Παρασκευή, Ιουλίου 30, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουλίου 30, 2010 | Permalink
Ατάκτως ερριμένα
Η επανέκδοση των δύο πρώτων βιβλίων από τις εκδόσεις Άγρα, του ελάσσονα συγγραφέα του μεσοπολέμου Πέτρου Πικρού (ψευδώνυμο του Ιωάννη Γιανναρόπουλου), συνιστά ένα γεγονός εξαιρετικής σημασίας για την λογοτεχνία του τόπου. Οι δύο τόμοι διηγημάτων με τίτλους όπως «ΧΑΜΕΝΑ ΚΟΡΜΙΑ» (έτος πρώτης έκδοσης 1922, σελ.250) και «ΣΑ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ» (έτος πρώτης έκδοσης 1924, σελ.296) αποτελούν ένα δίπτυχο που μαζί με το μυθιστόρημα «ΤΟΥΜΠΕΚΙ» που εκδόθηκε το 1927 απαρτίζουν μια τριλογία των ανθρώπων του περιθωρίου, του αποκαλούμενου λούμπεν προλεταριάτου.

Ο Πέτρος Πικρός (1895(?) – 1956) αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση στην νεοελληνική πεζογραφία. Γεννημένος στην Κων/λη, ζει στο εξωτερικό μέχρι το 1919 σπουδάζοντας Φιλοσοφία, Ιατρική και Βιοχημεία αλλά στο τέλος τον κερδίζει η δημοσιογραφία την οποία εξασκεί με τον ερχομό του στην Ελλάδα. Αριστερός και συνδικαλιστής εργάζεται στον Ριζοσπάστη από τον οποίο αποχωρεί στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Ερχόμενος σε ρήξη με την ηγεσία του Κ.Κ διαγράφεται και πλέον δεν ανακατεύεται με τα κομματικά παρότι συνεργάστηκε με το ΕΑΜ στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Εκτός από την δημοσιογραφία, ασχολείται και με τις μεταφράσεις μυθιστορημάτων, γράφει μελέτες, παιδικά βιβλία και κάποια σκόρπια διηγήματα. Ουσιαστικά μετά το «Τουμπεκί» ξαναέβγαλε μυθιστόρημα το 1955 (δηλαδή σχεδόν 30 χρόνια μετά…) με τίτλο «Η λαμπηδόνα του βυθού» και λίγους μήνες αργότερα πεθαίνει από καρκίνο.

Τα διηγήματα που υπάρχουν στις δύο συλλογές που προανέφερα εντυπωσιάζουν με την θεματική τους. Ο Πικρός φανερά επηρρεασμένος από τους Ρώσους συγγραφείς κυρίως Ντοστογιέφσκι και Γκόρκι (εξάλλου η επιλογή του ψευδωνύμου του είναι μετάφραση της λέξης Γκόρκι) αλλά και από τον συγγραφικό κόσμο του Ε.Ζολά μεταφέρει με πολύ δυνατές εικόνες την ζωή των εξαθλιωμένων κατοίκων της πρωτεύουσας. Μας εισάγει στον κόσμο των μπουρδέλων, των καφέ-σαντάν με σκηνές ρεαλιστικές και με γλώσσα που τσακίζει. Πληρωμένος έρωτας, ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ γυναικών, γεροντοκόρες που αυνανίζονται, νύξεις αιμομιξίας, φυματίωση που θερίζει, ναρκωτικά, νταβατζήδες, η στυγνή εκμετάλευση του ανθρώπινου σώματος είναι μέσα στα θέματα των διηγημάτων του. Μια Αθήνα που αλλάζει μετά το 22 και οι λούμπεν γειτονιές της είναι το φόντο των ιστοριών.

Δεν είναι όλα τα διηγήματα στο ίδιο επίπεδο. Υπάρχουν μερικά διαμάντια που ξεχωρίζουν κυρίως από τα ΧΑΜΕΝΑ ΚΟΡΜΙΑ ενώ το ομώνυμο διήγημα της συλλογής ΣΑ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ το οποίο είναι περίπου 100 σελίδες (σαν νουβέλα) και διαδραματίζεται σε ένα καφέ-σαντάν στο Γκάζι είναι αριστουργηματικό αλλά τα υπόλοιπα αυτής της συλλογής είναι μάλλον μέτρια.

Ακραίος νατουραλισμός, γλώσσα ζωντανή, λέξεις που δεν χρησιμοποιούνται πιά (πολύ χρήσιμο το γλωσσάρι στο τέλος) αλλά συντελούν στην γοητεία των κειμένων.Μέσα στην «μαυρίλα» και στο ζοφερό κλίμα ο συγγραφέας βγάζει τεράστιο λυρισμό ο οποίος σαν μουσική αντίστιξη σχολιάζει τα δρώμενα. Δικαίως η έκδοση των βιβλίων αυτών (κυρίως του πρώτου) προκάλεσε σοκ στην λογοτεχνική σκηνή της εποχής. Η έκδοση της Άγρας είναι εξαιρετική και η δουλειά της επιμελήτριας Χ.Ντουνιά αξίζει πολλών επαίνων.


____________________________________


Έπληξα με το νουβέλα του Γάλλου συγγραφέα Laurent Gaude, «Η ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ» (Εκδ.Μεταίχμιο, μετάφρ. Κ.Νεβέ,Ε.Σιούγγαρη, σελ.199) που ενώ θα μπορούσε να είναι ένα ενδιαφέρον φιλοσοφικό μυθιστόρημα, μπερδεύει τόσο πολύ τον αναγνώστη σε σημείο να καταλήγει ένας αχταρμάς ολκής.

Ο Ματέο κατεβαίνει στην Κόλαση (κυριολεκτικά) από ένα σημείο στην Νάπολη για να βρει τον σκοτωμένο από κάποιον πυροβολισμό μικρό του γιό. Μόνο έτσι θα μπορέσει να βρει την λύτρωση από τον τεράστιο πόνο που προξένησε σ’αυτόν και στην ήδη φευγάτη σύζυγό του, ο χαμός του μονάκριβου παιδιού τους. Στην Κόλαση ο Ματέο θα κάνει μια περίεργη συμφωνία και όταν επανέρθει στην «κανονική» ζωή όλα θα είναι (κυριολεκτικά) διαφορετικά και η εκδίκηση που θα έρθει αρκετά χρόνια αργότερα θα φέρει ένα είδος λύτρωσης.

Παιχνίδια με τον χρόνο, με την ειμαρμένη, με τον «προορισμό». Νομίζω ότι θέλει πολλή δύναμη συγγραφική για να τα καταφέρεις που ο συγκεκριμένος δημιουργός δεν νομίζω ότι την διαθέτει. Από την άλλη σε βάζει να σκεφτείς ορισμένα πράγματα, κάτι είναι κι’αυτό.


____________________________________




Η αναφορά στο βιβλίο του Gaude, τα παιχνίδια με τον χρόνο και το «Καθαρτήριο» του Δάντη το οποίο διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στο βιβλίο, με οδηγεί στο να γράψω ελάχιστα πράγματα για ένα σημαντικό τηλεοπτικό (και όχι μόνο) γεγονός που χρησιμοποιεί εμμέσως (και για όσους το κατάλαβαν) την φαντασία του Δάντη. Το LOST ξεπέρασε εδώ και κάποια χρόνια την επιτυχία μιάς απλής τηλεοπτικής σειράς μιας που στην διάρκεια των 6 χρόνων από τότε που πρωτάρχισε η σειρά απέκτησε φανατικούς θαυμαστές και οπαδούς. Το τέλος της σειράς πριν από 2 μήνες προκάλεσε ατελείωτες συζητήσεις στο διαδίκτυο αλλά και άρθρα μεγάλων εφημερίδων σε όλο τον κόσμο.

