Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 30, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 30, 2011 | Permalink
"Ότι μισούμε και ότι απαρνιόμαστε..."
«Έχω δει κάθε είδους πτώματα, είπε η Μέριλιν, ο τόνος της πικρόχολος. Πρόβατα, ελάφια, κογιότ, ό’τι θες, αρκούδες και άλκες. Ο θείος μου ο Μπιλ είναι κυνηγός. Όταν ήμουν μικρή, μου έμαθε πώς να πυροβολώ. Επίσης έχω δει ανθρώπους σε φέρετρα, το θείο και τη θεία μου που πέθαναν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Μεγάλη Στροφή πέρα από το Ρέβελστοουκ, αλλά και άλλους. Είδα νεκρό το μικρό μου αδερφό όταν τον πάτησε αμάξι. Ήμουν εννιά χρόνων. Μια μέρα η μητέρα μου είχε αργήσει στη δουλειά. Μια ζωή ήταν νευρική. Τέλος πάντων, βιαζόταν όταν έκανε όπισθεν και τον πάτησε. Ο Πιτ ήταν πολύ μικρός. Η μητέρα μου δεν το ξεπέρασε ποτέ. Ο πατέρας μου είπε ότι έφταιγε ο Πιτ. Μάλλον πήγε και χώθηκε πίσω από το αμάξι όταν δεν έβλεπε η μητέρα μου.
Όταν πέθανε μία από τις αδερφές μου, ρώτησα τη μητέρα μου γιατί δεν έκλαψε και μου είπε ότι είχε κλάψει καιρό πριν, είπε ο Τομ.»

Οικογενειακή βία, φονικά χωρίς λόγο και αιτία, τσαμπουκάδες και κυνομαχίες, ζωές κατεστραμμένες, γη άγρια και αφιλόξενη. Αυτό είναι το πλαίσιο του μυθιστορήματος του πολυβραβευμένου Καναδού ποιητή Patrick Lane που στα 70 του έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΚΥΛΙ, ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΚΥΛΙ» (Red dog, red dog), (Εκδ. Καστανιώτη, (εξαιρετική) μετάφρ. Α.Καλοκύρη, σελ.298), ένα συγκλονιστικό επικό βιβλίο – σχεδόν αριστουργηματικό.

Κοιλάδα Οκανάγκαν, κάπου στη Βρετανική Κολούμπια, στα βάθη του Καναδά. Τέλη της δεκαετίας του 50, και ότι έχει μείνει από την οικογένεια Σταρκ προσπαθεί να τα βγάλει πέρα όπως μπορεί. Τα δύο αδέρφια, ο μικρότερος Τομ, δουλευταράς και φιλότιμος έχει υπό την προστασία του τον μεγαλύτερο (και αγαπημένο της μάνας) Έντι, ο οποίος μετά την αποφυλάκιση του (και τους βιασμούς και ότι άλλο τράβηξε μέσα στη στενή), έχει βουλιάξει στα ναρκωτικά και στους τσαμπουκάδες. Στο σπίτι ζει έγκλειστη, η αγοραφοβική μάνα τους η Λίλιαν, που είδε τις δύο της κόρες να πεθαίνουν βρέφη ακόμα από ακαθόριστες αιτίες. Η σκιά όμως του νεκρού πατέρα τους, του παράλογα βίαιου Έλμερ πέφτει βαριά επάνω τους. Τα μυστικά της οικογένειας, οι «σκελετοί στο (ξεχειλισμένο) ντουλάπι» της είναι πολλοί. Τα έργα και ημέρες του Έλμερ, η συμπεριφορά του απέναντι στη Λίλιαν, ο θάνατος ενός εξώγαμου του, που έφερε στο κόσμο μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, μια άγνωστη γυναίκα, την οποία ο Έλμερ ξεφορτώθηκε άρον-άρον, η παραβατική του συμπεριφορά μέσα στην κοινότητα έχουν καταστήσει την οικογένεια σημείο αναφοράς στην περιοχή.

Οι νεκρές κόρες αφηγούνται από τους τάφους τους θυμίζοντας χορικά αρχαίας τραγωδίας και η αφήγηση πιάνει το νήμα από το παρελθόν και την ιστορία της φυγής του Έλμερ από το σπίτι του και την περιπλάνησή του στις ερημιές του Καναδά. Μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι που για πρωινό έτρωγε ξύλο από τον πατέρα του, ο οποίος κρέμαγε και την αδερφή του στον στάβλο και την μαστίγωνε, ο Έλμερ την κοπανάει με την παρότρυνση της μητέρας του και κάνοντας δουλειές του ποδαριού επιβιώνει μέχρι που ο δρόμος του τον φέρνει στο κτήμα της Λίλιαν και της χήρας μητέρας της – δεν αργούν να τον μοιραστούν και οι δύο. Όταν αφήνει έγκυο την μικρή τότε Λίλιαν δεν αργεί να βγάλει στην επιφάνεια τον πατέρα του από μέσα του γινόμενος εκείνο που ήθελε μια ζωή να αποφύγει. Βίαιος, μέθυσος, άνθρωπος χωρίς αισθήματα, εγκληματίας. Η Λίλιαν κλεισμένη στον εαυτό της, έχει μυαλά μόνο για τον γιό της τον Έντι και όταν εκείνος την απογοητεύει κλείνεται στον εαυτό της.

Μυστικά και ψέμματα σε μια κοινότητα που ζει και αναπνέει, μέσα στη μιζέρια,για τις κυνομαχίες και τα στοιχήματα. Άνδρες που ξημεροβραδιάζονται στα μπαρ, γυναίκες κακοποιημένες και απογοητευμένες, ποτό και ναρκωτικά, ένας κόσμος που ζει μέσα στον φόβο και την βία. Η ζωή δεν έχει καμμία αξία και από σοκαριστικές σκηνές είναι γεμάτο το βιβλίο. Η σχέση του Τομ με την Μέριλιν προσφέρει μια ανάσα στο ιδιαίτερο σκληρό αλλά ταυτόχρονα και αφάνταστα λυρικό μυθιστόρημα που φέρνει στο νου (ως ατμόσφαιρα και ύφος) την υπέροχη ταινία «Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥ».

«Οι νεκροί συνωστίζονταν, καθένας με τη δική του ιστορία, τι συνέβη και πότε, ποιος ήταν εκεί και γιατί. Οι περισσότερες κατέληγαν αποσπασματικές, αχνοί ψίθυροι και μουρμουρητά, λες και ακούγονταν μέσα από στενές σπηλιές, οι ήχοι παραμορφωμένοι, φωνήεντα τραβηγμένα να αντηχούν, σύμφωνα ψαλιδισμένα να κροταλίζουν σαν ουρά φιδιού που δονείται μέσα στους θάμνους, η προειδοποίηση ίδια, οι νεκροί να μου λένε ιστορίες που πίστευαν ότι είχα ανάγκη να μάθω, ιστορίες τόσο παλιές που δεν είχαν πλέον κανένα νόημα παρά μόνο για όσους τις διηγούνταν. Άκουγα και δεν άκουγα.»

Μόνο οι νεκροί έχουν ήρεμη ζωή στο βιβλίο, οι ζωντανοί ταλαιπωρούνται και ο Τομ τρέχει να καλύψει τον Έντι, που φλερτάρει από τη μια με τη φυλακή και από την άλλη με την αυτοκτονία. Όταν δολοφονεί ένα γέρο σε ένα σπίτι που θεωρούσε άδειο, σε μια «στημένη» από τους εχθρούς του ληστεία, ο Έντι είναι σίγουρο ότι έχει πάρει το δρόμο που οδηγεί στο πουθενά. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει άλλος δρόμος, είναι χαραγμένος από τη μέρα που γεννήθηκαν και είναι συγκινητική η προσπάθεια του Τομ να αποφύγει την μοίρα του, να χαράξει τη ζωή του. Οι περιγραφές του συγγραφέα είναι συγκλονιστικές, η φύση να κυριαρχεί και να προκαλεί αισθήματα ασφυξίας, ο λόγος στοχαστικός και λυρικός – σαν να ακούς τη φωνή του Johnny Cash στο background, ένα υπέροχο και συγκινητικό μυθιστόρημα, λιτό και συμπαγές που μιλάει για όλα χωρίς να θέλει να αποδείξει τίποτα.

«Ό,τι μισούμε περισσότερο, το αγαπάμε μέχρι θανάτου. Ό,τι απαρνιόμαστε, το θέλουμε»




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.


Johnny Cash (ft.Joe Strummer)- Redemption song
 
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 27, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 27, 2011 | Permalink
Ο μαύρος Μακεδών
Με κινηματογραφική αφήγηση, το συναρπαστικό βιβλίο του πολύ καλού συγγραφέα Θανάση Σκρουμπέλου, με (τον προκλητικό) τίτλο «ΜΑΥΡΟΣ ΜΑΚΕΔΩΝ», (Εκδ. Τόπος, σελ.300), δεν είναι ένα τυπικό ιστορικό μυθιστόρημα, όπως μπορεί να φανταστεί κάποιος. Είναι περισσότερο μια ιστορία έντονης δράσης, εξαιρετική αναπαράσταση εποχής, η οποία συνάδει με το όλο κλίμα της αναθεώρησης του ιστορικού (και ψευτοπατριωτικού γίγνεσθαι), θέτοντας ταυτόχρονα ερωτήματα και προβληματισμούς.

