Τετάρτη, Νοεμβρίου 26, 2008
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 26, 2008 | Permalink
Αν δεν ξέρεις σε ποιό λιμάνι τραβάς...
«Προβλήματα σαν τα δικά μου ξεκινούν αλλά και τελειώνουν σε χιλιάδες μέρη, ο χρόνος όμως που πέρασα σ’εκείνη τη σκωτσέζικη ενορία ήταν σαν να ξεκλείδωσε τα πάντα. Δεν μπορώ να το εκφράσω διαφορετικά. Τώρα πια το Νταλγκαρνοκ φαντάζει το κεντρικό σημείο μιάς ιστορίας που την ήξερα εξαρχής, λες και όλες οι άλλες χρονιές, όλες οι ήρεμες ώρες της επαγγελματικής μου ζωής δεν ήταν παρά η προετοιμασία γιά το σκοτάδι εκείνης της κωμόπολης, όπου η ελπίδα είναι σαν μια μικρή καμπάνα που χτυπά μέσα στη νύχτα.»

Την προσωπική του κόλαση θα ζήσει ο πατέρας Ντέηβιντ Άντερτον στο μικρό Ντάλγκαρνοκ, ένα χωριουδάκι 50 χιλιόμετρα από την Γλασκώβη κοντά στην ακτή. Ένα μέρος σε πλήρη παρακμή αφού τα εργοστάσια που υπήρχαν εκεί κοντά έχουν κλείσει, ο κόσμος είναι φτωχός, συντηρητικός, με ρατσιστικές τάσεις, η νεολαία δε όταν δεν επιδίδονται σε πράξεις βανδαλισμού γυρνάνε πέρα-δώθε χωρίς σκοπό. Τέλειο σκηνικό γιά έναν χαρισματικό μυθιστοριογράφο όπως είναι ο Σκωτσέζος ANDREW O’HAGAN που στο τρίτο του βιβλίο «ΝΑ’ΣΑΙ ΚΟΝΤΑ ΜΟΥ», (Εκδ.ΠΟΛΙΣ, σελ. 357, (πολύ καλή) μετάφρ. Μαργ.Ζαχαριάδου), (83) δείχνει ότι μπορεί να χειριστεί χαμηλότονα ένα «δύσκολο» και στριφνό θέμα γιά τον μέσο αναγνώστη.

Ο καθολικός πάτερ-Ντέηβιντ γεννήθηκε στο Εδιμβούργο και κατάγεται από αστική οικογένεια. Ορφανός από μικρός, που ο ξαφνικός θάνατος του γιατρού πατέρα του στις σκάλες του σπιτιού τους, τον έχει στοιχειώσει, μεγάλωσε με την συγγραφέα φανταστικών ιστοριών μητέρα του. Σπούδασε στην Οξφόρδη, όπου εκδήλωσε την ομοφυλοφιλία του και έζησε ένα μεγάλο έρωτα που είχε τραγικό τέλος. Διανοούμενος και αριστερός ως νεαρός περισσότερο τον είλκυε η θεωρητική πλευρά της πίστης και όχι τόσο η κατήχηση της μάζας ή οι λειτουργίες.
Όταν του ανατίθεται η «σκληρή» ενορία του Ντάλγκαρνοκ το βλέπει ως μία πρόκληση γιά να δοκιμάσει τον χαρακτήρα του, είναι πιά 56 χρονών. Τα δύο δεκαπεντάχρονα-μαθητές του, ο Μαρκ και η Λίσα τον έλκουν, στην αρχή δεν ξέρει γιατί, σιγά-σιγά νιώθει να υπνωτίζεται από την ομορφιά του μικρού και αφήνει τον εαυτό του να παρασυρθεί σε μιά σειρά από παραπτώματα που τα βλέπει ως παιχνίδι και ως έκφραση ελευθερίας , δοκιμάζει «έκσταση», μπουκάρει σε άδειες παμπ, ενθαρρύνει παραβατικές συμπεριφορές του νεαρού αλητάκου. Ώσπου κάποια ρομαντική νύχτα, στο σπίτι του, τον φιλάει ερωτικά χωρίς να προχωρήσει σε κάτι άλλο. Ο μικρός (κατόπιν πίεσης,αφού οι φήμες στο χωριό οργιάζουν), το λέει στον πατέρα του και τότε η μικρή κοινωνία εξεγείρεται. Προσπαθούν να λιντσάρουν τον «ξενόφερτο και ξενομανή» ιερέα, του καίνε το σπίτι , η αστυνομία του απαγγέλει κατηγορία γιά παιδεραστία και η Εκκλησία τον θέτει σε διαθεσιμότητα. Παρά τις προσπάθειες των ανωτέρων του να τον πείσουν να δεχτεί ένα συμβιβασμό, "κουκουλώνοντας" την υπόθεση και μετατιθέτοντας τον, κάπου μακριά, ο πάτερ-Ντέηβιντ θέλει να προσαχθεί σε δίκη παραδεχόμενος την ενοχή του, θέλει να το παλέψει και να πει την πλήρη αλήθεια γιά τα γεγονότα και τι οδήγησε σ’αυτά, γνωρίζοντας ότι ο μοναδικός «χαμένος» θα είναι αυτός. Αλλά από την άλλη γνωρίζει καλά, ότι μόνο έτσι, δια του πλήρους εξευτελισμού θα μπορέσει να ξαναδεί τον εαυτό του στα μάτια, θα μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή του...