Χωρίς να συγκαταλέγω τον εαυτό μου στους ένθερμους θιασώτες του «φαινομένου» (γιατί αυτό ακριβώς είναι) LOST είδα πρόσφατα ολόκληρο τον 6ο (και τελευταίο) κύκλο και απόλαυσα το διπλό τελευταίο επεισόδιο με το αμφιλεγόμενο φινάλε. Δεν θα αποκαλύψω τίποτα για αυτούς που δεν το έχουν ακόμα δει απλά να αναφέρω ότι η συγκίνηση ξεχειλίζει. Στο δε τελευταίο πλάνο στα μάτια του Τζακ νομίζω ότι συμπυκνώνεται όλη η φιλοσοφία της (κάτι παραπάνω από) τηλεοπτικής σειράς. Το παράλληλο σύμπαν στο οποίο κινείται ο τελευταίος κύκλος και τα παιχνίδια με τον χωρόχρονο μπορούν να γοητεύσουν ή να μπερδέψουν ακόμα παραπάνω – εξαρτάται από ποια γωνία βλέπει κανείς τη σειρά. Προσπαθώ από τότε που ολοκλήρωσα την προβολή της να βγάλω κάποια άκρη, διαβάζω θεωρίες αλλά όλες κάπου «μπάζουν».
Συνειρμικά οδηγούμαι σε κάποιους συγγραφείς. Νομίζω ότι ο Μπόρχες και ο Μπιόυ Κασάρες θα ήταν μεγάλοι θαυμαστές της σειράς εάν μπορούσαν να την δουν. Ο τελευταίος κύκλος μου έφερε έντονα στο μυαλό δύο αριστουργήματα της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, το «Πέδρο Πάραμο» και την «Εφεύρεση του Μορέλ». Σύμβολα, παραισθήσεις, απώλεια του χρόνου, διάλογος με το υπερφυσικό…
Τι ταιριάζει καλύτερα στην περίσταση; Ο ακαταμάχητος λυρισμός του Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι στο ποίημα του Sudden light(Αιφνίδιο φως) όπως το παραθέτει ο Μπόρχες στα Δοκίμιά του:

I have been here before
But when or how I cannot tell;
I know the grass beyond the door,
The sweet keen smell,
The sighing sound, the light around the shore…

(Έχω ξανάρθει εδώ,
Μα δεν μπορώ να πω ούτε πότε ούτε πως
Ξέρω το γρασίδι έξω απ’την πόρτα,
Την έντονη γλυκειά ευωδιά,
Τον ήχο τον υπόκωφο, τα φώτα γύρω απ’το γιαλό…)


Τόσο μπερδεμένα όλα. Κοιτάζω το ποστ ξανά και αναρωτιέμαι αν όλες αυτές οι λέξεις γράφτηκαν απλά για να παραθέσω το απόσπασμα του ποιήματος…Σε 3 εβδομάδες ξανά μαζί.
 
Πέμπτη, Ιουλίου 22, 2010
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουλίου 22, 2010 | Permalink
"Ο τρόπος που ζούμε μέτρο της δικής μας φύσης είναι"(P.Larkin)
Η ανάγνωση του βραβευμένου βιβλίου «Η ΕΝΔΟΞΗ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΡΟΖΑ ΛΕΪΝ» (INGLORIOUS) της νέας Βρετανής συγγραφέως JOANNA KAVENNA, (Εκδ. Μεταίχμιο, (ωραία) μετάφρ. Α.Μαντόγλου, σελ.369) επιφύλασσε μια ωραία έκπληξη, διότι επιλέγοντας το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, είχα στο νου μου κάτι «εύπεπτο» το οποίο να με αποφορτίσει από διάφορα πράγματα και δεν περίμενα να βρεθώ μπροστά σε ένα γνήσιο συγγραφικό ταλέντο και σε μία (το λιγότερο) εξαιρετική και διεισδυτικότατη φρέσκια λογοτεχνική ματιά.

Πατώντας στέρεα πάνω στην παράδοση της Β.Γουλφ, η Κάβενα με το πρώτο της μυθιστόρημα (είχε προηγηθεί ένα «ταξιδιωτικό» βιβλίο που αποθεώθηκε από την κριτική, το «ICE MUSEUM»,ένα «ποιητικό» ταξίδι σε αναζήτηση της αρχαίας Θούλης), μας χαρίζει μια αλησμόνητη ηρωίδα (την Ρόζα Λέιν) που ως άλλη Κα Ντάλαγουέη περνάει μία περίοδο της ζωής της (αντί ενός 24αώρου) σε μια ηλικία που «ο Δάντης στη Θεία Κωμωδία αποκαλούσε μέση ηλικία, στο μέσον τη ζωής, όπου υποτίθεται πως αποθήκευε γνώση, γινόταν σοφότερη.» Στην πραγματικότητα όμως η Ρόζα Λέιν είναι μια νόστιμη 35άρα – δηλαδή νέα για τα σημερινά στάνταρντ – που παθαίνει αυτό που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι μετά από κάποια χρόνια εργασίας. «Κάψιμο» δηλαδή στον χώρο των εταιριών γνωστότερο ως «Burn-out» ή στην καθομιλουμένη, «τά’παιξε» και τα τινάζει όλα στον αέρα.

«Η Ρόζα Λέιν, τριάντα πέντε ετών και κάποιων μηνών, έχοντας συνείδηση ενός αόρατου χρονόμετρου που ηχούσε πένθιμα, μετρούσε τα χρόνια, τις ώρες που πέρασε καθισμένη σε γραφεία, χαζεύοντας τον ουρανό και την παλλόμενη οθόνη που την τύφλωνε. Είχε περάσει τα προηγούμενα δέκα χρόνια σε μια σταθερή εργασία, τα πόδια της σφιχτά δεμένα κάτω απ’το γραφείο. Είχε δακτυλογραφήσει ένα εκατομμύριο μέιλ και είχε καταπονήσει τους καρπούς των χεριών της. Δεν είχε καταφέρει να καταλάβει τίποτα. Μπροστά της έβλεπε το μέλλον, βυθισμένο στο γκρίζο. Πίσω της, υπήρχε το σβησμένο πυροτέχνημα της οικογενειακής της ιστορίας. Με ένα τέτοιο παρελθόν και ένα μέλλον που στροβιλιζόταν μπροστά της, εκείνη παρέμενε βολεμένη στο παρόν. Κι έξω η πόλη, πλημμυρισμένη από τον θόρυβο της μέρας – την τυραννία της κίνησης, τις ασαφείς ομιλίες, τις φευγαλέες κουβέντες. Ο θόρυβος αυξομειωνόταν συνεχώς κι εκείνη άκουγε τα κρωξίματα των πουλιών στις μαρκίζες. Σκέφτηκε το ποτάμι που ρέει και το ρεύμα των αυτοκινήτων, τον καπνό που αιωρείται και μεταφέρεται πάνω από τα φώτα και τα χρώματα.
Καθισμένη στο γραφείο της εκείνη τη μέρα, με το πουκάμισό της μουσκεμένο απ’τον ιδρώτα, σκέφτηκε: Αν μου έλεγαν πως δεν πρόκειται να κάνω τίποτα άλλο στη ζωή μου εκτός απ’αυτό, θα προτιμούσα να ζήσω ή να πεθάνω επιτόπου; Μετά ακολούθησε μια άλλη σκέψη: Ποιος ο λόγος για όλα αυτά, σε τι αποσκοπούν; Αυτή η σκέψη την καθήλωσε και την έκανε να γράψει το μέιλ στο αφεντικό της. Λακωνικό και ελεγειακό. Άρχιζε με τη νιότη της, το ξεκίνημα της καριέρας της, τον ευχαριστούσε για την προστασία, του μετέφερε τη βαθιά της θλίψη και κατέληγε με ένα «παραιτούμαι». Ήταν κατηγορηματική• πάτησε «Αποστολή» κι έσβησε τον υπολογιστή της. Πήρε το καπέλο και το παλτό της και προχώρησε.»


Η Ρόζα ήταν ανερχόμενη δημοσιογράφος και ζούσε μέχρι τον θάνατο της μητέρας λίγους μήνες πριν, μια ζωή σχετικά ανέμελη. Είχε μια μακροχρόνια σχέση με έναν επιτυχημένο δικηγόρο, τον Λίαμ. Ζούσαν μαζί σε ένα διαμέρισμα και είχαν έντονη κοινωνική ζωή με αρκετούς φίλους. Ο θάνατος της μητέρας της αποδιοργάνωσε την Ρόζα και την έκανε να σκεφτεί επιτέλους για τη ζωή της. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελε να κάνει, αλλά αποφάσισε να απαλλαγεί από αυτά που την έπνιγαν. Δεν ήξερε βέβαια ότι με μια κίνηση (που οι περισσότεροι λογικά θα επιδοκίμαζαν) άνοιξε τον «ασκό του Αιόλου» στη ζωή της. Μετά την παραίτηση της από τη δουλειά, ο Λίαμ της ανακοινώνει ότι θέλει να χωρίσουν και εκείνη φεύγει από το κοινό τους σπίτι. Καταφεύγοντας σε μιά φίλη μαθαίνει ότι ο Λίαμ εδώ και κάποιο διάστημα έχει σχέση με την κολλητή της, την Γκρέις. Η Ρόζα καταρρέει. Αρχίζει να περιφέρεται φιλοξενούμενη από σπίτι σε σπίτι. Αρνείται να κάνει οτιδήποτε, να ψάξει για δουλειά, να ασχοληθεί με κάτι δημιουργικό. Το μόνο με το οποίο ασχολείται είναι οι ατελείωτες βόλτες, οι επισκέψεις στην τράπεζα διότι τα χρέη της έχουν χτυπήσει κόκκινο, και με το να καταρτίζει λίστες με τα πράγματα που έχει να κάνει. Τα (λιγοστά έτσι κι αλλιώς) χρήματά της σιγά-σιγά εξαντλούνται, γνωρίζει ότι αν δεν κάνει κάτι σε λίγο δεν θα έχει να φάει. Διατηρεί μια χαλαρή σχέση με έναν νεαρό ηθοποιό, δέκα χρόνια μικρότερό της με τον οποίο αρνείται να δεσμευθεί περισσότερο. Από την ώρα που εγκατέλειψε τον Λίαμ διαπιστώνει ότι η στάση των γύρω της αλλάζει. Την θεωρούν «άρρωστη», σχεδόν σχιζοφρενή, την βάζουν στο περιθώριο. Η Ρόζα μέσα στην κατάθλιψη της, το βλέπει ότι έχει φτάσει στον «πάτο». Το θέμα είναι να βρει τη δύναμη να σταθεί στα πόδια της ξανά…