Μακεδονία των αρχών του 20ου αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία σε κατάσταση διάλυσης και τα διάφορα έθνη που κατοικούν στα τρία βιλαέτια (περιφέρειες) που απαρτίζουν την ιστορική γεωγραφική περιοχή αλληλοσφάζονται για το ποιος θα κυριαρχήσει την «επόμενη μέρα». Την εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο (1904), η ένταση υπάρχει μεταξύ της Βουλγαρίας, η οποία με την μαξιμαλιστική της πολιτική προσπαθεί να πιέσει για αυτονόμηση της Μακεδονίας στα πρότυπα της Κρήτης και της Ρωμυλίας και της Ελλάδας η οποία ανεπίσημα και μέσω διαφόρων οργανώσεων στέλνει ομάδες ενόπλων να κάνουν αυτό που οι Έλληνες μια ζωή κάνουν καλά, δηλαδή ανταρτοπόλεμο.

Ο αγροτικός πληθυσμός όμως των περιοχών ουδόλως ενδιαφέρεται σε καθημερινή βάση αν τα «αφεντικά» του είναι Έλληνες, Βούλγαροι ή Οθωμανοί. Τα υψηλά πολιτικά σχέδια είναι κάτι άγνωστο για τον αγρότη. Έτσι λοιπόν εκείνο που καλλιεργείται έντονα είναι η θρησκευτική διαμάχη μεταξύ Εξαρχιστών και Πατριαρχικών. Η Βουλγαρία έχει από το 1870 αυτοκέφαλη Εκκλησία (περισσότερο γνωστή ως Εξαρχία) έχοντας αποσχιστεί από το Πατριαρχείο Κων/λεως. Οι Χριστιανοί ορθόδοξοι πληθυσμοί της Μακεδονίας λοιπόν χωρίζονται σε Εξαρχικούς και Πατριαρχικούς και η σύγκρουση μεταξύ τους είναι βιαιότατη. Χωριά καίγονται, άνθρωποι βασανίζονται, χάνουν τη ζωή τους με τον πιο φρικιαστικό τρόπο.

Μέσα σ’αυτή την ατμόσφαιρα εκτυλίσσεται η ιστορία 3 νέων και σχεδόν συνομήλικων παιδιών. Του Σελήμ, του μαύρου γιού του Καδή της Μπίτολα (Μοναστήρι) που μεγαλώνει στην Αλεξάνδρεια μέσ’στα πούπουλα με την ελληνίδα (Σαλονικιά) μητέρα του. Φανερά επηρεασμένος από την ελληνοκεντρική εκπαίδευση, ονειρεύεται ότι είναι απόγονος των Μακεδόνων, επιθυμεί να απελευθερώσει την Μακεδονία και να θυσιαστεί γι’αυτόν τον σκοπό. Όταν ο παππούς του (ο πατέρας της μητέρας του),ο Κρητικός Σταυρακάκης, μεγαλέμπορος κρασιών, δολοφονείται από τους Εξαρχικούς, πηγαίνουν με τη μητέρα του στη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί ο Σελήμ γνωρίζει την νεαρή Ελένη, θεία του και πρόσφατα χηρεύσασα, δασκάλα και μυημένη στον απελευθερωτικό αγώνα. Οι δύο νέοι ερωτεύονται και ο Σελήμ μαθαίνει εκτός από τον έρωτα και για την κατάσταση στην περιοχή, θεωρεί λοιπόν ότι του δίνεται η κατάλληλη ευκαιρία να αποδείξει την ελληνική καταγωγή του βοηθώντας με τον τρόπο του για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

Ο έτερος πόλος της ιστορίας είναι ο Μανώλης. Κρητικός και μεγαλωμένος στα βουνά του νησιού, μαθαίνοντας τη ζωή του αγριμοκυνηγού από τον θείο του. Οι αγριμοκυνηγοί, άνθρωποι που ζούσαν στα όρια της παρανομίας αναλάμβαναν «συμβόλαια» (δουλειές) όχι πάντα απαραίτητα καθαρές και με αρκετή βία. Όταν ο θείος του αναλαμβάνει να βρει τους δολοφόνους του Σταυρακάκη κάπου στη Μακεδονία (του παππού του Σελήμ) και να τους εξοντώσει, εκείνος μένει πίσω αλλά όχι για πολύ. Θα σταλεί στα βουνά της Μακεδονίας, συμμετέχοντας μαζί με συμπατριώτες του Κρητικούς σε μια ομάδα υπό τις διαταγές στρατιωτικών που λαμβάνουν εντολές από τις πατριωτικές οργανώσεις που διεξάγουν υπό τη σιωπηρή υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης τον Μακεδονικό αγώνα.

Εκεί στην άγρια ομορφιά της υπαίθρου, ο Σελήμ και ο Μανώλης θα «συναντήσουν» τον Στόγιαν. Έναν Βούλγαρο, συνομήλικό τους, ο οποίος είναι ο κύριος υπεύθυνος της δολοφονίας του Σταυρακάκη, του εργοδότη και ευεργέτη εκείνου και της μητέρας του. Ο Στόγιαν, παιδί Βούλγαρου αναρχικού, αφοσιώνεται στον αγώνα της πατρίδας του για την κυριαρχία της στη Μακεδονική γη. Αδίστακτος και σκληρός αναλαμβάνει ως αποστολή την απαγωγή της Ελένης Σταυρακάκη, παλιάς του δασκάλας. Στην προσπάθεια του αυτή θα πέσει πάνω στον Σελήμ και στον Μανώλη. Οι μοίρες τους θα συναντηθούν, θα έρθουν αντιμέτωποι και οι συνέπειες θα είναι καταλυτικές και για τους τρεις τους.

Όπως πολύ εύστοχα το χαρακτήρισε ο Κούρτοβικ στην κριτική του στα ΝΕΑ, το μυθιστόρημα έχει τη μορφή ενός «Βαλκανικού γουέστερν». Βία, πιστολίδια, συμπλοκές εκ του συστάδην, δολοφονίες, σκληροί αλλά ευαίσθητοι άνδρες, έρωτες, ξέφρενες καταδιώξεις. Ο Σκρουμπέλος αφήνεται να παρασυρθεί από τη δύναμη της ιστορίας και πέφτει σε λάθη τα οποία όμως (αν δεν θέλει κανείς να το «ψειρίσει» πολύ), συγχωρούνται από την γοητεία της μυθοπλασίας. Ο αγριμοκυνηγός που δεν ξέρει που παν’ τα τέσσερα και μερικούς μήνες μετά μιλάει για Κλάουζεβιτς και στρατιωτική τακτική, ο Σελήμ, ο ρομαντικός ήρωας που όσο συμπαθής και να γίνεται στον αναγνώστη παραμένει χάρτινος και ψεύτικος. Υπάρχουν λάθη χρονικά αλλά και ιστορικά, τα ξεπερνάς όμως αφού η αφήγηση είναι τόσο ωραία, τα γεγονότα τρέχουν τόσο γρήγορα, που παρασύρεσαι από την ιστορία και διατρέχεις τις σελίδες χωρίς να σε πολυενδιαφέρουν αυτές οι λεπτομέρειες.

Ο Σκρουμπέλος σε αντίθεση με άλλα μυθιστορήματα που ασχολούνται με παρόμοια γεγονότα, όπως το (εξαιρετικό) «Σκοτεινός Βαρδάρης» της Ε.Χουζούρη, ή το ένδιαφέρον (αλλά άνισο), «Τι ζητούν οι βάρβαροι», του Δ.Κούρτοβικ δεν θεωρητικολογεί, ούτε αναλίσκεται σε μαθήματα ιστορίας και πολιτικής. Περιγράφει με έντονα χρώματα την ασαφή και άναρχη κατάσταση της εποχής, που έρχεται να ταιριάξει με το «σαλατοειδές» του χώρου, της Μακεδονικής γης, όπου τα όρια είναι δυσδιάκριτα, όπου όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν πρόκειται ποτέ να βρει την ηρεμία της αφού οι εθνότητες και οι λαοί που την κατοικούν πάντα θα διεκδικούν είτε ένα κομμάτι της, είτε ολόκληρη την περιοχή. Όλα είναι ρευστά, και η ιστορία μπορεί και να κλείνει το μάτι σε καταστάσεις ειρωνικές αλλά ταυτόχρονα και δραματικές όπως αυτές που βίωναν οι αγρότες της περιοχής. Ο μικρός μαύρος,ο Σελήμ (όπου ο ικανότατος συγγραφέας με την καθόλου τυχαία επιλογή του ονόματος συνδιαλέγεται με τον ομώνυμο ήρωα του διηγήματος του Βιζυηνού, του διχασμένου Τούρκου Μοσκώβ-Σελήμ), πιο Έλληνας από τους Έλληνες, πιο Μακεδόνας από τους γηγενείς Μακεδόνες θα πέσει θύμα του ρομαντισμού του. Είναι ο μόνος στο βιβλίο που ξέρει τι θέλει και έχει μια ιδεολογία που φροντίζει να την ενισχύσει παρά το πολιτιστικό σοκ που υφίσταται μόλις φτάνει στην ελληνική γη και βλέπει τους εξιδανικευμένους (από τα ιστορικά βιβλία και την εκπαίδευση που έλαβε) συμπατριώτες του.