«...Ντέηβιντ ξανασκέψου το. Κρατήσου από την αγάπη των πιστών. Εσύ δεν τους αγάπησες ποτέ σου. Πήρες τον ρόλο σου στα σοβαρά, αλλά μόνο ως ρόλο.
-Δεν έβαλα σκοπό να κατακτήσω τις καρδιές τους.
-Αυτό που λες είναι αχαρακτήριστο.Τι είναι, άλλη μία από τις αισθητικής φύσεως άμυνές σου; Γιατί η τέχνη δεν μπορεί να σε υπερασπιστεί τώρα.
-Δυστυχώς, όχι...Αλλά είχα έναν πανέμορφο κήπο. Καταφέραμε να τον καταστρέψουμε μαζί, εκείνοι κι εγώ. Και τώρα θα πρέπει να το αντιμετωπίσω.
-Μην το κάνεις αυτό...Δεν σκέφτεσαι καθαρά. Ότι και αν πεις, ο κόσμος θα σε σταυρώσει.
-Εκτιμώ όλες τις προσπάθειες που έκανες γιά μένα, Τζέραρντ. Αλλά είμαι ο Ιούδας του εαυτού μου. Ο Πόντιος Πιλάτος μου. Το αγόρι το φίλησα και τώρα θα πολεμήσω με τον δικό μου τρόπο.
-Θα μπλέξεις στα γρανάζια της πολιτικής και των εφημερίδων...Και δεν είσαι καλός στην πολιτική. Δεν έχεις ιδέα γιά τις εφημερίδες εδώ πέρα. Δεν καταλαβαίνεις τι διαστάσεις θα δώσουν στο θέμα.
-Θα το ρισκάρω
-Δεν θα είμαι δίπλα σου
-Αν έτσι πρέπει, μην είσαι.
-Δεν ξέρεις που οδεύεις.
-Τότε θα καταφύγω στον Σενέκα... «Αν δεν ξέρεις σε ποιό λιμάνι τραβάς, κανένας άνεμος δεν είναι ούριος».

Ο πάτερ-Ντέηβιντ είναι ένας «ξένος». Μεγαλωμένος στο κοσμοπολίτικο Εδιμβούργο, με την Οξφορδιανή του εκπαίδευση, με την ευαισθησία του και τον διανοουμενισμό του, με τα «ευρωπαϊκά» φαγητά που του αρέσει να μαγειρεύει και τα διαλεχτά κρασιά που πίνει, φαντάζει ως «παραδείσιο πτηνό» στους κατοίκους του χωριού. Δεν μπορεί και δεν θέλει να γίνει αποδεκτός από την κοινότητα. Τον αντιμετωπίζουν ως Άγγλο λόγω της προφοράς του (έχει κι Αγγλικό επίθετο), ως «υπερβολικά διανοούμενο» λόγω των ιδεών του. Αισθάνεται νοσταλγία γιά το παρελθόν του, για τις μέρες που πέρασε στην Ρώμη. Οι μόνοι που φαίνεται να επικοινωνούν μαζί του είναι η παρέα των εφήβων που διασκεδάζουν με το ανατρεπτικό χιούμορ του και διακρίνουν τη φλόγα που είναι καλά κρυμμένη πίσω από τα ράσα.

Ο ιερέας αισθάνεται από το 1968 και μετά, όταν έχασε τον αγαπημένο του, «χαμένος» , «χωρίς ζωή», η εκκλησία γι’αυτόν είναι ένα καταφύγιο, η κρυψώνα του. Αυτό που προσπαθούσε να αποφύγει σε όλη του τη ζωή το παθαίνει τώρα, αλλά αυτό το δραματικό γεγονός λειτουργεί ως «κάθαρση» στην ζωή του.

Ο σχετικά νέος Ο’Χάγκαν (1968), είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας. Και τα 3 του μυθιστορήματα (όλα short-listed γιά το Booker prize) είναι υπέροχα και τελείως διαφορετικού ύφους το ένα από το άλλο. Στο πρώτο του, το αριστουργηματικό ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΜΑΣ περιγράφει την ιστορία μιάς τυπικής Σκωτσέζικης οικογένειας της εργατικής τάξης και μέσα από την ιστορία της περνάει η περιπέτεια της χώρας στον εικοστό αιώνα. Το επόμενο βιβλίο του ήταν η εξαιρετική ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ όπου παρακολουθούμε τις διαψευσμένες ελπίδες ενός κοριτσιού μεγάλου μουσικού ταλέντου που ανακαλύπτεται σε μιά απομακρυσμένη γωνιά της χώρας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα ΝΑ’ΣΑΙ ΚΟΝΤΑ ΜΟΥ «φέρνει» περισσότερο στο ύφος των βιβλίων του Μπάνβιλ. Πιό χαμηλότονο και πιό υπαινικτικό από τα άλλα του έργα, κινείται συνεχώς μεταξύ παρελθόντος και παρόντος αλλάζοντας συνεχώς στυλ γραφής. Όταν ο πάτερ-Ντέηβιντ αναπολεί τις μέρες της Οξφόρδης και της Ρώμης , το βιβλίο έχει μιά αχλύ Μπράιτσχεντ, είναι μελαγχολικό, με σχετική φλυαρία και αδιόρατα βαρετό. Τα πράγματα αλλάζουν όταν μεταφερόμαστε στο παρόν και στην σκληρή πραγματικότητα, όπου ο ρυθμός γίνεται γρήγορος και οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη.

