Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2009 | Permalink
Game over
Λίγο πριν από τη συμπλήρωση τριών δεκαετιών από την πρώτη εμφάνιση του λογοτεχνικού του alter ego, του υπέροχου Νέιθαν Ζούκερμαν, ο αειθαλής Φίλιπ Ροθ τον αποχαιρετάει κλείνοντας το «κεφάλαιο Ζούκερμαν» με ένα έξοχο μυθιστόρημα, το στοχαστικό «ΦΕΥΓΕΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ» (EXIT GHOST), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Κατ.Σχινά, σελ. 324).

Στην πρώτη νουβέλα που συναντούμε ως ήρωα τον Ζούκερμαν, το εξαιρετικό Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑ του 1979, (στην Ελλάδα κυκλοφόρησε σε έναν συγκεντρωτικό τόμο με τίτλο ΖΟΥΚΕΡΜΑΝ ΔΕΣΜΩΤΗΣ μαζί με 3 άλλες νουβέλες-μυθιστορήματα του Ροθ όλες ιστορίες του Ζούκερμαν, μιά καταπληκτική έκδοση αφού τα βιβλία αυτά είναι ένα κι ένα), ο νεαρός τότε Ζούκερμαν, επισκέπτεται τον ιδιόμορφο συγγραφέα Ε.Ι.Λόνοφ (που ήταν το είδωλο του), στο αγρόκτημα που εκείνος ζει απομονωμένος κάπου 200 χιλιόμετρα μακριά από την Ν.Υόρκη. Ο Λόνοφ του διδάσκει τον μοναχικό και δύσκολο δρόμο της συγγραφής και του αλλάζει την ζωή.

Στο «ΦΕΥΓΕΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ», βρίσκουμε τον Ζούκερμαν να ζει κοντά στο μέρος που διέμενε γιά ένα διάστημα ο Λόνοφ. Είναι πλέον στην όγδοη δεκαετία της ζωής του, και υποφέρει από μιά εγχείρηση προστάτη που έκανε, η οποία τον θεράπευσε μεν, του άφησε όμως μιά ενοχλητικότατη ακράτεια. Ζώντας απομονωμένος στα βουνά και χωρίς να διαβάζει εφημερίδες ή να παρακολουθεί τις εξελίξεις δεν είχε λόγο να «επανέλθει στον πολιτισμό» εάν δεν υπήρχε αυτό το βάσανο που τον ταλαιπωρούσε. Θέλει να το θεραπεύσει με μιά αμφιλεγόμενη θεραπεία που γίνεται μόνο στην Ν.Υόρκη γι’αυτό λοιπόν αποφασίζει να κάνει το μικρό (αλλά τόσο μεγάλο στην πραγματικότητα) ταξίδι.

Βρίσκει μιά Ν.Υόρκη πολύ διαφορετική από αυτή που άφησε. Το χρονικό πλαίσιο είναι ο χειμώνας του 2004, μία ημέρα πριν τις εκλογές που θα επανεκλέξουν τον G.W. γιά δεύτερη φορά στον Λευκό Οίκο – ο Ζούκερμαν αδιαφορεί τελείως. Βλέπει στους δρόμους την νεύρωση και την παράνοια που υπάρχει στην καταθλιπτική πόλη μετά την 11/9. Μετά την επίσκεψή στον γιατρό και σε αναμονή της μικροεπέμβασης της επόμενης μέρας, βλέπει τυχαία την Έιμι Μπελέτ, την γυναίκα που άλλαξε την ζωή του αγαπημένου του συγγραφέα, του Λόνοφ σε σημείο εκείνος να παρατήσει τα πάντα, οικογένεια, σπίτι και να την ακολουθήσει ζώντας μαζί της μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Έιμι όμως δεν είναι πιά όπως την διατηρούσε στην μνήμη του ο Ζούκερμαν. Είναι μιά γυναίκα χτυπημένη από τον καρκίνο, που ζει σε απόλυτη ένδεια. Οι αναμνήσεις κυριεύουν τον Ζούκερμαν. Θέλει να μάθει περισσότερα γιά την Έιμι και εκείνη τη στιγμή πέφτει πάνω σε μιά αγγελία όπου ζευγάρι νεαρών συγγραφέων επιθυμεί να ανταλλάξει το διαμέρισμά του στο Μανχάταν με ένα σπίτι κάπου στην εξοχή γιά ένα ή δύο χρόνια. Παρορμητικά ανταποκρίνεται στην αγγελία. Όταν γνωρίζει το ζευγάρι, το ερωτικό του ένστικτο ξυπνάει μετά από χρόνια στην θέα της όμορφης διαννοούμενης Τζέιμι. Ανίκανος πλέον μετά την επέμβαση στον προστάτη αλλά με ερωτική διάθεση, καταστρώνει σχέδια πως να την ξαναδεί, πως να καθυστερήσει την μεταβίβαση, πως να «κλέψει» λίγο χρόνο μαζί της.

Ο Ζούκερμαν είναι γέρος, είναι άρρωστος, νιώθει έξω από τα νερά του σε μιά πόλη που του φαίνεται άγνωστη, απρόσωπη και εχθρική. Πέραν της αναστάτωσης που του έχει προκαλέσει η Τζέιμι, πέραν της νοσταλγίας (και της περιέργειας) που του έχει προκαλέσει η Έιμι, δέχεται και την πολιορκία ενός νεαρού επίδοξου συγγραφέα και πρώην εραστή της Τζέιμι, του ορμητικού Κλάιμαν, ο οποίος προσπαθεί να γράψει την βιογραφία του (ξεχασμένου πιά από κοινό και κριτικούς) Λόνοφ, και ο οποίος διατείνεται ότι έχει στην κατοχή το μισό χειρόγραφο από ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του Λόνοφ και ότι γνωρίζει το μεγάλο μυστικό της ζωής του, μιά υποτιθέμενη αιμομιξία. Ο Κλάιμαν πιέζει αφόρητα τον Ζούκερμαν να του περιγράψει ότι γνωρίζει γιά τον μυστηριώδη ερημίτη συγγραφέα ενώ γνωρίζοντας ότι ο Ζούκερμαν θέλει να βοηθήσει την Έιμι (αυτός τουλάχιστον ήταν ο λόγος που ανέφερε ο τελευταίος όταν ερωτήθηκε από το ζευγάρι γιατί θέλει να ξαναγυρίσει στην Ν.Υόρκη) προσπαθεί να κερδίσει την βοήθεια του γιά περαιτέρω προσέγγιση της άρρωστης κυρίας.

Τα γνωστά μοτίβα του Ροθ επανέρχονται στο μυθιστόρημα αυτό. Η γυναίκα-αράχνη που έχει το πρόσωπο αγίας και το σώμα πόρνης, ο αδίστακτος και ημιμαθής wannabe συγγραφέας, η ερωτική διάθεση που κυριεύει το σώμα και το πνεύμα, τα γηρατειά απέναντι στα νιάτα. Ο Ζούκερμαν πλέον ζει μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Γνωρίζει ότι αποκλείεται να «τυλίξει» την Τζέιμι την οποία φαντασιώνεται σε σημείο εμμονής. Γράφει λοιπόν ένα θεατρικό διάλογο σε 4 σκηνές (ο οποίος καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου), που ονομάζεται «Εκείνη/Εκείνος» και ο οποίος θα μπορούσε να ήταν ρεαλιστικός αλλά δυστυχώς γιά εκείνον δεν είναι παρά ένα κατασκεύασμα της φαντασίας του...

Η ατμόσφαιρα του τέλους εποχής κυριαρχεί στο μυθιστόρημα. Από τις συχνές αναφορές στην ΓΡΑΜΜΗ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ του Κόνραντ, κλασσικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης που ο Ζούκερμαν το χρησιμοποιεί αντίστροφα (μεγαλοφυώς), από τα λόγια του Λόνοφ (μέσω του σπουδαίου λογοτεχνικού χαρακτήρα της ετοιμοθάνατης Έιμι) «αναγνώστες και συγγραφείς, τελειώσαμε, είμαστε φαντάσματα που παρακολουθούμε το τέλος της εποχής της λογοτεχνίας», από τον εκπληκτικό διάλογο Ζούκερμαν – Έιμι και την περιγραφή του τέλους του Λόνοφ – «το τέλος είναι τόσο υπέροχο, είναι καθαρή ποίηση. Δεν του χρειάζεται η ρητορική. Αρκεί να το εκφράσεις απλά.»