Το μυθιστόρημα θα έπρεπε (κατά την ταπεινή μου άποψη) να ήταν μεγαλύτερο σε έκταση. Εντυπωσιάζει η λιτότητα και η οικονομία στην πλοκή αλλά θεωρώ ότι οι καταστάσεις που περιγράφονται (κυρίως όταν η δράση μεταφέρεται στα χωριά της Μακεδονίας) χρειαζόντουσαν περισσότερο χώρο και μεγαλύτερη ανάπτυξη ενώ κάποια πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία των χαρακτήρων (ακόμα και των δευτερευόντων) μένουν ανολοκλήρωτα και εκκρεμή. Η καθαρά κινηματογραφική μορφή του πολυφωνικού και καλειδοσκοπικού μυθιστορήματος βοηθάει στην εξαίσια απεικόνιση εντυπωσιακών σκηνών, όπως αυτή του «ματωμένου γάμου», των συμπλοκών, της καταστροφής περιουσιών. Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, που βλέπει την ιστορία με ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη ματιά και σε προδιαθέτει για μεγαλύτερο «ψάξιμο» πάνω σε γεγονότα της εποχής, τα οποία έχουν φτάσει σ’εμάς διαστρεβλωμένα συντελώντας σε άσκοπους και καταστροφικούς φανατισμούς.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

Μανώλης Μητσιάς - Τσάμικος
 
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 21, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 21, 2011 | Permalink
Οικογενειακές ιστορίες
Το πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα «μαθητείας», του Αλγερίνου συγγραφέα Boualem Sansal (γεν.1949), με τον ελκυστικότατο τίτλο «Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΜΟΥΤΖΑΧΕΝΤΙΝ» (Le village de l’Allemand) και με υπότιτλο «Το ημερολόγιο των αδελφών Σίλλερ», (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Ε.Γραμματικοπούλου, σελ.302), πέραν της λογοτεχνικής του αξίας (μικρής ή μεγάλης), θέτει καίριους προβληματισμούς γύρω από τα θέματα των ηθικών αξιών προσωπικών και γενικών, της προσωπικής ευθύνης του καθενός από μας, ενώ "περπατάει" σε επικίνδυνα μονοπάτια σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο αφού ο συγγραφέας παραλληλίζει την δράση των φανατικών Ισλαμιστών με τον Ναζισμό.

Το βιβλίο ξεκινάει με την αυτοκτονία του μεγαλύτερου από τα δύο αδέρφια Σίλλερ, του 33άρη Ρασέλ στο γκαράζ του σπιτιού του. Τα αδέρφια Σίλλερ γεννημένα στην Αλγερία από Γερμανό πατέρα και ντόπια μητέρα, μεγαλώνουν σε ένα προάστειο του Παρισιού, όπου τους έχουν στείλει οι γονείς τους έτσι ώστε να ξεφύγουν από τη μιζέρια της πατρίδας τους. Τους χωρίζουν 15 χρόνια διαφορά, ο Ρασέλ ο μεγαλύτερος, σπούδασε, έπιασε μια καλή δουλειά, πήρε τη γαλλική υπηκοότητα, βρήκε και μια ωραία Γαλλίδα, ζει σε ένα ωραίο σπίτι. Ο μικρότερος, ο Μάλριχ, είναι ένα παιδί χωρίς κατεύθυνση, περιφερόμενος ολημερίς στους δρόμους της σιτέ, του προαστείου όπου μεγάλωσε, το οποίο είναι σαν μουσουλμανικό γκέτο.

Τα νέα όμως που φτάνουν από την Αλγερία δεν είναι καλά. Το χωριό όπου γεννήθηκαν ισοπεδώθηκε από φανατικούς Ισλαμιστές, τα περισσότερα σπίτια κάηκαν και οι γονείς τους βρήκαν φριχτό θάνατο. Ο Ρασέλ πηγαίνει στην Αλγερία να επισκεφθεί τον τάφο των γονιών του, να καταλάβει τι ακριβώς έγινε και βρίσκει μια βαλίτσα με οικογενειακά ενθύμια – και η αλήθεια για τον πατέρα του, ο οποίος δεν μιλούσε ποτέ για το παρελθόν του αποκαλύπτεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Μετάλλια της χιτλερικής νεολαίας, ένα παράσημο της Βέρμαχτ και (κερασάκι στην τούρτα) ένα των Βάφεν Ες Ες. Υπήρχαν ακόμα έγγραφα, φωτογραφίες με τη μαύρη στολή των Ες Ες και ένα κομμάτι πανί με το έμβλημα του σώματος, την νεκροκεφαλή. Ο Ρασέλ βρίσκει επίσης αποκόμματα εφημερίδων και γράμματα από συνοδοιπόρους που μαρτυρούν την ύπαρξη μιας οργάνωσης.

Το σοκ αυτό αλλάζει τη ζωή του Ρασέλ, ο οποίος γίνεται μετά την ανακάλυψη του πατρικού παρελθόντος, ένας άλλος άνθρωπος. Παρατάει σιγά-σιγά τη δουλειά του, παραμελεί την γυναίκα του, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να ακολουθήσει τα βήματα της διαδρομής που περιγράφουν τα έγγραφα που βρήκε στην βαλίτσα. Έτσι κι αλλιώς δεν χρειάζεται να ψάξει για την ανακάλυψη της αλήθειας. Ο πατέρας του κατάφερε να διαφύγει από τα Ρωσικά και Αμερικάνικα στρατεύματα, φυγαδεύτηκε στην Αίγυπτο και από εκεί εστάλη στην Αλγερία, όπου κατάφερε όχι μόνο να αποκρύψει την πραγματική του ταυτότητα αλλά και αγωνιστεί στον απελευθερωτικό αγώνα, όπου μετά την ανεξαρτοποίηση της χώρας του απονεμήθηκε ο τίτλος του Σεϊχη, το δε γερμανικό του όνομα σβύστηκε από τα αρχεία. Ο Ρασέλ δεν μπορεί να αντέξει το βάρος. Θέλει να επανορθώσει για το κακό που προξένησε ο πατέρας του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα οποία υπηρέτησε, θέλει να «πληρώσει» εκείνος, να αναλάβει την ευθύνη για την φρίκη που σκόρπισε ο πατέρας του και έτσι αυτοκτονεί. Ο Μάλριχ συγκλονίζεται από τον χαμό του αδερφού του και κάτι αλλάζει μέσα του. Από εκεί που ζούσε στον κόσμο του, με την αλητοπαρέα της γειτονιάς και τους τοπικούς τσαμπουκάδες, διαβάζοντας το ημερολόγιο του αδερφού του αποφασίζει να συνεχίσει το έργο του αλλά με διαφορετικό τρόπο. Αρχίζει να παρατηρεί την κατάσταση στη σιτέ, βλέπει την επίδραση των ιμάμηδων, την τρομοκρατία που επιβάλλουν στον κόσμο, την «προστασία» στους υπηκόους και την προετοιμασία των νεαρών παιδιών να γίνουν «μάρτυρες» στις τζιχάντ που θα επακολουθήσουν.

Το μυθιστόρημα γραμμένο σε λιτό και αυστηρό ύφος, αποπνέει μελαγχολία και θλίψη. Το ημερολόγιο του Ρασέλ και η διαδρομή που ακολουθεί για να φτάσει στην απονενοημένη πράξη είναι συγκλονιστικό. Ο Ρασέλ επιλέγει να πεθάνει από τα αέρια του αυτοκινήτου του, για να βιώσει το ίδιο συναίσθημα με τα θύματα των θαλάμων αερίων. Παίρνει την ευθύνη που αρνήθηκε να αναλάβει ο πατέρας του και δημοσιοποιεί τις ενέργειές του αυτές (δια των ημερολογίων του) αντιδρώντας στην ένοχη σιωπή του πατέρα. Δεν μπορεί να δεχτεί ότι ο πατέρας του μέσω της ένταξής του στην «δίκαιη» πλευρά του αγώνα της ανεξαρτησίας, εξάγνισε το βρώμικο παρελθόν του, πρέπει κάποιος να πληρώσει για τα εγκλήματα που διέπραξε, και επιλέγει να είναι ο εαυτός του. Το δίλημμα στον αναγνώστη είναι ξεκάθαρο. Είμαστε υπεύθυνοι για τα «προπατορικά αμαρτήματα»; Ο γιός ενός Ναζί που συνειδητοποιεί τι έκανε ο πατέρας του – και κατ’επέκταση ο γιός ενός εγκληματία – και δεν συμμερίζεται τις απόψεις του, τι πρέπει να κάνει;

