εποχή) σαλπάρει από ένα λιμάνι της Γαλλίας ηγούμενη ενός στολίσκου, με προορισμό την Σενεγάλη. Σκοπός της αποστολής είναι η ίδρυση μιας αποικίας στις ακτές της Αφρικής. Επιβαίνοντες του πλοίου πολλοί αξιωματικοί και στρατιώτες, αλλά και αρκετοί φιλόδοξοι ιδιώτες που αποσκοπούν σε μια καινούργια αρχή στην αφρικάνικη ήπειρο. Ο πλοίαρχος αλαζών και απερίσκεπτος ξεφεύγει από τα υπόλοιπα πλοία της αποστολής και ρίχνει το πλοίο πάνω σε κάτι ξέρες στα ανοιχτά των ακτών της δυτικής Αφρικής. Δεν χωρούσαν στις λέμβους όλοι οι επιβάτες (364) και έτσι αποφασίστηκε να φτιαχτεί στα γρήγορα μια σχεδία που θα πάρει τους εναπομείναντες και θα ρυμουλκείται από τις λέμβους. 150 άνθρωποι, οι περισσότεροι χαμηλόβαθμοι στρατιωτικοί αλλά και καμιά 30αριά ιδιώτες επιβιβάζονται στη σχεδία (δήθεν τυχαία επιλεγμένοι αλλά ουσιαστικά αντιπροσωπεύοντας τις κοινωνικές διαστραματώσεις ή τις επιλογές του πλοιάρχου), όλοι όρθιοι για να χωρέσουν. Δεν τους δίδεται τροφή παρά ένας σάκος παξιμάδια (τα οποία βρέχονται από το νερό) και μερικά βαρέλια κρασί.

Μόλις ξεκινάει η εγκατάλειψη του πλοίου, τα σχοινιά της σχεδίας αποκόπτονται από τις λέμβους από άγνωστες αιτίες και η σχεδία αφήνεται στην τύχη της. Ακολουθούν ημέρες τρέλας, πείνας και πανικού, αλληλοσκοτωμοί και θανάτωση των τραυματιών ενώ μετά από λίγες μέρες θα ακολουθήσει ο κανιβαλισμός για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Θα διασωθούν 15 άτομα μετά από 13 ημέρες από το «Άργος», ένα πλοίο που περνούσε. Στην Γαλλία θα φτάσουν τελικά 10 άτομα και οι περιγραφές της περιπέτειάς τους από δύο από αυτούς θα προκαλέσουν τεράστιο πολιτικό σκάνδαλο και μεγάλη κοινωνική αναστάτωση.

«…Το νέο καθεστώς θέλει να λησμονηθεί το σκάνδαλο, ενώ μου φαίνεται πως ο Ζερικώ δεν έχει άλλο στο μυαλό του – κι ας μη το ομολογεί – από το να το διατηρήσει στην μνήμη του λαού. Πόσοι επέβαιναν στο πλοίο; ρώτησε προχθές τον εαυτό του μάλλον παρά εμένα. Κάπου τετρακόσιοι, απάντησε μόνος του. Και στην σχεδία πόσοι επιβιβάσθηκαν; Εκατόν σαράντα επτά. Διασώθηκαν τελικά δεκαπέντε κι απ’αυτούς πέντε πέθαναν πάνω στο «Άργος» κατά την επιστροφή. Και οι υπόλοιποι νεκροί; Σταμάτησε να σκιτσάρει και με κοίταξε μ’ένα περίεργο, σχεδόν καχύποπτο βλέμμα, σαν να αναρωτιόταν τι γύρευα στο εργαστήρι του. Κάποια στιγμή οι αριθμοί χάνουν την σημασία τους, είπε αμέσως μετά. Όμως να θυμάστε, κυρία Ζεπαρντιέ – τώρα απευθυνόταν σίγουρα σ’εμένα -, ότι υπηρετώ την αλήθεια κατασκευάζοντας μιαν άλλη πραγματικότητα. Το ζήτημα είναι ποια αλήθεια – ή καλύτερα ποιο επίπεδο της αλήθειας.»

Στην δραματική αυτή ιστορία, που την βρίσκουμε σε εκατοντάδες εγκυκλοπαίδειες και βιβλία τέχνης, ο Μοδινός έρχεται να εισάγει στην μυθιστορηματική πλοκή ένα γυναικείο πρόσωπο, την Μαντάμ Ζεπαρντιέ ως επιβάτιδα του μοιραίου πλοίου, η οποία επέλεξε μαζί με καμιά δεκαριά άλλους να παραμείνει στο «Μέδουσα» και να περιμένει την διάσωσή της. Στο μυθιστόρημα είναι εκείνη που συμβουλεύεται ο Ζερικώ καθώς προσπαθεί να επιλέξει τι ακριβώς θα αναπαραστήσει στον πίνακά του, ο οποίος προορίζεται για την μεγάλη Έκθεση του 1819. Μέσα από την αφήγηση της Ζεπαρντιέ, μιας έξοχης λογοτεχνικής ηρωίδας, ενός προσώπου περιπετειώδους που έχει ήδη ζήσει άλλο ένα ναυάγιο, έχει επιβιώσει από ένα ερημονήσι, έχει δει τον γιό της και τον άνδρα της να πεθαίνουν σε μια εξέγερση στις Αντίλλες και τώρα προσπαθεί με τον μαύρο υπηρέτη της να κάνει μια καινούργια αρχή στην Αφρική, ο ζωγράφος ακούει τα γεγονότα από μια άλλη οπτική γωνία πέραν της καταγεγραμμένης. Η Ζεπαρντιέ φιλοξενείται στο σπίτι του, του μεταφέρει το κλίμα του ταξιδιού, την συμπεριφορά του πλοιάρχου. Ο Ζερικώ από την άλλη επισκέπτεται νεκροτομεία, αγοράζει ανθρώπινα μέλη νεκρών για να τα εξετάσει, βασανίζεται μέχρι να επιλέξει τι ακριβώς θα αναπαραστήσει στον πίνακά του.