Είναι ένα συγκινητικό και υπέροχο βιβλίο. Δέχομαι ότι μπορεί να κουράσει τους αναγνώστες που δεν γνωρίζουν καλά το έργο του Ροθ ή την επιμονή του σε ορισμένα θέματα. Οι διάλογοι του σφύζουν από ζωντάνια και χιούμορ απόδειξη οτι ο συγγραφέας παραμένει σε θαυμάσια φόρμα παρά το γεγονός ότι εδώ και δέκα χρόνια τα βιβλία του δεν είναι στο ύψος των παλαιότερων αριστουργημάτων του. Δεν μπορεί όμως να παραγνωρίσει ακόμα και ο πιό δύσπιστος κριτής την εξαίσια αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος, την ικανότητα του συγγραφέα να «παίζει» στα όρια ρεαλισμού και φαντασίας, την ψυχολογική εμβάθυνση των χαρακτήρων πραγματικό μάθημα για νεότερους συγγραφείς. Ο Ροθ όπως και να το κάνουμε, τον συμπαθούμε ή όχι είναι κολοσσός. Σε σχετικά πρόσφατη έρευνα των New York Times όταν ζητήθηκε από διακεκριμένους λογοτέχνες να ψηφίσουν τα αγαπημένα τους βιβλία της τελευταίας 25ετίας, έξι (6) βιβλία του επροτάθησαν!! Ίσως είναι καιρός πιά γιά ένα Νόμπελ, ποιός μπορεί να φανταστεί κάποιον ιδανικότερο υποψήφιο;


« Έφυγα χωρίς να τολμήσω να την αγγίξω. Χωρίς να τολμήσω να αγγίξω το πρόσωπό της, παρόλο που βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από μένα σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης την οποία εκείνη είχε χαρακτηρίσει ανάκριση. Χωρίς να τολμήσω να αγγίξω τα μακριά μαλλιά που βρίσκονταν κοντά μου. Χωρίς να τολμήσω να ακουμπήσω το χέρι μου στη μέση της. Χωρίς να τολμήσω να της υπενθυμίσω ότι είχαμε ξανασυναντηθεί στο παρελθόν. Χωρίς να τολμήσω να προσφέρω όσα ένας ακρωτηριασμένος άντρας σαν και μένα θα μπορούσε να πει σε μια επιθυμητή γυναίκα σαράντα χρόνια νεότερή του, δίχως να νιώσει αμέσως μετά ντροπή για το γεγονός ότι κατανικήθηκε από τον πειρασμό για μια απόλαυση που δεν μπορεί να την χαρεί και για μια ηδονή που είναι νεκρή. Ένιωθα ότι βρισκόμουν ήδη στα βαθιά, έστω κι αν δεν είχε συμβεί τίποτε άλλο ανάμεσά μας, πέρα από την αιχμηρή κουβεντούλα μας για τον Κλάιμαν, τον Λόνοφ και τον ισχυρισμό περί αιμομιξίας.

Μάθαινα στα εβδομήντα ένα μου τι σημαίνει αμφιθυμία, διβουλία, διχασμός. Πράγμα που αποδείκνυε ότι, τελικά, ποτέ δεν παύει κανείς να ανακαλύπτει τον εαυτό του. Πράγμα που αποδείκνυε ότι το δράμα που συνήθως συνδέεται με τους νέους και την με την εποχή που αρχίζουν να εντάσσονται πλήρως στη ζωή – με τους εφήβους, με τους νέους άντρες όπως ο αταλάντευτος νεαρός καπετάνιος στη Γραμμή σκιάς – ενδέχεται επίσης να αιφνιδιάσει και να πολιορκήσει τους ηλικιωμένους (ακόμη και όσους είναι αποφασιστικά θωρακισμένοι εναντίον κάθε δράματος), ακόμη και όταν η συγκυρία τούς προετοιμάζει για οριστική αποχώρηση.

Ίσως οι πιό καταλυτικές ανακαλύψεις να μας επιφυλάσσονται για το τέλος"
 
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 23, 2009
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 23, 2009 | Permalink
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
«ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ» είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του μεγάλου Τούρκου συγγραφέα Ορχάν Παμούκ. Εκδόθηκε το 1983 στην Τουρκία και άργησε να μεταφραστεί στα Ελληνικά, αφού «βγήκε» στο τέλος της περασμένης χρονιάς (Εκδ. Ωκεανίδα, μετάφρ. Παν.Αμπατζής, σελ.467). Σε αναμονή λοιπόν του πρώτου μετανομπελικού μυθιστορήματος του Παμούκ, ανατρέχουμε στα πρώτα του έργα (νομίζω ότι σε λίγο καιρό θα εκδοθεί και το πρώτο του βιβλίο,ο «Τζεβντέτ Μπέης»), έτσι ώστε να γνωρίσουμε καλύτερα τις μεγάλες δυνατότητες αυτού του υπέροχου τεχνίτη αλλά και τις επιρροές του.

Το «Σπίτι...» είναι ένα γοητευτικό και ελεγειακό μυθιστόρημα γιά έναν κόσμο που χάνεται γιά μιά Τουρκία που αλλάζει. Η (τόσο προσωπική) μελαγχολία που συναντάμε σε όλα τα βιβλία του Παμούκ είναι πολύ έντονη και εδώ ενώ το χαμηλότονο ύφος και η νοσταλγία του παρελθόντος έρχεται σε αντιδιαστολή με την σκληρή καθημερινότητα του σήμερα ενώ τονίζονται οι αλλαγές που έχουν επέλθει στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων χωρίς όμως αυτοί να είναι ικανοί να τις ακολουθήσουν. Διαφορετικές αναγνώσεις της ιστορίας, διχασμός και δυισμός, σκληρότητα και τρυφερότητα εναλλάσονται σε μιά πολυεπίπεδη αφήγηση που καλύπτει με την «ηρεμία» της πολλά...

Σε μία λουτρόπολη πάνω στον Βόσπορο, σχετικά κοντά στην Πόλη ζουν η σχεδόν αιωνόβια Φατμά παρέα με τον νάνο Ρετζέπ. Ζουν στο σπίτι που αγόρασαν με τον άντρα της, τον γιατρό Σελαχατίν όταν εκείνος ουσιαστικά εξορίστηκε από την πρωτεύουσα λόγω των πολιτικών ιδεών του πριν από 70 χρόνια. Πήγαν σ’αυτό το έρημο τότε χωριό για λίγο αλλά έμειναν για πάντα. Ο Σελαχατίν σιγά-σιγά παράτησε την ιατρική και αφοσιώθηκε στην συγγραφή μιάς διαφορετικής εγκυκλοπαίδειας που είχε σκοπό «να αφυπνίσει» τον κόσμο και να αποτελέσει «ένα βήμα προόδου» στις αντιλήψεις της εποχής. Αλκοολικός και παθιασμένος, έχασε σταδιακά όλα του τα λεφτά και αναγκαζόταν να πουλάει τα κοσμήματα της Φατμά για να ζήσουν, ενώ η περίφημη εγκυκλοπαίδεια δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η σχέση των δύο συζύγων ήταν από ένα σημείο και μετά εχθρική και η συγκατοίκηση αναγκαστική λόγω της οικονομικής καταστροφής του Σελαχατίν ο οποίος δεν ενδιαφερόταν γιά τίποτα άλλο παρά μόνο για το πως θα γεφυρώσει το χάσμα Ανατολής και Δύσης. Πλέον η Φατμά είναι αναγκασμένη να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του νάνου με τον οποίο τους ενώνει ένα μυστικό, μιά οικογενειακή τραγωδία. Ο Ρετζέπ είναι ο «τζουτζές» της Φατμά, εκείνη του φέρεται με περιφρόνηση – εκείνος της μαγειρεύει και της καθαρίζει το σπίτι, το σπίτι που είναι ένα ήρεμο καταφύγιο μπροστά στην σκληρότητα του κόσμου προς έναν νάνο.

Είναι καλοκαίρι και η πατροπαράδοτη επίσκεψη των τριών εγγονών της Φατμά θα αποτελέσει το χρονικό πλαίσιο πάνω στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία. Τα τρία εγγόνια, ο χοντρός και δυσκίνητος Φαρούκ που είναι ιστορικός, η όμορφη και προοδευτική Νιλγκιούν και ο νεαρός και ανήσυχος Μετίν έρχονται όχι μόνο να περάσουν μία εβδομάδα διακοπών αλλά και να επισκεφτούν τους τάφους των γονιών τους και του παππού Σελαχατίν. Τα εγγόνια περιμένουν τον (από χρόνια αναμενόμενο) θάνατο της γιαγιάς Φατμά για να δώσουν το παλαιό σπίτι σε έναν εργολάβο για αντιπαροχή. Το πρώην ερημικό χωριό είναι πλέον μιά πολύκοσμη λουτρόπολη πολύ κοντά στην Κων/λη και η γη έχει μεγάλη αξία.

Το βιβλίο γραμμένο στις αρχές της ταραγμένης γιά την Τουρκία δεκαετίας του 80 απηχεί το κλίμα της εποχής. Οι εθνικιστικές ομάδες ασκούν ένα είδος τρομοκρατίας στις συνοικίες και στις μικρές πόλεις και ο Παμούκ μεταφέρει έντονα αυτό την ατμόσφαιρα ενώ συνεχώς τονίζονται οι διαφορές μεταξύ του Δυτικού τρόπου ζωής της νεολαίας που διασκεδάζει υπό τους ήχους των ποπ τραγουδιών και της αντίληψης που έχουν για τα πράγματα τα φασιστικά στοιχεία που παίρνουν χρήματα για «προστασία» από τους μικρομαγαζάτορες της περιοχής μέχρι που κυνηγάνε όποιον διαβάζει εφημερίδα που αυτοί θεωρούν ως «προοδευτική».

