Τρίτη, Μαΐου 25, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 25, 2010 | Permalink
Έτος Μηδέν
«Κανείς δεν είναι αυτός που λέει ότι είναι…»

Σκοτεινό και δυσάρεστο αλλά ταυτόχρονα, τόσο σαγηνευτικό το μυθιστόρημα «ΤΟΚΙΟ ΕΤΟΣ ΜΗΔΕΝ», του πολύ καλού Βρετανού συγγραφέα David Peace (Εκδ.Τόπος, μετάφρ. Μ.Σαρατσιώτη, σελ.479), που εκτυλίσσεται στο μεταπολεμικό και ταπεινωμένο Τόκιο του 1946, ένα χρόνο ακριβώς από την (αναγκαστική) συνθηκολόγηση μετά τη ρίψη της δεύτερης ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι. Το βιβλίο τυπικά είναι μια αστυνομική ιστορία, με πολλούς φόνους, με έναν κλασσικό serial-killer, και με ήρωα ένα ντετέκτιβ αλλά ουσιαστικά είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ με τρομακτικό (στην κυριολεξία) ρυθμό με πολλά κοινωνικοπολιτικά στοιχεία, μια έξοχη αναπαράσταση των ταραγμένων ημερών της παραπαίουσας (πρώην) αυτοκρατορίας και κυρίως μια ανατομία της κοινωνίας δοσμένη με τέτοια ένταση και πάθος που δεν μπορείς να πάρεις ανάσα.

Ο ντετέκτιβ Μινάμι είναι ένας κατεστραμμένος άνθρωπος. Υπηρετεί στην αστυνομία του Τόκιο, δεν βλέπει την οικογένειά του από την πολλή δουλειά, κοιμάται μόνο με ισχυρή δόση χαπιών, βλέπει παραισθήσεις, χρηματίζεται από έναν ισχυρό παράγοντα της τοπικής μαφίας (ο οποίος του προμηθεύει τα χάπια σε μεγάλες ποσότητες), φοβάται και τη σκιά του διότι το αστυνομικό σώμα περνάει από μεγάλες εκκαθαρίσεις καθώς οι Αμερικάνοι κατακτητές θέλουν να ελέγχουν τα πάντα. Το σκηνικό είναι το Τόκιο μετά τη ντροπιαστική – για τα δεδομένα της φυλής – παράδοση στους γιάνκηδες. Ένα Τόκιο τελείως διαφορετικό από αυτό που γνωρίζουμε. Η κατάσταση μοιάζει ίδια με αυτή του Βερολίνου μετά την συνθηκολόγηση της Γερμανίας, εξάλλου και ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει ευθέως στο φιλμ του Ροσελίνι «Γερμανία, έτος μηδέν». Την εξουσία την έχουν ουσιαστικά οι Αμερικάνοι, ο κόσμος πεινάει, οι γυναίκες εκδίδονται για να ζήσουνε, συμμορίες λυμαίνονται την πόλη, φόβος και παράνοια παντού.

Μέσα σ’αυτό το χάος ανακαλύπτονται σε ένα πάρκο δύο παραμορφωμένα πτώματα κοριτσιών, τα οποία έχουν βιασθεί και πεθάνει σχεδόν με πανομοιότυπο τρόπο. Οι αρχές συλλαμβάνουν έναν ύποπτο που δουλεύει για τις δυνάμεις κατοχής και έχει πρόσβαση σε τροφή και ρουχισμό. Εκείνος, ο Κοντάϊρα δεν αργεί να ομολογήσει τον ένα φόνο. Ο ντετέκτιβ Μινάμι προσπαθώντας να του φορτώσει και το δεύτερο πτώμα, διαπιστώνει ότι οι δολοφονίες αυτές είναι όμοιες με μία που διαπράχτηκε πριν από ακριβώς ένα χρόνο, την ημέρα της συνθηκολόγησης, όταν ανακάλυψε το πτώμα μιας εργάτριας εξαφανισμένης από καιρό. Καθώς προχωράει η ανάκριση και άλλα πτώματα ανακαλύπτονται σε περιοχές που σχετίζονται με τον Κοντάϊρα. Οι φόνοι αυτοί μοιάζουν μεταξύ τους, ενώ η αναγνώριση των πτωμάτων είναι πάντα δύσκολη. Η προσπάθεια του ντετέκτιβ Μινάμι είναι να κάνει τον Κοντάϊρα να ομολογήσει όλους τους φόνους. Η προσπάθειά του συναντάει δυσκολίες καθώς έχει πέσει σε δυσμένεια μέσα στην ίδια του την υπηρεσία και καθώς νιώθει να ολισθαίνει προς την παράνοια ο ίδιος. Η θέα των πτωμάτων του φέρνει στο νου τις σφαγές του Ιαπωνικού στρατού στην Μαντζουρία, στις οποίες συμμετείχε ο ίδιος καθώς και ο serial-killer Κοντάϊρα, ο οποίος τον έχει αναγνωρίσει και φροντίζει να του το επαναφέρει στη μνήμη όποτε τον βλέπει.

Η αστυνομική ιστορία δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η ίντριγκα περιορίζεται στην παραδοχή του ύποπτου για τα εγκλήματα που είναι (σχεδόν) σίγουρο ότι έχει διαπράξει. Η διαφθορά είναι παρούσα συνεχώς και παντού. Τα χτυπήματα μέσα στο αστυνομικό σώμα είναι πισώπλατα και οι Αμερικανοί ελέγχουν τα πάντα. Το μόνο μέλημα όλων είναι να επιβιώσουν πάση θυσία. Ο συγγραφέας εστιάζει περισσότερο στην ατμόσφαιρα των ημερών, στο χάος που επικρατεί στους δρόμους, στο εφιαλτικό σκηνικό της πόλης μέσα στη ζέστη του Αυγούστου. Έτσι κι αλλιώς υπάρχουν πολλοί τρόποι να διηγηθεί κανείς μια αστυνομική ιστορία, όπως και να περιγράψεις έναν δολοφόνο. Το πώς θα το πεις μετράει, ακόμα και το πιο συνηθισμένο ή κοινότοπο έγκλημα θέλει τον δικό του τρόπο αφήγησης.