Ο Μοδινός μεταφέρει εξαιρετικά την αγωνία του ζωγράφου, τους προβληματισμούς του και την «εσωτερική του περιπέτεια» στην επιλογή του θέματός του. Μετά από αρκετά προσχέδια, ο Ζερικώ καταλήγει να αποδώσει μια στιγμή «αναμονής» και ελπίδας. Οι ναυαγοί έχουν δει στο βάθος ένα πλοίο (μάλλον το «Άργος» που θα τους σώσει τελικά – αλλά ίσως να είναι και κάποιο άλλο που θα περάσει μακριά) και ξεσηκώνονται. Κάποιοι είναι ήδη νεκροί – στον πίνακα αναπαρίστανται 20, ενώ διεσώθησαν 15 -, ένας γέροντας κρατάει τον νεκρό γιό του και έχει γυρίσει την πλάτη στους άλλους. Η ελπίδα και η απελπισία μαζί σε μια εικόνα. Ο Ζερικώ απομονώθηκε, ξύρισε το κεφάλι του και για ένα χρόνο ασχολείτο μόνο με τον πίνακα που θα τον έβαζε στο Πάνθεον της Τέχνης. Δεν επιλέγει να αναπαραστήσει ούτε κανιβαλισμό (παρότι ένας ναυαγός είναι έτοιμος να δαγκώσει τον αγκώνα ενός άλλου), ούτε κάποια δραματική σκηνή πάνω στο πλοίο, ούτε κάποια σκηνή ανταρσίας. Από την άλλη προσπαθεί να μην προκαλέσει την εξουσία ονομάζοντας τον πίνακά του «Σκηνή ναυαγίου».


Το μυθιστόρημα έχει στηριχθεί (όπως γράφει άλλωστε ο συγγραφέας στο τέλος) στο 5ο κεφάλαιο του αριστουργήματος του μεγάλου Βρετανού συγγραφέα Julian Barnes με τίτλο «Η ιστορία του κόσμου σε 10½ κεφάλαια». Τα γεγονότα της σχεδίας ουσιαστικά μεταφέρονται αυτούσια και οι προβληματισμοί που θέτει ο Μπαρνς περί τέχνης είναι αυτοί που πάνω-κάτω θίγει και ο Μοδινός. Τα δυνατότερα στοιχεία του μυθιστορήματος όμως και αυτά που κερδίζουν τον αναγνώστη (ο οποίος περιμένει κάτι παραπάνω από ήδη γνωστά γεγονότα) είναι η περιγραφή της ατμόσφαιρας της εποχής μέσα από τη ματιά της Ζεπαρντιέ, ηρωίδας βγαλμένης από τις σελίδες του Ντεφόε, οι εξαιρετικές εικόνες του Παρισιού με τις μυρωδιές και τους χυμούς της αγοράς με τρόπο που θυμίζει νατουραλιστές ζωγράφους ή αντίστοιχους συγγραφείς όπως ο Ζολά, ενώ οι συζητήσεις στο πλοίο, η ατμόσφαιρα στις καμπίνες και στο κατάστρωμα φέρνουν στο νου εικόνες από περιπετειώδη ναυτικά μυθιστορήματα που όλοι αγαπήσαμε.

Το βιβλίο μπορεί να περιγράφει μέσω της δημιουργίας ενός από τους εντυπωσιακότερους πίνακες ένα τραγικό γεγονός αλλά αφήνει το περιθώριο της ελπίδας ή όπως λέει μέσα από τα λόγια της Ζεπαρντιέ: «Ο Ζερικώ μας δείχνει μόνο την κορυφή του παγόβουνου – είναι στο χέρι του θεατή να ανακαλύψει τον όγκο πληροφοριών και αφηγήσεων που κρύβονται κάτω από την επιφάνεια του νερού.». Θα πρότεινα στον αναγνώστη η «Σχεδία» να διαβαστεί παράλληλα με το 5ο κεφάλαιο (και όχι μόνο) του βιβλίου του Μπαρνς που προανέφερα και με τον πίνακα του Ζερικώ συνέχεια δίπλα του έτσι ώστε να απολαύσει καλύτερα αυτό το κάτι σαν μπάμπουσκα (ή εστω γεμάτο hypertexts) μυθιστόρημα.





Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

R.Sakamoto/J.Morelenbaum/Y.Goto – Bibo no aozora (Endless flight)
 
Πέμπτη, Νοεμβρίου 10, 2011
posted by Librofilo at Πέμπτη, Νοεμβρίου 10, 2011 | Permalink
Παρίσι μπλουζ (Το τέλος μιας τριλογίας)
Απόλυτα κινηματογραφικός και ιδιαίτερα νοσταλγικός ο τρόπος που επέλεξε να κλείσει την ωραία μυθιστορηματική τριλογία του ο πολύ καλός Γαλλοαλγερίνος συγγραφέας Maurice Attia με το «ΠΑΡΙΣΙ ΜΠΛΟΥΖ» (Paris Blues), («Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Ρ.Κολαϊτη, σελ.536), τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας, μετά τα εξαιρετικά «Το Μαύρο Αλγέρι» και «Η Κόκκινη Μασσαλία» με ήρωα τον Αλγερινοισπανό αστυνομικό Πάκο Μαρτίνεθ.

«Αν ήμασταν οι ήρωες κάποιου μυθιστορήματος, αυτό θα ήταν τριλογία, το Μαύρο Αλγέρι, η Κόκκινη Μασσαλία, το Μπλε Παρίσι…»

Βρισκόμαστε στο 1970 και ο Πάκο έχει μετατεθεί στο Παρίσι। Έχει χωρίσει από τον μεγάλο του έρωτα, την Ιρέν και στο αστυνομικό τμήμα της Βενσέν βαριέται και τη ζωή του। Λόγω της καλής του φήμης και των ενδιαφερόντων του, του ανατίθεται η διελεύκανση ενός περίεργου φόνου στην κινηματογραφική λέσχη του πειραματικού (και πρωτοποριακού) νεοϊδρυθέντος πανεπιστημίου του ομώνυμου προαστείου। Ένας μηχανικός προβολής πεθαίνει από το τσίμπημα μιας μυγαλής (ταραντούλας) και ο μόνος τρόπος να εξιχνιαστεί η υπόθεση είναι να διεισδύσει ο Πάκο στο πανεπιστήμιο υποδυόμενος τον φοιτητή – έτσι κι αλλιώς εξετάσεις δεν χρειάζονταν, ούτε καν απολυτήριο γυμνασίου, οι κλάδοι σπουδών ήταν πρωτοποριακοί, οι ακροαριστερές οργανώσεις ήταν δεκάδες και η αναρχία επικρατούσε. Ο Πάκο θα προσεγγίσει την οργάνωση της «Προλεταριακής Αριστεράς», μια πολιτική ομάδα που ονειρευόταν την Μαοϊκή επανάσταση και θα γίνει δεκτός στις τάξεις της. Η ανεύρεση μιας ερασιτεχνικής πορνογραφικής ταινίας με πρωταγωνιστή έναν φοιτητή του πανεπιστημίου και μια ωραιότατη νεαρά θα στρέψουν την κατεύθυνση των ερευνών σε άλλα πεδία ξετυλίγοντας μια ιστορία με αρκετές ανατροπές, ιδιαίτερο ψυχολογικό υπόβαθρο αλλά και αρκετή φλυαρία χωρίς ιδιαίτερο σασπένς που θα απαιτούσε το αστυνομικό μέρος της ιστορίας.

Το 1970 χρονιά αλλαγών για το Παρίσι. Αρχίζει η κατασκευή του Μπωμπούρ στην περιοχή της Αλ (Halles) «διώχνοντας» την κρεαταγορά και αλλάζοντας τελείως την όψη της περιοχής, είναι η χρονιά που πεθαίνει ο Ντε Γκωλ, είναι η χρονιά που τα πρώτα sex-shops κάνουν την εμφάνιση τους στην πόλη. Οι ταραχές του Μάη του ’68 είναι ήδη δύο χρόνια πίσω και τα διάφορα αριστερά και αναρχικά γκρουπούσκουλα κάνουν μικροκλοπές και άλλες μικρού μεγέθους πράξεις περισσότερο για να γίνει τζέρτζελο παρά οτιδήποτε άλλο. Είναι επίσης η χρονιά που ένα τραγικό ατύχημα (μια πυρκαϊά), σε ένα νυχτερινό κέντρο σε μια μικρή πόλη της νότιας Γαλλίας, το Σαιν-Λωράν-ντυ-Πον θα κοστίσει τη ζωή σε πάνω από εκατό νέους ανθρώπους.

Όλα αυτά εντάσσονται αρμονικά στην πλοκή, ενώ η ικανότητα του συγγραφέα (διαπιστωμένη και από τα προηγούμενα μέρη της τριλογίας) να πλάθει ενδιαφέροντες χαρακτήρες φαίνεται σε δύο από τους μοιραίους πρωταγωνιστές του δράματος. Την σαλή Βιρζινί, φανατική μαοϊκή στέλεχος της Προτελαριακής Αριστεράς που νομίζει ότι έχει υπερφυσικές ικανότητες και τον μελαγχολικό και άβουλο Φιλίπ ντ’Ουτρεμόν απομεινάρι μιας αποκρουστικής Γαλλίας, αποικιοκρατικής και μιλιταριστικής αλλά πλέον κατεστραμμένο σε όλους τους τομείς. Οι δύο αυτοί ήρωες, γελοίοι και τραγικοί ταυτόχρονα δίνουν μια άλλη ψυχολογική διάσταση στην ιστορία, της οποίας αυτή η πλευρά παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την αστυνομική.