Κάθε κεφάλαιο του μυθιστορήματος έχει διαφορετική αφήγηση και παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας κάθε φορά από διαφορετική πλευρά. Έτσι κι αλλιώς όμως οι αντιθέσεις είναι έντονες μεταξύ των μελών της παρακμάζουσας οικογένειας. Η Φατμά που είναι κατάκοιτη και με ουσιαστική απώλεια χρόνου και πραγματικότητας δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις οπότε διαβάζουμε τις αναμνήσεις της (που κατά την άποψή μου είναι και το πλέον ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου). Την σχέση της με τον επιπόλαιο αλλά άκρως γοητευτικό Σελαχαντίν, την μοναξιά της ηθελημένη ή μη και την αποξένωσή της από τον άντρα της και την κοινωνία, τους φόβους της για το τι συμβαίνει στον κάτω όροφο του σπιτιού, την απέχθειά της αλλά και την εξάρτηση από τον Ρετζέπ.
Οι αφηγήσεις του Ρετζέπ είναι πιό ψυχρές και αποστασιοποιημένες. Έχει αποδεχτεί τον ρόλο του ως υπηρέτη, παρακολουθεί χωρίς να κριτικάρει τα γεγονότα – έχει ζήσει μιά κατεστραμμένη ζωή και δείχνει ευγνώμων γι’αυτό που έχει τώρα, ένα πιάτο φαί και μιά στέγη.
Τα τρία εγγόνια έχουν διαφορετική προσέγγιση των πραγμάτων. Ο μεγαλύτερος Φαρούκ τηρεί την παράδοση της οικογένειας που θέλει τους άντρες αλκοολικούς και «αποτυχημένους». Πίνει συνέχεια και όταν είναι ξεμέθυστος ψάχνει τα ιστορικά αρχεία της μικρής πόλης και βρίσκει μικροπεριστατικά προσπαθώντας κάποια στιγμή να γράψει κι’αυτός κάτι. Ο νεαρότερος Μετίν θέλει να πλουτίσει, να ζήσει έντονα, να ερωτευτεί. Ερωτεύεται μιά «κοσμική» νεαρή και προσπαθεί να την εντυπωσιάσει αλλά συνειδητοποιεί την διαφορετικότητά του μέσα στις μπλαζέ νεόπλουτες παρέες της περιοχής, έτσι αντιδρά σπασμωδικά ακροβατώντας μεταξύ της γελοιότητας και της απελπισίας. Η Νιλγκιούν που θα βρει τον μπελά της λόγω της ομορφιάς και της διακριτικότητάς της είναι ίσως το πιό «νορμάλ» άτομο της ιστορίας που η μοίρα του φέρεται σκληρά.

Ο Παμούκ είναι εξαιρετικός αφηγητής και έρχεται κατευθείαν από την παράδοση των μεγάλων λογοτεχνών του 19ου αιώνα ενσωματώνοντας τα προοδευτικά ρεύματα της λογοτεχνίας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, επηρεασμένος κυρίως από τον Φώκνερ με τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις και την έντονη αντίθεση μεταξύ της ζωής του Σπιτιού και του έξω κόσμου. Ο χρόνος έχει χαθεί μέσα στο σπίτι, όπου οι αναμνήσεις ρίχνουν βαρειά τη σκιά τους και ο (απάνθρωπος και χυδαίος) έξω κόσμος δεν μπορεί να διαπεράσει. Όμως τα τρία εγγόνια είναι αναγκασμένα να επιβιώσουν στην κοινωνία που ζούν, είναι υποχρεωμένα να συνειδητοποιήσουν την ύπαρξή τους και το πως θα σταθούν. Έντονα συμβολικό το μυθιστόρημα τονίζει την διαφορά και την μετάβαση από την «παλιά» Τουρκία στην σπαρασσόμενη και διχασμένη «νέα χώρα» που παλαντζάρει επικίνδυνα μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Δεν είναι το καλύτερο μυθιστόρημα του Παμούκ αλλά είναι σίγουρα ένα βιβλίο που δεν μπορείς να το αφήσεις, ένα βιβλίο που σε κερδίζει με τον ρυθμό και την γοητεία του και το οποίο προαναγγέλει την εξέλιξη του συγγραφέα και τα αριστουργήματα που ακολούθησαν, ενώ οι τελευταίες εκπληκτικές σελίδες καθώς η Φατμά αφήνει την τελευταία της πνοή,σ’αφήνουν με το στόμα ανοιχτό με την ποιότητα της γραφής αυτού του χαρισματικού συγγραφέα.

«Στη ζωή, όταν τελειώσει το μοναδικό ταξίδι με την άμαξα, δεν μπορείς να το ξανακάνεις, αν όμως έχεις ένα βιβλίο, όσο μπερδεμένο κι ακατανόητο κι αν είναι, όταν τελειώσει, για να συλλάβεις το ακατανόητο και για να καταλάβεις τη ζωή, αν θές, το πιάνεις απ’την αρχή και το ξαναδιαβάζεις.»
 
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 17, 2009
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 17, 2009 | Permalink
Ιστορίες φαντασμάτων
Συγκρατούμε το όνομα:Edgardo Cozarinsky, γεννηθείς το 1939 στο Μπουένος Άϊρες. Συγγραφέας και σκηνοθέτης ντοκυμαντέρ,(συγγραφέας περισσότερο γνωστός γιά το πολύ επιτυχημένο στην Ευρώπη «Borges y el cinematografo»,μιάς μελέτης πάνω στη σχέση του Μπόρχες με τον κινηματογράφο) ζει μεταξύ Αργεντινής και Γαλλίας. Αυτός ο (κατά τα φαινόμενα ιδιαίτερα αξιόλογος) κύριος έγραψε πριν 5 χρόνια ένα μικρό μυθιστόρημα, μιά νουβέλα που εκδόθηκε πρόσφατα στη χώρα μας, η οποία (το λέω ευθαρσώς ) με ξετρέλλανε.«Ο ΜΟΛΔΑΒΟΣ ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΟΣ», (τίτλος μάλλον απωθητικός αν και κεντρίζει την περιέργεια) απο τις (εξαιρετικά δυναμικές τελευταία) εκδόσεις Πάπυρος, σε μετάφραση Α.Βασώνη, είναι μόλις 177 σελίδες (μαζί με το επίμετρο του σπουδαίου Αλμπέρτο Μανγκέλ) και νιώθεις σαν να έχεις διαβάσει τουλάχιστον 500.

Η νουβέλα ανήκει στο είδος που αποκαλείται (τουλάχιστον στον κινηματογράφο) documentary fiction, δηλαδή μυθοπλασία με στοιχεία ντοκουμέντου ή και το αντίθετο. Ο Κοζαρίνσκι δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την πλοκή, ούτε γιά το «άπλωμα» της μελοδραματικής ιστορίας που θα μπορούσε να ήταν και μιά μιλόνγκα που τραγουδιόταν στα μπουρδέλα του Μπουένος Άϊρες. Τον ενδιαφέρει κυρίως το περίγραμμα, το σκηνικό και το φαινόμενο του trafficking που ήκμαζε στην Αργεντινή των αρχών του 20ου αιώνα (και βάλε...)

Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου οι απέραντες εκτάσεις της Αργεντινής έπρεπε να γεμίσουν με εργατικά χέρια. Η πώληση στον βαρόνο Χιρς γης σε διάφορες επαρχίες έναντι πινακίου φακής συνετέλεσε στην έλευση χιλιάδων Εβραίων διωγμένων από την Ρωσία, ενώ τα νούμερα μετανάστευσης μεταξύ των ετών 1857 με 1930 ανέρχονταν σε περίπου 6 εκατομμύρια ανθρώπους από την Ευρώπη (κυρίως Ιρλανδία, Ιταλία και Ανατολική Ευρώπη). Όπως αντιλαμβάνεται εύκολα ο καθένας το εμπόριο λευκής σαρκός ήταν στο φόρτε του. Η οργάνωση Ζβι Μιγκντάλ (με κέντρο την Βαρσοβία) δημιούργησε ένα αποδοτικότατο σύστημα διακίνησης εβραίων γυναικών το οποίο διοχέτευε σε μπουρδέλα όλης της χώρας (με τις πιό «προικισμένες» να στέλνονται στην πρωτεύουσα) που, με την προστασία /ανοχή /κάλυψη των αρχών της χώρας και των τοπικών ραβίνων έφερε στην Αργεντινή χιλιάδες νεαρές γυναίκες.