Το βιβλίο είναι ουσιαστικά ένα «αντιμυθιστόρημα» υπαρξιακής αναζήτησης έχοντας κάποια χαρακτηριστικά του γαλλικού νουβέλ-ρομάν της δεκαετίας του 60 ή κουβαλώντας μνήμες από Τζόυς και Γουλφ. Η Κάβενα όμως με τη γραφή της το απογειώνει (κυριολεκτικά). Γεμάτη χιούμορ και σατιρική διάθεση ανατέμνει τη ζωή της ηρωίδας της με ακρίβεια εντομολόγου και γλώσσα που τσακίζει. Η Ρόζα παρατηρεί τα πάντα αποξενωμένη σαν εξωγήινος. Ακόμα και στην ύστατη μορφή απελπισίας της διατηρεί το χιούμορ και την σπιρτάδα της ενώ οι λογοτεχνικές αναφορές είναι συνεχείς. Τα δε «To Do lists» της χαρίζουν ένα συνεχές χαμόγελο, όταν μπλέκει τις δουλειές που έχει να κάνει (που δεν γίνονται ποτέ), με τα βιβλία που «πρέπει» να διαβάσει (που δεν θα διαβάσει ποτέ), με τις κινήσεις για το μέλλον της που πρέπει να κάνει (που κάποιες κάνει με μεγάλο κόπο).

Ώρες-ώρες σού’ρχεται να της ρίξεις μια σφαλιάρα, σε θυμώνει, σε αγανακτεί και από την άλλη ξυπνάει μέσα σου συγκίνηση, τρυφερότητα. Η Ρόζα όλο «πέφτει» και μετά ισορροπεί. Είναι ένας σύγχρονος Σαρλώ. Εμπλέκεται στα πάντα και σπάει τα μούτρα της, αλλά έχει αγάπη για τους ανθρώπους, διατηρεί τις ευαισθησίες της και η απελπισία της δεν την τρελλαίνει. Με τον τρόπο της «ξεμπροστιάζει» την σύγχρονη πραγματικότητα, την υποκρισία και τις δήθεν φιλίες και σχέσεις.

Είναι ένα έξοχο μυθιστόρημα, ζωντανό και γεμάτο δυναμισμό με στέρεα δομή που ακόμα και το ανασφαλές και ανοιχτό του τέλος (που σε κάποιο άλλο βιβλίο μπορεί να απογοήτευε), εδώ λειτουργεί υπέρ του. Το βιβλίο τιμήθηκε με το σημαντικό βραβείο Orange του 2008 και η συγγραφέας έχει ήδη κυκλοφορήσει το δεύτερο της μυθιστόρημα. Δυστυχώς η αισθητική της ελληνικής έκδοσης αδικεί το βιβλίο. Το εξώφυλλο που παραπέμπει σε Sex & the City καταστάσεις – στοχεύοντας σε κάποιο συγκεκριμένο κοινό που υποθέτω εάν ξεγελάστηκε και το αγόρασε, δεν κατάλαβε τίποτα απ’ότι διάβασε - δεν αντιπροσωπεύει καθόλου το πνεύμα του μυθιστορήματος, η δε επιλογή του τίτλου της ελληνικής έκδοσης, αναιρεί το υπαινικτικό νόημα της λέξης Inglorious (Άδοξος) που αποτελεί και τον τίτλο στο πρωτότυπο.

Υ.Γ. Bonus track στο post,ένα υπέροχο ποίημα (δάνειο από το translatum.gr), του μεγάλου Φ.Λάρκιν, που ξαναθυμήθηκα μιάς που η παρουσία του είναι συνεχής στο μυθιστόρημα της Kavenna.

I have started to say

I have started to say
"A quarter of a century"
Or "thirty years back"
About my own life.

It makes me breathless
It's like falling and recovering
In huge gesturing loops
Through an empty sky.

All that's left to happen
Is some deaths (my own included).
Their order, and their manner,
Remain to be learnt.


Άρχισα να λέω

Άρχισα να λέω
«Πριν ένα τέταρτο του αιώνα»
Ή «πριν τριάντα χρόνια»
Σχετικά με τη ζωή μου.
Με αφήνει με κομμένη την ανάσα.

Είναι σα να πέφτει κανείς
Και να ξανασηκώνεται με αδέξιες κινήσεις,
κάνοντας κύκλους τεράστιους
Σ' έναν άδειο ουρανό.

Το μόνο που απομένει να συμβεί
Είναι ορισμένοι θάνατοι (του δικού μου συμπεριλαμβανομένου).
Μόνο η σειρά τους και ο τρόπος τους,
Παραμένει ανεξακρίβωτος.
 
Παρασκευή, Ιουλίου 16, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουλίου 16, 2010 | Permalink
Μια διαφορετική παγκόσμια ιστορία
Μέσα στους καθρέφτες βρίσκεται πολύς κόσμος.
Οι αόρατοι μας βλέπουν.
Οι ξεχασμένοι μας θυμούνται.
Όταν κοιτάζουμε τον εαυτό μας, τους βλέπουμε.
Όταν φεύγουμε, φεύγουν, άραγε, κι αυτοί;


Δύσκολα βρίσκεις συγγραφέα τόσο πρωτότυπο και συνάμα τόσο (κατ'εξακολούθηση...) εξαιρετικό σαν τον τρισμέγιστο Ουρουγουανό Eduardo Galeano (1940). Ξεκινώντας από το 1971 μ’εκείνο το υπέροχο «ΟΙ ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΦΛΕΒΕΣ ΤΗΣ ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ» και συνεχίζοντας στο ίδιο ύφος με την επική τριλογία «ΜΝΗΜΕΣ ΦΩΤΙΑΣ», ο Γκαλεάνο παραμένει ακόμα μαχητικός και οξύς γράφοντας και ξαναγράφοντας την ιστορία μέσα από το δικό του βλέμμα με λυρισμό και χιούμορ. Στο πλέον πρόσφατο βιβλίο του (2009), «ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ» (Εκδ. Πάπυρος, μετάφρ. Ι.Κανσή, σελ.373) , ο συγγραφέας επεκτείνει το πεδίο του, καλύπτοντας την παγκόσμια ιστορία από τις απαρχές της έως τις μέρες μας.

Το στυλ του Γκαλεάνο είναι σαφές και ευδιάκριτο. Μικρά κεφάλαια (βινιέτες) από μία παράγραφο, έως μιάμιση σελίδα το πολύ. Ιστορίες (πάνω από 500), που καλύπτουν την πορεία του ανθρώπινου είδους, εστιάζοντας σε κάποια συγκεκριμένα επεισόδια, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στον αποκαλούμενο 3ο κόσμο (Αφρική, Ασία, Λατινική Αμερική). Σχεδόν από την πρώτη σελίδα, προϊδεάζει τον αναγνώστη γι’αυτό που θα επακολουθήσει:

« Χαρμόσυνη οδοιπορία

Ήταν ο Αδάμ και η Εύα μαύροι;
Το ανθρώπινο ταξίδι πάνω στη γη άρχισε στην Αφρική. Από εκεί ξεκίνησαν να κατακτήσουν τον πλανήτη οι πρόγονοί μας. Διαφορετικοί δρόμοι δημιούργησαν διαφορετικούς προορισμούς, και ο ήλιος ανέλαβε να μοιράσει τα χρώματα.
Τώρα οι γυναίκες και οι άντρες, το ουράνιο τόξο της γης, είμαστε περισσότερα χρώματα απ’ότι το ίδιο το ουράνιο τόξο. Όμως είμαστε όλοι Αφρικανοί μετανάστες. Ακόμα και οι πιο λευκοί απ’τους λευκούς κατάγονται από την Αφρική.
Ίσως αρνούμαστε να θυμόμαστε την κοινή μας καταγωγή γιατί ο ρατσισμός προκαλεί αμνησία, ή γιατί δεν μπορούμε να πιστέψουμε πως εκείνα τα μακρινά χρόνια το βασίλειό μας ήταν ολόκληρος ο κόσμος, ένας απέραντος χάρτης δίχως σύνορα, και πως τα πόδια μας ήταν το μοναδικό απαιτούμενο διαβατήριο.»