«Σε έναν καλύτερο κόσμο, θα ζητούσα να με κλείσουν φυλακή. Θα έβαζα το μαύρο μου κοστούμι, θα παρουσιαζόμουν στον δικαστή και θα του έλεγα: «Ο πατέρας μου βασάνισε και σκότωσε χιλιάδες δύστυχους ανθρώπους που δεν του είχαν φταίξει σε τίποτα και διέφυγε. Σήμερα γνωρίζω τι έκανε, όμως είναι νεκρός, οπότε έρχομαι να παραδοθώ εγώ στη θέση του. Κρίνετέ με, σώστε με, σας παρακαλώ.» Στον δικό μας κόσμο, δεν θα με θεωρούσαν καν καταγέλαστο, θα με επέπλητταν για προσβολή κατά δικαστικού λειτουργού, θα με ξαπόστελναν, θα με κατσάδιαζαν… Είμαι μόνος. Μόνος όσο κανείς άλλος στον κόσμο, σε τούτο τον κόσμο που μου φαίνεται τόσο απόμακρος, τόσο ψεύτικα απασχολημένος, κλεισμένος στον εαυτό του, στις διαθέσεις του, τις μικροαπολαύσεις του, τις τρέλλες του, από τις οποίες τρέφεται όπως ένας κανίβαλος τρέφεται από την ίδια του την σάρκα, αναμφίβολα κατατρεγμένος από την εποχή του, το δράμα του, τα όνειρά του, την αδυναμία του. Αντιδρώ βεβαίως, δεν είμαι από εκείνους που αρέσκονται στον πόνο και απεχθάνομαι κάθε έμμονη ιδέα…Εμένα μου έπεσε ένας ολόκληρος κόσμος κατακέφαλα, όλο το Κακό από καταβολής κόσμου με κοιτά κατάματα, μου τρυπάει την καρδιά, τα σωθικά, ανακαλείται στη μνήμη μου, με ανακαλεί στην ωραία του ανάμνηση, μου μιλά ακατάπαυστα για εκείνο που συνέβη, για εκείνο που διαπράξαμε.»

Από την άλλη έχουμε την αντίδραση του Μάλριχ που φαίνεται περισσότερο λογική και προσγειωμένη. Παρά την έλλειψη παιδείας και φινέτσας, σε αντίθεση με τον αστό αδερφό του, εκείνος επιλέγει να παλέψει από άλλη σκοπιά. Βλέπει ότι οι φανατικοί Ισλαμιστές δεν διαφέρουν στις μεθόδους από τους Ναζί. Και εκείνοι κρατάνε τον κόσμο στο σκοτάδι – σε μια χαρακτηριστική σκηνή, ο Μάλριχ εξηγεί στους φίλους του τα περί Ολοκαυτώματος που εκείνοι αγνοούν, αφού το θέμα δεν διδάσκεται, δεν αναφέρεται καν στα επίσημα βιβλία που διδάσκουν οι ιμάμηδες – καλλιεργούν τον φανατισμό και την αντιπαλότητα με τον Δυτικό κόσμο, ενώ βλέπει ότι η σιτέ, το προάστειο που μένει είναι ουσιαστικά ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που λίγο διαφέρει από το γκέτο της Βαρσοβίας.

Χωρίς να διαθέτει την λυρικότητα και την γοητεία των μυθιστορημάτων του συμπατριώτη του Γιασμίνα Χάντρα, ο Μπουαλέμ Σανσάλ οικοδομεί με εξαιρετική αρχιτεκτονική το δύσκολο (και ίσως για κάποιους αποτρεπτικό λόγω θέματος) εγχείρημά του. Τολμηρό πολιτικά αφού δεν είναι εύκολο να παραλληλίσεις τους Ισλαμιστές με τους Ναζί, θεωρία που σηκώνει πολλή κουβέντα για την ορθότητά της και το επικίνδυνο της γενίκευσης που περιέχει, ίσως το βιβλίο είναι ένα κλικ πιο καταγγελτικό απ’ότι θέλω (ή αντέχω). Ο εξόχως ενδιαφέρων χαρακτήρας του πατέρα, δυστυχώς παραμένει θολός και χάρτινος αφού ο συγγραφέας επικεντρώνεται στους δύο ήρωες του μυθιστορήματός του, τον Ρασέλ και τον Μάλριχ, οι οποίοι είναι «ολοζώντανοι» και τους νιώθεις στην κυριολεξία. Το βιβλίο έχει δυναμική και αξίζει αλλά είναι τόσο «υπερφορτωμένο» που στο τέλος βαρυγκομάς – σαν να θέλει ο συγγραφέας να τα πει όλα με τη μία, κάτι που ίσως και να συντελεί στην αίσθηση του «ανολοκλήρωτου» που προσωπικά μου έμεινε για ορισμένα γεγονότα που περιγράφει.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.


GENESIS - No son of mine
 
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 15, 2011
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 15, 2011 | Permalink
Κεντρική Ευρώπη (το κατά Βόλμαν Ευαγγέλιο)
«Στην Ευρώπη τα πάντα είναι μια παράσταση – το καθετί προαναγγέλεται.»

Το αριστοτεχνικά κατασκευασμένο έπος του Αμερικανού συγγραφέα (γεν.1959), William Vollmann, με τίτλο «ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ» (Europe Central), (Εκδ. Κέδρος, (εξαιρετική - και λίγα λέω...) μετάφρ. Α.Καλοφωλιά, σελ. 885) δεν είναι ένα βιβλίο με το οποίο «ξεμπερδεύεις» εύκολα διότι εκτός του όγκου των πληροφοριών με τις οποίες σε «βομβαρδίζει» έχει την δύναμη του δυνατού ανέμου που σε παρασέρνει μαζί του σε ένα λογοτεχνικό/ιστορικό/πολιτικό ταξίδι με πολλές προεκτάσεις.

Δεν είναι ένα κοινό (και βέβαια ούτε συνηθισμένο) μυθιστόρημα η «Κεντρική Ευρώπη». Είναι ένα καλειδοσκοπικό βιβλίο που απαρτίζεται από 37 διαφορετικές ιστορίες, άλλες συνδεδεμένες μεταξύ τους, κάποιες τελείως αυτόνομες, με ήρωες πρόσωπα ιστορικά, άλλα πολύ γνωστά, άλλα μάλλον άγνωστα που έχουν περάσει στο περιθώριο της «μεγάλης εικόνας» διαθέτουν όμως, ισχυρή μυθιστορηματική βάση.
Έχοντας ως βασικό ήρωα τον τεράστιο συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς και τον του έρωτα του με την μεταφράστρια Ελένα Κονσταντινόφσκαγια, σε μια σχέση που ο συγγραφέας επεκτείνει και χρονικά (αφού στην πραγματικότητα διήρκεσε μόνο ένα χρόνο) αλλά και μυθοπλαστικά εμπλέκοντας τον μετέπειτα σύζυγό της κινηματογραφιστή και φωτογράφο Ρόμαν Κάρμεν σε ένα ιδιότυπο (και φανταστικό) ερωτικό τρίγωνο, ο Βόλμαν περιγράφει μέσω της Ιστορίας, - ξεκινώντας από τον μεσοπόλεμο, διατρέχοντας τον Β Παγκόσμιο πόλεμο και καταλήγοντας στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου -το απόλυτο Κακό και τις επιπτώσεις του στις ζωές ανθρώπων που βρίσκονται είτε άμεσα, είτε έμμεσα στη δίνη των γεγονότων.

«Τι ήταν αυτό που έβαλε κάποτε σε κίνηση εκατομμύρια σφαίρες, επανδρωμένες και μη; Εσείς λέτε η Γερμανία. Εκείνοι η Ρωσία. Σίγουρα δεν θα μπορούσε να είναι η ίδια η Ευρώπη, πόσο μάλλον η Κεντρική Ευρώπη, που είναι πάντα ένα τόσο καλό και υπάκουο κορίτσι. Επαναλαμβάνω: Η Ευρώπη είναι μια ήπια αγελαδίτσα, μια τροφαντή παρθένα, μια Ρωσίδα ή μια Πολωνέζα ώριμη να αγαπηθεί, ένας πραγματικός άγγελος, ένα πειθήνιο έπαθλο…Η Ευρώπη ποτέ δεν έκαψε ούτε μια μάγισσα, ποτέ δεν άπλωσε χέρι να βλάψει Εβραίο! Πως μπορεί κανείς να καταγράψει τα στολίδια της; Στην Πράγα για παράδειγμα, βλέπει κανείς τον ουρανό της αυγής μέσα από τα θολωτά παράθυρα των καμπαναριών, και ο ουρανός γίνεται πιο ελκυστικός επειδή βρίσκεται μέσα σ’αυτό το πατιναρισμένο πλαίσιο, που το υποστήριγμα του, το δάχτυλο του ίδιου του πύργου, ξεπροβάλλει από τη σάρκα της πόλης, τις ανάγλυφες με λουλουδάτα μοτίβα και κεφαλές λεόντων προσόψεις αυτής της πόλης, που οι περιτοιχισμένοι και ελικοειδείς δρόμοι της διαθέτουν τόσα πολλά μάτια – η Ευρώπη έχει το νού της επειδή την έχουν βιάσει τόσο πολλές φορές, ίσως γι’αυτό κάποια από τα μάτια της εξακολουθούν να λάμπουν κάτω από το φως των φανών ακόμη και τώρα, μα ποιο το όφελός τους αν τους δει να έρχονται; Η πρώτη μεταλλική ψείρα τρέχει ήδη πάνω στο δέρμα της, που είναι καλυμμένο με σκουρόγκριζους και ανοιχτόγκριζους αδένες. Η Ευρώπη νιώθει τα πάντα, αντέχει τα πάντα, υψώνει στα ουράνια τα νεφοστόλιστα δάχτυλά της, τα καμπαναριά των εκκλησιών της, για να μπορέσει να παντρευτεί.»