Εκείνο όμως που κυριαρχεί στο ενδιαφέρον και γοητευτικό μυθιστόρημα του Ατιά – εμφανώς κατώτερο βέβαια από τα προηγούμενα μέρη της τριλογίας - είναι οι έντονες κινηματογραφικές, μουσικές και βιβλιοφιλικές αναφορές. Το βιβλίο είναι γεμάτο από ταινίες και μουσικές όχι μόνο της εποχής αλλά και παλαιότερες. Τίτλοι κεφαλαίων είναι τίτλοι ταινιών της εποχής («Η μαμά και η πουτάνα», «Μια γυναίκα εξομολογείται», «Ένας άνθρωπος που τον έλεγαν άλογο» και άλλα), γενικότερα το σινεμά της «νουβέλ-βαγκ» είναι μονίμως παρών στους διαλόγους και στις σκέψεις του Πάκο, οι αναφορές στα βιβλία του Ζωρζ Μπατάϊγ (κυρίως στο «Η μητέρα μου») είναι συνεχείς, ενώ οι μουσικές των Ζακ Μπρελ, του Μπρασένς, του Γκαινσμπούργκ δίνουν το απαραίτητο soundtrack στο σαν κινηματογραφική ταινία μυθιστόρημα.

Η τριλογία κλείνει μελοδραματικά και οι ανοιχτοί λογαριασμοί με το παρελθόν τακτοποιούνται. Ο Πάκο, έξοχος λογοτεχνικός ήρωας, μελαγχολικός και έντονα μοναχικός θα πάρει τις σημαντικότερες αποφάσεις της ζωής του έχοντας γνωρίσει επιτέλους την αινιγματική μητέρα του και καλύψει τα κενά της δραματικής παιδικής του ηλικίας – σε μια τόσο γοητευτική ιστορία δεν ενδιαφέρεσαι για τις ατέλειες και τις μικρολεπτομέρειες της πλοκής, απλά αφήνεσαι να παρασυρθείς από τους ανθρώπινους χαρακτήρες, το ωραίο στυλ και την υπέροχη ατμόσφαιρα που σε κρατάνε καθηλωμένο.





JACQUES BREL – La chanson des vieux amants
 
Σάββατο, Νοεμβρίου 05, 2011
posted by Librofilo at Σάββατο, Νοεμβρίου 05, 2011 | Permalink
Η τυφλή ακτή
Το καινούριο βιβλίο του Αργεντίνου συγγραφέα Carlos Maria Dominguez, (γενν.1955) με τίτλο «ΤΥΦΛΗ ΑΚΤΗ» (La costa ciega),(Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Λ.Φραγκοπούλου,σελ.234), είναι μια συγκινητική νουβέλα - που μοιάζει σε ύφος και στυλ με το υπέροχο «Χάρτινο Σπίτι» του ίδιου, το οποίο, τόσο με ενθουσίασε πριν από μερικά χρόνια - αφού ο ικανότατος συγγραφέας ακολουθεί και εδώ μια παλινδρομική αφήγηση σε μια ιστορία που είναι απλή και συναισθηματική (αλλά καθόλου μελοδραματική) με πολλές πολιτικές αναφορές.

Οι ήρωες της νουβέλας ψάχνουν την ταυτότητα τους σε ένα αφιλόξενο κόσμο, σκληρό και περίκλειστο (απομονωμένο) μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Η νεαρή και «φευγάτη» Καμπότζη φτάνει από το Μπουένος Άϊρες σε μια απομονωμένη ακτή της Ουροουγουάης κάνοντας την επανάστασή της. Έχει ξεφύγει από το ασφυκτικό οικογενειακό της περιβάλλον, από μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, από ερωτικές σχέσεις που δεν σήμαιναν τίποτα, έχει αποτινάξει από πάνω της με το έτσι θέλω ένα όνομα βαρύ – της θείας της Σεσίλιας που είχε χαθεί στην διάρκεια της δικτατορίας. Δεν ξέρει τι ψάχνει, μόνο να φύγει όσο πιο μακριά γίνεται. Ο Αρτούρο φευγάτος κι αυτός από το Μπουένος Άϊρες των Συνταγματαρχών, ξεκρέμαστος και «προδομένος» από την Σεσίλια διαμένει στην περιοχή, κουβαλάει μαζί του μόνιμα μια μπιζουτιέρα – ενθύμιο από τον χαμένο του έρωτα και προσπαθεί να βρει τον εαυτό του και να ξεχάσει. Πιάνει δουλειά σαν κηπουρός σε μια παράξενη οικογένεια ενός Βρετανού που έχει αγοράσει ένα σπίτι το οποίο έχει περικλείσει με φράχτες για να «προστατέψει» την οικογένειά του, την «άπιστη» σύζυγό του που εξαιτίας της έφυγαν από την Αργεντινή και τις δύο κόρες του, την «καθυστερημένη» Σάρα και την όμορφη και ευαίσθητη Ρόζι που βρίσκει καταφύγιο στην λογοτεχνία.