Οι θέσεις του Γκαλεάνο δεν κρύβονται. Ο λόγος ανήκει στους απόκληρους, στους παρίες, στους καταπιεσμένους. Τονίζει σκηνές βίας και φρίκης που η επίσημη ιστορία (η ιστορία «των νικητών») φροντίζει να καλύπτει επιμελώς. Το ύφος του βιβλίου ακολουθεί έναν ρυθμό «υπνωτιστικό» που σε παρασέρνει και σχεδόν σε αφασία βυθίζεσαι στις ιστορίες που παραθέτει ο συγγραφέας σαν να διαβάζεις ένα συναρπαστικό και συνάμα άκρως ποιητικό μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας δεν ακολουθεί παρά μόνο μια σχετική χρονολογική σειρά, από τα πολιτικά και σχεδόν καταγγελτικά κεφάλαια,από ιστορίες για τους "σφαγείς" της Ιστορίας γνωστούς και λιγότερο γνωστούς, πηγαίνει στο προσφιλές του ποδόσφαιρο με ιστορίες για τον Μαραντόνα και έτσι απρόσμενα μπορεί ξαφνικά να «πετάξει» μια ιστορία για τον αινιγματικό Πεσόα ανατρέποντας την ροή του βιβλίου με τον δικό του μοναδικό τρόπο.

«Τα πρόσωπα του Πεσόα

Ήταν ένας, πολλοί, όλοι, κανένας.
Ο μελαγχολικός γραφειοκράτης Φερνάντο Πεσόα, αιχμάλωτος του ρολογιού, που έγραφε στη μοναξιά του ερωτικά γράμματα που δεν έστελνε ποτέ, είχε ένα τρελλοκομείο μέσα του.
Από τους ενοίκους του γνωρίζουμε τα ονόματά τους, τις ημερομηνίες, ακόμα και την ώρα γεννήσεώς τους, τα ωροσκόπια, το βάρος και το ύψος τους.
Και τα έργα τους, γιατί όλοι ήταν ποιητές.
Ο παγανιστής Αλμπέρτο Καέιρο, που χλεύαζε τη μεταφυσική και τις άλλες ακροβασίες των διανοουμένων, οι οποίοι συρρικνώνουν τη ζωή σε αφηρημένες έννοιες, περιέγραφε ηφαιστειακές εκρήξεις.
Ο μοναρχικός Ρικάρντο Ρέις, ελληνιστής, παιδί της κλασσικής παιδείας, που είχε γεννηθεί πολλές φορές και είχε διαφορετικά ωροσκόπια, περιέγραφε κατασκευές.
Ο Άλβαρο ντε Κάμπος, ο πρωτοποριακός μηχανικός από τη Γλασκώβη, που μελετούσε την ενέργεια και φοβόταν μήπως κουραστεί να ζει, περιέγραφε αισθήσεις.
Ο λόγιος Μπερνάρντο Σοάρες, δάσκαλος της παραδοξολογίας, ποιητής σε πρόζα, που έλεγε ότι ήταν υποχρεωτικά βοηθός βιβλιοθηκάριου, περιέγραφε αντιφάσεις.
Και ο Αντόνιο Μόρα, ψυχίατρος και ψυχοπαθής, έγκλειστος στο Κασκάις, περιέγραφε φαντασιώσεις και τρέλες.
Και ο Πεσόα έγραφε. Όταν όλοι αυτοί κοιμόντουσαν.»


Ο Γκαλεάνο επιτυγχάνει εκεί ακριβώς που οι περισσότεροι ακτιβιστές συγγραφείς την πατάνε μεγαλοπρεπώς. Το ύφος του παρά την μαχητικότητά του παραμένει ήρεμο και λυρικό. Δεν προσπαθεί να επιβάλλει την άποψή του στον αναγνώστη, απλά του θυμίζει σχολιάζοντας τα γεγονότα. Τονίζει εκεί που κάποιος άλλος ηθελημένα ή μη προσπερνάει. Με τον τρόπο του υπενθυμίζει στον αναγνώστη αλλά και στους συναδέλφους του ότι ο συγγραφέας πρέπει να ευαισθητοποιείται και να αφυπνίζει, να βρίσκει τρόπους έκφρασης που να αγγίζουν τον καθένα. Οι «ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ» είναι ένα βιβλίο για το οποίο λίγα πράγματα μπορείς να πεις ή να γράψεις – απλά να το διαβάσεις πρέπει και, να σκεφτείς…

«Τείχη

Το τείχος του Βερολίνου ήταν καθημερινή είδηση. Από το πρωί ως το βράδυ διαβάζαμε, βλέπαμε, ακούγαμε: το Τείχος της Ντροπής, το Τείχος του Αίσχους, το Σιδηρούν Παραπέτασμα…
Τελικά εκείνο το τείχος, που έπρεπε να πέσει, έπεσε. Όμως ξεφύτρωσαν νέα τείχη, και συνεχίζουν να ξεφυτρώνουν παντού στον κόσμο. Παρότι μεγαλύτερα από του Βερολίνου, δεν μιλούν καθόλου γι’αυτά, ή μιλούν ελάχιστα.
Δεν μιλάνε πολύ για το τείχος που οι Ηνωμένες Πολιτείες υψώνουν στα μεξικανικά σύνορα, ούτε για τα συρματοπλέγματα στη Θέουτα και τη Μελίγια.
Δεν λένε σχεδόν τίποτα για το Τείχος στη Δυτική Όχθη, που διαιωνίζει την ισραηλινή κατοχή στην Παλαιστίνη, ενώ δεν λένε τίποτα, μα απολύτως τίποτα, για το Τείχος του Μαρόκου, με το οποίο το βασίλειο του Μαρόκου εξακολουθεί να ληστεύει την πατρίδα των Σαχαραουί, και που είναι εξήντα φορές μεγαλύτερο από το Τείχος του Βερολίνου.
Γιατί άραγε υπάρχουν τείχη που κραυγάζουν, και τείχη απολύτως βουβά;»
 
Τρίτη, Ιουλίου 13, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 13, 2010 | Permalink
Mi fido di te
Ο αναγνώστης της απολαυστικής νουβέλας, «ΣΟΥ ΕΧΩ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ» (Mi fido de te), του ιταλικού συγγραφικού δίδυμου των Francesco Abate και Massimo Carlotto, (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ.Δ.Δότση, σελ.167), αποκλείεται κατά τη διάρκεια ή και μετά το τέλος της ανάγνωσης του βιβλίου να μείνει ανεπηρρέαστος ως προς την ποιότητα των φαγητών που καταναλώνει. Δεν γίνεται να ξαναφάει προσούτο ή μοτσαρέλα και να μη σκεφτεί το βιβλίο ενώ μια επίσκεψη σε «γκουρμέ ρεστωράν» δεν θα προσφέρει ξανά την ίδια απόλαυση όπως παλιά. Διότι αυτό το γεμάτο χιούμορ θριλεράκι ασχολείται με τα νοθευμένα τρόφιμα – όχι τα ευρείας κατανάλωσης αλλά τα πιο «εκλεκτά», αυτά που το σύγχρονο life-style επιβάλλει ως «ανυπέρβλητες νοστιμιές» που «δεν πρέπει να χάσει κανείς».

