Πέμπτη, Αυγούστου 26, 2010
posted by Librofilo at Πέμπτη, Αυγούστου 26, 2010 | Permalink
Οι πόλεις ως πρωταγωνίστριες (1)
Οι πόλεις είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές σε κάποια από τα βιβλία που διάβασα τις ημέρες της απουσίας μου. Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη, Βαρκελώνη. Υπέροχες περιγραφές των αστικών (και όχι μόνο) τοπίων και αν στο «Παιχνίδι του αγγέλου» η μυθιστορηματική δράση είναι τραβηγμένη από τα μαλλιά οπότε αυτό που σου μένει είναι η ατμόσφαιρα της προπολεμικής Βαρκελώνης στο αξεπέραστο «Αλεξανδρινό κουαρτέτο» και στο γοητευτικότατο «Το μουσείο της αθωότητας» παρά την ένταση των ιστοριών και των καταστάσεων και πάλι οι Πόλεις αναδεικνύονται ως πρωταγωνιστές. Η Αλεξάνδρεια στην περίπτωση του «Κουαρτέτου» και η Ιστανμπούλ στην περίπτωση του «Μουσείου» ξεπροβάλλουν μέσα από τις σελίδες και μέσα από τους δεκάδες χαρακτήρες που παρελαύνουν από τις ιστορίες που αφηγούνται ο Ντάρελ και ο Παμούκ ως οι πόλεις-μαγεύτρες, ως οι ηρωίδες των παλίμψηστων που κατασκευάζουν οι δύο μεγάλοι συγγραφείς. Τα βιβλία θα παρουσιαστούν όλα, θ’αρχίσω όμως με το καλύτερο…

Η καινούρια έκδοση της «μυθικής» τετραλογίας του (όχι και τόσο) Βρετανού συγγραφέα Lawrence Durrell «ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟ ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ» σε ένα τόμο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (σελ.997) σε μετάφραση-άθλος της κας Μ.Παπουτσοπούλου είναι από μόνο του ένα γεγονός αξιομνημόνευτο. Έχοντας διαβάσει πριν από πολλά χρόνια τον πρώτο τόμο της τετραλογίας («Ιουστίνη», εκδ.Γρηγόρη) στην εκπληκτική και λυρικότατη απόδοση του Μιχ.Χουρμούζιου μου πήρε αρκετές ώρες να συνηθίσω την νέα μεταφραστική απόπειρα – όπου αυτό το «Τζάστιν» στην αρχή μου χτύπησε στα νεύρα, αλλά μετά το συνήθισα , όπως άλλωστε και η αναφορά της Καμπάλα (που παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας) ως Καμπαλά(!) – σε παρασέρνει όμως η γραφή του Ντάρελ, η ατμόσφαιρα του βιβλίου και παραβλέπεις κάποια πράγματα, το να μεταφέρεις κοντά 1000 πυκνογραμένες και γεμάτες νοήματα σελίδες στη γλώσσα μας δείχνει μεράκι και «τρέλλα», οπότε οι ενστάσεις μπορούν να μείνουν στην άκρη.

Έχουν γραφτεί και έχω διαβάσει τόσες και τόσες αναλύσεις και κριτικές για το magnus opus του Ντάρελ που ότι και να γράψω εδώ δεν θα διεκδικήσει δάφνες πρωτοτυπίας, θα σταθώ στα βασικά. Το «Αλεξανδρινό κουαρτέτο» αποτελείται από 4 αυτόνομες νουβέλες, τις ΤΖΑΣΤΙΝ , ΜΠΑΛΤΑΖΑΡ, ΜΑΟΥΝΤΟΛΙΒ, ΚΛΕΑ. Οι νουβέλες μπορούν να διαβαστούν ξεχωριστά αλλά καλύτερα θα είναι κάποιος να διαβάσει όλο το έργο μαζί ώστε να διατηρεί ευκολότερα στη μνήμη του τα πρόσωπα που μπαινοβγαίνουν στην πλοκή και τα γεγονότα που διαδραματίζονται. Ο Ντάρελ χρησιμοποιεί τα ονόματα των 2 βασικών ηρωίδων του έργου του στο πρώτο και στο τελευταίο βιβλίο της τετραλογίας, που προσωπικά θεωρώ τα καλύτερα, ενώ δύο εκ των κύριων χαρακτήρων του έργου δίνουν τα ονόματά τους στα ενδιάμεσα βιβλία. Το χρονικό πλαίσιο του έργου είναι η δεκαετία του 1930 (στα τρία πρώτα βιβλία) και τα χρόνια του Β Παγκόσμιου πολέμου (στο τέταρτο βιβλίο).

