Τρίτη, Ιανουαρίου 20, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 20, 2009 | Permalink
Μιά διαφορετική "θεωρία"
«Είναι περίεργο, αλλά μπροστά σε αυτήν την ρευστή ή αέρινη μαγεία, ποτέ δεν μου έτυχε να λυπηθώ για την ανθρώπινη απουσία»
Σ. Μπωντλαίρ


Γοητευτικότατο και εξόχως ελκυστικό το μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Stephan Audeguy, «Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΦΩΝ», (Εκδ.ΚΟΑΝ, σελ.306 , μετάφρ. Μ.Πατεράκη - Γαρέφη). Μιά παράξενη ιστορία που περικλείει και άλλες ιστορίες, με ασυνήθιστους πρωταγωνιστές σε Μουρακαμικό ύφος που εκτυλίσσεται νωχελικά, σχεδόν υπνωτιστικά παρασέρνοντας τον αναγνώστη σε ένα διανοητικό παιχνίδι, θυμίζοντας κάπου το ωραίο μυθιστόρημα του Κέλμαν, «Η μέτρηση του κόσμου» ενώ μέσα στην αφήγηση παρεμβάλλονται σκηνές αντάξιες ενός Κόνραντ, ενός Στήβενσον.

Μείγμα ιστορίας και μυθοπλασίας αυτό το ιδιόμορφο μυθιστόρημα τοποθετείται χρονικά στο παρόν, όπου ένας Ίάπωνας γκραν μετρ της μόδας, ο Ακίρα Κούμο, ο οποίος ζει στο Παρίσι, λίγο προτού αποσυρθεί αποφασίζει να αναθέσει σε μιά νεαρή βιβλιοθηκάριο την ταξινόμηση της απέραντης βιβλιοθήκης του. Θέμα της βιβλιοθήκης: ότι έχει γραφτεί γιά τα σύννεφα από τις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Ακίρα Κούμο έλκεται από την μοναχική Βιργινία Λατούρ,την βιβλιοθηκάριο και θεωρεί σκόπιμο να την μυήσει στα μυστικά των νεφών χωρίς να βιάζεται ιδιαίτερα γιά την ολοκλήρωση της βιβλιοθήκης του. Περισσότερο τον ενδιαφέρει να της περιγράψει τον παράξενο κόσμο που έχει πλάσει και μέσα στον οποίο ζει.

Σε πρώτο επίπεδο λοιπόν διαβάζουμε την γοητευτική ιστορία τριών πολύ παράξενων ανθρώπων, του Κουακέρου Λουκά Χάουαρντ (ο μόνος που πραγματικά υπήρξε αφού οι υπόλοιποι είναι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες),ο οποίος πρώτος επινόησε τα ονόματα που χρησιμοποιούνται ακόμα και στις μέρες μας γιά τις μεταλαγές των νεφών δημοσιεύοντας μάλιστα και την μοναδική διάλεξη που έδωσε γιά το θέμα προτού ασχοληθεί με τα Θεία. Του ζωγράφου Καρμάϊκελ που το 1812 άρχισε να ζωγραφίζει σύννεφα, μόνον σύννεφα...Βασικά τον άνεμο προσπαθούσε να «αιχμαλωτίσει» στους πίνακές του αλλά πως να ζωγραφίσεις τον άνεμο;Ο ζωγράφος παρατηρώντας τους άπειρους σχηματισμούς των νεφών παραφρονεί και αυτοκτονεί μαζί με την σύζυγό του.Και τέλος του Ρίτσαρντ Αμπερκρόμπυ ενός από τους σκαπανείς της επιστημονικής Μετεωρολογίας, του οποίου το μοναδικό και πρωτότυπο αντίτυπο από το έργο ζωής του που αποκαλείται «Πρωτόκολο Αμπερκρόμπυ» είναι το αντικείμενο του πόθου του εκκεντρικού συλλέκτη Ακίρα Κούμο.

Σε δεύτερο επίπεδο παρακολουθούμε την παράξενη ιστορία του Ιάπωνα σχεδιαστή. Διατείνεται ότι γεννήθηκε στην Χιροσίμα το 1946, αλλά στην πραγματικότητα γεννήθηκε μερικά χρόνια πριν και ως εκ θαύματος σώθηκε από τον βομβαρδισμό και την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης.Η μνήμη του είχε χαθεί από το σοκ και χάρις σε κάτι έγγραφα που πρέπει να βρει γιά φορολογικούς λόγους μαθαίνει την πραγματική του ηλικία και τότε θυμάται- και αυτά που θυμάται δεν είναι καθόλου,μα καθόλου ευχάριστα...

Από την μέση του βιβλίου , ο ρυθμός αλλάζει αφού πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία παίζει η προσπάθεια του Ακίρα Κούμο να εξασφαλίσει το περίφημο «Πρωτόκολο». Μαθαίνει ότι η μοναδική κληρονόμος του Ρ.Αμπερκρόμπυ πεθαίνει οπότε στέλνει την Βιργινία Λατούρ να αγοράσει με οποιοδήποτε κόστος το «Πρωτόκολο». Εκείνη βρίσκει επιτέλους ένα νόημα στη ζωή της και οι καταστάσεις που θα συναντήσει στο Λονδίνο θα της αλλάξουν την ζωή. Ο Ακίρα Κούμο προτού πεθάνει έχει βρει τον διάδοχό του, έχει κινήσει τα νήματα σαν μικρός Θεός...