Καθώς ο «Υπνοβάτης» (ο «διαρκώς εν εκγρηγόρσει» Αδόλφος Χίτλερ) και ο «Ρεαλιστής» του Κρεμλίνου (ο Ιωσήφ Στάλιν) κυριαρχούν με τις ενέργειές τους στο βιβλίο, ο Βόλμαν παραθέτει περιστατικά από τη ζωή ή μικρές βιογραφίες ανθρώπων αντιφατικών, μπερδεμένων, με ιστορίες άλλοτε καθημερινές και άλλοτε συναρπαστικές. Οι δύο στρατάρχες, ο Φον Πάουλους από τη μεριά των Ναζί και ο αντιστράτηγος Βλασόφ του Σοβιετικού στρατού, ήρωες τη μια μέρα, προδότες την άλλη, καθώς αντι να πεθάνουν ή να αυτοκτονήσουν προτιμούν να παραδωθούν στον εχθρό και κατόπιν να συνεργαστούν μαζί του, περιφρονημένοι απ’όλους – από παλιούς και νέους συντρόφους. Η αντάρτισα Ζόγια που εκτελείται από τους Ναζί στα 18 της χρόνια και γίνεται σύμβολο του αγώνα εναντίον του Άξονα με τη φράση της «Είμαστε εκατόν ενενήντα εκατομμύρια, δεν μπορείτε να μας κρεμάσετε όλους» να διατρέχει το βιβλίο απ’άκρη σ’άκρη.

Οι σελίδες γύρω από τις μάχες του Λένινγκραντ και του Στάλινγκραντ είναι συναρπαστικές, με τη μουσική από την 7η συμφωνία του Σοστακόβιτς (τη Συμφωνία του Λένινγκραντ) να χρησιμοποιείται ως κινηματογραφικό background ενώ οι κάτοικοι προσπαθούν να επιβιώσουν με κάθε τρόπο. Σελίδες για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για τους θαλάμους αερίων – με την ιστορία του αξιωματικού των Ες-Ες, Κουρτ Γκερστάϊν να βασανίζεται με τις ενοχές του και να προσπαθεί να αφυπνίσει τους προξένους της Ελβετίας και της Σουηδίας χωρίς αποτελεσμα ίσως στην πιο αγωνιώδη και ενδιαφέρουσα ιστορία του βιβλίου. Λυρικές αλλά και συγκλονιστικές σελίδες γεμάτες από ψυχολογική ένταση, γύρω από την μέγιστη ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα, την χαράκτρια Κέτε Κόλβιτς, την Κρούπσκαγια (σύζυγο του Λένιν), την ανατριχιαστική και αδίστακτη Φράου Λάνγκε (επονομαζόμενη και «Κόκκινη λαιμητόμος») και άλλες / άλλους.

Μπορεί η χαρισματική προσωπικότητα του Σοστακόβιτς να κυριαρχεί στο βιβλίο – ένας ήρωας τελείως μυθιστορηματικά σκιαγραφημένος, τολμηρός και δειλός, αισθηματικός και ψύχραιμος, τυχερός και άτυχος, τρελλά ερωτευμένος και άπιστος – αλλά εκείνο που εντυπωσιάζει πάνω απ’όλα είναι η εξαιρετική ανάπλαση της ατμόσφαιρας στην οποία κινείται ο μεγάλος συνθέτης. Ένας αγώνας επιβίωσης απέναντι σε ένα παράλογο καθεστώς, ο πιο ικανός ή ο πιο τυχερός στο παιχνίδι της πονηριάς μπορεί να διασωθεί όταν γύρω του τα κεφάλια πέφτουν σαν βροχή. Ο έρωτας με την Ελένα, ονειρικός και τελείως μυθιστορηματικός («κάθε φορά που του έλεγε όχι, το όχι εκείνο ήταν τέλειο, όπως τα ζυγωματικά της»), με το «ανέφικτο» της σχέσης τους να πλανάται στο διηνεκές συγκινεί μεν αλλά δεν παύει κάποιες στιγμές να φαίνεται τελείως «χάρτινος» μπροστά στον καταιγισμό των γεγονότων και του χαμού.

Το μυθιστόρημα του Βόλμαν μπορεί να κινείται σε ένα επικίνδυνο πλαίσιο εξισώνοντας τον Ναζισμό με τον Σταλινισμό – κάτι που με βρίσκει κατηγορηματικά αντίθετο – και μπορεί να «χάνει» λόγω της έκτασης του και της αναπόφευκτης (λόγω του όγκου του) φλυαρίας σε κάποιες στιγμές αλλά κερδίζει τις εντυπώσεις λόγω του στυλ του, της ποιότητας της γραφής, της απίστευτης δουλειάς που έχει προηγηθεί και της αρχιτεκτονικής του κατασκευής που εντυπωσιάζει. Θυμίζει το υπέροχο μυθιστόρημα του Μίτσελ «Ο Άτλας του ουρανού», θυμίζει Πίντσον (κυρίως το «Ουράνιο τόξο της βαρύτητας»), αλλά δεν μπορείς να μη θαυμάσεις το ύφος της αφήγησης που συνεχώς θέτει (εμμέσως) στον αναγνώστη καίρια ερωτήματα, όπως «άξιζαν τον κόπο οι θυσίες και οι ηρωισμοί;», ή , «τι θα’κανες εσύ αν βρισκόσουν μέσα στη δίνη των γεγονότων;».




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

Dmitri Shostakovich - Waltz No 2
 
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 10, 2011
posted by Librofilo at Σάββατο, Σεπτεμβρίου 10, 2011 | Permalink
Η χρονιά της πλημμύρας
«Εξαντλούμε τη Γη. Την καταστρέφουμε. Δε γίνεται να σε κυκλώνει ο φόβος και να συνεχίζεις να σφυρίζεις. Η αναμονή του επικείμενου, της καταστροφής, γιγαντώνει μέσα σου σαν πλημμύρα. Σε λίγο εύχεσαι να ξεμπερδέψεις με ό,τι κι αν είναι. Σου’ρχεται να πεις, άντε ουρανοί, κάντε το. Να τελειώνουμε.»

Η Καναδή συγγραφέας Margaret Atwood όλο και στριφογυρίζει γύρω από τα «δυστοπικά» θέματα. Το τελευταίο της μυθιστόρημα, με τίτλο «Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΑΣ» (The year of the flood), (Εκδ. Ψυχογιός, μετάφρ. Μ.Κουμπαρέλη, σελ. 506), συνεχίζει στον ίδιο θεματικό δρόμο που χάραξε με το αριστουργηματικό «ΟΡΥΞ ΚΑΙ ΚΡΕΪΚ» και παλαιότερα με την υπέροχη «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ ΔΟΥΛΗΣ» μόνο που η πιο πρόσφατη δημιουργία της είναι εμφανώς κατώτερη των προηγουμένων με τα στοιχεία εντυπωσιασμού – τα οποία ήταν αρκετά κοντρολαρισμένα στο «Όρυξ και Κρέϊκ» - να υπερισχύουν των πολλών ωραίων στιγμών του βιβλίου.

Η χρονιά της «άνυδρης πλημμύρας» είναι το έτος 25 χωρίς να προσδιορίζεται από πότε αρχίζει το μέτρημα, άρα μπορεί να είναι και σε ένα ή δύο χρόνια αφού μάλλον βρισκόμαστε πολύ κοντά στην καταστροφή έτσι όπως περιγράφεται στο μυθιστόρημα. Είναι ένας κόσμος σκληρός και κυριαρχούμενος από τις πολυεθνικές εταιρίες που έχουν αντικαταστήσει την κρατική εξουσία και με τα ανεξέλεγκτα εργαστηριακά τους πειράματα οδηγούν τον κόσμο προς την καταστροφή. Οι ιδιωτικοί στρατοί τους υπηρετούν τον «νόμο» και τρομοκρατούν τους πάντες. Ο κόσμος ζει χωρισμένος σε πλούσιους (συνήθως υπαλλήλους/μεγαλοστελέχη) των εταιριών και φτωχούς που τρώνε μόνο junk food.
Όταν ξεσπάει η οικολογική καταστροφή ελάχιστοι άνθρωποι επιζούν και μέσα σ’αυτούς είναι οι δύο ηρωίδες του βιβλίου. Η ώριμη και πανέξυπνη Τόμπι και η μικρότερη Ρεν, οι οποίες σώζονται επειδή προνόησαν να κλειστούν μέσα στους τόπους εργασίας τους, σε ένα σπα / κέντρο ευεξίας η πρώτη και σε ένα κλαμπ / στριπτιζάδικο η δεύτερη. Και οι δύο ήταν μέλη μιας οικολογικής θρησκευτικής ομάδας, των «Κηπουρών του Θεού», οι οποίοι υπό την καθοδήγηση του Προφήτη τους, του Αδάμ-Ένα, προσπαθούν επί 20 (και βάλε) χρόνια να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο για την επερχόμενη καταστροφή. Οι «Κηπουροί» πιστεύουν στην ανθρώπινη καλοσύνη και στις φυσικές μορφές της ζωής, καλλιεργούν μικρά κομμάτια γης απ’όπου παίρνουν τις τροφές τους και το καθεστώς τους αφήνει ήσυχους αφού τους θεωρεί «γραφικούς».