«Εμείς, όσοι έχουμε ταξιδέψει πολύ και πολύ αγαπήσει: εμείς που έχουμε – ας μην πω υποφέρει, γιατί αναγνωρίζαμε πάντοτε ότι ο πόνος μας οδηγούσε στον αυτοπροσδιορισμό – απλώς εκτιμούμε τις πολυπλοκότητες της τρυφερότητας και κατανοούμε πόσο στενά σχετίζονται ο έρωτας και η φιλία.»

Ο αφηγητής είναι ο Βρετανός Ντάρλι (καθόλου τυχαία η ομοιότητα με το όνομα του συγγραφέα) που ζώντας σε ένα ελληνικό νησί στα τρία πρώτα βιβλία προσπαθεί να βάλει σε μία τάξη τις αναμνήσεις του από την περίοδο που έζησε στην Αλεξάνδρεια. Στο πρώτο και λυρικότερο βιβλίο, περιγράφει την γνωριμία του και την ερωτική ιστορία που έζησε με την αινιγματική και «άπιαστη» Τζάστιν, μια άκρως ερωτική φυσιογνωμία που ενεπλάκη στη ζωή του δειλού βρετανού και την αναστάτωσε. Η Τζάστιν παντρεμένη με τον πάμπλουτο ντόπιο αριστοκράτη Νεσίμ ξετρελλαίνει τον Ντάρλι που εκείνη την περίοδο συζεί με την ελληνίδα χορεύτρια Μελίσα. Γύρω τους περιστρέφονται διάφοροι εκπληκτικοί τύποι, ο γιατρός Μπαλτάσαρ, ο αστυνομικός επιθεωρητής Σκόμπι που τα βράδια ντύνεται γυναίκα ψάχνοντας απολαύσεις στο λιμάνι, η ζωγράφος Κλέα, ο μυστηριώδης και σνομπ συγγραφέας Περσγουόρντεν του οποίου η αυτοκτονία θα συγκλονίσει όλη την ιδιόμορφη παρέα και διάφοροι άλλοι ήσσονος αλλά καθόλου αμελητέας σημασίας.

«Οι εραστές ποτέ δεν είναι ισότιμα ταιριασμένοι – δεν το πιστεύεις; Πάντοτε ο ένας επισκιάζει τον άλλο και του βάζει εμπόδια να εξελιχθεί, έτσι που αυτός που επισκιάζεται μονίμως βασανίζεται από την επιθυμία της απόδρασης, μιας απελευθέρωσης απαραίτητης για ν’αναπτυχθεί. Είναι σίγουρα αυτό το μοναδικό τραγικό σύμπτωμα στον έρωτα;»

Στο δεύτερο βιβλίο, ο Μπαλτάσαρ επισκεπτόμενος στο νησί τον απομονωμένο πλέον Ντάρλι του δίνει μέσω κάποιων σημειώσεων μια τελείως διαφορετική εκδοχή της Τζάστιν και μια άλλη εικόνα της γυναίκας που έπαιξε μοιραίο ρόλο στη ζωή του αφηγητή, εισάγει δε στην ιστορία την οικογένεια του Νεσίμ, τον τόσο διαφορετικό αδερφό του Ναρούζ ο οποίος κάποια στιγμή θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην ιστορία. Η ανατροπή στα γεγονότα που φέρνει η αφήγηση του Μπαλτάσαρ μπλέκει ακόμα περισσότερο την σύνθετη ούτως ή άλλως μορφή της ιστορίας που θέλει να αφηγηθεί ο Ντάρλι αλλά «Αν τα πράγματα ήταν πάντοτε αυτά που φαίνονται, σκέψου σε ποια φοβερή πτώχευση θα έπρεπε να βουλιάξει η ανθρώπινη φαντασία!»

Στο ΜΑΟΥΝΤΟΛΙΒ, τρίτο βιβλίο της τετραλογίας, κυριαρχεί η ερωτική ιστορία του διπλωμάτη Μαουντόλιβ με την μητέρα του Νεσίμ, την αριστοκράτισα Λάιλα, όταν εκείνος νεαρός φιλοξενήθηκε στο αγρόκτημα της οικογένειας. Οι επιπτώσεις της ιστορίας ακολουθούν την οικογένεια μέχρι την δεκαετία του 30 και οι πολιτικές ίντριγκες στις οποίες τα δύο αδέρφια,ο Νεσίμ και ο Ναρούζ πρωταγωνιστούν έρχονται σε αντίθεση με τις εντολές που λαμβάνει ο πρόξενος πλέον της Μ.Βρετανίας Μαουντόλιβ.

«Χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλον σαν τσεκούρια, για να κομματιάζουμε αυτούς που πράγματι αγαπούμε.»

Το τέταρτο βιβλίο, η ΚΛΕΑ αναδεικνύει την νεαρή ζωγράφο ως βασική ηρωίδα. Ο Ντάρλι επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και έχουν έρθει τα πάνω-κάτω κυριολεκτικά. Η Τζάστιν και ο Νεσίμ ζουν διαφορετικά απ’ότι στο παρελθόν, η Αλεξάνδρεια βομβαρδίζεται και είναι υπό κατοχή, αρκετοί από τους κεντρικούς χαρακτήρες έχουν πεθάνει, οι καταστάσεις δεν είναι πια οι ίδιες. Ο Ντάρλι ζει ξανά έναν μεγάλο έρωτα ενώ μεγάλο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνουν οι σημειώσεις του Περσγουόρντεν που βρίσκει ο Ντάρλι και οι οποίες δίνουν μια άλλη διάσταση σε ότι έχει αφηγηθεί μέχρι τώρα ο ήρωας/αφηγητής.

«Μαύρο ψωμί, νερά πεντακάθαρα, γαλάζιος ουρανός.
Λαιμός που ηρεμεί, ασύγκριτα ωραίος
η μια σκέψη γερμένη πάνω στην άλλη
τα μάτια κλεισμένα απαλά επάνω στ΄άλλα μάτια
Τα βλέφαρα τρεμίζουν, τα σώματα γυμνά.»


Ο Ντάρελ δεν ακολουθεί γραμμική αφήγηση, παίζει πολύ με τον χρόνο ενώ μπλέκει μέσα στην κεντρική αφήγηση, τρία χειρόγραφα / βιβλία που αλλάζουν τον ρυθμό και το καθένα διατηρεί την δικιά του αφηγηματική αυτονομία. Στο ΤΖΑΣΤΙΝ ο αφηγητής βρίσκει το βιβλίο που έχει εκδώσει ο πρώτος σύζυγος της ηρωίδας, κάποιος Αρναούτης στο οποίο περιγράφει τη ζωή του με την μοιραία Τζάστιν. Στο ΜΠΑΛΤΑΖΑΡ, ο ομώνυμος αφηγητής παραδίδει στον Ντάρλι τα χειρόγραφά του για να συμπληρώσει (ή και να δώσει μια άλλη διάσταση) σε αυτό που ήδη ο Ντάρλι γράφει. Τα χειρόγραφα αυτά είναι ουσιαστικά ένα ακόμα βιβλίο. Στο ΚΛΕΑ, το σημειωματάριο/αυτόνομο «βιβλίο» του Περσγουόρντεν καταλαμβάνει αρκετές σελίδες «προσθέτοντας» την εστέτ άποψη του χαρακτήρα στην ανέλιξη του μύθου.

Ερωτικός λόγος, αρκετές αυτοβιογραφικές αναφορές, ατμόσφαιρα μεσοπολέμου σε μια παρακμάζουσα πόλη, αξέχαστοι χαρακτήρες με κύριες φιγούρες τις δύο εκπληκτικές γυναικείες μορφές, της Τζάστιν και της Κλέας. Φανερές επιδράσεις από Προυστ και Ντε Σαντ (εξάλλου η επιλογή του ονόματος της ερωτικής Τζάστιν είναι ευθεία αναφορά στην «Ιουστίνη» του θείου Μαρκήσιου) ενώ δεν λείπουν οι Φροϋδικές αναφορές όπως και ο επηρρεασμός από τις Ανατολικές θρησκείες κυρίως στο πρώτο βιβλίο όπου η Καμπάλα παίζει κάποιο ρόλο στην ιστορία. Ερωτική υποκρισία, απιστίες και ψέμματα, δύσκολοι και αδιέξοδοι έρωτες κυριαρχούν στις σελίδες ανακατεμένες με δοκιμιακό λόγο, συνωμοσίες , αλλά και λυρικές περιγραφές των υπέροχων τοπίων. Ο Καβάφης με τα ποιήματά του είναι συνεχώς παρών αφού ο συγγραφέας συχνά-πυκνά αναφέρεται στην ποίηση του, παραθέτει μερικά από τα ποιήματά του ενώ κάποιες σελίδες της τετραλογίας θα μπορούσαν να είναι και πεζογραφική απόδοση κάποιων στίχων του. Ο Ντάρελ ήταν μεγάλος στυλίστας, η γλώσσα του είναι εκπληκτική, η δημιουργία ατμόσφαιρας είναι αξεπέραστη.