Ο Αρτούρο έλκεται από την Ρόζι, όταν αίφνης εμφανίζεται η Καμπότζη στην απομονωμένη καλύβα που έχει πάει να θάψει τις αναμνήσεις του. Εμφανίζεται αυτή που θα του αποκαλύψει πράγματα που θέλει να ξεχάσει και πράγματα που θέλει να ανακαλύψει, αλλά έχουν παραβλέψει κάτι σημαντικό. Η φύση θα εκδικηθεί τους εισβολείς της. Η καλύβα είναι χτισμένη σε περιοχή επικίνδυνη και το φούσκωμα της θάλασσας θα τα πάρει όλα μαζί του. Οι «εισβολείς» θα τιμωρηθούν, η μπιζουτιέρα επιτέλους θα χαθεί και η Καμπότζη θα συνειδητοποιήσει την ρευστότητα των καταστάσεων, των πραγμάτων που όλα θα μείνουν μετέωρα καθώς εκείνη παίρνει το δρόμο για το Μοντεβιντέο, η δε Ρόζι που μαθαίνει τη ζωή μέσα από τα μυθιστορήματα που παίρνει από την βιβλιοθήκη της πόλης, ακόμα περιμένει ένα μήνυμα από τον Αρτούρο.

Ποιητικές εικόνες, διάλογοι αποσπασματικοί, αφήγηση που ξεκαθαρίζει αργά και μελαγχολικά τα γεγονότα. Ο αφηγητής ανώνυμος να μένει στο background (αλλά περισσότερο ενεργός από το «Χαμένο σπίτι») και να αφηγείται την ιστορία στην ιδιοκτήτρια του πανδοχείου με το παράταιρο όνομα (Ντάλλας) και την ίδια στιγμή να συμβαίνουν πράγματα στο πανδοχείο τα οποία δεν καταλαβαίνουμε – σαν μια αντιστικτική μελωδία. Η μανιασμένη χειμωνιάτικη ακτή της Ρότσα – κοντά στο σημείο που διαδραματίζεται το «Χάρτινο σπίτι» - που αποκαλείται και Μαλβίνες λόγω του απόμακρου της περιοχής (κάτι σαν τα ομώνυμα νησιά) απέναντι από την Αργεντινή, ακτή όπου καταφεύγουν πολιτικοί φυγάδες αλλά και τουρίστες το καλοκαίρι είναι ο καταλύτης της ιστορίας αφού σ’αυτή την «τυφλή ακτή» θα γραφτεί ο επίλογος της τραγικής ιστορίας.

Άνθρωποι που θέλουν να ξεφύγουν από το παρελθόν τους, ζωές που καταστράφηκαν από την Αργεντίνικη δικτατορία. Ο Αρτούρο που πάει να βρει την τύχη του στην Αργεντινή , σύνηθες δρομολόγιο για τους Ουρουγουανούς και μπλέκει λόγω του έρωτά του με την Σεσίλια σε καταστάσεις πρωτόγνωρες, η Καμπότζη να ακούει από μικρή για την αντάρτισα θεία, της οποίας το όνομα φέρει, για τον αγωνιστή αλλά πλέον υποταγμένο και μικροαστό πατέρα που έμεινε δέκα χρόνια στην φυλακή, η οικογένεια του Βρετανού Ντόγκραμ, ο οποίος προσπαθεί κι εκείνος να ξεφύγει από τις αλήθειες του παρελθόντος νομίζοντας ότι μπορεί να κάνει μια καινούρια αρχή στις εσχατιές της Ουρουγουάης. Έτσι κι αλλιώς «η πραγματικότητα διαμορφώνεται συνήθως από παρεξηγήσεις», και το παρελθόν δεν είναι μόνο μια έρημη, τυφλή και απομονωμένη ακτή αλλά είναι και κάτι που δεν μπορείς να αποτινάξεις από πάνω σου όσο και να σου φαίνεται «μια άλλη χώρα» πλέον.

Η νουβέλα του Ντομίγκεζ που έχει πολιτογραφηθεί πλέον Ουρουγουανός, είναι μια πολύ ωραία και λυρική ιστορία με πολιτικές προεκτάσεις, ένα βιβλίο ουσιαστικό και τρυφερό. Η γραφή του πολύ καλού συγγραφέα γεμάτη από βιβλιοφιλικές αναφορές αποπνέει μελαγχολία και ποίηση, ενώ αξιοθαύμαστη είναι η δομή της ιστορίας, ελλειπτική στην αρχή της αλλά καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι της αφήγησης να γίνεται υπέροχα γοητευτική και διαυγής.