«Οι δουλειές με το προσούτο, με σφραγίδα ονομασίας προέλευσης, ήταν από τις πιο προσοδοφόρες. Το κόλπο ήταν να εισάγεις προσούτο αίσχιστης ποιότητας από την Ανατολή ή να εφοδιάζεσαι με σκάρτα ντόπια κομμάτια, να προχωράς στην αποσφράγιση, δηλαδή στην αφαίρεση της σφραγίδας και να κολλάς τη σφραγίδα του προσούτο Πάρμας ή άλλων πιστοποιημένων περιοχών. Οι άνθρωποί μου τα πλασάριζαν έτσι με μεγάλη ευκολία. Οι πελάτες τα έβαζαν στον πάγκο μαζί με τα υπόλοιπα, που τα είχαν αγοράσει επισήμως, και τα πουλούσαν στις τιμές της αγοράς.
«Μα πως είναι δυνατόν ο κόσμος να μην αντιλαμβάνεται τη διαφορά της ποιότητας;» με είχαν ρωτήσει κάποτε ο Σορεντίνο και ο Φλόρις, στις αρχές της συνεργασίας μας.
«Απλό», τους είχα απαντήσει, ικανοποιημένος που για μια φορά μεταλαμπάδευα τα μαργαριτάρια της σοφίας μου. «Το σύγχρονο σύστημα άλλαξε τα γούστα των ανθρώπων επιβάλλοντας ένα διατροφικό καθεστώς χαμηλού επιπέδου. Όποιος θέλει να φάει καλό και υγιεινό φαγητό όχι μόνο πρέπει να ξοδέψει αλλά πρέπει και να μάθει να καταλαβαίνει τι σημαίνει ποιότητα. Να γιατί αυξάνουν και πληθαίνουν οι ουρές αυτών των συλλόγων που ασχολούνται με την οινογαστρονομία. Δεν πρέπει, όμως, να ανησυχούμε γιατί ο κόσμος αυτός έχει χρήμα. Οι δικοί μας πελάτες το μόνο πρόβλημα που έχουν είναι πως θα γεμίσουν το στομάχι τους με το μεγαλύτερο αριθμό προϊόντων. Το πολύ πολύ να παραπονεθούν ότι το προσούτο είναι πολύ αρμυρό.»


Ο (ήρωας του μυθιστορήματος) Τζίτζι Βιανέλο έχει φτάσει σε μια φάση της ζωής του που δείχνει να τα έχει όλα. Κάτοχος ενός γκουρμέ ρεστωράν στην Σαρδηνία, του Chez Momo, ενός γαστρονομικού παραδείσου που σερβίρει τοπικές ανόθευτες γεύσεις πειραγμένες με ένα touch από μοντερνιτέ και είναι κάθε βράδυ γεμάτο. Διότι αν στο ρεστωράν του Τζίτζι το φαγητό είναι μια ωραία εμπειρία, στην υπόλοιπη πόλη τρώνε αυτά που εκείνος διακινεί, με συνέπεια τα μαζικά φαινόμενα δηλητηριάσεων που αποδίδονται σε καλοκαιρινές ιώσεις. Το εστιατόριο είναι το τέλειο προκάλυμμα. Ο Τζίτζι έχει εγκαταστήσει ένα απλό αλλά τέλειο σύστημα διανομής νοθευμένων τροφίμων που δεν προκαλούν ανεπανόρθωτες βλάβες στον οργανισμό οπότε δύσκολα θα γίνει κάποια καταγγελία για την ποιότητά τους…

«Το πρόβλημα με το φαγητό δεν ήταν ποτέ ζήτημα γεύσης αλλά βασικών τροφών. Αν δεν έχωνα τη μύτη μου στην κουζίνα πως μπορούσα να ξέρω τι λάδι, τι βούτυρο, τι μπαχαρικά ή τι νερό χρησιμοποιούσαν; Κι άλλωστε ακόμα και η γεύση τώρα πια έλεγε λίγα πράγματα. Μυρωδιά και ουσία δεν είναι το ίδιο πράγμα. Τ’ορκίζομαι.
Οι Γάλλοι έφτιαχναν εδώ και καιρό σπρέι με «φυσικά εκχυλίσματα» που χρησιμοποιούσαν στα εστιατόρια, τη στιγμή που το πιάτο έβγαινε από την κουζίνα. Ψέκαζαν με εκχύλισμα από άγρια πορτσίνι ένα ωραίο πιάτο με ταλιατέλες και μανιτάρια αίσχιστης ποιότητας και η μύτη του πελάτη ήταν κάτι περισσότερο από ικανοποιημένη. Το είχα δοκιμάσει ο ίδιος προσωπικά στο Salon International de l’Alimentation στο Παρίσι. Και βέβαια το άρωμα που πουλούσα περισσότερο στους σεφ ήταν η λευκή τρούφα της Άλμπα, η πιο ακριβή, που δεν ήταν άλλο από έναν υδρογονάνθρακα, το διμεθυλθειομεθάνιο, που το ανακάτευαν με λιωμένο βούτυρο και το έριχναν πάνω σε αχνιστά ζυμαρικά από αβγά.»


Ο Τζίτζι –άντρας γοητευτικός με μάτια διαφορετικού χρώματος όπως ο D.Bowie (με τον οποίο θέλει να ταυτίζεται) - όμως έχει παρελθόν που δεν τον έχει ξεχάσει και ένα ελάττωμα που θα αποβεί μοιραίο. Δεν μπορεί να αντισταθεί στην γυναικεία γοητεία και όταν βρεθεί μπλεγμένος σε μια ιστορία με μία ωραιότατη αλλά θεότρελλη φίλη της συντρόφου θα διαπράξει το μοιραίο λάθος που θα τον οδηγήσει στο χείλος της αβύσσου. Ο Τζίτζι από «άρχοντας» θα βρεθεί να παλεύει για τη ζωή του. Τίποτα δεν θα εμποδίσει την κάθοδο στην κόλαση που θα είναι ιλιγγιώδης.

Η νουβέλα των Καρλότο/Αμπάντε είναι συναρπαστική και οι 167 σελίδες της διαβάζονται μονορούφι. Αφήγηση έξυπνη, σπιντάτη, με πολύ χιούμορ. Οι δύο συγγραφείς σατιρίζουν και σχολιάζουν την μόδα της γαστρονομίας, την κοινωνία της επιφάνειας και της πόζας. Ο Τζίτζι Βιανέλο είναι ένα κάθαρμα, που δεν διστάζει να δηλητηριάσει όλο τον κόσμο αδιαφορώντας για τις συνέπειες – κάποιοι μπορεί να σοκαριστούν, κάποιοι άλλοι θα χαμογελάσουν πικρά. Δεν θα διστάσει να δολοφονήσει για να την βγάλει καθαρή και ακόμα κι όταν «την πατάει» ξέρεις ότι δεν θα παραδώσει τόσο εύκολα το πνεύμα. Οι στίχοι από το υπέροχο τραγούδι του Jovanotti «Mi fido di te» λειτουργούν ως έξοχο σχόλιο στα δρώμενα:
«Σπίτια από ψωμί
συγκεντρώσεις βατράχων
γριές που χορεύουν στις Κάντιλακ
χρυσά ποντίκια
δάφνινα στεφάνια
τραγούδια αγάπης για αγοράκια με φράκο
σοβαρή μουσική
βροχή που πέφτει, ζωή που κυλά
αδέσποτα σκυλιά, καμήλες και οι μάγοι με τα δώρα
Σου έχω εμπιστοσύνη (X4)
εγώ σου έχω εμπιστοσύνη
έι, σου έχω εμπιστοσύνη
τι είσαι διατεθειμένος να χάσεις…»

Ένα βιβλίο ιδανικό για μεταφορά στον κινηματογράφο – εξάλλου οι Ιταλοί εκμεταλλεύονται θαυμάσια τα τελευταία χρόνια την όλο και βελτιούμενη πεζογραφία τους για να γυρίσουν εξαιρετικές ταινίες που βασίζονται στην σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή.

Ο Μάσιμο Καρλότο (1956) είναι από τους πιο γνωστούς «νουάρ» ιταλούς συγγραφείς. Ζει στην Σαρδηνία μετά την επιστροφή από την Κεντρική Αμερική όπου είχε καταφύγει την δεκαετία του ’70 για να γλυτώσει την φυλακή κατηγορούμενος για ένα φόνο που τελικά αποδείχτηκε ότι δεν διέπραξε. Περισσότερα για τον συγγραφέα στην πολύ κατατοπιστική ιστοσελίδα του http://www.massimocarlotto.it/

Ο Φραντσέσκο Αμπάτε (1964) είναι γέννημα,θρέμμα της Σαρδηνίας και εργάζεται ως δημοσιογράφος και DJ. Έχει εκδώσει αρκετά μυθιστορήματα από το 1998 σχολιάζοντας με τον δικό του τρόπο την σύγχρονη κοινωνία της Ιταλίας.
 