Το μυθιστόρημα δεν ακολουθεί γραμμική μορφή. Το ταξίδι στον χρόνο γίνεται μπρος – πίσω έτσι ώστε να καταλάβει ο αναγνώστης πως φτάσαμε στην εποχή της «Πλημμύρας», η οποία έρχεται «φυσιολογικά» σύμφωνα με την ροή των γεγονότων σε μια (τελείως) μεταλλαγμένη κοινωνία, όπου οι τροφές είναι όλες συνθετικές, ο κόσμος τρελλαίνεται για το «μυστικό μπιφτέκι» που πουλάνε οι αλυσίδες ταχυφαγείων με απροσδιόριστα υλικά, τα περισσότερα ζώα που κυκλοφορούν είναι μίξεις από εργαστηριακά πειράματα, οι λεοντοαμνοί, οι ασβοιρακούν, τα γουρούνια με ανθρώπινη νοημοσύνη.

Η Τόμπι και η Ρεν σύντομα καταλαβαίνουν ότι δεν είναι οι μόνες διασωθείσες από την καταστροφή. Πέραν των ζώων που φαίνεται να μην έχουν πάθει τίποτα και να έχουν βγει προς αναζήτηση τροφής, διαπιστώνουν ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν γλυτώσει. Η προσπάθεια τους είναι να ενωθούν με τους όποιους επιζώντες και από εκεί και μετά να προσπαθήσουν να οικοδομήσουν ένα καινούργιο κόσμο. Το αισιόδοξο τέλος του μυθιστορήματος αφήνει μια χαραγματιά ελπίδας στο ζοφερό (παρά το χιούμορ της συγγραφέως) κλίμα της ιστορίας.

Ουσιαστικά είναι ένα prequel (που λένε στον κινηματογράφο) του «Όρυξ και Κρέϊκ», διαβάζεται αυτόνομα, και οι κεντρικοί χαρακτήρες του προηγούμενου βιβλίου εμφανίζονται και σ’αυτό. Το εμφανές και (κάποιες στιγμές) καταλυτικό χιούμορ της Άτγουντ σε συνδιασμό με τον λυρισμό και την γοητευτική της γραφή παρασύρουν τον αναγνώστη αλλά είναι τόσα πολλά τα καρτουνίστικα στοιχεία στην ιστορία που δεν σ’αφήνουν να την απολαύσεις. Η αίσθηση μου είναι ότι η εξαιρετική αυτή συγγραφέας «παρασύρθηκε» από τις περιγραφές της (όχι και τόσο) μελλοντικής κοινωνίας και έβαλε σε δεύτερη μοίρα την ανάπτυξη των χαρακτήρων. Είναι γεγονός εξάλλου ότι τα δυνατά σημεία του μυθιστορήματος τα βρίσκουμε στην περιγραφή του κόσμου που καταρρέει, που ομοιάζει τόσο με τον δικό μας (οι πανίσχυροι ιδιωτικοί στρατοί των εταιριών, οι πολυεθνικές εταιρίες που εξουσιάζουν τον πλανήτη, τα μεταλλαγμένα φαγητά στα οποία εθίζεται ο άνθρωπος παρ’ότι γνωρίζει ότι τρώει ουσιαστικά σκουπίδια, η βία και η εκμετάλευση να κυριαρχούν στους δρόμους), όλα αυτά θα ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακά σε μια κινηματογραφική ταινία αλλά υπερφορτώνουν το βιβλίο και μετατοπίζουν το κέντρο βάρους του.

Η «Χρονιά της πλημμύρας» δεν είναι ένα μυθιστόρημα Επιστημονικής Φαντασίας αλλά μάλλον ένα οικολογικό θρίλλερ, μου έδωσε όμως την αίσθηση ενός παιδιού που έχει πολλές αρετές αλλά όσες προσπάθειες και να κάνει δεν θα φτάσει ποτέ την αξία και το ταλέντο του πατέρα του, δηλαδή του εμβληματικού «Όρυξ και Κρέικ». Επειδή έχω μελετήσει και πολυαγαπήσει το έργο της Άτγουντ (την οποία θεωρώ μία από τις μεγαλύτερες εν ζωή συγγραφείς) περίμενα περισσότερα – κάποιος άλλος μπορεί να το απολαύσει, θα προτιμούσα να κρατήσω το «καμπανάκι κινδύνου» και ως τέτοιο δεν μπορώ να μη το χαρακτηρίσω εντυπωσιακό και ανατριχιαστικό ταυτόχρονα.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.


Philip Glass - Glassworks (Opening)
 
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 07, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 07, 2011 | Permalink
Homo homini lupus est
«Πίσω από κάθε ιστορία, πάντα μια άλλη ιστορία.»

Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε «βομβαρδιστεί» από τις ιστορίες της δυναστείας των Τιδόρ και (ίσως μαζί με την κόρη του Ελισάβετ Α) του κυριότερου εκπροσώπου αυτής, του Ερρίκου του Η. Ειδικότερα το ρομάντσο του ερωτύλου αλλά και πολύ δυναμικού αυτοκράτορα με την Άννα Μπολέιν έχει αποτελέσει την αφορμή για δεκάδες κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, μυθιστορήματα, βιογραφίες. Η βασιλεία όμως του Ερρίκου Η, δεν ήταν όμως μόνο οι ερωτικές του ιστορίες και η εμμονή του να αποκτήσει διάδοχο στο θρόνο του. Ήταν κυρίως μια εποχή μεταρρύθμισης και η αργή αλλά επιτυχημένη μετάλλαξη ενός απαρχαιωμένου συστήματος και η προσπάθεια (με άκομψο είναι αλήθεια τρόπο) μιας αυτοκρατορίας να αλλάξει κατεύθυνση, να σπάσει τα δεσμά με το παρελθόν και να ξεφύγει από τον στενό εναγκαλισμό της Παπικής κυριαρχίας. Ιθύνων νους αυτής της πολιτικής και ίσως το πιο αμφιλεγόμενο πρόσωπο εκείνης της περιόδου ήταν ο Τόμας Κρόμγουελ, πάνω στην προσωπικότητα του οποίου έχει βασιστεί το υπέροχο μυθιστόρημα της Αγγλίδας συγγραφέως Hilary Mantel, με τίτλο «ΓΟΥΛΦ ΧΟΛ» (Wolf Hall), (Εκδ. Πάπυρος, μετάφρ. Α.Ζάβαλος, 2 τόμοι – σύνολο 845 σελ.).

Η Μαντέλ στο βραβευμένο (Booker 2009) μυθιστόρημά της, αναπλάθει την εποχή της ανόδου του Κρόμγουελ, κυρίως την δεκαετία 1527-1537. Ο γιός του ταπεινού σιδερά από το Πάτνι («στίγμα» που θα το κουβαλάει σε όλη του τη ζωή), στην αρχή της ιστορίας είναι το δεξί χέρι του Λόρδου Καγκελάριου – Αρχιεπισκόπου Γούλσι, ο οποίος δεν βρίσκει (ή δεν δίνει) λύση στο πρόβλημα του Ερρίκου, να κηρυχθεί άκυρος ο γάμος του με την Αικατερίνη της Αραγώνας – που ως γνωστόν δεν μπορεί να χαρίσει τον πολυπόθητο διάδοχο στον σύζυγο κι αφέντη της – ώστε εκείνος να μπορέσει να παντρευτεί την ερωμένη του Άννα Μπολέιν. Ο Γούλσι απομονώνεται και σιγά-σιγά χάνει μέρος (ή και ολόκληρη) της εξουσίας αλλά και των ιδιοκτησιών του, αλλά ο Τόμας Κρόμγουελ καταφέρνει όχι μόνο να διασωθεί αλλά με τις ικανότητές του να παραμερίσει τους πάντες και να αναρριχηθεί ως έμπιστος σύμβουλος με διάφορα αξιώματα (αλλά και φίλος – όσο αυτό είναι δυνατόν λόγω της ταπεινής του καταγωγής) δίπλα στον βασιλιά δίνοντας την καθοριστική λύση στο θέμα, με την αυτονόμηση της Αγγλικανικής εκκλησίας από τον Πάπα – και φέρνοντας σε σύγκρουση την Αγγλία με όλη την Καθολική Ευρώπη αλλά και συμβάλλοντας στην οικονομική άνθηση του σχεδόν χρεοκοπημένου έως τότε Θρόνου.