Η περιφέρεια της Σκωτσέζικης επικράτειας περιγράφεται με πολύ σκοτεινά χρώματα. Ανεργία, χουλιγκανισμός, σκληρότητα, ρατσισμός, αμορφωσιά και πλήξη-βαθύτατη πλήξη. Το μίσος γιά τους Άγγλους εκφράζεται συνεχώς και βίαια. Ο ιερέας χαμένος μέσα στον εστετισμό του δεν καταλαβαίνει ούτε λεπτό που βρίσκεται και γιατί τον χλευάζουν έτσι. Επιλέγει να δουλέψει σε μιά γη διαψευσμένων ελπίδων και μηδαμινών προσδοκιών μη ξέροντας γιατί, ο αναπόφευκτος εξοστρακισμός του θα έρθει φυσιολογικά.

Το πνεύμα του βιβλίου απεικονίζεται καθαρά στο απόσπασμα από το ποίημα IN MEMORIAM A.H.H. του μεγαλειώδους A.L.Tennyson από το οποίο πήρε το βιβλίο τον τίτλο του. Στο έξοχο αυτό ποίημα υπάρχει έντονο το αίσθημα του πόνου, της λύπης, της διάψευσης των ελπίδων, της ματαιότητας της ύπαρξης.

Be near me when my light is low,
when the blood creeps, and the nerves prick
and tingle; and the heart is sick,
and all the wheels of Being slow.

Be near me when the sensuous frame
is rack’d with pangs that conquer trust;
and Time, a maniac scattering dust,
and Life, a Fury slinging flame.

Be near me when my faith is dry,
and men the flies of latter spring,
that lay their eggs, and sting and sing
and weave their petty cells and die.

Be near me when I fade away,
to point the term of human strife,
and on the low dark verge of life
the twilight of eternal day.


Νά’σαι κοντά μου όταν το φως μου χαμηλώνει
όταν κεντούν τα νεύρα και το αίμα αναριγά,
όταν του βίου οι τροχοί έχουν βραδύνει
κι είναι αδύναμη και άρρωστη η καρδιά.

Νά’σαι κοντά μου όταν οι αισθήσεις τυραννιούνται
από αγωνίες που νικούν τη σιγουριά,
κι ο χρόνος είναι λυσσασμένη ανεμοζάλη
και η ζωή μαινάδα που ξερνάει φωτιά.

Νά’σαι κοντά μου όταν η πίστη μου στεγνώνει,
όταν γεννούν αυγά,βουίζουν και τσιμπούν
της όψιμης άνοιξης τα ζωύφια
κι αφού υφάνουν το κουκούλι τους ψοφούν.

Νά’σαι κοντά μου όταν σβήνω,να μου δείξεις
που τελειώνει ο αγώνας ο τυφλός
και στο κατώφλι της ζωής,μες στο σκοτάδι
της μέρας της αιώνιας τ’ωχρό φως

(απόδ.Μ.Ζαχαριάδου)

 
Παρασκευή, Νοεμβρίου 21, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Νοεμβρίου 21, 2008 | Permalink
Περί Γουάλας , with a little help...
Η τραγική κατάληξη της ζωής του David Foster Wallace και η εμμονή ενός φίλου (όπως θα δείτε παρακάτω) μ’έκαναν να αναζητήσω την από καιρό εξαντλημένη έκδοση των διηγημάτων του «ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΜΑΛΛΙΑ» .Ευτυχώς οι εκδόσεις Π.Τραυλός με γρήγορα αντανακλαστικά επανέκδοσαν την συλλογή και αυτή τη στιγμή είναι το μοναδικό βιβλίο αυτού του περίεργου αλλά εξαιρετικού ταλέντου που κυκλοφορεί στα Ελληνικά που αδικείται όμως από την μετριότατη μετάφραση.

Ιδιάζουσα περίπτωση αυτός ο Γουάλας...Γεννήθηκε το 1962 στην Ίθακα της πολιτείας της Ν.Υόρκης αλλά οι επαγγελματικές υποχρεώσεις των καθηγητών γονιών του,υποχρέωσαν την οικογένεια να μετακομίσει στις Μεσοδυτικές πολιτείες των Η.Π.Α,στο Ιλινόις – περιβάλλον που επηρέασε την ψυχοσύνθεση του, σε σημείο να δηλώνει ότι «Ο χειμώνας εδώ είναι μιά αξιοθρήνητη σκύλα». Η ζωή του χαρακτηρίστηκε από το περιοδικό Rolling Stone, ως «ένας χάρτης που τελειώνει σε λάθος κατεύθυνση». Εξέδωσε 5 βιβλία (3 συλλογές διηγημάτων και 2 μυθιστορήματα) και γιά το magnus opus του,το μυθιστόρημα Infinite Jest (Απέραντο σούργελο;) ,το οποίο εκτείνεται σε περισσότερες από 1000 σελίδες και που το εξέδωσε το 1996 τιμήθηκε με τα Whiting award και Lannan award.
Έπασχε από κατάθλιψη τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του και παρ’ότι παντρεύτηκε το 2004 συνέχισε να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία γιά θεραπεία.Τα τελευταία χρόνια δίδασκε «Δημιουργική γραφή» στο κολλέγιο της Πομόνα. Η σύζυγος του τον βρήκε κρεμασμένο στο σπίτι τους το βράδυ της Παρασκευής 12 Σεπτεμβρίου.