Ο νεαρός φοιτητής που ερευνά την ιστορία του θεάτρου Γίντις στην Αργεντινή, του καθαρά εβραϊκού δηλαδή θεάτρου που παιζόταν στην διάλεκτο αυτή (πολλοί λένε ότι είναι ξεχωριστή γλώσσα) και απευθυνόταν στα μέλη της πολυπληθούς εβραϊκής κοινότητας (τα γίντις είναι γερμανοεβραϊκή διάλεκτος και αφού οι περισσότεροι εβραίοι είχαν έρθει από την Ανατολική Ευρώπη αυτή τη γλώσσα χρησιμοποιούσαν) βρίσκει τυχαία ένα θεατρικό έργο (μιούζικαλ) που παίχτηκε ελάχιστα την σεζόν 1927-1928 στο Μπουένος Άϊρες με τον προβοκατόρικο τίτλο «Ο ΜΟΛΔΑΒΟΣ ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΟΣ». Το έργο γραμμένο από έναν περίεργο τύπο που συνεργαζόταν με το κύκλωμα πορνείας αποτέλεσε σκάνδαλο και ουσιαστικά εξοβελίστηκε από την κοινότητα λόγω του σκαμπρόζικου θέματός του. Αφηγείται την ιστορία ενός συναισθηματικού προαγωγού που μετανιώνει για αυτό που κάνει ενώ παρουσιάζει τις πόρνες ως κορίτσια με χρυσή καρδιά. Διανθισμένο όλο αυτό με μουσική τάνγκο και τολμηρές εμφανίσεις αποτέλεσε ένα σοκ γιά την κοινότητα που προσπαθούσε να «θάψει κάτω από το χαλί» όλον αυτόν τον κόσμο φοβούμενη ότι θα αποτελούσε βούτυρο στο ψωμί διαφόρων εθνικιστών με προπαγάνδα του τύπου «όλες οι Εβραίες είναι πόρνες» κλπ.

Το έργο χάθηκε αλλά ο νεαρός το βρήκε στα χαρτιά ενός γεροντάκου ηθοποιού και μουσικού των τάνγκο ο οποίος ενδιαφερόταν μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο να το ξανανεβάσει στην σκηνή. Ενδιαφερόταν γιατί η προσωπική του ιστορία δεν απείχε πολύ από τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στο έργο. Δεν τα κατάφερε ομως, ο δημιουργός του ήταν ανένδοτος και το έργο θάφτηκε και ξεχάστηκε. Ο νεαρός όμως ανακαλύπτει ότι ο γιός του γέροντα μουσικού είναι ακόμα ζωντανός κάπου στην Ευρώπη, η κόρη του δραματουργού δουλεύει στο Μπουένος Άϊρες, άρα υπάρχουν συγγενείς των ανθρώπων που εμπλέκοντο στην ιστορία και που έζησαν την εποχή έντονα. Ο νεαρός αφηγείται τις ιστορίες έρωτα και εξορίας ενσωματώνοντας τες στην ανέλιξη της πλοκής.

Ιστορίες γιά πόρνες αφελείς και ερωτευμένες, γιά πόρνες πιό σοφιστικέ που υποχρεώθηκαν να δουλέψουν ως τέτοιες γιά να αποφύγουν τις διώξεις στην Ανατολική Ευρώπη, ιστορίες για μουσικούς του τάνγκο, γιά μαστροπούς, γιά παλληκάρια και δειλούς. Το έγραψα και πιό πάνω, είναι το υλικό που χρησιμοποιεί το είδος αυτό της μουσικής που βασίζεται πάνω απ’όλα στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί το μπαντονεόν (εξάλλου η εισαγωγή αυτού του οργάνου άλλαξε το στυλ του τάνγκο επιδρώντας καθοριστικά στην επιτυχία του).

Ο Κοζαρίνσκι δημιουργεί αριστουργηματικά την ατμόσφαιρα της εποχής. Μπουρδέλα δίπλα στο νερό, πόρνες που δουλεύουν εξαντλητικά, μουσικοί που γίνονται μαστρωποί. Ανάμιξη μύθου και ιστορίας με δημιουργικό και ελεύθερο τρόπο, κοινωνικό σχόλιο που δεν αφορά μόνο εκείνη την εποχή αφού ο συγγραφέας εκπληκτικά μεταφέρει την ιστορία και στην σημερινή εποχή με το πάντα επίκαιρο θέμα της εμπορίας λευκής σαρκός. Ένα βιβλίο που το διαβάζεις και μετά θέλεις να το ξαναδιαβάσεις αμέσως για να πας πίσω και να δεις τα πράγματα πιό ψύχραιμα. Μία νουβέλα υπέροχης γοητείας (σπουδής στην εποχή, πάνω κάτω σαν τον ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ ΤΩΝ ΤΑΝΓΚΟ του Μαρτίνεζ),δύναμης και έντασης,νοσταλγίας γιά μια εποχή που πέρασε, για τις χαμένες ευκαιρίες, για τις χαμένες ζωές. Σαν να ξεφυλίζεις ένα άλμπουμ με φωτογραφίες...
 
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 14, 2009
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 14, 2009 | Permalink
Στάχτες του Σαββατοκύριακου
Τελικά ο Bernhard Schlink είναι συγγραφέας του 1(ενός) βιβλίου; Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του μετριότατου κατά την άποψή μου μυθιστορήματός του επιτυχημένου σε όλη την Ευρώπη,Γερμανού συγγραφέα «ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ»,(εκδ. ΚΡΙΤΙΚΗ,μετάφρ.Αλ.Κάιμπελ,σελ.245). Ίσως η κληρονομιά του αριστουργηματικού «ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΧΑΝΝΑ» να είναι βαριά, ίσως ο συγγραφέας έχει υπερεκτιμηθεί, πάντως το ομολογώ (εν γνώσει των συνεπειών να με κυνηγήσει το πολυπληθές fan club τουσυγγραφέα)…βαρέθηκα...Βαρέθηκα τρελλά...

Όπως σε όλα τα βιβλία του Schlink, και στο «Σαββατοκύριακο» υπάρχει μιά θαυμάσια ιδέα. Ο Γιόργκ, κάποτε μέλος της Μπάαντερ-Μάινχοφ με αρκετές εκτελέσεις στο βιογραφικό του, αποφυλακίζεται με Προεδρική χάρη μετά από είκοσι χρονια εγκλεισμού στις φυλακές. Η αδερφή του η Κριστιάνε που αφιέρωσε όλη της την ζωή σ’εκείνον του διοργανώνει ένα weekend επανένωσης με παλιούς φίλους, συναγωνιστές ή απλώς συμπαθούντες, στην εξοχή σε μία αγροτική έπαυλη χωρίς ηλεκτρικό που έχει αγοράσει με την κολλητή της φίλη την Μαργκαρέτε.

Η σύνθεση της ομάδας είναι τελείως ανομοιογενής. Ένας επιτυχημένος δημοσιογράφος που ο Γιοργκ υπέθετε ότι ήταν αυτός ο καταδότης που συνετέλεσε στο να συλληφθεί, μία επίσκοπος της Προτεσταντικής εκκλησίας, πρώην ακτιβίστρια, ένας επιχειρηματίας οδοντοτεχνίτης που απλά γνώριζε κάποτε τον Γιοργκ, μία συμπαθής και μελαγχολική δασκάλα που προσπαθεί να γράψει ένα μυθιστόρημα γιά την τρομοκρατία, ο δικηγόρος του Γιοργκ και ένας νεαρός, ο Μάρκο που ονειρεύεται τον ελεύθερο πλέον «αγωνιστή» μπροστάρη στους νέους αγώνες κατά της εξουσίας.

Το ενδιαφέρον του βιβλίου εξαντλείται κάπου εκεί. Στις επόμενες σελίδες παρακολουθούμε την αγωνιώδη προσπάθεια της Κριστιάνε να κυλήσει ένα ευχάριστο(;;;) Σαββατοκύριακο ενσωμάτωσης του Γιοργκ στην κοινωνία, τις ενοχλητικές έως αγενέστατες ερωτήσεις του οδοντοτεχνίτη προς τον Γιοργκ και της έφηβης κόρης του να πηδήξει ντε και καλά τον άρτι αποφυλακισθέντα, την προσπάθεια του Μάρκο να πείσει το είδωλο του να κάνει μιά «επαναστατική» δήλωση (τύπου, I’m back…), τον δημοσιογράφο Χένερ από τη μιά να προσεγγίσει ανθρώπινα τον Γιοργκ και από την άλλη να ψάξει λίγη τρυφερότητα στις ιδιοκτήτριες του εξοχικού και τέλος την Ίλζε, την δασκάλα να προσπαθεί να γράψει επιτέλους το βιβλίο της.