Το βιβλίο θα μπορούσε να είναι και μιά διαφορετική, λίγο πειραγμένη ιστορία της Μετεωρολογίας. Μιά επιστήμη που σιγά-σιγά μετά τις ήττες του Ναπολέοντα σε Ρωσία και Βατερλώ και τις διάφορες καταστροφές κυρίως στις θαλάσσιες μεταφορές έγινε αναγκαιότητα. Ο συγγραφέας (μέσα από τις διηγήσεις του Ακίρα Κούμο) περιγράφει τις πρώτες κόντρες και τις πρώτες επιστημονικές εισηγήσεις. Βέβαια όλα αυτά χρησιμεύουν ως αφορμή γιά να φτιάξει έναν εκπληκτικό χαρακτήρα στο πρόσωπο του Ρίτσαρντ Αμπερκρόμπυ, ο οποίος γιά να αποδείξει την θεωρία του,οτι τα σύννεφα αποκλείεται να είναι ίδια και απαράλλακτα σε όλον τον πλανήτη (όπως και το ανθρώπινο είδος) αποφασίζει να κάνει τον γύρο του κόσμου.Είναι ήδη καταξιωμένος στον χώρο του και τα έργα του διάσημα και πρωτοπόρα. Όταν επιστρέψει μετά από τέσσερα χρόνια δεν θα δημοσιεύσει παρά λίγες φωτογραφίες από τα ταξίδια του και μετά θα αποσυρθεί.Μυστήριο καλύπτει τον μεγάλο αδημοσίευτο τόμο – το «Πρωτόκολο Αμπερκρόμπυ», με την δουλειά του σε αυτήν την περιπλάνηση. Το μόνο που γνωρίζει ο Ακίρα Κούμο είναι ότι το πλέον ενδιαφέρον του στοιχείο είναι κάποιες φωτογραφίες αιδοίων από μπουρδέλα της εποχής...

Το σεξ λοιπόν κυριαρχεί στο δεύτερο μισό του βιβλίου. Ο πιονέρος της Μετεωρολογίας γνωρίζει τον σαρκικό έρωτα, η Βιργινία βρίσκει επιτέλους τον ιδανικό σεξουαλικό παρτενέρ και ο Ακίρα Κούμο όλο και πιό ασυνάρτητος στις διηγήσεις του έλκεται από την αύρα της γραμματέως του ενώ το τέλος του πλησιάζει και η προσωπική του ιστορία γίνεται όλο και πιό συναρπαστική.

Ο Audeguy έγραψε ένα χαοτικό μυθιστόρημα όπου όμως η ατμόσφαιρα του είναι τέτοια που παρ’ότι το καταλαβαίνεις ότι δεν υπάρχει συνοχή και οι απορίες που δημιουργούνται είναι περισσότερες από τις ιστορίες που διαβάζεις και όπου η μία ιστορία μοιάζει σαν να εμπεριέχει την άλλη, η γοητεία που σου ασκεί είναι τέτοια ώστε να μη μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Παράξενο βιβλίο, που σε ταξιδεύει μαζί με τα σύννεφα του – διασκεδαστικό παρά την βία και τους θανάτους που το περιβάλλουν με αριστουργηματικούς χαρακτήρες οι οποίοι παρά την κάποια ψυχρότητα και αποστασιοποίηση που αναδίδουν προκαλούν τον αναγνώστη να βρει trivia, να το ψάξει λίγο παραπάνω...

«Πρέπει να είσαι κάπως άφρων, λέει ο Ακίρα Κούμο στην Βιργινία, για να ενδιαφερθείς γιά τα σύννεφα, άφρων και πολύ ισχυρογνώμων. Για την πλειονότητα των ανθρώπων που διαθέτουν τον κοινό νου, τα σύννεφα είναι εκεί. Τελεία και παύλα. Τι άλλο να πεις; Είναι μέρος του σκηνικού. Δεν συντρέχει λόγος να τους αφιερώσεις ιδιαίτερη προσοχή. Για την πλειονότητα των ανθρώπων, τα σύννεφα δεν έχουν τίποτα περίεργο, δεν έχουν τίποτα να δώσουν – εκτός φυσικά από νερό, υπό διάφορες μορφές. Οι άνθρωποι κοιτάζουν τα σύννεφα μόνον όταν παραμονεύουν την βροχή, είτε γιατί την περιμένουν με πυρετώδη ανυπομονησία, είτε γιατί την φοβούνται ως καταστροφή. Οι πρόοδοι του δυτικού πολιτισμού τους απομάκρυναν ακόμη περισσότερο από την παρατήρηση του ουρανού – στον δυτικό κόσμο οι άνθρωποι συμβουλεύονται το ραδιόφωνο ή την τηλεόρασή τους γιά να ξέρουν πως να ντυθούν. Σπανίως τους αγγίζει η ομορφιά των νεφών ως απόλυτο μέγεθος. Κάτι τέτοιο συμβαίνει όταν, λόγου χάριν, ο ουρανός είναι γαλάζιος και εκείνοι, ξαπλωμένοι στην χλόη ενός πάρκου, τέλειωσαν το κολατσιό τους και έγειραν προς τα πίσω- τότε κοιτάζουν τα σύννεφα να περνούν και, ενόσω χωνεύουν, φευγαλέα τα θαυμάζουν. Δεν σκέφτονται τίποτα. Και δεν έχουν απαραιτήτως άδικο. Η όποια σκέψη κρύβει μέσα της μιά μορφή αφροσύνης – και άρα τον πόθο να καταλάβουμε τα σύννεφα.»