Η συλλογή διηγημάτων «ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΜΑΛΛΙΑ» (σελ. 468, μετάφρ.Μαργ.Κουλεντιανού) , (83), είναι το δεύτερο βιβλίο του Γουάλας και εκδόθηκε το 1989 στις Η.Π.Α. Αποτελείται από 9 διηγήματα διαφορετικού ύφους μεταξύ τους και μία νουβέλα που εκτείνεται σε 177 σελίδες. Στα διηγήματα υπάρχει εναλλαγή θεμάτων και ύφους που κινείται μεταξύ ενός σουρρεαλιστικού χιούμορ και ενός σπιντάτου και απογειωμένου στυλ, ενώ ρεαλιστικές καταστάσεις και πρόσωπα αναμιγνύονται μυθοπλαστικά με ψυχωτικούς τύπους ή ανθρώπους της διπλανής πόρτας.

Το πρώτο διήγημα «Μικρά ανέκφραστα ζώα» που είναι ένα από τα καλύτερα της συλλογής , ασχολείται με μία απίθανη παίκτρια ενός τηλεπαιχνιδιού σε στυλ Τροχού της Τύχης, η οποία κερδίζει συνεχώς επί χρόνια μαζεύοντας ένα τεράστιο ποσό γιά να χάσει από τον αυτιστικό αδερφό της, όταν οι παραγωγοί ενοχλούνται από την λεσβιακή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ αυτής και της υπεύθυνης των ερωταπαντήσεων.

Στο διήγημα «Κορίτσι με παράξενα μαλλιά» ο συγγραφέας απογειώνεται διηγούμενος μιά εξωφρενική ιστορία ενός τελείως συντηρητικού και σαδιστή αλλά πολύ επιτυχημένου δικηγόρου, ο οποίος έχει μεγαλώσει σε μιά μιλιταριστική οικογένεια και έχει αποτύχει να υλοποιήσει το όνειρό του να μπει στη στρατιωτική ακαδημία. Τα βράδια όμως κάνει παρέα με κάτι απίθανους πανκ τύπους που ακούνε στα ονόματα , «Δαχτυλίτσα,Κύριος Θαυμάσιος,Βαριεστημένος,Ψηλαφιστός» και όλοι μαζί πάνε να ακούσουν μιά συναυλία του Κιθ Τζάρετ!! Τραύματα της παιδικής ηλικίας, σαδομαζοχισμός, θεότρελλο χιούμορ, απελπισία ,εναλάσσονται σε ένα πραγματικό εμπνευσμένο μικρό διαμάντι.

Στο αριστουργηματικό διήγημα «Λύντον»,ο Γουάλας περιγράφει τη ζωή ενός καταπιεσμένου ομοφυλόφιλου, του Μπόϋντ , ο οποίος προσλαμβάνεται στο επιτελείο του γερουσιαστή (τότε) Λύντον Τζόνσον. Ο Μπόυντ με τη σκληρή δουλειά του και την (σχεδόν ερωτική) αφοσίωση στον Τζόνσον, ανεβαίνει σιγά-σιγά και παίρνει σημαντική θέση δίπλα στον μετέπειτα πρόεδρο των Η.Π.Α. Παντρεμένος κατά συνθήκη με μιά πλούσια Τεξανή, ο Μπόυντ ζει γιά να δουλεύει δίπλα στον γερουσιαστή, στεκόμενος δίπλα του σχεδόν σαν ορντινάντσα . Ο γάμος του διαλύεται όταν εκείνος μπλέκει με έναν Ταϊτινό που μετέπειτα αρρωσταίνει από AIDS την ίδια περίοδο που ο Τζόνσον (κατά τη διάρκεια της ταραχώδους προεδρίας του) παθαίνει συνεχείς καρδιακές προσβολές. Αγάπη, συντροφικότητα, πολιτικός καιροσκοπισμός, λοβιτούρες, αλλά και το αίσθημα της ευθύνης απέναντι στον σύντροφο σου, είναι τα θέματα αυτού του εκπληκτικού διηγήματος , ενώ οι υπαινικτικές συνομιλίες μεταξύ της Κας Τζόνσον και του Μπόυντ είναι «όλα τα λεφτά».

Το ύφος αλλάζει στο διήγημα "Τζον Μπίλυ", που θα μπορούσε να έχει γραφτεί από τον Κόρμακ Μακάρθυ ή από τον Φώκνερ. Εδώ έχουμε την εωσφορική μεταμόρφωση ενός καλοσυνάτου αγρότη της Οκλαχόμα,σε ένα πλάσμα μεγάλης κακίας όταν βλέπει να καταστρέφεται το κοπάδι του από έναν μεγαλογαιοκτήμονα της περιοχής. Με σκηνές όπου το χιούμορ πάει χέρι-χέρι με την γκροτέσκα αναπαράσταση της φρίκης (π.χ.τα μάτια του αγρότη ξεκολάνε από τις κόχες τους και μετά την αποτυχημένη επέμβαση,με κάθε σκούντημα θα πρέπει να τα ξαναβάζει μέσα),ο Γουάλας κεντάει ψιλοβελονιά.