Η Αλεξάνδρεια όμως όπως έγραψα και στον πρόλογο είναι η αληθινή πρωταγωνίστρια της τοιχογραφίας του Ντάρελ. Γοητευτική και αντιφατική, πολυπολιτισμική, κοσμοπολίτισα – πανέμορφη και πανάσχημη. Χρώματα και γεύσεις της πόλης αναμειγνύονται θαυμαστά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Η αύρα του τοπίου, η θάλασσα, η έρημος μεταφέρονται ζωντανά μέσα από εικόνες απίστευτης ομορφιάς. Όπως ο Σ.Τσίρκας στις μοναδικές (και ίσως το καλύτερο ελληνικό μυθιστόρημα ever), «Ακυβέρνητες πολιτείες» (που εκδόθηκαν λίγα χρόνια μετά την τετραλογία του Ντάρελ), έτσι (και ακόμα παραπάνω) και ο Ντάρελ μας μεταφέρει σε μία πόλη-κινηματογραφικό σκηνικό που κάποιες στιγμές αναρωτιέσαι αν ήταν πράγματι έτσι ή έχει αποκτήσει μια ονειρική διάσταση μέσα από το φαντασιακό του συγγραφέα.

Ο Λώρενς Ντάρελ (1912-1990) γεννήθηκε από Βρετανούς γονείς στην Ινδία και μετά από 11 χρόνια η οικογένεια μετακόμισε στην Αγγλία, την ζωή της οποίας ο συγγραφέας δεν μπόρεσε να συνηθίσει και την δεκαετία του 30 (1935) αποφάσισε να ζήσει στην Κέρκυρα από την οποία έφυγε μετά το ξέσπασμα του πολέμου για να πάει να ζήσει με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, αρχικά στο Κάιρο και μετά στην Αλεξάνδρεια (1942) όπου έγινε Υπεύθυνος Τύπου της Βρετανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Είχε ήδη χωρίσει με την σύζυγό του και εκεί γνώρισε την Εύα Κοέν η οποία αποτέλεσε το πρότυπο του για την Ιουστίνη του Κουαρτέτου την οποία παντρεύτηκε το 1947. Μετά τον πόλεμο ήταν ελεύθερος πάλι να γυρίσει στην αγαπημένη του Ελλάδα, στην οποία πήγε το 1945 αναλαμβάνοντας μια θέση στην Ρόδο. Διάφορες μεταθέσεις τον έστειλαν στην Αργεντινή και στο Βελιγράδι για να γυρίσει στην Μεσόγειο και πιο συγκεκριμένα στην Κύπρο το 1952 ως Δάσκαλος Αγγλικών. Στην Κύπρο άρχισε την συγγραφή του πρώτου μέρους του Αλεξανδρινού Κουαρτέτου το οποίο εξεδόθη μεταξύ των ετών 1957 – 1960 γνωρίζοντας τεράστια κριτική και εμπορική επιτυχία καθιστώντας τον υποψήφιο για βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας επί αρκετά έτη. Από την Κύπρο εξεδιώχθη κακήν-κακώς κατηγορούμενος ως κατάσκοπος των Άγγλων (που μάλλον ήταν…) και μετακόμισε στην Νότια Γαλλία στην οποία έζησε μέχρι τον θάνατο του. Παντρεύτηκε ακόμα δύο φορές, εξέδωσε αρκετά μυθιστορήματα τα οποία όμως δεν έφτασαν στο ύψος του «Κουαρτέτου». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του βίωσε το δράμα της αυτοκτονίας της κόρης του Σαπφώ-Τζέιν (από τον γάμο του με την Εύα Κοέν) στα 34 της χρόνια(1985) ενώ γνώρισε την κριτική αποδοχή ως ποιητής με την συλλογική έκδοση των ποιημάτων του (1980). Το πρώτο μέρος του Αλεξανδρινού Κουαρτέτου, «Justine» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Τζ.Κιούκορ μάλλον αποτυχημένα. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ήταν η Ανούκ Αιμέ (καθόλου ομοιάζουσα με την ηρωίδα του βιβλίου – αλλά πολύ hot εκείνη την εποχή).