«…Τότε άρχισε να διαβάζει βιβλία καινούρια και παλιά, άλλα πληκτικά, άλλα θαυμάσια, που τα καταβρόχθιζε με την αδημονία να μάθει πως λέγονταν τα πράγματα, τι συνέβαινε πίσω από τον φράχτη και, κυρίως, τι έκαναν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Δεν είχε άλλη δυνατότητα. Συχνά αναγκαζόταν να τα ξαναδιαβάζει, να σημειώνει τις λέξεις σε ένα τετράδιο και να τις ψάχνει στο μικρό λεξικό της. Σε λίγο καιρό μπορούσε να να ξεχωρίζει μια καράφα από ένα καρτούτσο, ένα μόνιππο από ένα λαντό, ως και να φαντάζεται τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν στη Νέα Υόρκη το 1940. Κάθε μυθιστόρημα ήταν μια πληροφορία για μια άγνωστη απεραντοσύνη και, μολονότι ήξερε πως διάβαζε μυθοπλασίες, οι δρόμοι του μίστερ Χάϊντ, το Παρίσι του Χέμινγουεϋ και ο βάλτος του Χάκλμπερρυ αποτελούσαν κομμάτια ενός πολύχρωμου κόσμου που την οδηγούσε απρόσμενες εμπειρίες, όπου τίποτα δε χαριζόταν, η ευτυχία οδηγούσε στην καταστροφή και η συμφορά στην περιπέτεια. Όλα έμοιαζαν τόσο ζωντανά και, συχνά, τόσο ακατανόητα, ώστε θυμόταν τις ιστορίες από τα βάσανα των ηρώων τους. Ο Χόλντεν Κόλφιλντ της είχε μεταδώσει τις αμφιβολίες του για τις τετριμμένες ιστορίες που διηγιόταν ο Τόμας, η γνωριμία με την Μποβαρύ την είχε βοηθήσει να είναι πιο συμπονετική με την Μπρέντα και ο Λόρδος Τζιμ διασκέδαζε με τις ενοχές της, αλλά δεν κατάφερνε να κατανοήσει ούτε τον Ρασκόλνικοφ ούτε τον Λινασέρο, ενώ σιχαινόταν τον καπετάνιο Αχαάβ. Πολλά ονόματα προστίθεντο στους φίλους και στους εχθρούς της Ρόζι από διαφορετικούς τόπους και χρόνους, και με μεγάλη δυσκολία κατάφερνε να ξεχωρίζει πόλεις που είχε επισκεφθεί σε άλλα βιβλία. Καθώς τις επισκεπτόταν συχνά ωστόσο, ανακάλυψε πως το κακό μπορούσε να να είναι ωραίο, το καλό άνοστο, πως ο πόνος εξευγένιζε τους εραστές και ο κόσμος σκοτωνόταν για λόγους διόλου αξιοπρεπείς, ενίοτε σπουδαίους. Είχε την αίσθηση ότι άκουγε τις φωνές πίσω από έναν ατέρμονα καταρράκτη και ότι βρισκόταν μέσα σε έναν δακτύλιο που την απομόνωνε και την κρατούσε ασφαλή σε τέτοιο βαθμό, που , ακόμα και μετά από κάμποσα χρόνια, εξακολουθούσε να πηγαίνει στην βιβλιοθήκη Χασίντο Λαγούνα σαν να διέσχιζε έναν κύκλο.»






BAS LEXTER ENSAMPLE – La vida de los Uruguayos
 
Τρίτη, Νοεμβρίου 01, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Νοεμβρίου 01, 2011 | Permalink
Φαντάσματα του Εμφυλίου
«Ιστορική έρευνα» ή «Μαρτυρία» (Εξιστόρηση της οικογενειακής περιπέτειας), όπως κι αν το δει κανείς, το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Στέλιου Περράκη με τίτλο «ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ», (Εκδ. Επίκεντρο, σελ. 438), είναι πάνω απ’όλα μια πρόκληση για στοχασμό, για πολλές σκέψεις (και συζητήσεις) πάνω στο (ίσως) πιο ευαίσθητο (σίγουρα όμως το πιο αμφιλεγόμενο) θέμα της νεώτερης ιστορίας του τόπου μας, τον Εμφύλιο πόλεμο και κυρίως τις πολλές άγνωστες ιστορίες, προσωπικές ή γενικές, τοπικές, περιφερειακές ή ακόμα και σε μεγαλύτερη κλίμακα που βγαίνουν καθώς τα χρόνια περνάνε, στο φως.

Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την έκδοση του βιβλίου του Π.Μακρή, «ΚΙΤΣΟΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ, ο αγαπημένος των Θεών», η εξαιρετική τοιχογραφία της Αθήνας της Κατοχής και το εμφυλιακό κλίμα που συνετέλεσε στον άδικο χαμό ενός νέου ανθρώπου, έχουν περάσει ακόμα περισσότερα χρόνια από την πρώτη έκδοση του πολύ καλού (αλλά τόσο παρεξηγημένου) μυθιστορήματος του Θ.Βαλτινού, «Ορθοκωστά» όπου η ανεξέλεγκτη βία του Εμφυλίου στην επαρχία ζωντανεύουν μέσα από τη εξπρεσιονιστική αφήγηση του μεγάλου συγγραφέα. Το δράμα που βίωσε η οικογένεια του Στέλιου Περράκη στην Αργολίδα δεν διαφέρει και πολύ από αυτά που ζήσανε οι περισσότερες οικογένειες είτε κατά τη διάρκεια της Κατοχής είτε κατά την διάρκεια του Εμφυλίου. Το γεγονός της δολοφονίας ενός νέου ανθρώπου που δεν είχε συμμετοχή σε καμία οργάνωση, που δεν προκάλεσε, που δεν ανακατεύτηκε ενεργά σε κάτι, συγκλονίζει έτσι κι αλλιώς, από όποια πλευρά και αν προέρχονται οι εγκληματίες (διότι ο φόνος δεν έχει ιδεολογία) και από τέτοια περιστατικά, ο τόπος αυτός είναι γεμάτος.