Στις υπόλοιπες ιστορίες (σαφώς υποδεέστερες από τις προαναφερόμενες), συναντάμε μιά ηθοποιό που χαπακώνεται προτού εμφανιστεί στο σόου του Τζόνυ Λέτερμαν,έναν γραφειοκράτη λογιστή που ήξερε να κάνει τεχνητές αναπνοές και σώζει ένα από τα αφεντικά του, την ιστορία ενός ράφτη στη μεγάλη πόλη, και ενός σπασίκλα που προσπαθεί να βρει τον εαυτό του.

Η νουβέλα που εμπεριέχεται στην συλλογή έχει τίτλο «Προς τα δυτικά η πορεία της αυτοκρατορίας παίρνει το δρόμο της». Το θέμα της και η χρήση της γλώσσας είναι τελείως παράλογο. Είναι η «ιστορία» μιάς συγκέντρωσης ανθρώπων που ως παιδιά έπαιξαν κάποτε σε διαφήμιση των ΜακΝτοναλντς.Όλοι αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να μαζευτούν σε ένα ράντσο στη μεση του πουθενά όπου θα τους τιμήσουν και θα γυρίσουν ένα ακόμα διαφημιστικό ,ενώ η ατραξιόν του σώου θα είναι ο Τζακ Λορντ, ο περίφημος Μαγκάρετ της ιστορικής τηλεοπτικής σειράς «Χαβάη 5-0». Κεντρικός χαρακτήρας όμως είναι ένας αιώνιος φοιτητής wannabe συγγραφέας που συνοδεύει την τελείως μουρλή σύντροφο του που είχε πρωταγωνιστήσει κάποτε σε μιά διαφήμιση και είναι πλέον εναλλακτική καλιτέχνις. Αφού τραβάνε των παθών τους τον τάραχο γιά να φτάσουν στο αεροδρόμιο της κωμόπολης-τρέχα γύρευε, έρχεται να τους παραλάβει ο υπεύθυνος των διαφημίσεων της ΜακΝτόναλτς συνοδευόμενος από τον γιό του,που οδηγεί το ετοιμόρροπο φορτηγάκι και είναι ντυμένος Ρόναλντ ΜακΝτόναλντ. Στην διαδρομή αποκαλύπτονται διάφορα γιά τον καθένα από τους συνεπιβαίνοντες και τα κωμικά επεισόδια διαδέχονται τις σκηνές παραλογισμού. Τελείως σουρεαλιστικό σκηνικό με τα καλαμποκοχώραφα , η αποθέωση του παραλογισμού αλλά και του ανατρεπτικού χιούμορ του συγγραφέα.

Ο Γουάλας δεν φοβήθηκε να πειραματιστεί με αυτές τις ιστορίες, ούτε να αγγίξει θέματα που θεωρούνται «δύσκολα» ή «ταμπού». Αυτό που με συνάρπασε είναι ότι πάει πέρα από το φαίνεσθαι των χαρακτήρων του και των ιστοριών του αποδεικνύοντας ότι η πραγματικότητα μπορεί να έχει πολλές όψεις και πολλές διακλαδώσεις. Δυναμική γραφή, χιούμορ που τσακίζει , ανατροπές και αυτοσαρκασμός αποκάλυψαν ένα τεράστιο συγγραφικό ταλέντο, χαρακτηριστικό εκπρόσωπο μιάς ολόκληρης γενιάς και μιάς (μουσικής κυρίως) τάσης που ονομάστηκε Grunge, που ο πρόωρος θάνατός του στέρησε την παγκόσμια λογοτεχνία από ένα δημιουργό εφάμιλλο ενός Πύντσον ή ενός ΝτεΛίλλο.


Όπως αναφέρω στην αρχή του κειμένου μου, η εμμονή ενός φίλου με προέτρεψαν να διαβάσω τον Γουάλας που (κακώς) αγνοούσα. Ο φίλος αυτός είναι ο Λευτέρης Καλοσπύρος - ένας νεαρότατος φανατικός βιβλιόφιλος (και όχι μόνο), ο οποίος έγραψε ένα υπέροχο κομμάτι γιά τον συγγραφέα, στο τελευταίο ΔΙΑΒΑΖΩ (κατά περίεργη σύμπτωση,ο εξαιρετικός Πανδοχεύς το αναφέρει στο χθεσινό του ποστ) που κυκλοφορεί. Με αφορμή την παρουσίαση του «ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ...» σήμερα, τον παρακάλεσα να συμβάλλει στο ποστ – καλά, είναι να μη πεις στον Λευτέρη γιά τον Γουάλας , μπορεί να γράψει διατριβή . Ιδού λοιπόν το εξαιρετικό κείμενο του, ειδικά γιά το blog αυτό . Τον ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας.