Εκεί είναι που εστιάζει ο Πις. Με ένα μοναδικό, ασθματικό και αγχώδη τρόπο, υποβάλλει τον αναγνώστη σε ένα βασανιστικό ψυχολογικό παιχνίδι. Οι φανατικοί του Ελρόι θα βρουν ομοιότητες. Οι οπαδοί των κόμικς θα χαμογελάσουν συνωμοτικά. Η γραφή του Peace απογειώνει μια (κατά τα φαινόμενα) συνηθισμένη ιστορία σε μια εμπειρία άνευ προηγουμένου. Σου παίρνει καμιά 50αριά σελίδες να το συνηθίσεις ακόμα κι αν έχεις διαβάσει το εξαιρετικό 1974 του ίδιου. Οι περιγραφές της φρίκης στην Μαντζουρία φέρνουν στο μυαλό τις αντίστοιχες υπέροχες σελίδες του «Κουρδιστού Πουλιού» του Μουρακάμι, μόνο που στο «Τόκιο…» τα παίζεις τελείως. Οι λάτρεις της «Καρδιάς του σκοταδιού» θα βρουν πάλι την «φρίκη» που αντίκρυσε ο Κουρτς ενώ οι οπαδοί της νουάρ αστυνομικής λογοτεχνίας θα μείνουν έκπληκτοι μπροστά στην εμφανή ποιητικότητα και χορογραφία του κειμένου. Το τέλος του εκπληκτικού μυθιστορήματος δεν εκπλήσσει κανέναν, εξάλλου ο προσεκτικός αναγνώστης το έχει ψυχανεμισθεί πολλές σελίδες πριν, το έχει εμπεδώσει ότι «κανείς δεν είναι αυτός που λέει ότι είναι…».

«…Το ζευγάρι των Κινέζων μέσα στη βρόμα, τα πρόσωπά τους ανέκφραστα. Ο διερμηνέας φτύνει το σπίρτο και φωνάζει στον άντρα. Το σκόρδο βρομάει, οι λέξεις άγριες. Η γυναίκα απαντάει στις ερωτήσεις. Ο διερμηνέας τη χτυπά. Η γυναίκα παραπατά. Ο διερμηνέας γνέφει. Ο Κασαχάρα κι εγώ οδηγούμε το ζευγάρι στην άκρη του χωριού, εκεί που ο κόκκινος ουρανός καθρεφτίζεται στο ρυάκι με τις ιτιές. Τα δέντρα απόψε είναι ακίνητα, τα αγροτόσπιτα έρημα. Το ζευγάρι κοιτάζει το νερό στο ρυάκι, τις συστάδες από τα άγρια χρυσάνθεμα, το κουφάρι ενός αλόγου, η σέλα μπλεγμένη στα χορτάρια. Ο Κασαχάρα τραβά το σπαθί του κι εγώ το δικό μου. Ο άντρας και η γυναίκα πέφτουν στα γόνατα. Τα δυο του χέρια σφιγμένα το ένα μέσα στ’άλλο. Η φωνή της τρελαμένη, ικετεύει. Η λεπίδα και μετά πάλι τίποτα. Αίμα τρέχει στους ώμους τους, αλλά κανένα κεφάλι δεν πέφτει. Το σώμα του άντρα γέρνει δεξιά και κατρακυλά στα άγρια χρυσάνθεμα. Μασάκι, μπαντζάι! Σπρώχνω το σώμα της γυναίκας να πέσει στο ρυάκι, οι λασπωμένες σόλες της κοιτούν στον ουρανό. Μπαμπά, μπαντζάι! Στο χωριό, κοντά στην ακροποταμιά με τις ιτιές, μια ομάδα από αρτιμελείς άντρες ποζάρουν μπορστά από ένα μισογκρεμισμένο σπίτι. Ο επικεφαλής μας στη μέση ακουμπά τα χέρια του στα κεφάλια δύο μικρών παιδιών. Καθόλου δάκρυα για τα ποτάμια και τα βουνά της γής τους, καμία λύπηση για τον πατέρα και τη μητέρα που δεν είναι πια εδώ. Σε βλέπω, μικρούλα, να κουνάς μια μικρή σημαία στο χεράκι σου. Το σώμα της μέσα στα χρυσάνθεμα, τα πόδια της κοιτούν τον ουρανό. Ο μπαμπάς θα κρατάει αυτή την εικόνα για πάντα στο μυαλό του. Στην ακροποταμιά με τις ιτιές. Στο μισογκρεμισμένο σπίτι κείτομαι ανάμεσα στα πτώματα. Χιλιάδες, εκατομμύρια. Εκατόν τριάντα Calmotin, εκατόν τριάντα ένα. Ο ήλιος περνά μέσα από τα παράθυρα του βαγονιού, γκέτες κρέμονται από το διχτυωτό των αποσκευών. Ένα παιδί βγάζει από τη θήκη ένα σπαθί – παιχνίδι. Μπαντζάι! Εκατόν σαράντα Calmotin, εκατόν σαράντα ένα. Στο Σπίτι της Λήθης δεν υπάρχουν σημαίες…»

Ο David Peace γεννήθηκε το 1967 στο Γιορκσάϊρ της Αγγλίας και πάνω από μια δεκαετία ζει στο Τόκιο με την οικογένειά του. Το «ΤΟΚΙΟ ΕΤΟΣ ΜΗΔΕΝ» βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία και αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας βιβλίων για το Τόκιο. Περισσότερα στοιχεία για τον συγγραφέα και τα βιβλία του στην ιστοσελίδα των εκδόσεων ΤΟΠΟΣ.
 