Το βιβλίο της Ίλζε αφορά την ιστορία ενός μυστηριώδη τρομοκράτη του Γιαν, ο οποίος σκηνοθέτησε την αυτοκτονία του γιά να μπορέσει να αφοσιωθεί απερίσπαστος στον αγώνα του. Παρακολουθούμε λοιπόν μιά παράλληλη αφήγηση που είναι πολύ πιό ενδιαφέρουσα από την ιστορία του Γιοργκ και τα τεκταινόμενα αυτό το Σαββατοκύριακο. Μιά ιστορία που εμπλέκει τα τραγικά γεγονότα της 11/9, την συνέχιση της Τρομοκρατίας και που εάν ο συγγραφέας έδινε περισσότερο χώρο στο βιβλίο του θα μπορούσε να είναι εξαιρετική.

Κατά τ’άλλα, πολύ κουβέντα (σε σημείο εξαντλητικό), απορία του αναγνώστη, πως είναι δυνατόν αυτοί οι «νερουλοί» τύποι να ήταν κάποτε «επαναστάτες». Ερωτήματα που δεν βρίσκουν απάντηση, ερωτήματα που γίνονται για να μην απαντηθούν ποτέ – περισσότερο ερωτήσεις «προς εαυτόν» είναι οι περισσότερες – και στη μέση ένας μπερδεμένος άνθρωπος που μετά από χρόνια βρέθηκε στον έξω κόσμο και δεν ξέρει τι να κάνει. Δείχνει να μην έχει αναθεωρήσει τίποτα απο την προηγούμενη ζωή του, να μην αισθάνεται τίποτα. Ένας αποξενωμένος άνθρωπος, σχεδόν ερείπιο, που σίγουρα θα καταλήξει έρμαιο των διαθέσεων του ενός και του άλλου.

Η «καινούργια αρχή» που προβληματίζει τον συγγραφέα δεν βλέπω να έρχεται, ούτε να επιτυγχάνεται. Ο ήρωας είναι αμήχανος μπροστά σε όλα, τον γιό του ο οποίος τον έχει απορρίψει, την αδερφή του με την οποία είχε μία σχέση παραπάνω από αδελφική (σχεδόν ερωτική), τους (κάποτε) φίλους που δεν τους αναγνωρίζει. Θα μπορούσε να ήταν εξαιρετικό βιβλίο αλλά είναι μάλλον ένα ωραίο tableau vivant και ένα μέτριο μυθιστόρημα.

Αντίθετα, εντυπωσιάσθηκα από το αστυνομικό μυθιστόρημα του Σέργιου Γκάκα, «ΣΤΑΧΤΕΣ», (Εκδ. Καστανιώτη, σελ.364). Ένα «δυναμικό» και νευρώδες βιβλίο που θυμίζει βέβαια αρκετά άλλα μυθιστορήματα του είδους και που δεν κομίζει κάτι νέο στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας αλλά σε κερδίζει με το στυλ του και την γλώσσα του.

Μιά παλιά μονοκατοικία γίνεται στάχτη από εμπρησμό. Μέσα σ’αυτήν έμενε η γνωστή αν και ξεπεσμένη ηθοποιός Σόνια Βαρίκα, ένας παλιός γέρος συνάδελφός της και μία μαύρη γυναίκα με το κοριτσάκι της. Εκτός της ηθοποιού που χαροπαλεύει με σοβαρά εγκαύματα, οι υπόλοιποι καίγονται. Η Βαρίκα ήταν μοιραία γυναίκα που έπνιγε τα πάθη της στον τζόγο και το ποτό. Μόλις ο αστυνόμος Χρόνης Χαλκίδης μαθαίνει το γεγονός αναλαμβάνει την υπόθεση παρ’ότι διευθύνει το τμήμα «Εσωτερικών Υποθέσεων» που είναι άσχετο με τέτοιες ιστορίες. Αλλά ο Χαλκίδης ήταν κάποτε τρελλά ερωτευμένος με την Βαρίκα – όταν ήταν σωματοφύλακάς της (και όχι μόνο). Το θεωρεί λοιπόν προσωπικό ζήτημα την ανεύρεση των ενόχων. Ο Χαλκίδης είναι ένας έντιμος (μέχρι βλακείας) μπάτσος και πολύ ικανός στη δουλειά του αλλά είναι τίγκα στην κοκαίνη και με κατεστραμμένη προσωπική ζωή.

«Κατεστραμμένος» είναι και ο Συμεών Πιερτζοβάνης, ένας αλκοολικός δικηγόρος που είχε παραχωρήσει την μονοκατοικία στην Σόνια Βαρίκα. Κι αυτός ερωτευμένος στο παρελθόν με την ηθοποιό, πνίγει τις προσωπικές του αποτυχίες στο ποτό. Τα στοιχεία της υπόθεσης φέρνουν τον Χαλκίδη να συνεργάζεται με τον Πιερτζοβάνη στην επίλυση της μυστηριώδους ιστορίας. Πρώην εραστές της Βαρίκα, πρώην (δίχως να το γνωρίζουν) αντίζηλοι πρέπει να συνεργαστούν γιά μιά υπόθεση που δείχνει να μην έχει κίνητρο, να είναι τόσο μετέωρη που κανονικά θα έπρεπε να «κλείσει» αμέσως, έχει όμως πολύ ζουμί.

Η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα παρουσιάζεται ανάγλυφη μέσα από τις σελίδες του (και θεατρικού σκηνοθέτη) Σ.Γκάκα. Νεοναζί, παπάδες, μοναστήρια, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, μεγαλοεργολάβοι, η διαφθορά της νεοελληνικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα, σε όλα τα μεγέθη. Με αφήγηση στακάτη και σύγχρονη γλώσσα περιγράφει ένα κόσμο που οι δύο (ή και οι τρεις ήρωες του βιβλίου αφού παρακολουθούμε και τους παραληρηματικούς μονολόγους της ετοιμοθάνατης Βαρίκα), είναι «εκτός», είναι "εξωγήινοι". Κινούνται σαν «εξόριστοι στην κεντρική λεωφόρο». Το κοινωνικοοικονομικοπολιτικό γίγνεσθαι τους έχει ξεπεράσει και γιά να αντέξουν και να ανταποκριθούν στην πραγματικότητα το έχουν ρίξει στα «βοηθήματα». Ο ένας τις ψυχοτρόπες ουσίες, οι δύο άλλοι το αλκοόλ. Ο Πιερτζοβάνης πρέπει να πιεί μιά σταγόνα για να λειτουργήσει και ο Χαλκίδης να «κάνει μιά μυτιά» για να βγάλει εις πέρας τα καθήκοντά του.

Ένα μυθιστόρημα σκληρό αλλά που μιλάει για την δύναμη του έρωτα. Ένα μυθιστόρημα ερωτικό αλλά που μιλάει γιά την σκληρότητα και την μοναξιά της ζωής. Τίποτα πρωτότυπο, τίποτα που δεν έχεις ξαναδιαβάσει. Αλλά τόσο δυνατό που σε συνεπαίρνει και δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Ατέλειες μπορεί κάποιος να βρει πολλές. Η πλοκή αφήνει πολλά αναπάντητα ερωτήματα, οι ερωτικές ιστορίες των δύο ανδρών με την Βαρίκα είναι λίγο ομιχλώδεις, το τέλος είναι (πολύ) αμήχανο, τα παραβλέπεις όμως όλα μπροστά στο «ελεγειακό» της ιστορίας και τον κινηματογραφικό της ρυθμό.
 
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 09, 2009
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 09, 2009 | Permalink
Dickens forever
«Ο ΖΟΦΕΡΟΣ ΟΙΚΟΣ» (The bleak house) του Charles Dickens είναι ένα από τα κλασσικά βιβλία της λογοτεχνίας που πολλοί μιλούν γι’αυτό και λίγοι το έχουν διαβάσει ολόκληρο. Αντιλαμβάνομαι την «δυσκολία» του εγχειρήματος. Περισσότερες από 1400 σελίδες πυκνογραμμένης λογοτεχνίας, με πάνω από τις μισές να είναι αφήγηση, είναι κάτι που μπορεί να αποθαρρύνει και τον πιό φανατικό αναγνώστη. Η εξαιρετική (από κάθε πλευρά) έκδοση από την βιβλιόφιλη σειρά του Gutenberg "Orbis litere", διευκολύνει την ανάγνωση αυτού του σημαντικού μυθιστορήματος «σπάζοντάς το» σε 2 τόμους, (το ίδιο «κόλπο» έκανε και με τον ΤΟΜ ΤΖΟΟΥΝΣ του Fielding, τον ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΑΡΘΟΥΡΟΥ του Mallory, ενώ τον ΙΩΣΗΦ του Thomas Mann τον «έσπασε» σε 4 τόμους) ενώ η υπέροχη και ρέουσα μετάφραση της Κ.Παπαμιχαήλ βοηθάει τα μέγιστα στην απόλαυση του κειμένου.