___________________________________________

Κορίτσι με Παράξενα Μαλλιά


Πριν από λίγες μέρες είχαμε μια συζήτηση με τον φίλτατο οικοδεσπότη του blog σχετικά με τη γενιά μου (πάνω κάτω όσοι είμαστε ακόμη στα 20+, 30-) και την επίδραση της τεχνολογίας στις συνήθειες και τον τρόπο ζωής της. Κάποια στιγμή λοιπόν, ανέφερα με έκπληξη - πιο πολύ μια αυθόρμητη, αδιόρατα ειρωνική, αντίδραση έπειτα από τη συνειδητοποίηση της μελαγχολικής αλήθειας που έκρυβε η διαπίστωση, παρά καθαυτή έκπληξη- πως παρά το νεαρό της ηλικίας, στα 16 περίπου χρόνια που ακούω μουσική, έχω προλάβει ήδη να γνωρίσω τέσσερα ολότελα διαφορετικά μεταξύ τους μουσικά μέσα-η πορεία πάει κάπως έτσι: κασέτα, δίσκος βινυλίου, cd, ψηφιακό αρχείο τύπου mp3. Η απάντηση του Librofilo, που όση ώρα μιλούσα με κοιτούσε με ελαφρώς υψωμένο φρύδι, ήταν αφοπλιστική: «Οι νέοι της ηλικίας σου, βέβαια, σε προηγούμενες εποχές είχαν προλάβει ήδη να αλλάξουν τέσσερις διαφορετικές πατρίδες». Φυσικά η συζήτηση κάπου εδώ έλαβε τέλος. Τι στην ευχή θα μπορούσα να απαντήσω έπειτα από ένα τέτοιο σχόλιο;


Οι άνθρωποι που έζησαν σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους και οι ζωές τους στιγματίστηκαν από μεγάλα ιστορικά γεγονότα του εικοστού αιώνα, είναι ευλογημένοι με την ικανότητα να μπορούν να αντικρίζουν το χρόνο με μια ενορατική καθαρότητα και μια κρυστάλλινη διαύγεια που οι άνθρωποι της γενιάς μου πιθανότατα δεν θα αποκτήσουν ποτέ. Μια από τις συνέπειες του να ζεις σε μια περίοδο όπου δεν υπάρχει πραγματική ιστορική δράση (πως λέμε «πραγματική οικονομία;») είναι η σχετικοποίηση της αντίληψης του χρόνου. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάποιο αληθινά σημαντικό ιστορικό σημείο αναφοράς με βάση το οποίο να ορίζεις την ύπαρξή σου και κατά συνέπεια να κατανοείς βαθύτερα τη φύση του χρόνου, καταλήγεις να βιώνεις την πραγματικότητα σαν ένα αέναο, αμετακίνητο, χαοτικό παρόν. Δίπλα σε αυτό, προσθέστε τη σύγχρονη «φιλοσοφία» της μακροζωίας που καλλιεργούν οι νέες εξελίξεις στην ιατρική και τη γενετική καθώς και τα κλισέ σχετικά με την κοινωνία της εικόνας, την κοινωνία της τηλοψίας, την κοινωνία της πληροφορίας και έχετε μια (σχετική) εικόνα της γενιάς μου. Ναι, στα αλήθεια, πιστεύουμε πως δεν θα πεθάνουμε ποτέ. Και πως ξέρουμε τα πάντα επειδή έχουμε την ψευδαίσθηση πως οι εικόνες μας προσφέρουν τα πάντα και μας δίνουν επαρκείς απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα και πως έχουμε διαθέσιμες όλες τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για οτιδήποτε μας αφορά. Less is more; More is more!


Διαβάζοντας κανείς τα διηγήματα της συλλογής «Κορίτσι με παράξενα μαλλιά» του τραγικού αυτόχειρα, πλέον, David Foster Wallace, καταλαβαίνει για ποιο λόγο οι αμερικανοί θρήνησαν τον Wallace σαν τον μεγάλο συγγραφέα μιας ολόκληρης γενιάς. Η αφήγηση των ιστοριών δεν είναι ποτέ γραμμική, και ακόμη και όταν κάποιες φορές πλησιάζει όσο εγγύτερα γίνεται στα πρότυπα της κλασικής αφήγησης, ο συγγραφέας θα βρει τον τρόπο να υπονομεύσει την ευθύγραμμη πορεία-και είμαστε ακόμη σε μια περίοδο που ο Wallace δεν έχει εισάγει το στυλ γραφής με τις υποσημειώσεις που θα ακολουθήσει μεταγενέστερα τόσο στα δοκίμιά του όσο και στο αριστούργημά του “Infinite Jest”. Σε μια εποχή που ο χρόνος αντιμετωπίζεται σαν ένα μέγεθος απόλυτα σχετικό, ο Wallace τον στρεβλώνει, τον τσακίζει, τον παραμορφώνει, απλώς και μόνο για να μπορέσει να κατανοήσει τα όριά του. Η γλώσσα των ιστοριών είναι φυγόκεντρη, πολυεπίπεδη, φαντασμαγορική: λόγια στοιχεία αναμειγνύονται με εκφράσεις της καθομιλουμένης, σε μια ρωμαλέα προσπάθεια να αποδοθεί η πραγματική γλώσσα της εποχής. Οι περιγραφές των προσώπων και των καταστάσεων είναι εξαντλητικά λεπτομερείς. Πως αλλιώς μπορεί να αναμετρηθεί ένας σύγχρονος συγγραφέας με τις μοντέρνες οπτικοακουστικές μορφές τέχνης, αν δεν προσπαθήσει να κάνει το κάτι παραπάνω σε σύγκριση με αυτές; Το χιούμορ του επίσης, ακόμη και στις πιο σκοτεινές ιστορίες της συλλογής, είναι σπαρταριστό αλλά ταυτόχρονα είναι ιδιόρρυθμο και εκκεντρικό: ο αναγνώστης που έχει μεγαλώσει βλέποντας ένα τόσο παρανοϊκά αστείο καρτούν σαν τους SIMPSONS, (είναι τυχαίο που ο Pynchon επέλεξε τη συγκεκριμένη σειρά για να κάνει την μοναδική δημόσια εμφάνισή του, υποδυόμενος με την φωνή του την καρικατούρα του εαυτού του;) πιθανότατα δεν θα σταματήσει λεπτό να κρατά την κοιλιά του από τα γέλια. O αθεόφοβος δεν δίστασε μάλιστα να αφιερώσει ένα ολόκληρο διήγημα – τον «Τζον Μπίλυ»- για να σαρκάσει τους mucho ήρωες του Φώκνερ αλλά και τη γλώσσα που χρησιμοποίησε ο τελευταίος στο «Αβεσαλώμ, Αβεσαλώμ»- ένα τόλμημα αληθινά επαναστατικό, άσχετα αν ο Wallace εκτιμούσε βαθιά τον Φώκνερ (ένα από τα διηγήματα που δίδασκε στους μαθητές στο κολέγιο που εργαζόταν ως καθηγητής δημιουργικής γραφής ήταν το «Ένα ρόδο για την Έμιλυ»)