Τετάρτη, Ιουλίου 07, 2010
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 07, 2010 | Permalink
Ξεκαθάρισμα με το παρελθόν
Ο Emmanuel Carrere είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας με πραγματικό «χάρισμα» στην αφήγηση. Θυμάμαι πριν από αρκετά χρόνια το μυθιστόρημα του, «Ο ΕΧΘΡΟΣ» πόσο με είχε εντυπωσιάσει με την δύναμή του και την υπνωτιστική γοητεία της αφήγησης ενός φρικτού και ανεξήγητου εγκλήματος. Στο πρόσφατα εκδοθέν στη χώρα μας αυτοβιογραφικό του βιβλίο με τίτλο «ΕΝΑ ΡΩΣΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», (Εκδόσεις 21ου, μετάφρ. Π.Πούγγουρας, σελ.457), ο Καρέρ παρουσιάζει ένα μάλλον αντιπαθητικό πρόσωπο. Εγωκεντρικός στο έπακρο, σνομπ, σε πάρα πολλά σημεία ανώριμος και διατεθειμένος να έρθει σε ρήξη με τους πιο αγαπημένους του ανθρώπους, προκειμένου να φτάσει στον στόχο του.

Το (κάτι σαν μανιφέστο) οπισθόφυλλο του βιβλίου νομίζω τα λέει όλα, δεν κρύβει κάτι από τον αναγνώστη – οπότε όποιος τολμήσει να προχωρήσει παρακάτω το βιβλίο πλέον δεν έχει μυστικά από αυτόν:

«Η τρέλα και ο τρόμος έχουν στοιχειώσει τη ζωή μου. Όλα τα βιβλία μου δεν μιλούν για τίποτε άλλο.
Μετά τον ΕΧΘΡΟ δεν άντεχα πια. Ήθελα να ξεφύγω. Πίστεψα ότι θα ξέφευγα αγαπώντας μια γυναίκα και κάνοντας μια έρευνα.
Η έρευνα αφορούσε τον παππού μου από την πλευρά της μητέρας μου, ο οποίος αφού έζησε μια δραματική ζωή εξαφανίστηκε το φθινόπωρο του 1944 και εκτελέστηκε, κατά πάσα πιθανότητα, ως συνεργάτης των Γερμανών. Αυτό είναι το μυστικό της μητέρας μου, το φάντασμα που καταδιώκει την οικογένειά μας.
Για να ξορκίσω αυτό το φάντασμα, πήρα ριψοκίνδυνους δρόμους. Κατέληξα σε μια μικρή πόλη, χαμένη κάπου στη ρώσικη επαρχία, όπου έμεινα για αρκετό καιρό, όντας συνέχεια σ’επιφυλακή, περιμένοντας να συμβεί κάτι. Και όντως συνέβη κάτι: ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Η τρέλα και ο τρόμος επέστρεφαν.
Επέστρεψαν, επίσης, στην ερωτική μου ζωή. Έγραψα για τη γυναίκα που αγαπούσα, μια ερωτική ιστορία η οποία πίστευα ότι θα είχε αντίκτυπο στην πραγματικότητα, όμως η πραγματικότητα ανέτρεψε τα πλάνα μου. Μας βύθισε σ’έναν εφιάλτη που έμοιαζε με τις χειρότερες ιστορίες των βιβλίων μου και οποίος ισοπέδωσε τις ζωές μας και την αγάπη μας.
Γι’αυτό μιλάει ετούτο το βιβλίο: για τα σχέδια που καταστρώνουμε προκειμένου να ελέγξουμε την πραγματικότητα και για τον τρομακτικό τρόπο με τον οποίο η πραγματικότητα ξαναπαίρνει πάντοτε το πάνω χέρι και μας απαντάει.»


Ο συγγραφέας αποκαλύπτει το καλά κρυμμένο οικογενειακό μυστικό με αφορμή την εμφάνιση ενός Ούγγρου αιχμαλώτου του Β’ Παγκόσμιου πολέμου, πενήντα χρόνια μετά την αιχμαλωσία του από τους Σοβιετικούς και τον εγκλεισμό του σε μια ψυχιατρική κλινική σε μια μικρή πόλη της Ρωσίας, το Κοτέλνιτς. Ο Καρέρ με ένα τηλεοπτικό συνεργείο τυπικά αναλαμβάνει να ξεδιαλύνει το αίνιγμα αυτού του ανθρώπου που εμφανίστηκε από το πουθενά χαμένος στα γρανάζια της ρώσικης γραφειοκρατίας αλλά ουσιαστικά ψάχνει τα ίχνη της οικογένειας της μητέρας του, της οποίας ο παππούς διετέλεσε διοικητής της επαρχίας αυτής. Το «αγκάθι» στην οικογενειακή ιστορία ήταν όμως ο πατέρας της, ένας πολυπράγμων άνθρωπος που δούλεψε για τους Γερμανούς κατακτητές ως μεταφραστής και είχε μοιραίο τέλος με την απελευθέρωση πέφτοντας θύμα της άναρχης κατάστασης που επικράτησε αμέσως μετά. Η μητέρα του συγγραφέα είναι πλέον εξέχων μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας οπότε η αποκάλυψη του παρελθόντος της θα την στιγματίσει, αλλά ο Καρέρ δεν καταλαβαίνει τίποτα, θα προχωρήσει για να απαλλαγεί επιτέλους από τα βάρη του παρελθόντος.
«Αυτή η σιωπή, αυτή η άρνηση, είναι κυριολεκτικά ζωτικής σημασίας για κείνη. Αν τις παραβιάσει κανείς, είναι σαν να την σκοτώνει, έτσι τουλάχιστον πιστεύει, κι εγώ πιστεύω απ’την πλευρά μου πως, τόσο για το δικό της το καλό όσο και για το δικό μου, είναι αναγκαίο να το κάνω. Πριν εκείνη πεθάνει, και πριν εγώ φτάσω στην ηλικία του αγνοούμενου – αλλιώς φοβάμαι μήπως θα πρέπει σαν κι αυτόν να εξαφανιστώ.
Ο παππούς μου θα ήταν σήμερα πάνω από εκατό χρονών, και το πιο πιθανό είναι ότι τον σκότωσαν μερικές ώρες, ημέρες ή εβδομάδες αφότου εξαφανίστηκε. Όμως για χρόνια για δεκαετίες, η μητέρα μου επέβαλε στον εαυτό της – ή ίσως προσπάθησε να το αποφύγει αλλά χωρίς αποτέλεσμα – να φαντάζεται το αφάνταστο: ότι κάπου ζούσε, ότι ίσως ήταν αιχμάλωτος, ότι κάποια μέρα θα γυρνούσε. Ακόμα και τώρα, το ξέρω γιατί μου το είπε, της τυχαίνει να ονειρεύεται τον γυρισμό του.
Κατάλαβα ότι αν η ιστορία του Ούγγρου με συντάραξε τόσο, είναι γιατί δίνει σάρκα και οστά σε αυτό το όνειρο. Και κείνος εξαφανίστηκε το φθινόπωρο του 1944, και κείνος τάχθηκε στο πλευρό των Γερμανών. Όμως εκείνος, πενήντα έξι χρόνια αργότερα, γύρισε. Γύρισε από ένα μέρος που ονομάζεται Κοτέλνιτς, στο οποίο έχω πάει και προβλέπω ότι θα πρέπει να ξαναπάω. Γιατί το Κοτέλνιτς, για μένα, είναι το μέρος όπου ζει κανείς όταν εξαφανίζεται.»



Ενδιάμεσα βιώνει στα σαρανταφεύγα του έναν σφοδρό έρωτα με μία αρκετά νεώτερή του πανέμορφη κοπέλα, την Σοφί. Η σχέση τους παρά την διαφορά κουλτούρας που έχουν (και την οποία ο Καρέρ φροντίζει να τονίζει) δείχνει να πηγαίνει καλά. Όμως, τα συνεχή ταξίδια του συγγραφέα και η μακροχρόνια διαμονή του στην Ρωσία φέρνουν προβλήματα στο ζευγάρι και ο Καρέρ όταν το συνειδητοποιεί, εκμεταλεύεται μια παραγγελία της Le Monde για μια ιστορία και γράφει μια ερωτική δημόσια επιστολή στην αγαπημένη του. Το καλογραμμένο διήγημα / εξομολόγηση είναι σχεδόν πορνογραφικού περιεχομένου και έχει τα τελείως αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που αναμένει ο συγγραφέας, ο οποίος όμως έχει χάσει το παιχνίδι λόγω της πρωτοφανούς επίδειξης ανωριμότητας που επιδεικνύει στην σχέση και της εμμονής του με την Ρωσία.