Το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε σε 20 μηνιαίες συνέχειες από τον Μάρτιο του 1852 έως τον Σεπτέμβριο του 1853 (όπως ήταν καθιερωμένο τότε). Είναι ένα βιβλίο ωριμότητας του Κ.Ντίκενς, καθώς είναι το ένατό του, και ίσως το πιό πολυπρόσωπό του. Από τις σελίδες του παρελαύνουν 18 κεντρικοί χαρακτήρες και δεκάδες δευτερεύοντα πρόσωπα που σχεδόν όλα παίζουν κάποιο ρόλο στην πλοκή του βιβλίου. Ο συγγραφέας κοντρολάρει με θαυμαστή επιδεξιότητα το χαώδες υλικό του σε σημείο να μη μπορείς να ξεχάσεις τα πρόσωπα που μπαινοβγαίνουν στην ιστορία ακόμα και αν διάβασες γι’αυτά 500 σελίδες πριν.

Ο Ζοφερός Οίκος εμπεριέχει στις σελίδες του σχεδόν ολόκληρο το έργο του Ντίκενς. Στοιχεία από προγενέστερα έργα του υπάρχουν στην ιστορία, είναι ένα «έπος» που προκαλεί τον συνεχή θαυμασμό του αναγνώστη με την δομή του, με την ικανότητά του να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον, με τον ανθρωπισμό του και το μεγάλο του πνεύμα. Κριτική του (αμείλικτου και εντελώς παράλογου) δικαστικού συστήματος, ερωτική ιστορία, αστυνομική ίντριγκα, οικογενειακή saga, μελόδραμα – όλα αυτά υπάρχουν σε ικανοποιητικές δόσεις.

Περίληψη της ιστορίας αποκλείεται να γίνει. Λίγα στοιχεία μόνο γιά να καταλάβει καλύτερα εκείνος που ενδιαφέρεται γιά το βιβλίο...Κατ’αρχήν έχουμε την δικαστική διαμάχη Τζάρνταϊς και Τζάρνταϊς στο δικαστήριο του Τσάνσερι στο Λονδίνο. Το χρονικό πλαίσιο είναι κάπου μεταξύ 1840 και 1850 και το Τσάνσερι δεν έβγαζε τις αποφάσεις του βάσει του Γραπτού Δικαίου αλλά βάσει των Δεδικασμένων υποθέσεων, βάσει του Άγραφου Δικαίου. Ο Λόρδος Καγκελάριος αποφάσιζε χωρίς την βοήθεια ενόρκων γιά την εκάστοτε υπόθεση και οι αντίδικοι δεν είχαν πρόσβαση στα δικαστικά έγγραφα. Οι υποθέσεις «τραβάγανε» χρόνια, τα δικαστικά έξοδα φτάνανε σε δυσθεώρητα ύψη οπότε όταν (και εάν) έβγαινε μετά από χρόνια η οποιαδήποτε απόφαση τα δύο μέρη είχαν εξαντληθεί τόσο πολύ οικονομικά που το αποτέλεσμα δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Ο Ντίκενς με την (μυθιστορηματική) διαμάχη Τζάρνταϊς και Τζάρνταϊς αφηγείται μια υπόθεση που κανείς πλέον δεν γνωρίζει από που ξεκίνησε, γιατί ξεκίνησε, ποιό είναι το ζητούμενο, και (ενίοτε) ποιοί είναι οι εμπλεκόμενοι αφού όλα χάνονται στο βάθος του χρόνου. Η μία αγωγή διαδέχεται την άλλη, καινούργια πρόσωπα εμφανίζονται στα δικαστήρια απαιτώντας κάτι και συνεχείς καθυστερήσεις έχουν ανεβάσει τα έξοδα στις 60.000 λίρες.

Η Έστερ Σάμερσον είναι ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου. Είναι νόθο παιδί, αγνώστων γονέων και μεγαλώνει υπό την προστασία μίας γηραιάς κυρίας σε πολύ αυστηρό περιβάλλον. Όταν εκείνη πεθαίνει, εμφανίζεται στην ζωή της Έστερ ο Τζον Τζάρνταϊς, ένας πλούσιος γαιοκτήμονας ο οποίος αναλαμβάνει την κηδεμονία της νεαράς Έστερ και της προσφέρει μία καλή εκπαίδευση, την οποία όταν ολοκληρώνει, καλείται από τον προαναφερόμενο κηδεμόνα της να αναλάβει την συνοδεία της ανηψιάς του, της πανέμορφης Άντας η οποία με τον ξάδερφό της Ρίτσαρντ θα μείνουν στο Bleak House, το σπίτι/πύργο του Τζον Τζάρνταϊς. Τα δύο ξαδέρφια είναι κληρονόμοι σε μία από τις διαθήκες που εμπλέκονται στην δικαστική διαμάχη, ενώ ο κηδεμόνας τους είναι κληρονόμος σε άλλη δικαστική διαμάχη. Στην αρχή όλα πάνε καλά γιατί οι δύο πλευρές συμπράττουν στην επίλυση της υπόθεσης αλλά όταν ο Ρίτσαρντ θα ασχοληθεί περισσότερο και με αρρωστημένη εμμονή με το Τσάνσερι, θα έρθει σε κόντρα με τον θείο και κηδεμόνα του.

Μια άλλη διάδικος της υπόθεσης είναι και η Λαίδη Ντέντλοκ, με την ψυχρή ομορφιά και το αινιγματικό και απόμακρο ύφος, πρόσφατη σύζυγος του υπέργηρου(για την εποχή) σερ Λέστερ Ντέντλοκ με τον οποίο έχουν γύρω στα είκοσι χρόνια διαφορά. Με το μυστήριο να καλύπτει το παρελθόν της, η Λαίδη, παρουσιάζεται στην αρχή του βιβλίου να αδιαφορεί και να βαριέται γιά ολα. Η ζωή της αριστοκρατίας την κουράζει με την μονοτονία και την βλακεία της, εκείνη όμως κουβαλάει ένα τραγικό μυστικό το οποίο αποκαλύπτεται γύρω στην μέση του βιβλίου (παρ’ότι ο αναγνώστης το αντιλαμβάνεται αρκετά νωρίτερα) και θα έχει τραγικές συνέπειες για όλους.

Γύρω από αυτούς τους κεντρικούς χαρακτήρες υπάρχουν –όπως προανέφερα – δεκάδες άλλοι, αρκετά σημαντικοί. Ο αινιγματικός δικηγόρος Τάλκινγκχορν που ασχολείται με τις υποθέσεις του σερ Λέστερ και όχι μόνο, γνωρίζοντας όλων τα μυστικά. Ο επιπόλαιος και φαινομενικά αφελής Χάρολντ Σκίμπολ που ζει εις βάρος του Τζον Τζάρνταϊς. Ο χαρτοπώλης Σνάγκσμπυ με την ζηλιάρα και ιδιόμορφη σύζυγο. Ο Τζο, ένας χαρακτηριστικός Ντικενσιανός χαρακτήρας, ένα άστεγο και πεντάρφανο ζητιανάκι που άθελα του προκαλεί ζημιές αλλά και που βρίσκεται πάντα στο λάθος μέρος. Ο πρώην στρατιωτικός Κος Τζορτζ που στην αρχή περιφέρεται ως γκροτέσκ φιγούρα αλλά παίζει τον ρόλο του στο μυθιστόρημα. Ο έντιμος και ρομαντικός γιατρός Γούντκορτ που βοηθάει τους πάντες.Η δήθεν φιλάνθρωπος Κα Τζέλιμπι που μαζεύει δωρεές για να σώσει κάποια φυλή στην Αφρική αλλά παραμελεί τα ίδια της τα παιδιά και πολλοί-πολλοί άλλοι.

Στο μυθιστόρημα όμως κυριαρχεί η μορφή της Έστερ Σάμερσον που δεσπόζει με την παρουσία της. Ο Ντίκενς γιά πρώτη φορά στο έργο του εισάγει την διπλή αφήγηση. Από την μία παρακολουθούμε (διαβάζουμε) την αφήγηση της Έστερ , ένα είδος ημερολογίου. Από την άλλη ο αφηγητής (ο συγγραφέας) συνδέει τα κομμάτια, «μαζεύει» ότι αφήνει απ’έξω η Έστερ (που δεν μπορεί να είναι παντού) και με το εκπληκτικό ειρωνικό ύφος του συγγραφέα, εξιστορεί σχολιάζοντας (με τον τρόπο του) τα τεκταινόμενα.

Η Έστερ είναι η απόλυτα θετική ηρωίδα. Δεν έχει ψεγάδι επάνω της. Συγκινεί τον αναγνώστη με την καλοσύνη της και το στυλ της. Στην αρχή περιγράφεται ως σχετικά όμορφη και γλυκειά, στην πορεία όμως του μυθιστορήματος στην προσπάθεια της να σώσει τον νεαρό Τζο από την βαρειά ασθένεια που έχει περιπέσει, κολλάει από αυτήν και αφού γλυτώνει τον θάνατο, το πρόσωπο της αλλάζει και η ομορφιά της χάνεται. Παρ’όλα αυτά παραμένει γοητευτική με τον τρόπο της και στο τέλος – αφού διαβάζουμε Ντίκενς, τον μάστορα του happy-end – ανταμοίβεται. Η Έστερ είναι μία ηρωίδα που ολοκληρώνει την προσωπικότητα της κατά τη διάρκεια του βιβλίου. Είναι πολυεπίπεδη, η ζωή την αλλάζει αλλά δεν την μεταμορφώνει, την ωριμάζει και την καλυτερεύει παρά τα πάνω-κάτω που της συμβαίνουν. Ως χαρακτήρας δεν είναι χάρτινος, είναι ολοζώντανος μπροστά στον αναγνώστη που αποκλείεται να μείνει αδιάφορος μπροστά σε τέτοιου μεγέθους λογοτεχνική προσωπικότητα – οι σελίδες που συναντάει και συνομιλεί με την ψυχρή και παγερή Λαίδη Ντέντλοκ είναι απλά μαγικές.