Τα διηγήματα της συλλογής είναι 100% αυθεντικά, οι αμερικανοί κριτικοί και το κοινό αμέσως μετά την έκδοσή τους, χαιρέτισαν το συγγραφέα σαν τον πιο πρωτότυπο και πιο προικισμένο συγγραφέα της γενιάς του, οι αγγλοσάξονες γενικά τον είχαν σαν σημείο αναφοράς- ένας κριτικός βιβλίων στον Guardian, μάλιστα, κάπου εκεί στα τέλη των 90’ς σε ένα άρθρο του για τα νέα ταλέντα της βρετανικής λογοτεχνίας αναρωτήθηκε “Where are our own David Foster Wallaces?” Και αν ένας ώριμος ηλικιακά και τόσο ευρυμαθής αναγνώστης σαν τον Librofilo, εντυπωσιάζεται τόσο πολύ από τα διηγήματα ενός συγγραφέα που ήταν μόλις 25 ετών όταν τα εξέδιδε, πιθανότατα η πρόσφατη αυτοκτονία του Wallace να μην ήταν απλώς το τέλος του σημαντικότερου συγγραφέα της γενιάς μου, αλλά και ενός από τους σπουδαιότερους της εποχής μας γενικά.

Λ.Καλοσπύρος

 
Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2008
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2008 | Permalink
Θεοί και Δαίμονες...
Πολύ ενδιαφέρον και ιδιαίτερα διεισδυτικό είναι το μυθιστόρημα του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα JOHN UPDIKE, με τίτλο «Ο ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ»,(Εκδ.Καστανιώτη, μετάφ. Αύγ.Κορτώ, σελ. 374),(82). Ο συγγραφέας μετά από αρκετό καιρό μας δίνει ένα βιβλίο ανάλογο της κλάσης του,εξαιρετικά επίκαιρο και μοντέρνο που προσφέρει πολύ «τροφή γιά σκέψη» και ανάλυση.

Ο Άχμαντ είναι ένας έφηβος που μεγαλώνει σε ένα προάστειο του Ν.Τζέρσεϋ κάποια χιλιόμετρα έξω από την Ν.Υόρκη. Μεγαλώνει με την νοσοκόμα (και wannabe ζωγράφο) Ιρλανδικής καταγωγής μητέρα του ,ενώ ο Αιγύπτιος πατέρας του, τους έχει εγκαταλείψει όταν ο Άχμαντ ήταν 3. Την πατρική φιγούρα στην ζωή του νεαρού την υποκαθιστά ο ιμάμης Σάιχ Ρασίντ, όπου στο τέμενος που διδάσκει παρακολουθεί τα μαθήματα πίστης στο Ισλάμ ο Άχμαντ από τα έντεκά του χρόνια. Ο νεαρός βλέπει με αηδία τα ντυσίματα και τις συμπεριφορές των συμμαθητών του, οι δε σεξουαλικές του ανησυχίες καταπολεμούνται με προσευχή και νηστεία.Ο Άχμαντ πείθεται από τον ιμάμη του να γίνει οδηγός φορτηγού μετά το σχολείο παρά να σπουδάσει παρ’ότι έχει όλες τις προδιαγραφές να πάρει υποτροφία γιά κάποιο πανεπιστήμιο.Ένας καθηγητής του ο εβραίος Τζακ Λιβάϊ παίρνει προσωπικά την ιστορία διότι θεωρεί ότι ο μικρός διαπράττει τεράστιο λάθος και προσπαθεί να πείσει τον Άχμαντ προσεγγίζοντας τον φιλικά καθώς και την μητέρα του, από την οποία έλκεται ερωτικά. Ο Άχμαντ όμως είναι αποφασισμένος και πιάνει δουλειά σε μιά έκθεση επίπλων κάποιων Λιβανέζων μυστήριων τύπων παραδίδοντας έπιπλα που άλλοτε έχουν μέσα λεφτά και άλλοτε άλλα πράγματα υπό τη συνοδεία ενός από τους γιούς των ιδιοκτητών ο οποίος προσπαθεί να τον κατηχήσει πολιτικά. Το υλικό είναι έτοιμο και άλλος ένας «μάρτυρας» είναι αναλώσιμος στον «ιερό αγώνα κατά των άπιστων».