Το βιβλίο του Περράκη ξεκινάει ως προσωπική αναζήτηση για τα αίτια της δολοφονίας του θείου του Μίλτη Μελισσηνού σε μια σπηλιά στα Δίδυμα από τους αριστερούς αντάρτες – μέλη της ΟΠΛΑ - της περιοχής, τον Μάϊο του ’44 και επεκτείνεται στα γεγονότα του τέλους της Κατοχής στην περιοχή της Αργολίδας και στις Σπέτσες. Καταστάσεις και περιστατικά φρικιαστικά, βίαια και με πολλούς θανάτους αμάχων σε μια μάχη για την επόμενη μέρα, για την εξουσία της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Ο Μίλτης Μελισσηνός στα 25 του χρόνια είχε παρατήσει τις σπουδές του στη Νομική της Αθήνας και είχε πιάσει δουλειά στην Αγροτική Τράπεζα του Άργους. Ανήκοντας σε μια από τις ιστορικότερες και πλουσιότερες οικογένειες του Ναυπλίου όπου ο πατέρας του διατηρούσε μεγάλο δικηγορικό γραφείο το οποίο μετά τον θάνατο του συνέχισε ο μεγαλύτερος γιός του Τάκης, ο Μίλτης δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την πολιτική, ούτε είχε αναμιχθεί σε αντιστασιακές οργανώσεις στην Αθήνα ή στο Ναύπλιο. Πηγαίνοντας με το ποδήλατό του από το σπίτι του στο Ναύπλιο στο Άργος (12 χλμ) συνελήφθη σε ένα μπλόκο της ΟΠΛΑ σε ένα γεφυράκι στις αρχές Μαϊου του ΄44. Μεταφέρθηκε μαζί με άλλους συλληφθέντες στο στρατόπεδο της Επιδαύρου μετά από ανακρίσεις και πεζοπορία μερικών ημερών. Στον δρόμο οι συλληφθέντες κακοποιούντο – ο δε Μελισσηνός αφού του είχαν αφαιρέσει τα παπούτσια (προφανώς γυάλισαν σε κάποιον) ταλαιπωρείτο διπλά. Στην Επίδαυρο ο Μίλτης και οι υπόλοιποι (καμιά σαρανταριά) έμειναν δύο εβδομάδες. Εκείνη την περίοδο ξεκίνησαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Αργολίδα από τους Γερμανούς και τα Τάγματα Ασφαλείας με σκοπό να εμποδίσουν την επέκταση της επιρροής της Αριστεράς στην περιοχή. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υποχρεώθηκαν σε υποχώρηση εκκενώνοντας το στρατόπεδο της Επιδαύρου και παίρνοντας μαζί τους τους κρατούμενους, τους οποίους έκλεισαν σε μια σπηλιά στα Δίδυμα κοντά στο Κρανίδι όπου στο τέλος του Μάη και λίγο προτού φτάσουν εκεί τα Τάγματα Ασφαλείας εκτέλεσαν τον Μίλτη μαζί με άλλους. Έπεσε θύμα ο γλεντζές και άστατος Μίλτης των περιστάσεων (παράπλευρη απώλεια); Ήταν ο θάνατός του μια εκδικητική πράξη για κάτι που έκανε η οικογένεια Μελισσηνού (ουσιαστικά ο Τάκης ως πιο ενεργός στα κοινά της πόλης )κατά την περίοδο της Κατοχής; Ήταν μια πράξη αντίδρασης προς την αστική τάξη της πόλης (θεωρούμενη de facto και ως «αντιδραστική») που μέλος της ήταν ο Μίλτης; Ήταν προσωπικά τα κίνητρα; Ή τέλος, οι αντάρτες προσπάθησαν να ξεφορτωθούν τους αιχμαλώτους (που μπορεί τους περισσότερους από αυτούς να τους «φορτώθηκαν» από τις τοπικές υποομάδες των διαφόρων χωριών) πάνω στην υποχώρησή τους;

Η έρευνα του Περράκη με αφορμή τη δολοφονία του συγγενή του, τον προέτρεψε να ψάξει τα γεγονότα της εποχής σε όλη την περιοχή. Η υπερτουριστική Αργολίδα του σήμερα, στις σελίδες του βιβλίου είναι ένα σκηνικό σφαγών, εν ψυχρώ δολοφονιών, εκτελέσεων, λυντσαρίσματος. Δείχνει ειρωνικό και γκροτέσκο αλλά στα μέρη που τώρα διάφοροι κοσμικοί πίνουν το μοχίτο και το φρέντο τους εκτυλίχθηκαν πριν από 65-70 χρόνια σκηνές φρικιαστικές. Στη Ντάπια των Σπετσών στήθηκαν κρεμάλες και γυναικόπαιδα λυντσαρίστηκαν έξω από το Ποσειδώνιο. Από το Δρέπανο έως το Ναύπλιο, δρόμο που τώρα διασχίζουν τζιποειδή και βίλες είναι σπαρμένες παντού, κάτοικοι να έχουν δέσει έναν καπετάνιο του ΕΛΑΣ πίσω από μια μοτοσυκλέττα που πήγαινε με χαμηλή ταχύτητα κι αυτός ήταν υποχρεωμένος να τρέχει πίσω της μέχρι να τον παραδώσουν στη Γκεστάπο, όπου στην πλατεία του Ναυπλίου τον περίμενε μια κρεμάλα και κόσμος να τον λυντσάρει. Οι σφαγές με μαχαίρι από την ΟΠΛΑ στις Λίμνες και στο Χέλι ως εκδίκηση, χάνεις το μυαλό σου από τη φρίκη. Όπως γράφει ο συγγραφέας χαρακτηριστικά: «η Αριστερά και η Δεξιά έπαιζαν την ίδια θεατρική παράσταση με μια απλή ανταλλαγή στους ρόλους δημίων και θυμάτων.»