Το αστυνομικό κομμάτι της ιστορίας είναι αρκετά σημαντικό και παίζει ρόλο στην πλοκή αφού αποτελεί αφορμή για τεράστιες παρεξηγήσεις και συντελεί στην κορύφωση του δράματος. Ο Ντίκενς εισάγει στην ιστορία, τον επιθεωρητή Μπάκετ «πιάνοντας» τον σφυγμό της εποχής αφού τότε συστάθηκε η Σκότλαντ Γιαρντ. Ο Μπάκετ πρόδρομος των ντετέκτιβ που κατακυρίευσαν την Αγγλική λογοτεχνία του τέλους του 19ου αιώνα χρησιμοποιεί πάνω απ’όλα το ένστικτό του για να επιλύσει τους μυστηριώδεις θανάτους που λαμβάνουν χώρα .Η αστυνομική ίντριγκα μπορεί να μην ήταν το δυνατότερο σημείο του Ντίκενς αλλά η αγωνιώδης ατμόσφαιρα που καλλιεργεί ο συγγραφέας στις τελευταίες 200 σελίδες είναι εκπληκτική.

Εκείνο που ξαφνιάζει τον σημερινό αναγνώστη είναι η περιγραφή του Τσάνσερι. Ο Ντίκενς (γνωρίζοντας τα πράγματα εκ των έσω, αφού ως δημοσιογράφος κάλυψε αρκετές δίκες εκεί) περιγράφει την ατμόσφαιρα και την λειτουργία του δικαστηρίου με χρώματα εφιαλτικά – κάτι που στον 20ο αιώνα έγινε γνωστό ως «Καφκική ατμόσφαιρα», δεν θα με παραξένευε εάν μάθαινα ότι ο μεγάλος Τσέχος είχε επηρρεαστεί από αυτό το βιβλίο καθώς διατρέχοντας τις σελίδες με τα περιστατικά που αναφέρει ο Ντίκενς λες και βρίσκεσαι μέσα στην «Δίκη» ή στον «Πύργο». Δίκες που δεν τελείωναν ποτέ, άνθρωποι που ζούσαν ουσιαστικά μέσα στις αίθουσες περιμένοντας μιά απόφαση που όλο και κωλυσιεργούσε. Ένα ολόκληρο σύστημα λαμόγιων που βιοπορίζονταν από την γραφειοκρατία και τις διαδικασίες του Τσάνσερι.

Ο «Ζοφερός οίκος» όμως είναι πάνω απ’όλα μία τοιχογραφία της εποχής. Βρισκόμαστε στην Βικτωριανή Αγγλία που βιομηχανοποιείται με γοργούς ρυθμούς. Η αριστοκρατία αρχίζει να χάνει τα πρωτεία, καθώς και τα μεγάλα πλούτη που αρχίζουν να μοιράζονται σε επιχειρηματίες που μόνο στην όψη τους, οι παλιοί αριστοκράτες αρρωσταίνουν. Ο Ντίκενς περιγράφει όλες τις πτυχές αυτού του πλουτισμού. Από τους τοκογλύφους και τους τυμβωρύχους μέχρι τον ανερχόμενο εργοστασιάρχη, γιό της οικονόμου των Ντέντλοκς που αφήνει άναυδο τον σερ Λέστερ με την υπερηφάνειά του και την αξιοπρεπή του στάση. Η παρακμή της αριστοκρατίας και η άνοδος της αστικής τάξης περνάνε μέσα από την πένα του μεγάλου συγγραφέα με χιούμορ και αρκετή ειρωνία ενώ δεν λείπουν οι έμμεσες αναφορές σε γνωστά πρόσωπα της εποχής.

Δεν λείπουν από το βιβλίο τα γνωστά θέματα που απασχολούσαν τον Ντίκενς σε όλα του σχεδόν τα μυθιστορήματα καθώς και οι περιγραφές της φτώχειας και της δυστυχίας των ανθρώπων των συνοικιών του Λονδίνου και της επαρχίας. Στο μυθιστόρημα αυτό όμως ο συγγραφέας πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω και στηλιτεύει την υποκρισία της «φιλανθρωπίας», τα ταξικά στερεότυπα, την προσπάθεια με όλους τους τρόπους και όλα τα μέσα να «ανέβει» κάποιος στο κοινωνικό γίγνεσθαι, την διπροσωπία, τους αδίστακτους δικηγόρους, τους τύπους που ζουν εις βάρος των άλλων ενώ οι γνώριμες φιγούρες των φιλάργυρων, των τοκογλύφων, των παιδιών που υποφέρουν, των μανάδων που χάνουν τα παιδιά τους, επανέρχονται όπως και στα προηγούμενα έργα του.

Ο «Ζοφερός Οίκος» μεταφέρθηκε αρκετές φορές στην τηλεόραση και μάλλον δικαίως αφού το περιορισμένο χρονικό πλαίσιο μιάς κινηματογραφικής ταινίας θα περιόριζε το μυθιστόρημα. Η μεταφορά του 2005 από το BBC(παραγωγή-εγγύηση γιά τα κλασσικά έργα της Αγγλικής λογοτεχνίας), με την επιλογή-έκπληξη της Gilian Anderson (του X-Files!!) στον ρόλο της μοιραίας Λαίδης Ντέντλοκ θεωρείται εξαιρετική.

Το βιβλίο επίσης γνώρισε εκτενή αναφορά και στην μνημειώδη αλλά αμφιλεγόμενη λογοτεχνική μελέτη του Χάρολντ Μπλουμ «Ο ΔΥΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ», (άλλο ένα από τα βιβλία που πολλοί αναφέρουν αλλά ελάχιστοι έχουν διαβάσει), ο οποίος μας προτείνει να «χαλαρώσουμε και να αφήσουμε το σώμα μας να απολαύσει την μαγεία του κειμένου» (All we have to do when reading Bleak House is to relax and let our spines take over), που κατά τον ίδιο, ξεπερνάει οτιδήποτε έχει γραφτεί στην Αγγλική λογοτεχνία κατά τον 19ο αιώνα, ενώ ομολογεί την συγκίνησή του γιά την ηρωίδα του μυθιστορήματος, την Έστερ Σάμερσον.
 
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 03, 2009
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 03, 2009 | Permalink
ΒΑΛΤΕΝΜΠΕΡΓΚ
Πραγματικά σπουδαίο βιβλίο, το «ΒΑΛΤΕΝΜΠΕΡΓΚ», αυτό το ογκώδες μυθιστόρημα του Τυνήσιου συγγραφέα Hedi Kaddour που ζει και γράφει στην Γαλλία (εκδ. Πατάκη, μετάφρ.Μ.Πατεράκη-Γαρέφη, σελ.831). Ο συγγραφέας περισσότερο γνωστός στα γαλλικά γράμματα ως ποιητής με αυτό του το βιβλίο που τιμήθηκε το 2005 με το βραβείο «πρώτου μυθιστορήματος» γράφει ένα magnus opus γιά την Ευρώπη, ένα έργο που περικλείει την ευρωπαϊκή ιστορία του 20ου αιώνα (με τον τρόπο που ο μέγας Ε.Χομπσμπάουμ καθόρισε στο πολύ σημαντικό του βιβλίο «Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΚΡΩΝ», ότι ο 20ος αιώνας διήρκεσε από το 1914 έως το 1991). Αλλαγές ρυθμών, η ποιητική γλώσσα αφήγησης διαδέχεται το κατασκοπικό θρίλερ και την περιπέτεια, απελπισμένος και αδιέξοδος έρωτας, ατελείωτες συζητήσεις, ένα φιλοσοφικό-μυθιστορηματικό έπος.