Τρίτη, Μαΐου 18, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 18, 2010 | Permalink
Δύο (σχεδόν) αυτοβιογραφικές νουβέλες
Η αξία του πολύ καλού Αμερικανού συγγραφέα Tobias Wolff φαίνεται στην ικανότητά του να μετατρέπει απλές, καθημερινές ιστορίες σε λογοτεχνικό γεγονός, σε κομψοτεχνήματα που μένουν στο μυαλό σου αρκετές μέρες ή και μήνες από τη στιγμή που τελείωσες το βιβλίο. Αυτό το συναίσθημα ήταν πολύ έντονο στο πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα που διάβασα στα ελληνικά, το υπέροχο «Παλιό Σχολείο», το ξανασυνάντησα και τώρα (το συναίσθημα) στην νουβέλα με τον προβοκατόρικο τίτλο «Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΥ» (Εκδ.Πόλις, μετάφρ.Χ.Οικονόμου, σελ.118).

Η ιστορία δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο. Ένας νεαρός από μια δυσλειτουργική οικογένεια κατατάσσεται στο στρατό με σκοπό να πάει να πολεμήσει στο Βιετνάμ. Βρισκόμαστε στο 1967 και ο στρατός αποτελεί μια διέξοδο για τους έφηβους που ασφυκτιούν στο στενό περιβάλλον της επαρχιακής πόλης που ζουν, δεν ξέρουν τι τους περιμένει απλά ψάχνουν αυτοεπιβεβαίωση και μια ευκαιρία να ζήσουν κάτι διαφορετικό. Το μεγαλύτερο μέρος της νουβέλας εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής εκπαίδευσης σε μια πόλη χαμένη στο πουθενά, όπου δεν έχεις τίποτα να κάνεις. Ακόμα κι αυτή η εκπαίδευση είναι τόσο μονότονη που σού’ρχεται να τα σπάσεις όλα και να φύγεις. Τα καψόνια πάνε σύννεφο κυρίως στους νεοσύλλεκτους όπως ο ήρωας της ιστορίας,ο Φίλιπ Μπίσοπ. Ένα τυχαίο γεγονός κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου καψονιού θα τον φέρει κοντά σε άλλους δύο μπουρτζόβλαχους, τον Λιούις και τον Χάμπαρντ. Μετά από αυτή τη μέρα γίνονται κολλητοί και μοιράζονται τις εμπειρίες τους. Το τέλος της ιστορίας θα τους βρει σκορπισμένους, με τον έναν να στιγματίζεται για όλη του τη ζωή ως κλέφτης, τον άλλον να λιποτακτεί στον Καναδά και τον Φίλιπ να πηγαίνει στο Βιετνάμ.

Μια ιστορία «ανδρική», αναζήτησης του νοήματος στη ζωή, διαμόρφωσης της προσωπικότητας. Οι τρεις διαφορετικοί χαρακτήρες που η ζωή τους φέρνει πολύ κοντά μοιράζονται την αγωνία για το αύριο, τον φόβο για το άγνωστο που τους περιμένει. Ο καθένας τους αντιδράει διαφορετικά στις καθημερινές προκλήσεις, τα νεύρα είναι στο κόκκινο και η αδρεναλίνη ψάχνει διέξοδο ανά πάσα στιγμή.

Είναι εκπληκτική η ικανότητα κάποιων Αμερικανών συγγραφέων να φτιάχνουν ιστορίες από το τίποτα. Ο Φώκνερ, ο Κάρβερ, ο Τομπάιας Γουλφ στην περίπτωση μας είναι ένας από αυτούς, της μεγάλης σχολής. Η ιστορία του είναι (όπως έχει δηλώσει ο ίδιος) αυτοβιογραφική – εξάλλου κατατάχθηκε και πήγε στο Βιετνάμ για να βαδίσει στα βήματα των Χεμινγουέϊ και Μέϊλερ.Νιώθεις ότι κάπου το έχεις ξαναδιαβάσει, το έχεις δει στο σινεμά αλλά σε κρατάει και στο τέλος αισθάνεσαι ότι αυτά τα χιλιοειπωμένα πράγματα τα διαβάζεις για πρώτη φορά στη ζωή σου.

Αυτοβιογραφική αλλά σε τελείως διαφορετικό ύφος και πλαίσιο είναι και η νουβέλα του ταξιδευτή συγγραφέα Paul Morand (1888-1976), με τον ωραίο τίτλο «ΟΙ ΕΚΚΕΝΤΡΙΚΟΙ», (Εκδ.Ολκός, μετάφρ. Φ.Βλαχοπούλου, σελ.215), ένα κείμενο, πρωτόλειο γραμμένο το 1910 που έμεινε στα συρτάρια του συγγραφέα και διπλωμάτη μέχρι τον θάνατό του, και ανακαλύφθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 70.