Η Μαντέλ προβάλλει ιστορικές αλήθειες και με σύμμαχο την ενδελεχή και επίπονη προεργασία της πάνω στην εποχή – πράγμα που φαίνεται έντονα στο βιβλίο, ανατρέπει την βαθιά ριζωμένη στην λαϊκή συνείδηση (επηρεασμένη από τις ταινίες ή τα βιβλία) αντίληψη ότι ο Κρόμγουελ ήταν ένας δολοπλόκος, οπορτουνίστας και σκοτεινός τύπος που συνωμοτούσε συνεχώς κινούμενος με άνεση στα ανήλιαγα δωμάτια του παλατιού. Στο «Γουλφ Χολ», ο ήρωας της Μαντέλ φαίνεται σαν ένας άνθρωπος σύγχρονος. Ο Κρόμγουελ μέσα σε ένα κόσμο βαθιά προληπτικό, φοβισμένο και υστερικό προβάλλει ως ένας άνθρωπος της λογικής και της ώριμης σκέψης. Ουσιαστικά εργάζεται και υπηρετεί το Παλάτι ως χρηματοοικονομικός σύμβουλος, ως δικηγόρος και ως μεσολαβητής και (σύμφωνα πάντα με τη συγγραφέα) έτσι πρέπει να τον δει κανείς.

Με σκοτεινό παρελθόν, όπου το έτος γέννησής του προσδιορίζεται γύρω στο 1485 και όπου αφήνει επίτηδες μια ομίχλη να σκεπάζει τα χρόνια που έζησε μακριά από την Αγγλία, αρκετά από αυτά στην Φλωρεντία, κάποια άλλα στην Αμβέρσα, είναι ένας κοσμοπολίτης και πολύγλωσσος τύπος, bon-viveur που ξέρει να απολαύσει ένα καλό φαγητό και ένα καλό κρασί, που αγαπάει τις τέχνες και φροντίζει την οικογένειά του. Οι προύχοντες «τοποθετούν» τα χρήματά τους στον Κρόμγουελ ο οποίος ξέρει τους τρόπους για να τους φέρει κέρδη, ενώ με τις διαπραγματευτικές του ικανότητες και την γερή γνώση των νόμων καταφέρνει να βρίσκει λύση (είτε με την καλή, είτε με την ανάποδη), στα προβλήματα που ανακύπτουν. Ο «σκληρός και ανηλεής» Κρόμγουελ στο έργο της Μαντέλ είναι ένας άνθρωπος που ξέρει να επιβιώνει και να κινείται με ευελιξία, ενώ με τον τρόπο γίνεται αθόρυβα απαραίτητος, πρώτα στον Αρχιεπίσκοπο και μετά στον Ερρίκο , ενώ καταφέρνει να αποσπάσει την εύνοια της παντοδύναμης Άννας Μπολέϊν.

Η σύγκρουσή του με τον (κάποτε παντοδύναμο) Τόμας (Ουτοπία) Μορ θα τον βγάλει νικητή, ο αντίπαλός του θα οδηγηθεί στο ικρίωμα, μοίρα που το ξέρει, ότι δεν πρόκειται να αποφύγει κι ο ίδιος – εξάλλου η εποχή δεν προσφερόταν για επικίνδυνα παιχνίδια και ισορροπίες σε τεντωμένο σκοινί. Η εποχή της ανόδου του Κρόμγουελ είναι μια εποχή άγρια, όπου «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας», όπου το παλιό σιγά-σιγά δίνει τη θέση του στο νέο, όπου η εποχή της δεισιδαιμονίας δίνει τη θέση της στην εποχή της λογικής, όπου οι νέες ιδέες αρχίζουν να κερδίζουν έδαφος και όπου μέχρι να προλάβεις να το καταλάβεις, μπορεί να έχεις βρεθεί σε ένα σκοτεινό κελί του Πύργου του Λονδίνου παρέα με τα ποντίκια, περιμένοντας την εκτέλεσή σου.

Η ατμόσφαιρα, η γλώσσα, ο ρυθμός και η ανάπτυξη της ιστορίας είναι υπέροχα στοιχεία του ευφυέστατου και συναρπαστικού μυθιστορήματος της Μαντέλ. Θαυμασμό προκαλεί η ανάπτυξη των χαρακτήρων. Όχι μόνο του επιβλητικού Κρόμγουελ που προβάλλει ως ένας θαυμάσιος μυθιστορηματικός χαρακτήρας – «man for all seasons», αλλά και του Τόμας Μορ, ο οποίος έχει «αγιοποιηθεί» από τον μύθο αλλά στο βιβλίο παρουσιάζεται ως ένας σκληρός και αδίστακτος καιροσκόπος, χωρίς κανένα συναίσθημα. Η Άννα Μπολέϊν πονηρή και αδίστακτη που παίζει τα χαρτιά της σωστά μέχρι τον γάμο, ο οποίος όμως δεν θα της αποφέρει (δυστυχώς γι’αυτήν) τον πολυαναμενόμενο υιό. Ο Ερρίκος , με ηγετικό ένστικτο και αρκετά έξυπνος που έρχεται κοντά με τον Κρόμγουελ, οι δούκες του Νόρφολκ (που ο ήρωας κοροϊδεύει για τους μπρουτάλ τρόπους του) και του Σάφολκ, ο Τόμας Μπολέϊν (ικανότατος κατά τ'άλλα «νταβατζής» των θυγατέρων του) που από τη μια φοβάται τον Κρόμγουελ κι από την άλλη τον χρειάζεται. Η Μαντέλ εμβαθύνει στους δευτερεύοντες χαρακτήρες, στις οικογενειακές ισορροπίες, δεν της ξεφεύγει τίποτα.

Το μυθιστόρημα κλείνει με τον Τόμας Κρόμγουελ θριαμβευτή και στο ύψιστο σημείο της ανόδου του. Μετά από λίγα χρόνια το κεφάλι του θα πέσει (1840), πληρώνοντας την κακή επιλογή της Άννας της Κλεβ ως τέταρτης συζύγου του (ματαίως προσπαθούντα για διάδοχο) Ερρίκου. Στον στύλο που θα καρφωθεί το κρανίο του, δεν θα μείνει για πολύ (αφού ο αμφίθυμος αυτοκράτορας γρήγορα μετάνιωσε για την εντολή εκτέλεσης) όσο του δισέγγονου του Όλιβερ Κρόμγουελ ο οποίος (μη το ξεχνάμε) ανέτρεψε ένα καθεστώς. Μάλλον όμως τα δραματικά αυτά γεγονότα, θα αποτελέσουν το αντικείμενο της συνέχειας του «Γουλφ Χολ» από την Μαντέλ.

« «Μέχρι να βουτήξεις την πένα σου στο μελάνι» γράφει ο Πετράρχης, «και μέχρι να τη βουτήξεις ξανά, ο χρόνος περνά: και βιάζομαι, σπρώχνω τον εαυτό μου και τρέχω προς το θάνατο. Κάθε στιγμή που περνάει πεθαίνουμε – ενώ εγώ γράφω κι εσείς ενώ διαβάζεταε και οι άλλοι ενώ ακούν ή κλείνουν τ’αυτιά τους – όλοι πεθαίνουν.» »




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.


ERA - Divano
 
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 02, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 02, 2011 | Permalink
Το αίμα δεν σταματάει ποτέ
Το καλύτερο το φύλαγε για το τέλος, ο (αντιπαθέστατος αλλά) τεράστιος συγγραφέας James Ellroy. Η τριλογία του με τίτλο «Αμερικάνικος υπόκοσμος» (Underworld U.S.A.), κλείνει (ολοκληρώνεται), με το αριστουργηματικό μυθιστόρημα, «ΤΟ ΑΙΜΑ ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ ΠΟΤΕ» (Blood’s a rover), (Εκδ. Άγρα, (εξαιρετική) μετάφρ. Α.Αποστολίδη, σελ. 823), και κατά κάποιο τρόπο αποκαθιστά την αίσθηση που είχα από το πρώτο μέρος της τριλογίας, το έξοχο «Αμερικάνικο ταμπλόϊντ» και που είχε κάπως ψυχρανθεί με το ωραίο μεν αλλά αντιφατικό «Αμερικάνικο ταξίδι θανάτου». Το τρίτο μέρος όμως «τα σπάει» αφού ο Ελρόϋ μαζί με την (αδιαπράγματευτη στα βιβλία του) κτηνώδη βία εισάγει το στοιχείο του έρωτα και του πιο ανθρώπινου προσώπου των ηρώων του – που παραμένουν βέβαια σκληροί, αδίσταχτοι και εγκληματικές φυσιογνωμίες.

Τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος είναι κοινά με τα προηγούμενα βιβλία της τριλογίας και εν γένει με το συνολικό έργο του συγγραφέα. Ασθματική γραφή, στακάτο ύφος, σύντομοι διάλογοι, κοφτές προτάσεις που πολλές δεν ολοκληρώνονται, έντονος ρεαλισμός που πολλές φορές περνάει τα όρια και γίνεται γκροτέσκος, πάααρα πολλοί φόνοι, έντονος πολιτικός λόγος, ιστορικοί χαρακτήρες της Αμερικάνικης πολιτικής σκηνής σε μυθιστορηματικούς διαλόγους με τους ήρωες του συγγραφέα, καλλιτεχνικά κουτσομπολιά σε επίπεδο κατινιάς, πολύ και ενδελεχές ψάξιμο των αρχείων, υπόκοσμος και μυστικές υπηρεσίες, σεξουαλικές αποκλίσεις (για όλα τα γούστα).

Τα γεγονότα στο μυθιστόρημα αφορούν την περίοδο της πρώτης διακυβέρνησης Νίξον από το 1968 έως το 1972, με βασικούς ήρωες δύο από τους πρωταγωνιστές του προηγούμενου δεύτερου μέρους της τριλογίας. Τον σχιζοφρενικό και ιδιωτικό πλέον αστυνομικό Ουέην Τέντροου Τζούνιορ, ο οποίος στην αρχή του βιβλίου διαπράττει και μια περιποιημένη αλλά αναμενόμενη (από το προηγούμενο μυθιστόρημα) πατροκτονία, και τον (δευτερεύοντα χαρακτήρα στο "Αμερικ.ταξίδι θανάτου" αλλά εδώ κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου) Ντουάϊτ Χόλλυ, πράκτορα του FBI – δεξί χέρι του Χούβερ και «κηδεμόνα» του Ουέην αφού προσπαθεί συνεχώς να καθαρίσει τις «βρωμιές» του προστατευόμενου του. Ο Ελρόϋ εισάγει και ένα τρίτο πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, στο πρόσωπο του «κωλοπαιδαρά» Ντον Κράτσφηλντ, λούμπεν ιδιωτικό αστυνομικό-φωτογράφο, φανατικό ηδονοβλεψία με τρομακτικές ικανότητες στην παρακολούθηση λόγω της «παιδικής» του εμφάνισης.

Και οι τρεις άνδρες , άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο αναπτύσσουν μια εμμονή με την γκριζομάλλα Τζόαν Κλάϊν, την επονομαζόμενη «Κόκκινη Θεά», μια επαναστάτρια ολκής την οποία την βρίσκουμε παρούσα σε κάθε κίνημα που ξεσπάει από το τέλος της δεκαετίας του 50 και μετά. Η αμφιφυλόφιλη και ερωτεύσιμη Τζόαν με το μακρύ γκρίζο μαλλί και την χαρακτηριστική ουλή στο μπράτσο μαζί με την ερωμένη του Ντουάιτ και κολλητή της αριστερή πανεπιστημιακό, την κοκκινομάλλα ελληνοαμερικάνα Κάρεν Σιφάκις θα διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο στην ιλιγγιώδη εξέλιξη της ιστορίας αλλάζοντας τους ήρωες οι οποίοι μέσω του έρωτα αρχίζουν να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά.

Το μυθιστόρημα που έχει ως εναρκτήρια σκηνή μια απόλυτα κινηματογραφική ληστεία μιας χρηματαποστολής (η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής), συνεχίζει από εκεί που έμεινε ο δεύτερος τόμος της τριλογίας. Μετά τις δολοφονίες του Μ.Λ.Κινγκ και του Μπόμπυ Κέννεντυ και την άνοδο του Ρίτσαρντ (Ντικ) Νίξον στην εξουσία, ο Χούβερ (διευθυντής του FBI –για τους μη γνωρίζοντες- και «τρελλή αδερφή»)προσπαθεί να εισχωρήσει στις οργανώσεις των Μαύρων με σκοπό να τις διαβρώσει από μέσα. Έτσι κι αλλιώς με εξαίρεση τους «Μαύρους Πάνθηρες» οι υπόλοιπες μικροομάδες αποδεικνύονται πολύ ευάλωτες και έτσι με μοχλό τον αδίστακτο και πανέξυπνο Ντουάιτ Χόλλυ, ο οποίος χρησιμοποιεί την Κάρεν Σιφάκις με τις γνωριμίες της – με αντάλλαγμα τα «κλειστά μάτια» του FBI σε διάφορες περιπτώσεις αντιεξουσιαστικών ενεργειών που κάνει η ομάδα της – για να έχει αποτελέσματα. Ο Ντουάιτ όμως βλέπει την επερχόμενη πτώση του Χούβερ και φροντίζει να είναι κοντά στον Νίξον τον οποίον πείθει για την αναγκαιότητα της χώρας να κάνει μπίζνες με διάφορες «μπανανίες» της Λ.Αμερικής και της Καραϊβικής. Ο Ουέην που έχει προσληφθεί από τον Χ.Χιούζ, αφού πρώτα «ξεφορτώθηκε» τον πατέρα του, Ουέην Τέντροου Σήνιορ σκοτώνοντας τον, συνεργάζεται και με διάφορους Μαφιόζους με σκοπό την εκμετάλευση των καινούργιων πηγών πλουτισμού που ανοίγονται στις χώρες αυτές.

Ο Άγιος Δομίνικος αποδεικνύεται η ιδανική χώρα – δορυφόρος. Μετά την πτώση του στυγνού καθεστώτος Τρουχίγιο, η διακυβέρνηση του Μπαλαγκουέρ έχει «δημοκρατική» επίφαση αλλά στην πραγματικότητα είναι σχεδόν ίδια με την δικτατορία του θεότρελλου «Τράγου» και είναι απέναντι από την Κούβα οπότε μπορεί να χρησιμεύσει και για κάθε είδους επιχειρήσεις τις οποίες συνεχίζουν να κάνουν διάφοροι φανατικοί και ακούραστοι αντι-Καστρικοί και όπου ανακατεύεται ενεργά ο Ντον Κράτσφηλντ.

Στον αντιδικτατορικό αγώνα όμως του Άγιου Δομίνικου εμπλέκεται και η Τζόαν. Και στην Αϊτή (του άλλου θεότρελλου δικτάτορα, του «Πάπα Ντοκ» Ντιβαλιέ») μπορεί να καταφύγει ο οποιοσδήποτε και να κρυφτεί πίσω από τις διάφορες τελετουργίες και τα βουντού. Και κάποια σμαράγδια που υπήρχαν στην ληστεία της χρηματαποστολής το 1964 φαίνεται να υπάρχουν κι εκεί. Τα παιχνίδια των μυστικών υπηρεσιών και οι υπόγειες διασυνδέσεις με τα αριστερά κινήματα, ο Νίξον με τις εμμονές του για τον Κέννεντυ, ο Χούβερ και ο Χιούζ παράφρονες και επικίνδυνοι, το αίμα διάχυτο και οι φόνοι συνεχείς.

Μπορεί να σε μπερδέψει, να σε κουράσει το συνεχές πήγαινε-έλα, οι πολλές πολιτικές αναφορές, η σχεδόν υστερική μανία για την παραμικρή λεπτομέρεια αλλά στο τέλος όσο εξουθενωμένος κι αν είσαι θέλεις κι άλλο. Η μοναδική γραφή του Ελρόϋ, οι ασυναγώνιστοι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες, η ξέφρενη πλοκή, η ίντριγκα, σε κρατάνε καθηλωμένο. Η μεταστροφή του Ντουάιτ από ακροδεξιό σε δημοκρατικό/προοδευτικό μετά την συναναστροφή του με τις δύο γυναίκες είναι εντυπωσιακή, ενώ ο εκπληκτικός βασανισμένος χαρακτήρας του Ουέην μένει αξέχαστος. Η ανάδειξη όμως των δύο ηρωίδων, των «κόκκινων» Τζόαν και Κάρεν είναι αυτή που δίνει τον ξεχωριστό τόνο στον τελείως (όσο δεν παίρνει) ανορθόδοξο πολιτικά λόγο του Ελρόϋ. Στα όρια του «φασιστικού» παραληρήματος στα προηγούμενα μέρη της τριλογίας, εδώ γίνεται η στροφή και (σχεδόν) αποθεώνει τις δύο ηρωίδες και τον αγώνα τους μη διστάζοντας να προβάλλει τις αντιφάσεις και τις αγωνίες τους. Ερωτικές και σεξουαλικές, προβληματισμένες και συνειδητοποιημένες, οι Τζόαν και Κάρεν είναι δύο αξεπέραστοι πολυεπίπεδοι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες, ολοζώντανες αλλά και απόλυτα κινηματογραφικές.

___________________________________

«Clay lies still, but blood's a rover;
Breath's a ware that will not keep.
Up, lad; when the journey's over
There'll be time enough for sleep» Reveille by A.E.Housman


«Ο άργιλος είναι ακίνητος, αλλά το αίμα δεν σταματάει ποτέ.
Η ανάσα είναι υλικό που δεν διαρκεί.
Σήκω παλικάρι μου, όταν το ταξίδι θα τελειώσει,

Θα΄χεις άπλετο χρόνο για να κοιμηθείς.» ΕΓΕΡΤΗΡΙΟ του Α.Ε.Χάουσμαν

(Μετάφρ. Α.Αποστολίδη, εισαγωγή στο μυθιστόρημα)




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.



The Delfonics - Ready or not here i come (can't hide from love)