Δύσκολο να περιγράψει κανείς την πλοκή του βιβλίου. Οι 6 πρωταγωνιστές (5 άντρες και μία γυναίκα) διατρέχουν την Ευρώπη σε μία ιστορία κατασκοπείας, έρωτα και ανταλλαγής ιδεών. Ο Χανς ένας διανοούμενος, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού πνεύματος του μεσοπολέμου, είναι συγγραφέας και σφόδρα ερωτευμένος με την Λένα, μιά τραγουδίστρια της όπερας, πανέμορφη και πολύ δυναμική. Λίγο πριν την κατάταξη του Χανς στον γερμανικό στρατό μόλις κηρύχθηκε ο Α Παγκόσμιος πόλεμος, η Λένα του ζητάει να χωρίσουν βρίσκοντας μιά ασήμαντη αφορμή. Ο Χανς μετά την επιστροφή του από το μέτωπο, την ψάχνει παντού, σε Ευρώπη και Αμερική όπου φαίνεται οτι εκείνη άλλαξε επώνυμο. Ο Χανς είναι πλέον ένας πασίγνωστος και καταξιωμένος συγγραφέας, μιά προσωπικότητα σε στυλ Τόμας Μαν. Την ξαναβρίσκει στο Βάλτενμπεργκ, έναν μυθιστορηματικό τόπο, που θυμίζει το Νταβός της Ελβετίας, όπου σε τακτά χρονικά διαστήματα πραγματοποιείται ένα συνέδριο γιά τα Ευρωπαϊκά θέματα. Ένας από τους πρωτεργάτες του συνεδρίου είναι ο Γάλλος δημοσιογράφος Μαξ Γκοφάρ, ένας τύπος σαν τον κινηματογραφικό Ζέλιγκ του Γούντι Άλεν, ο οποίος παραβρίσκεται στα σημαντικότερα ευρωπαϊκά γεγονότα του 20ου αιώνα και γνωρίζει τους πάντες και τα πάντα. Φίλος καλός του Χανς, από τον Α πόλεμο διατηρούν επαφή από τότε, ερωτεύεται κι αυτός την Λένα όταν την βλέπει σε ένα καφέ στο Παρίσι λίγο μετά τον πόλεμο και από τότε του γίνεται έμμονη ιδέα. Την μοιραία όμως Λένα την ποθεί και ο Λιλστάιν, που είναι μόλις 16 χρονών στο 1ο συνέδριο του Βάλντεμπεργκ το 1929. Ο Λιλστάιν μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο επιλέγει να ζήσει στην Ανατολική Γερμανία και δουλεύει για το καθεστώς στρατολογώντας κατασκόπους. Η μεγάλη του επιτυχία είναι η στρατολόγηση ενός Γάλλου αριστερού που στο βιβλίο το όνομά του αποκαλύπτεται μόνο στο τέλος, ενός τυπικού «mole»(τυφλοπόντικα) αλά Λε Καρέ, που είναι μυστικοσύμβουλος της Γκολικής διακυβέρνησης και στον οποίο απευθύνεται ο Λιλστάιν στο β ενικό καθ’όλη τη διάρκεια του βιβλίου. Στις παρυφές αυτής της ανομοιογενούς παρέας κινείται και ο Ντε Βεζ, ένας Γάλλος διπλωμάτης που η κυβέρνησή του τον υποψιάζεται για διπλό κατάσκοπο, πρώην ήρωας της Αντίστασης, ο οποίος δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο στο βιβλίο αλλά είναι μιά πολύ ενδιαφέρουσα παρουσία.

Τα κεφάλαια του βιβλίου δεν ακουλουθούν χρονική σειρά και ο αναγνώστης στην αρχή δυσκολεύεται να καταλάβει την πλοκή. Αλλάζει και ο ρυθμός ανά κεφάλαιο, εκεί που στην αρχή νομίζεις ότι θα διαβάσεις μιά ιστορία αλά Σελίν ή εστω Κλωντ Σιμόν, με την φρίκη του Α Παγκόσμιου πολέμου να σε κυριεύει, το παιχνίδι των κατασκόπων που εναλλάσεται σε προδιαθέτει γιά ένα κατασκοπικό θρίλερ στο ύφος του Τζον Λε Καρέ ενώ λίγο αργότερα ο παράφορος έρωτας του Χανς γιά την αινιγματική Λένα που είναι αντικείμενο πόθου γιά σχεδόν όλα τα αρσενικά της ιστορίας μας σου φέρνει την ατμόσφαιρα μιάς ρομαντικής περιπέτειας. Τίποτα όμως απ’όλα αυτά ή μάλλον όλα αυτά μαζί, συν την μελαγχολία που σαν αεράκι γεμίζει τις σελίδες του μυθιστορήματος και με ένα στυλ που βρίσκεις στον Ζέμπαλντ και τον Μαγκρις φέρνουν στα χέρια σου ένα μεγαλειώδες έργο που μετά την μέση του βιβλίου,δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου.

Εξαιρετικοί διάλογοι, ποιητική ατμόσφαιρα, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, αξέχαστοι τύποι (κυρίως ο Χανς είναι υπέροχος)– όλοι ένας κι’ ένας, ενώ ο προσεκτικός αναγνώστης θα αντιληφθεί ότι στο ΒΑΛΝΤΕΜΠΕΡΓΚ έχουμε μιά παρέλαση, μιά συμπύκνωση όλης της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του περασμένου αιώνα. Η ατμόσφαιρα του ξενοδοχείου Βάλντχάους στο ελβετικό τοπίο που θυμίζει έντονα το ΜΑΓΙΚΟ ΒΟΥΝΟ, η σκοτεινή Βουδαπέστη ή το καταθλιπτικό Ανατολικό Βερολίνο που φέρνουν μπροστά στου τις περιπέτειες του Σμάιλι, οι συζητήσεις γύρω από τραπέζια και οι ιδέες που κυριαρχούσαν στα μυθιστορήματα του Αντρέ Μαλρώ του οποίου η μορφή στοιχειώνει το μυθιστόρημα γενικότερα, ενώ κάνει και ένα μικρό πέρασμα ως συνδαιτημόνας σε ένα δείπνο που αποδείχτηκε πολύ σημαντικότερο από αυτό που αρχικά φαινόταν...

Γενικότερα από το βιβλίο παρελαύνουν διάφορες μορφές του πνεύματος, της οικονομίας, της τέχνης, της πολιτικής (όχι με τα πραγματικά τους ονόματα αλλά είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι), όπως ο Κέυνς, ο Χάιντεγκερ, η Σβάρτσκοπφ, η Κοντολίζα Ράις στα πρώτα της βήματα, οι Κρουπ και άλλοι.

Ο Καντούρ δεν κρύβεται, τα δάνεια του είναι σαφή – δεν είναι απλά επηρεασμένος από τον Μπαλζάκ (ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΩΜΩΔΙΑ), από τον Μαλρώ (ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ), από τον Τόμας Μαν (ΜΠΟΥΝΤΕΜΠΡΟΚΣ, ΜΑΓΙΚΟ ΒΟΥΝΟ), τους κατακλέβει αλλά με δημιουργικό τρόπο ώστε να μη μπορεί κανείς να πει κουβέντα. Ενσωματώνει ή μάλλον, αφομοιώνει τα καλύτερα κομμάτια της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας των περασμένων αιώνων και μας παραδίδει μιά αριστουργηματική τοιχογραφία που τα περιλαμβάνει όλα: Ίντριγκα, δράση, έρωτα, φιλοσοφία, ιστορία σε σωστές και καθαρές δόσεις ώστε ο σημερινός αναγνώστης (που έχει συνηθίσει σε κινηματογραφικούς λογοτεχνικούς ρυθμούς) να μη κουραστεί και να βρίσκει ενδιαφέρον σε κάθε κεφάλαιο, σε κάθε διάλογο.

Στο εξωτερικό διαφημίζεται ως «κατασκοπικό θρίλερ», νομίζω ότι έχει κάποια στοιχεία αλλά απέχει πολύ από αυτό το είδος – αν και ο Λε Καρέ σίγουρα επηρέασε τον συγγραφέα (περισσότερο στη δομή του βιβλίου). Θα μπορούσε να το πεις και μυθιστόρημα ενηλικίωσης (bildungsroman) αφού οι ήρωες μεγαλώνουν μαζί του – τους βρίσκουμε 20άρηδες και τους αφήνουμε νεκρούς ή σε βαθιά γεράματα, γερνάνε μαζί με την γηραιά ήπειρο και τις ιδέες της, και τον κόσμο που αλλάζει άρδην και τους αφήνει πίσω του. Εγώ κρατάω περισσότερο την μελαγχολία που διαπερνάει τις σελίδες του βιβλίου και την ατελείωτη ιδεολογική διαμάχη με τα ασαφή σύνορα που κυριαρχεί σε όλες τις ενέργειες των πρωταγωνιστών. Καλό-κακό, καπιταλισμός-σοσιαλισμός, ανθρωπισμός-βαρβαρότητα, η ανθρώπινη ύπαρξη που είναι περιορισμένη εντός των ορίων του κόσμου όπως περιγράφεται στο ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ του Χάιντεγκερ. Το ταξίδι στο ΒΑΛΤΕΝΜΠΕΡΓΚ είναι μακρύ, πολύπλοκο, χορταστικό, ενίοτε δύσκολο αλλά σε «γεμίζει» αναγνωστικά (και όχι μόνο). Όποιος το τολμήσει θα ανακαλύψει έναν πολύ μεγάλο συγγραφέα και θα ζήσει μιά αξέχαση εμπειρία