Ο Καρέρ ψάχνει την παιδική του ηλικία. Ξαναθυμάται τις εκφράσεις και τα τραγουδάκια που του μάθαινε η ρωσίδα γκουβερνάντα του στα τέλη της δεκαετίας του 50 (ο συγγραφέας είναι γενημμένος το 1957), έλκεται από την περίεργη ιστορία της Άνιας, μιας ιδιόμορφης γοητευτικής κοπέλας που ερωτεύτηκε (και ξελόγιασε) τον πρώην διοικητή του παραρτήματος ασφαλείας του χωριού. Εστιάζει στο ζευγάρι αυτό το ρεπορτάζ του μη βρίσκοντας κάτι άλλο ενδιαφέρον στο απρόσωπο και αδιάφορο Κοτέλνιτς. Ένα φρικτό έγκλημα όμως θα δραματοποιήσει το ντοκιμαντέρ, όταν η πραγματικότητα θα ανατρέψει κάθε φαντασία – όπως λέει και ο συγγραφέας σε κάποια στιγμή του βιβλίου: «Όταν κανείς γράφει για φοβερά πράγματα, τελικά τα φοβερά πράγματα συμβαίνουν».

Υπαρξιακά αδιέξοδα, η γλώσσα που επανέρχεται, παιχνίδια με τη μνήμη, ρήξη με το παρελθόν, ρήξη με το παρόν. Όλα αυτά υπάρχουν στο «κάτι σαν μυθιστόρημα», «κάτι σαν αυτοβιογραφία», αλλά πολύ ενδελεχές και τελικά υπέροχο (αλλά τόσο στενόχωρο) βιβλίο του Καρέρ. Ο συγγραφέας δημιουργεί μια εξαιρετική ατμόσφαιρα στην οποία βυθίζεται ο αναγνώστης, ο οποίος ξεπερνάει την αμηχανία που μπορεί να νιώσει με τον εγωκεντρισμό και την αντιπάθεια που βγάζει ο ίδιος ο δημιουργός / κεντρικός χαρακτήρας ο οποίος αδιαφορεί για το οποιοδήποτε προσωπικό κόστος προκειμένου να βρει τον εαυτό του. Το βιβλίο κλείνει με μια επιστολή προς την μητέρα του. Το ξέρει ότι ουσιαστικά «την έχει σκοτώσει» αλλά εκείνος πιστεύει ότι έπρεπε να το κάνει για να "απελευθερωθεί". Να «νικήσει» τον εαυτό του, να ξεπεράσει την οικογενειακή ομερτά – θεωρώ ότι είναι ένα είδος «εκδίκησης», που ταιριάζει (έστω κι ανορθόδοξα) με το τόσο όμορφο ποίημα του Oscar Wilde, την «Μπαλάντα Της Φυλακής Του Ρήντινγκ»
Yet each man kills the thing he loves
By each let this be heard,
Some do it with a bitter look,
Some with a flattering word,
The coward does it with a kiss,
The brave man with a sword
!...
 
Πέμπτη, Ιουλίου 01, 2010
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουλίου 01, 2010 | Permalink
Εφιάλτες και δυστοπίες ή όλα στο μίξερ
Ο Καταλανός συγγραφέας PABLO TUSSET ήταν μια ευχάριστη αναγνωστική ανακάλυψη όταν διάβασα το εξαιρετικό του μυθιστόρημα με τον περίεργο τίτλο «Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σ’ένα κρουασάν» πριν από μερικά χρόνια. Το πρόσφατα εκδοθέν στην χώρα μας δεύτερο μυθιστόρημα του με τίτλο « Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΧΟΙΡΙΝΩΝ», (Εκδ. Opera, μετάφρ.Κ.Ηλιόπουλος, σελ. 475), παρ’ότι έχει αρκετές αρετές μάλλον με απογοήτευσε, αφού τα ευρήματα και οι περίεργες καταστάσεις του πρώτου του βιβλίου εδώ δεν λειτούργησαν (παρά την αρχικά καλή ιδέα) και τα αρκετά καλά στοιχεία χάθηκαν μέσα στον κυκεώνα ανούσιων λεπτομερειών, εξυπνακίστικων μεθόδων και ακατάσχετης πολυλογίας.

Το πτώμα μιας γυναίκας ανακαλύπτεται σε ένα υπερμοντέρνο σφαγείο που βρίσκεται σε ένα χωριό της Ισπανίας στη μέση του πουθενά. Η γυναίκα έχει σφαγιασθεί με παρόμοιο τρόπο με αυτόν που γίνεται με τα γουρούνια, στο δε στόμα της ο δολοφόνος της έχει τοποθετήσει ένα χαρτί με την επιγραφή «Εις το όνομα του Χοίρου». Ο επιθεωρητής Πουγιόλ (ναι, ίδιο όνομα με τον σέντερ-μπακ της Μπάρτσα!) αναλαμβάνει την υπόθεση που αποδεικνύεται σχεδόν αδιέξοδη λόγω της «ομερτά» που υπάρχει σ’αυτό το περίεργο και ιδιόμορφο χωριό, ένα σχεδόν αυτόνομο κρατίδιο ψηλά στα βουνά, απομονωμένο από τον έξω κόσμο με τους δικούς του κανόνες και την αυστηρή ιεραρχία σύμφωνα με την οποία δεν προσλαμβάνεται στο σφαγείο κανείς «ξένος» ενώ ιδιοκτήτης της εν λόγω επιχείρησης είναι ένας πάμπλουτος επιδειξιομανής ηλικιωμένος που ασχολείται (και) με την ποίηση.

Ο Πουγιόλ είναι ο ένας ήρωας του βιβλίου. Ένας αστυνομικός λίγους μήνες πριν από τη σύνταξή του, νεάζων και υπερβολικά καλός (κάτι σαν τον Χαρίτο του Μάρκαρη), με ευαισθησίες και όνειρα για την ζωή που ανοίγεται μπροστά του μετά την αποχώρησή του από το σώμα. Ως προστατεύομενό του έχει έναν σαραντάρη αστυνόμο, τον Τ., ο οποίος αποτελεί τον τον κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος. Ο Τ. είναι ένας χαρακτηριστικός κινηματογραφικός ήρωας. Με εμφάνιση Τζεημσμποντική όταν ξεκινάει το βιβλίο βρίσκεται για μετεκπαίδευση στην Ν.Υόρκη όπου ερωτεύεται μια νεαρή Ιρλανδέζα ισπανικής καταγωγής. Από την αρχή καταλαβαίνουμε ότι κάτι δεν πάει καλά με τον τύπο. Παρουσιάζει στοιχεία διπλής προσωπικότητας και χάνει τον έλεγχό του όταν πίνει. Τριγυρίζει άσκοπα στη Ν.Υόρκη φλερτάροντας με την μικρή, η οποία του θυμίζει τη μορφή της Παναγίας από έναν πίνακα του Μπελίνι που έχει πάντα μαζί του. Η υστερική συμπεριφορά του τρομάζει την κοπέλα που εξαφανίζεται από τη ζωή του και αυτός τα μαζεύει και γυρίζει πίσω όπου του ανατίθεται η δύσκολη αποστολή να ζήσει (με ψεύτικη ταυτότητα) στο χωριό που είναι το σφαγείο και δια της καθημερινής τριβής με τους κατοίκους εκεί να προσπαθήσει να προσληφθεί στην μονάδα παραγωγής χοιρινών. Η εμπειρία του αυτή θα είναι μία «κάθοδος στην κόλαση» με συνέπειες που εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι θα είναι δραματικές.

Το μυθιστόρημα παρουσιάζει ανομοιογένειες ως προς τον ρυθμό του. Τα βαρετά και φλύαρα κεφάλαια της Ν.Υόρκης, όπου η ερωτική ιστορία του Τ. είναι επιπέδου ρομαντικής κομεντί διαδέχεται η καταιγιστική δράση και το εξαιρετικό ενδιαφέρον όταν η ιστορία μεταφέρεται στο (κάτι σαν Ζωνιανά) απομονωμένο και εφιαλτικό χωριό. Ο Τ. είναι ένας χαρακτήρας βγαλμένος από τις σελίδες του Στήβενσον (Δρ. Τζέκυλ & Κος Χάιντ), υπερβολικά ρομαντικός και καλοσυνάτος διανοούμενος και από την άλλη αδίστακτος και βίαιος. Ο συγγραφέας φανερά επηρεασμένος από το «Fight Club» προσπαθεί να μπερδέψει τον αναγνώστη με περιστατικά τα οποία δείχνουν άσχετα ως προς την ροή του μυθιστορήματος και στην (έτσι κι αλλιώς απρόβλεπτη και ακατανόητη) συμπεριφορά του ήρωά του. Το δε τέλος του μυθιστορήματος αφήνει πολλά πράγματα ανοιχτά (προδιαθέτοντας ίσως και για κάποιο sequel), ερωτηματικά που έχουν προκύψει από την ανάγνωση κοντά 500 σελίδων δεν απαντιούνται και ο (προσεκτικός) αναγνώστης αισθάνεται μετέωρος – και στην περίπτωσή μου απογοητευμένος.