Ο Μοράν ήταν ένας κοσμοπολίτης συγγραφέας που έγινε περισσότερο γνωστός από τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις, τα δύο βιβλία του, ΒΕΝΕΤΙΕΣ και ΤΑΞΙΔΙΑ που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ολκός είναι τα πλέον ενδεικτικά του έργου του. Στην πρώτη του λογοτεχνική απόπειρα φαίνεται το ύφος που θα υιοθετήσει στη συνέχεια, είναι έντονος ο κοσμοπολιτισμός του, η λατρεία (σχεδόν εμμονή) για τα ταξίδια, η αγάπη για την «καλή ζωή».

Οι δύο ήρωες του βιβλίου, ο μυστηριώδης Ανκετίλ και ο ονειροπόλος Σιμόν που κάνει τα πρώτα του βήματα στον έξω κόσμο, μετακινούνται συνεχώς. Από τα σαλόνια του Παρισιού, στους χορούς και τις συγκεντρώσεις της Αγγλικής αριστοκρατίας στο Λονδίνο, το Ντερμπυσάιρ, την Οξφόρδη για να καταλήξουν στην Βενετία και πάλι σε δεξιώσεις και βραδιές όπερας. Γύρω τους κινούνται ωραίες και μοιραίες γυναίκες, που ερωτοτροπούν με τον αγνό και όμορφο Σιμόν, ενώ ο Ανκετίλ φροντίζει να του ανοίγει όλες τις πόρτες. Ο Σιμόν θα πέσει στα δίχτυα μιάς εξαίσιας Αγγλοινδής αλλά θα ερωτευτεί ως εκεί που δεν παίρνει μια νεαρά ιδιότροπη Αγγλοπολωνή πριγκίπισσα που κυκλοφορεί συντροφιά με ένα χαριτωμένο πιθηκάκι.

Οι ήρωες είναι μποέμ, αυτοχαρακτηρίζονται εκκεντρικοί, για την πλειονότητα του κόσμου θεωρούνται «άχρηστοι». Είναι ο κόσμος που θαυμάζει ο συγγραφέας και ο τρόπος ζωής που φρόντισε να ακολουθήσει σε όλη του τη ζωή. Ενδεικτική η συζήτηση που παραθέτει σε κάποιο σημείο της νουβέλας του:

«…Καθώς ο Σαβελιέ-Λεβί σχολίαζε ότι οι κοσμοπολίτες δεν διαφέρουν από τους σνομπ, ο Ανκετίλ φούντωσε και έχασε την ψυχραιμία του.
Τους θεωρούσαν, πράγματι, λάτρεις της «μεγάλης ζωής’, επιφανειακούς και ανάξιους ηδονιστές, στείρους ντιλετάντηδες, κοσμικούς που περιφέρουν την πλήξη και την αχρηστία τους στα στέκια του συρμού. Δίπλα τους, γύρω από τα μεγάλα κέντρα τέχνης, τα μουσεία, τα πανεπιστήμια, τις ξακουστές βιβλιοθήκες, υπήρχε μια μεγάλη τάξη ανδρών και γυναικών, έξυπνων και μορφωμένων, που αντάλλασσαν συνεχώς σκέψεις και φιλοφρονήσεις. Δεν ήταν απλώς μπλαζέ τύποι που έψαχναν διαρκώς, από βαριεστημάρα, για νέα θεάματα, αλλά ενθουσιώδεις άνθρωποι οι οποίοι περιπλανιούνταν αδιάκοπα, αναζητώντας μια πιο έντονη πνευματική ζωή, γυρεύοντας να ανακινήσουν νέες ιδέες, να γνωρίσουν περίεργα και γοητευτικά πλάσματα, και οι οποίοι συναιρούσαν σε ένα κοινό ιδεώδες, τον ασυμβίβαστο τρόπο ζωής τους, τη διαφορετική γλώσσα και κοινωνική τάξη τους, τις αλλιώτικες συνήθειές τους.
-Κάτι σαν μποέμικος κοσμοπολιτισμός;ρώτησε η κυρία ντε Μπιεβίλ.
-Ναι, αλλά ο δικός μας – και λέω ο δικός μας, γιατί τον ασπάζομαι και είμαι υπερήφανος γι’αυτό-, απάντησε ο Ανκετίλ, είναι τελείως διαφορετικός από τον ιταλικό. Είναι εξίσου ζωντανός, χαρούμενος, νεανικός, αλλά χωρίς τα έκλυτα ήθη του τελευταίου. Θέατρό του είναι ο απέραντος κόσμος, και όχι το αίθριο ενός καφενείου. Έχει, επίσης, πολύ περισσότερο χρώμα, πολύ περισσότερη σκέψη. Μη νομίζετε ότι πρόκειται για μια κάστα αντισυμβατικών• είναι μια ολόκληρη γενιά που επιζητά περισσότερη ελευθερία και ομορφιά…Η μόνη λέξη που βρήκα, συνέχισε ο Ανκετίλ, έπειτα από μια μικρή παύση, για να περιγράψω αυτή τη νέα τάση, είναι μια παμπάλαιη λέξη που, τον Μεσαίωνα, χαρακτήριζε όλους τους περιπλανώμενους, όλους τους νομάδες – σοφούς, σαλτιμπάγκους, ποιητές, καλλιτέχνες -, οι οποίοι ταξίδευαν, όπως εμείς, από επαρχία σε επαρχία, από χώρα σε χώρα, από Δύση σε Ανατολή. Τους έλεγαν εκκεντρικούς, δηλαδή πλάνητες. Δεν νομίζετε πως μας έρχεται γάντι;
-Έκτοτε, είπε χαριτολογώντας ο κύριςο Σαβελιέ-Λεβί, η λέξη εξελίχθηκε και πήρε άλλη σημασία, νεαρέ μου. Δηλώνει τους απροσάρμοστους και τους ιδιόρρυθμους. Παραδεχτείτε το, ακόμη κι έτσι, σας ταιριάζει μια χαρά.»