Ο συγγραφέας προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ της ιστοριογραφίας και της ψυχρής καταγραφής των γεγονότων και της προσωπικής ιστορίας. Δεν το καταφέρνει πάντα αυτό καθώς θεωρεί (και το δηλώνει ευθαρσώς και με πολλά στοιχεία) ότι υπήρχε «αριστερή τρομοκρατία» στην περιοχή η οποία λίγο πριν την αποχώρηση των Γερμανών πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Θεωρεί ότι το μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού αντέδρασε τόσο έντονα και βίαια στους «αναίτιους φόνους» των αριστερών υποστηρίζοντας και ενδυναμώνοντας τα Τάγματα Ασφαλείας, η δε Αριστερά με την πολιτική της καλλιέργησε το μίσος σε ανθρώπους που δεν θα αντιδρούσαν τόσο δυναμικά εναντίον της. Αυτή η άποψη – αιρετική σε ότι διαβάζαμε τα χρόνια μετά την Δικτατορία – έρχεται να συνδράμει στην καινούργια τάση αρκετών ιστορικών που ζουν κυρίως στις ΗΠΑ να αναθεωρήσουν την «αριστερή αγιογραφία» των καπετάνιων του ΕΛΑΣ και τον ρόλο του ΕΑΜ. Το πρόβλημα είναι στο ότι πολλές φορές σε τέτοια θέματα βρίσκεσαι αντιμέτωπος με το θεμελιώδες δίλημμα αν «η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα» και ποιος έριξε την πρώτη σφαίρα – που στην Ελλάδα του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα μπορεί η σφαίρα ή το «κάρφωμα» να ήταν για μια κατσίκα, για ένα στραβοκοίταγμα στο καφενείο ή για να έρθουμε στις μέρες μας για ένα καινούργιο αυτοκίνητο ή μια plasma.

Το βιβλίο που κυκλοφόρησε πρώτα στις Η.Π.Α. («The ghosts of Plaka beach, a True Story of Murder and Retribution in Wartime Greece») όπου ζει εδώ και πολλά χρόνια ο συγγραφέας, δεν αποφεύγει κάποιες γενικεύσεις και αφέλειες, π.χ. ο Περράκης παραξενεύεται που στις μέρες μας στο καφενείο των Διδύμων (ή κάποιου άλλου χωριού της Αργολίδας) οι κάτοικοι δεν μιλάνε μεταξύ τους Αρβανίτικα (!!), ή δίνει αρκετές τουριστικού είδους πληροφορίες που στον έλληνα αναγνώστη είναι περιττές. Είναι όμως πολύ καλά δομημένο – η ελληνική έκδοση εμπλουτίστηκε με ενσωμάτωση ενός άρθρου για τις Σπέτσες που έγραψε αργότερα ο συγγραφέας και που είναι μάλλον οι πιο ενδιαφέρουσες σελίδες του βιβλίου - η αφήγηση είναι συναρπαστική και κυρίως οι προσωπικές νότες στην οικογενειακή ιστορία είναι εξαιρετικές και συγκινητικές. Ο συγγραφέας προς το τέλος του βιβλίου υιοθετεί μια πιο ψύχραιμη στάση απέναντι στα γεγονότα, προβάλλοντας κυρίως το θεμελιώδες ερώτημα περί ουσιαστικής ευθύνης απέναντι σε μια εγκληματική ενέργεια (ποιος φταίει περισσότερο αυτός που πυροβολεί ή αυτός που έδωσε την εντολή;) ενώ δεν διστάζει να πάει κόντρα στην οικογενειακή αντίληψη περί «σφαγέων» και «εγκληματιών» που εκφραζόταν από τον Τάκη Μελισσηνό τον αδερφό του αδικοχαμένου Μίλτη, ο οποίος και τα Τάγματα Ασφαλείας ενίσχυσε μετά την δολοφονία του αδερφού του και σε όλη του τη ζωή δεν μπορούσε να δεχτεί την αντίθετη άποψη.

Ο Εμφύλιος ως γνωστόν βγάζει στους ανθρώπους τα πιο αιμοβόρα ένστικτά τους στην επιφάνεια, δεν υπακούει σε «συνθήκες» και διατάγματα, είναι ένας πόλεμος που συγκλονίζει με την αγριότητά και την απανθρωπιά του. Βιβλία σαν αυτό του Περράκη, συμφωνείς ή διαφωνείς με την άποψη του, ενισχύουν τον διάλογο, φωτίζουν κάποια δυσάρεστα πράγματα – έστω υιοθετώντας και τραβηγμένες απόψεις, ενώ προκαλούν για περαιτέρω διερεύνηση και ψάξιμο. Σε μια χώρα όπου οι άνθρωποί της παραμένουν χωρίς παιδεία, η γνώση της Ιστορίας σταματάει για τους περισσότερους στην ΣΤ’ δημοτικού, η άποψή τους είναι γεμάτη στερεότυπα και μύθους, σχεδόν παιδική μέσα στην αφέλειά της και οι κραυγές υπερισχύουν του διαλόγου, είναι χρήσιμο να εκδίδονται και να διαβάζονται ιστορίες που ξεκινάνε από ένα τοπικό γεγονός αλλά στην ουσία μας αφορούν όλους.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

Gabriel FAURE' – Pavane , op.50