Στίχοι τραγουδιών που δεν κολλάνε πουθενά, αστεία και χιούμορ που κάποιες φορές λειτουργεί και κάποιες (τις περισσότερες) όχι, η αφήγηση που περιστρέφεται γύρω από την 11 Σεπτεμβρίου χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος παρ’ότι ο συγγραφέας μας αφήνει να πιστεύουμε ότι θα παίξει κάποιο ρόλο το συγκεκριμένο γεγονός, στοιχεία εντυπωσιασμού «ατάκτως ερριμμένα», sex and drugs and rock&roll στο ομιχλώδες τοπίο του χωριού που παρομοιάζεται με το «Καθαρτήριο» του Δάντη, άπειρες σινεφίλ αναφορές συντείνουν στην δημιουργία μιάς άνισης δημιουργίας που καταστρέφει τα πολλά καλά στοιχεία του βιβλίου.

Διότι καλά στοιχεία υπάρχουν πολλά. Οι δύο χαρακτήρες των ηρώων είναι εξαιρετικοί. Ο μυστηριώδης Τ. αλλά και ο επιθεωρητής Πουγιόλ είναι πολύ ενδιαφέρουσες προσωπικότητες και παρασέρνουν τον αναγνώστη γοητεύοντάς τον. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, κυρίως αυτοί του χωριού ωραία σκιαγραφημένοι και ευδιάκριτοι, ενώ η ατμόσφαιρα στο δεύτερο μισό του βιβλίου όπου η δράση μεταφέρεται στο χωριό θυμίζει την ταινία του Αμενάμπαρ «Οι άλλοι» που συχνά,πυκνά αναφέρεται από τον συγγραφέα. Ο Τουσέτ έχει την ικανότητα να μαγνητίζει τον αναγνώστη με το ανάλαφρο και χιουμοριστικό του ύφος, το δε στυλ του είναι ακαταμάχητο, πράγμα που μάλλον παρασέρνει κάποιους να μη προσέξουν τις τόσες ατέλειες της κατασκευής. Κυρίως το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι δεν μπορεί να «τιθασεύσει» το υλικό του, το οποίο μοιάζει δανεικό, σαν να έχει πάρει κομμάτια από ταινίες, μυθιστορήματα (κυρίως του συμπατριώτη του Μονταλμπάν), πράγματα χιλιογραμμένα και χιλιοειπωμένα. Κρίμα…

__________________________________________________


Με αρκετή καθυστέρηση διάβασα το μυθιστόρημα του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα (πολιτικού μηχανικού) αλλά και ενεργού μπλόγκερ Δ.Οικονόμου, με τον ωραίο τίτλο «Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΕΛΛΟΝΤΟΣ ΗΛΙΟΥ», (Εκδ. Μελάνι, σελ. 305) το οποίο αποτελεί ένα πολύ ενθαρρυντικό πρώτο βήμα στην ελληνική πεζογραφία.

Το μυθιστόρημα είναι μία δυστοπία φανερά επηρρεασμένη από το 1984 του Όργουελ (που είναι επηρρεασμένο από το ΕΜΕΙΣ του Ζαμιάτιν κ.ο.κ.) και από τα βιβλία του Φίλιπ Κ.Ντικ. Η δράση τοποθετείται στο πολύ κοντινό μέλλον όπου η χώρα κυβερνάται από τον Αρίστο Συνετό Junior, γόνο της οικογένειας των Συνετών που επί 3 γενιές είναι στην εξουσία. Ο Συνετός με την καθοδήγηση ενός διαβολικού Συμβούλου, του Σταβέρη έχει ως κυρίαρχο δόγμα την Δημόσια Αισθητική, ένα σύστημα αρχών και αξιών παντελώς ανούσιο και επιφανειακό, σύμφωνα όμως με το οποίο πρέπει άπαντες να κινούνται μέσα στα όρια του και να υπακούουν στους κανόνες του. Η ιδιόμορφη αυτή «δημοκρατία» χαλιναγωγεί τους πολίτες της έτσι ώστε μέσω της συνεχούς προπαγάνδας των Μ.Μ.Ε. να μην ασχολούνται με τίποτε άλλο παρά μόνο με την εξωτερική τους εμφάνιση και την καλοπέραση.

Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένας διάσημος αρχιτέκτονας, ο Ζώης Δαμιανός με σκοτεινό οικογενειακό παρελθόν, το οποίο ο ίδιος έχει αποκηρύξει μετά βδελυγμίας υπακούοντας πιστά στους κανόνες της Δημόσιας Αισθητικής. Ο Δαμιανός υπερπροβάλλεται από τα Μέσα, ενώ ως διάσημος εργένης, φωτογραφίζεται συνεχώς με εκπάγλου καλλονής συντρόφους. Ο Δαμιανός θεωρείται από το πρωθυπουργικό γραφείο ως η καλύτερη επιλογή για να αναλάβει την οικοδόμηση ενός νέου Προεδρικού Μεγάρου που θα αποτελέσει μνημείο της Δημόσιας Αισθητικής και θα λειτουργήσει ως η Νέα Ακρόπολη του Έθνους. Για τον σκοπό αυτό θα αλλάξει μορφή ο λόφος του Λυκαβηττού ώστε μόνο το κτίριο αυτό να δεσπόζει της πόλης και να φαίνεται από παντού.

Ο Δαμιανός όμως ερωτεύεται σφόδρα μια έξυπνη και πανέμορφη αρχιτέκτονα την Ιώ, η οποία στην πραγματικότητα ανήκει σε μια ανατρεπτική ομάδα που σκοπεύει να αφυπνίσει από τη μια τον ταλαντούχο αρχιτέκτονα και από την άλλη να αποτρέψει την οικοδόμηση του τερατώδους μεγάρου προβλέποντας ότι εάν αυτό ολοκληρωθεί τότε τα επόμενα σχέδια της κυβέρνησης Συνετού θα είναι η κατεδάφιση του Παρθενώνα. Ο Δαμιανός σιγά-σιγά συνειδητοποιεί το αδιέξοδο των προσπαθειών του βλέποντας τις προεκτάσεις που παίρνει το κυβερνητικό εγχείρημα. Σε συνδιασμό με την ρομαντική σχέση που βιώνει με την ωραία «τρομοκράτισα» θα έρθουν κυριολεκτικά τα πάνω-κάτω στη ζωή του με απρόβλεπτες συνέπειες για τον ίδιον και όσους τον συναναστρέφονται.

Ο πολύ ενδιαφέρων μύθος και η ωραία δομή της ιστορίας κάνουν το βιβλίο ένα ανάγνωσμα που δεν δυσκολεύεται να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Τα πρόσωπα που όλο και κάτι μας θυμίζουν και που παραπέμπουν σε γνωστές φιγούρες του σύγχρονου νεοελληνικού βίου, η κυριαρχία της ιλουστρασιόν αισθητικής, η προπαγάνδα και η «τύφλωση» του κόσμου είναι πολύ έξυπνα κατασκευασμένα έτσι ώστε το εφιαλτικό σενάριο που περιγράφει ο συγγραφέας να φαντάζει πολλές φορές ρεαλιστικότατο. Όλα αυτά σε συνδιασμό με την στρωτή αφηγηματική γλώσσα και παρά τις «ευκολίες» στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων του μυθιστορήματος που έχουν ένα «μανιχαϊσμό» και στον κάποιες φορές κοινότοπο σαρκασμό κάνουν το βιβλίο να μη φαίνεται ως πρωτόλειο.

Το πρόβλημα που εντόπισα στο μυθιστόρημα είναι η διαχείριση του θέματος. Θεωρώ ότι ο Οικονόμου είχε μια ωραία ιδέα, το υλικό όμως είναι δύσκολο να χαλιναγωγηθεί (πράγμα που συμβαίνει συνήθως στα μελλοντολογικά μυθιστορήματα ακόμα και σε πολύ έμπειρους συγγραφείς), και κάπου του ξέφυγε. Το μυθιστόρημα κινείται σε αργούς ρυθμούς με αρκετές αδιάφορες (τουλάχιστον για τα δικά μου κριτήρια) λεπτομέρειες μέχρι τη γνωριμία των δύο ερωτευμένων και μετά παίρνει μια άλλη τροπή χωρίς όμως να κινείται προς την (μάλλον αναμενόμενη) κατάληξη αλλά γυρνώντας γύρω-γύρω από τον εαυτό του. Οι τελευταίες 30 σελίδες που οδηγούν ξέφρενα προς το (κινηματογραφικής υφής) φινάλε σώζουν την κατάσταση και αφήνουν μια πικρή μεν, ωραία όμως γεύση στον αναγνώστη.