Ειρωνία και υποδόριο χιούμορ, φλυαρία και αυταρέσκεια, διατρέχουν τις σελίδες της νουβέλας, που ως κείμενο είναι μάλλον άνισο και κουραστικό. Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερο ως διήγημα 50-60 σελίδων. Στον αναγνώστη μένουν κάποιες ωραίες συζητήσεις, ωραίες περιγραφές των πόλεων, κυρίως της Βενετίας (ως προάγγελος του έξοχου ταξιδιωτικού κειμένου του ίδιου συγγραφέα).

Η νουβέλα είναι περισσότερο μια «αισθηματική αγωγή» και ένας απόηχος μιας άλλης εποχής που θα έσβηνε μετά από πολύ λίγα χρόνια κάτω από την κόλαση του Α Παγκόσμιου πολέμου. Ο Πωλ Μοράν με τα χρόνια θα εξελιχθεί σε έναν κοσμοπολίτη και ντιλετάντη συγγραφέα με ωραίο στυλ, θα «πετύχει» την πριγκίπισσα που οραματιζόταν στους «Εκκεντρικούς» αφού παντρεύτηκε την ελληνικής καταγωγής πριγκίπισσα Ε.Σούτσου, αλλά ο έντονος εθνικισμός και φιλοναζισμός του (κοινό σημείο με πολλούς Γάλλους διαννοούμενους της εποχής), θα του δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στο μέλλον «αποκαθηλώνοντας» το όνομά του. Αποκαταστάθηκε (εν μέρει) το 1968 όταν έγινε δεκτός ως μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας αν και συνέχιζε να προκαλεί με τις ρατσιστικές του θέσεις.
 
Δευτέρα, Μαΐου 10, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαΐου 10, 2010 | Permalink
Μπερδέματα
Ο Χέρμαν Μπρόντερ είναι ένας επιζήσας του Ολοκαυτώματος στην Πολωνία κατά τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου πολέμου. Η σύζυγός του και τα δύο του παιδιά εκτελέστηκαν από τους Ναζί (όπως τουλάχιστον του είπαν αυτόπτες μάρτυρες διότι εκείνος ήταν εκτός πόλεως την συγκεκριμένη ημέρα). Διεσώθη μένοντας κρυμένος σε έναν αχυρώνα για 3 ολόκληρα χρόνια. Τον περιέθαλπτε η υπηρέτρια της οικογένειας του, η χωρική Γιάντβιγκα χωρίς να το ξέρει η οικογένεια της που κινδύνευαν να βρεθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα χάριν του ερωτικού ηρωισμού της κόρης τους. Τώρα ο Μπρόντερ ζει στη Ν.Υόρκη ως πρόσφυγας, δουλεύοντας για έναν Ραβίνο. Έχει παντρευτεί την Γιάντβιγκα περισσότερο εκπληρώνοντας το χρέος του παρά νιώθοντας καμία ιδιαίτερη αγάπη γι’αυτήν. Η δουλειά του στον Ραβίνο συνίσταται στο να είναι ένα είδος ghost-writer, του γράφει τους λόγους του και τα άρθρα που δημοσιεύονται σε Εβραϊκές εφημερίδες. Στον εργοδότη του λέει ότι ζει με έναν φίλο του χωρίς τηλέφωνο και στην Γιάντβιγκα αποκρύπτει την πραγματική του εργασία λέγοντάς της ότι είναι πλασιέ θρησκευτικών βιβλίων. Ο λόγος : η πανέμορφη και μοιραία Μάσα, μια έτερη εβραία επιζήσασα των Ναζιστικών στρατοπέδων (λόγω μάλλον της ομορφιάς και της τσαχπινιάς της) η οποία ζει με την υπέργηρη θρησκομανή μητέρα της, χωρισμένη από τον απατεώνα σύζυγό της. Η Μάσα περιμένει να εκδοθεί το διαζύγιό της για να παντρευτεί τον Μπρόντερ όπως εκείνος της έχει υποσχεθεί. Εκείνος είναι ξετρελλαμένος με την νευρωτική ερωμένη του περνώντας τα περισσότερα βράδια σπίτι της εκμεταλευόμενος την φοβία της Γιάντβιγκα προς την μεγάλη πόλη και την άγνοιά της για την γλώσσα. Το μπέρδεμα του Μπρόντερ επιτείνεται όταν ξαφνικά μέσω μιας αγγελίας μαθαίνει ότι η πρώτη του σύζυγος, η Ταμάρα είχε γλυτώσει ως εκ θαύματος την εκτέλεση, καταφέρνοντας να επιζήσει μετά από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, έφθασε επιτέλους στη Ν.Υόρκη και έψαχνε τον σύζυγό της γνωρίζοντας ότι είχε καταφέρει να διασωθεί. Τι μπέρδεμα!!

Κι όμως το εξαιρετικό μυθιστόρημα «ΕΧΘΡΟΙ, ΜΙΑ ΕΡΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ. Β.Αμανατίδη, σελ.305), του υπέροχου Αμερικανοεβραίου συγγραφέα Isaac Bashevis Singer (1904-1991), δεν είναι καθόλου μπερδεμένο παρά το περίπλοκο της ιστορίας του. Ο βραβευμένος με Νόμπελ λογοτεχνίας το 1978, συγγραφέας με εκπληκτική τεχνική κατορθώνει να ισορροπήσει ανάμεσα στο γελοίο και το δραματικό, στην σάτιρα και την τραγωδία, δομώντας υπέροχους χαρακτήρες σε μια ιστορία με απαράμιλλο χιούμορ που δεν μπορείς να την αφήσεις από τα χέρια σου.

Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Χέρμαν Μπρόντερ είναι ένας χαρακτήρας που θα μπορούσε να είναι από τους αντιπαθέστερους στην λογοτεχνία. Ψεύδεται ασύστολα, προσπαθεί να επιβιώσει υιοθετώντας διαφορετικές περσόνες σε κάθε πτυχή του βίου του. Είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος σπίτι με την Γιάντβιγκα, μεταμορφώνεται σε φλογερό εραστή με την παρανοϊκή Μάσα, τρέμει μπροστά στον Ραβίνο εργοδότη του και συνθλίβεται ενώπιον της πρώτης του συζύγου, της Ταμάρα. Σιχαίνεται τον εαυτό του συνεχώς, αδύναμος και αναποφάσιστος ακόμα και στο στοιχειώδες, έχοντας χάσει την πίστη του, τα αισθήματά του, πάει σαν φτερό στον άνεμο και ψεύδεται συνεχώς για να καταφέρει αυτό που βάζει στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή χωρίς να υπολογίζει τις περαιτέρω συνέπειες των πράξεων του. Μοιρολάτρης και γεννημένος loser, παρά τις ικανότητές του για επιβίωση, ζει μέρα με τη μέρα με τον φόβο της αποκάλυψης. Όταν αυτή έρχεται τυχαία δείχνει ανίκανος να διαχειρισθεί την "καταστροφή" και αφήνεται (όπως και στην υπόλοιπη ζωή του) στο "όπως πάνε κι όσα έρθουν" στοιχείο της προσωπικότητάς του.

Ούτε βεβαίως κανείς απ’όσους είναι δίπλα του είναι τέλειος. Ο Ραβίνος είναι ένας αμόρφωτος απατεώνας που πλουτίζει κάνοντας δημόσιες σχέσεις, η Μάσα δεν μπορείς να καταλάβεις πότε λέει την αλήθεια και πότε όχι, εκμεταλλευόμενη την εξωτερική της εμφάνιση, η Γιάντβιγκα είναι υπερβολικά καλή αλλά τόσο ηλίθια και η Ταμάρα δεν δίνει πλέον δεκάρα γι’αυτόν, απλά έχει μάθει να επιβιώνει. Στο μυθιστόρημα αιωρείται συνεχώς το ερώτημα που ξεφεύγει από τα χείλη ενός από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες σε μια ανύποπτη στιγμή: ότι οι καλύτεροι και πιο άξιοι των Εβραίων χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα και επέζησαν οι κατεργάρηδες και τα "λαμόγια". Αυτό από μόνο του είναι μια βαθειά ανατρεπτική σκέψη και ένα φιλοσοφικό ερώτημα που χρειάζεται σελίδες επί σελίδων για να αναλυθεί.

Η πόλη της Νέας Υόρκης πρωταγωνιστεί με την σειρά της στο βιβλίο. Χαώδης και τεράστια μεταμορφώνεται σε ένα ασφυκτικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στο μυαλό του Χέρμαν Μπρόντερ όταν διαπιστώνει ότι είναι εγκλωβισμένος σ’αυτόν τον ιδιότυπο ιστό της αράχνης που έχει φτιάξει γύρω από τον εαυτό του. Αρκετός Κάφκα αναμεμιγμένος με τον Ξένο του Καμύ σού’ρχεται στο νου διαβάζοντας αυτό το επιφανειακά απλό και τόσο διεισδυτικό μυθιστόρημα. Ο Σίνγκερ χωρίς δυστυχώς να ξεφεύγει από την λίγο γκροτέσκα – τουλάχιστον για τα γούστα μου – αναπαράσταση του εβραϊκού τρόπου σκέψης καταφέρνει να ζωντανέψει στο χαρτί απίστευτους κωμικοτραγικούς χαρακτήρες οι οποίοι είναι ένα βήμα από την καταστροφή. Κάποιοι από αυτούς θα έχουν τραγικό τέλος, κάποιοι θα τα καταφέρουν και πάλι να «επιζήσουν».

«…Οι καχεκτικοί Εβραίοι είχαν όλοι ξεπαστρευτεί και όσοι είχαν απομείνει είχαν σιδερένια κράση, αν και, όπως αποδείχτηκε, ήτανε κι αυτοί άνθρωποι τσακισμένοι. Τα βάσανά τους βγαίνουν τώρα στην επιφάνεια. Σ’εκατό χρόνια, θα εξιδανικεύσουν τα γκέτο και την εντύπωση που δημιουργήθηκε πως όλοι όσοι έμενα εκεί ήταν άγιοι. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα. Πρώτα πρώτα, πόσοι άγιοι μπορεί να υπάρχουνε σε κάθε γενιά; Έπειτα, οι πιο πολλοί από τους πραγματικά ευσεβείς Εβραίους χαθήκανε. Και η βασική κινητήρια ορμή για όσους κατάφεραν να επιβιώσουν ήταν να ζήσουν με κάθε τίμημα. Σε μερικά γκέτο ανοίξανε ακόμη και καμπαρέ. Φαντάζεσαι τι είδους καμπαρέ ήταν αυτά! Για να μπεις μέσα, περνούσες πάνω από πτώματα.
Η θεωρία μου είναι πως το ανθρώπινο είδος δεν βελτιώνεται, αλλά πάει από το κακό στο χειρότερο. Πιστεύω, σαν να λέμε, σε μια αντίστροφη εξέλιξη. Ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη γη θα είναι εγκληματίας και παράφρονας.»


Ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ ήταν μια μοναδική περίπτωση στον χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έγραφε πάντα στα Γίντις (Yiddish), την γλώσσα των Εβραίων Ασκενάζι της Κεντρικής Ευρώπης, η οποία είναι μια εβραϊκή γλώσσα με πολλά στοιχεία από τα Γερμανικά και τις άλλες γλώσσες των χωρών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Γεννημένος στην Πολωνία, μετανάστευσε με την οικογένειά του στις Η.Π.Α το 1935. Δημοσίευσε σειρά μυθιστορημάτων με θέματα από τη ζωή των Εβραίων στην Πολωνία. Το «Εχθροί, μια ερωτική ιστορία» γράφτηκε το 1972 και είναι το πρώτο του βιβλίο που η δράση τοποθετείται στην Ν.Υόρκη. Το καλύτερό του μυθιστόρημα θεωρείται το αριστουργηματικό «Σκιές στον ποταμό Χάντσον» που εξεδόθη μετά τον θάνατό του, το 1998. Τα διηγήματά του, εξίσου σημαντικά με το μυθιστορηματικό του έργο (κατά πολλούς ανώτερα), βρίσκονται στον συγκεντρωτικό τόμο του 1982, «Collected stories».
 
Δευτέρα, Μαΐου 03, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαΐου 03, 2010 | Permalink
Pointe rouge
Με την «ΚΟΚΚΙΝΗ ΜΑΣΣΑΛΙΑ», ο πολύ καλός Γαλλοαλγερινός συγγραφέας MAURICE ATTIA συνεχίζει την αφήγηση των περιπετειών του ήρωά του, Πάκο Μαρτίνεθ που άρχισε με το εξαιρετικό «ΜΑΥΡΟ ΑΛΓΕΡΙ», (με το οποίο ασχολήθηκα πριν από ακριβώς ένα χρόνο) και θα ολοκληρωθεί με το τελευταίο βιβλίο της τριλογίας «PARIS BLUES» (εκδόθηκε πέρυσι στη Γαλλία).

«Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΜΑΣΣΑΛΙΑ (Pointe rouge)» (Εκδ.Πόλις, μετάφρ. Ρ.Κολαίτη, σελ.547), έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με το προηγούμενο βιβλίο του συγγραφέα. Ότι έγραψα για το «Αλγέρι» ταιριάζει απόλυτα και μ’αυτό: «Μυθιστόρημα συναρπαστικό, με κινηματογραφικό ρυθμό και με έξοχο στυλ. Αρκετά μπερδεμένο με τις πολιτικές ίντριγκες και με τις διάφορες οργανώσεις που μάχονται η μία την άλλη», απλά εδώ το σκηνικό αλλάζει, ο «εξωτισμός» της αφρικάνικης πόλης δίνει τη θέση του στο χάος του Γαλλικού μεγάλου λιμανιού ενώ η εποχή που επιλέγει ο Ατιά να τοποθετήσει τη δράση είναι το τέλος της δεκαετίας του 60, πιο συγκεκριμένα από τις τελευταίες μέρες του 67 έως τον Ιούνιο του 68. Μήνες ταραγμένοι σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στην Γαλλία.

Ο Πάκο μετά την εσπευσμένη φυγή του από το Αλγέρι βρίσκει καταφύγιο στη Μασσαλία. Υπηρετεί στην αστυνομία και έχει για συνεργάτη ένα νεαρό Αρμενικής καταγωγής τον Τιγκράν Κουπιγκιάν, διατηρεί ακόμα τη σχέση του με την Ιρέν η οποία διατηρεί ένα καπελάδικο στην κοντινή Αίξ-αν-προβάνς. Ο Πάκο αισθάνεται ξένος, η αποστροφή του για την πόλη που η μοίρα τον έστειλε είναι έντονη: «Από την πρώτη κιόλας στιγμή, τούτη η πόλη μου φάνηκε εχθρική και αφιλόξενη. Το σκηνικό της άφιξής μου εδώ, ο επαναπατρισμός ενός εκατομμυρίου ανθρώπων στη μητρόπολη, είναι εικόνες που δεν θα σβήσουν ποτέ από τα μάτια μου.» Και λίγο παρακάτω… «Μερικές φορές αναρωτιόμουν αν ήμουν πιο ευτυχισμένος στο Αλγέρι εν καιρώ πολέμου απ’ότι στη Μασσαλία εν καιρώ ειρήνης. Δεν αγαπούσα τούτη τη πόλη κι αυτή μου το ανταπέδιδε…»

Ένας περίεργος θάνατος, που στην αρχή μοιάζει σαν αυτοκτονία θα αλλάξει τη ζωή του Πάκο και του συνεργάτη του. Θα εμπλακούν με τις φοιτητικές οργανώσεις, τις διάφορες πολιτικές φράξιες, τους τροτσκιστές, τους σιτουασιονιστές (καταστατικούς), τους αναρχικούς, τους μαοϊκούς, τους Λουξεμπουργκιανούς και άντε να βγάλεις άκρη. Γύρω από αυτούς περιστρέφονται ακροδεξιοί, εθνικιστές, Γκωλιστές, στρατόκαβλοι, μαφιόζοι, πολιτικά συμφέροντα και τοπικές μικροεπιδιώξεις. Οι παρακρατικοί έχουν τους δικούς τους νόμους και σκοτώνουν χωρίς εμφανή λόγο την ίδια στιγμή που προβοκάτορες προσπαθούν να παρεισφρύσουν μέσα στις φοιτητικές οργανώσεις για να ελέγξουν την διαφαινόμενη εξέγερση. Εάν στο «Μαύρο Αλγέρι» η κατάσταση ήταν μπερδεμένη, εδώ χάνεσαι μεταξύ των πολλών αντιφατικών πληροφοριών, των αλληλοφαγωμάτων και των ρουφιανιών.

Ο Πάκο θα βγάλει άκρη απ’όλα αυτά αλλά ουδείς εκ των εμπλεκομένων θα βγει αλώβητος από αυτή την ιστορία . Όλοι θα αποκομίσουν τα «παράσημά τους». Ο ρομαντικός Κουπιγκιάν θα συνειδητοποιήσει την ιστορία του λαού του και την ανικανότητά του να λειτουργήσει σε ένα επάγγελμα που τον φέρνει αντίθετο με την φύση του. Ο Πάκο θα κινδυνεύσει σοβαρά να πεθάνει, θα τα καταφέρει αλλά δεν θα είναι ο ίδιος άνθρωπος ξανά. Η Ιρέν θα νιώσει ξανά στο πετσί της την βία και θα πάρει την πιο σημαντική απόφαση της ζωής της. Γύρω από τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, έξοχα σκιαγραφημένους (και αυτούς) από τον Ατιά, περιφέρονται εξαιρετικά ενδιαφέρουσες μυθιστορηματικές φιγούρες όπως η μοιραία Εύα ("το μυρμήγκι"), μια μορφή τελείως κινηματογραφική, ο ιδεολόγος Πολ Σουκρούν, ο επιθεωρητής Μοράν, ο δημοσιογράφος Φρανσουά, ο αγωνιστής γέροντας Αγκοπιάν.

Ο Ατιά έγραψε ένα σινεφίλ μυθιστόρημα. Ο Πάκο σκέφτεται συνεχώς κινηματογραφικούς ήρωες, ζει με ατάκες από αγαπημένες ταινίες, έχει στο μυαλό του μουσική από τον γαλλικό και όχι μόνο κινηματογράφο που ανθούσε στην δεκαετία του 60. Γι’αυτό ίσως και η ιστορία του θυμίζει τόσο έντονα ταινίες του Μελβίλ και του Σαμπρόλ. Σε μεταφέρει σε μια σκοτεινή αίθουσα και περιμένεις να ξεπροβάλλει μέσα από τις σελίδες του ο Λίνο Βεντούρα, ο (τότε μαϊντανός) Μπελμοντό ή ο Ντελόν. Η Μασσαλία τόσο αντιφατική, πανέμορφη και πανάσχημη ταυτόχρονα είναι ένας από τους ήρωες του βιβλίου. Οι συνοικίες της, οι λεωφόροι της, το χάος στους δρόμους, το μωσαϊκό των λαών που ανέκαθεν την κατοικεί.

Ο συγγραφέας εύστοχα «μοιράζει» την αφήγηση ανάμεσα στους τέσσερις βασικούς χαρακτήρες του βιβλίου (τον Πάκο στον οποίο πέφτει το μεγαλύτερο βάρος, στην Ιρέν, στον Τιγκράν και στην ιδιόρρυθμη Εύα), στοιχείο που δίνει «προσωπικές» διαστάσεις στην άκρως μπερδεμένη ιστορία που κουράζει με την πολυλογία της και την υπέρμετρη αναλυτικότητα των πολιτικών περιγραφών οι οποίες πάνε κόντρα στην αστυνομική ροή του μυθιστορήματος. Έτσι κι αλλιώς η ίντριγκα, το θρίλερ, δεν νομίζω ότι συγκαταλέγονται στις αρετές του πολύ αξιόλογου Ατιά που παίζοντας στο γήπεδο (στην Μασσαλία δηλαδή), του πρόωρα χαμένου, τεράστιου συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών Ζαν Κλωντ Ιζζό χάνει κατά κράτος την μονομαχία.

Το ελκυστικό και ταυτόχρονα αξιοθαύμαστο στοιχείο του μυθιστορήματος που αποτελεί το κύριο προσόν του και ταυτόχρονα κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, είναι η αριστουργηματική αποτύπωση της ταραγμένης πολιτικής περιόδου. Με την άνεση που του δίνει η χρονική απόσταση των 40 χρόνων από τα γεγονότα, ο πολυπράγμων συγγραφέας (ψυχαναλυτής, ψυχίατρος, σεναριογράφος) περιγράφει με έντονα χρώματα την ατμόσφαιρα της εποχής. Την αστική Γαλλία που πλήττει την ίδια στιγμή που η φοιτητική κοινότητα βράζει, την διάσπαση της Αριστεράς και το τέλος της Μαρξιστικής ουτοπίας που συνδιάζεται την ίδια χρονιά και με την εισβολή των Ρωσικών τανκς στην Τσεχοσλοβακία, το πανταχού παρόν παρακράτος που απλώνει παντού τα πλοκάμια του.

Τα παραπάνω κάνουν έναν ακαταμάχητο συνδυασμό με την υπέροχη (και εξόχως κινηματογραφική) ερωτική ιστορία του Πάκο και της Ιρέν ανάπηρης μεν, σεξουαλικότατης και σαγηνευτικής δε, ως μία άλλη Ρ.Χέιγουορθ (κοκκινομάλλα γαρ…), που θα περάσει από μεγάλες διακυμάνσεις έως ότου ξεκαθαρίσει οριστικά (;) στο πικρό τέλος του μυθιστορήματος όταν όλα γύρω από τον Πάκο έχουν καταρρεύσει. Ο συγγραφέας τα βάζει όλα στο μίξερ και υπό τους ήχους των μελαγχολικών αριστουργημάτων του αθάνατου Ζ.Μπρελ δεν μπορεί κανείς να μείνει ασυγκίνητος στη γοητεία της γραφής του.