Ο Άπνταϊκ είναι εκπληκτικός στην περιγραφή της ζωής στα προάστεια, του μικρόκοσμου που ζει σε καθεστώς ημιφτώχειας σε παρηκμασμένες πόλεις δορυφόρους των μητροπόλεων. Περιγράφει τραγελαφικές καταστάσεις της καθημερινής ζωής, των οικογενειών με την απρόσωπη,αλλοτριωμένη ζωή τους. Ο Άχμαντ τα βλέπει όλα αυτά αλλά με λάθος μάτι διότι πέφτει σε μιά άλλη μαύρη τρύπα- αυτή του φανατισμού.Είναι υπέροχος ο τρόπος που περιγράφει ο συγγραφέας αυτή την αποξένωση του ήρωά του ,το πως δηλαδή αισθάνεται μακριά ακόμα και από αυτούς που (ενδέχεται να) έχουν τις καλύτερες προθέσεις απέναντί του, όπως ο εβραίος καθηγητής που αποπνέει «ιουδαϊσμό και θρησκοληψία», η αηδία αλλά μαζί και η επιθυμία που του προκαλεί η μικρή μαύρη που πάντα γούσταρε έτσι όπως γυαλίζει από το μακιγιάζ και το γκλίτερ.

«Δαίμονες, μονολογεί ο Άχμαντ. Δαίμονες που θέλουν να μου κλέψουν το Θεό μου. Όλη μέρα, κάθε μέρα, τα κορίτσια του γυμνασίου Σέντραλ περνούν μπροστά του λικνιστικά, τον περιγελούν, εκθέτοντας τα τρυφερά κορμιά και τα μαυλιστικά μαλλιά τους. Οι γυμνωμένες τους κοιλιές, στολισμένες με λαμπερά σκουλαρίκια στον αφαλό κι απαλά, βαθυγάλαζα τατουάζ στη γραμμή των βουβώνων, είναι σαν να ρωτούν, Και τι άλλο υπάρχει μήπως γιά να δεις; Τ’ αγόρια τεμπελιάζουν και κορδώνονται, με μάτια νεκρά, καταδεικνύοντας με τις σπασμωδικές χειρονομίες του φονιά και τα ανέμελα σαρκαστικά τους γέλια, ότι ο κόσμος τους είναι ο μόνος υπαρκτός – ένας θορυβώδης διάδρομος με παρκέ και ντουλαπάκια, που καταλήγει σ’έναν άδειο τοίχο, βεβηλωμένο από γκράφιτι και ξαναβαμμένο με τέτοια συχνότητα, που’ναι σαν να αποκτά μεγαλύτερο πάχος, να’ρχεται καταπάνω σου

Ο συγγραφέας διακωμωδεί τις μυστικές υπηρεσίες με τους «πορτοκαλί» και τους «κόκκινους» συναγερμούς, ενώ ανατέμνει τις κατεστραμμένες ζωές των χαρακτήρων του . Ο Τζακ Λιβάϊ που συνειδητοποιεί την αποτυχία του γάμου του με την υπέρβαρη σύζυγο, αγκιστρώνεται στην αγκαλιά της μητέρας του Άχμαντ και βάζει ως σκοπό της ζωής του να «ξυπνήσει» τον ατίθασο μικρό. Η μητέρα του νεαρού, δήθεν απελευθερωμένη, δήθεν φιλελεύθερη που το μόνο που επιζητάει είναι να «βολευτεί» με κάποιον, όποιος κι αν είναι αυτός, ψιλοαδιαφορώντας γιά τον γιό της. Η μικρή μαύρη Τζοριλίν με το ταλέντο στη φωνή που γίνεται πόρνη γιά να βοηθήσει τον γκόμενο της.

Η φοβία που κυριεύει την Αμερικάνικη κοινωνία μετά την 11 Σεπτεμβρίου διαχέεται στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Ο Απντάϊκ δεν θίγει ιδιαίτερα το γεγονός αυτό που άλλαξε τη ζωή στη χώρα απλά το αφήνει να αιωρείται. Ο ήρωας του είναι βαθιά ανθρώπινος, μείγμα εξυπνάδας και αφέλειας, που θα μπορούσε άνετα να υπηρετεί στο Ιράκ πολεμώντας τους ομοϊδεάτες του, ή να φοιτά σε μια νομική σχολή – το παιδί της διπλανής πόρτας που σκιαγραφείται εξαιρετικά από έναν μάστορα του είδους.

Στο μυθιστόρημα δεν λείπουν οι υπερβολές, η φλυαρία κάποιες στιγμές είναι αφόρητη ενώ έχει και κάποιες κλισέ καταστάσεις που δεν χρειάζονταν (η μαύρη πόρνη, η απογοητευμένη σύζυγος που το ρίχνει στην εξοντωτική δίαιτα κλπ.). Ο Απντάικ όμως καταφέρνει να ισορροπεί ενώ μας χαρίζει φοβερό σασπένς στις τελευταίες 50 σελίδες του βιβλιου στο ιδιότυπο μπρα-ντε-φερ του Άχμαντ με τον Λιβάϊ εκεί που ουσιαστικά συγκρούονται οι δύο κόσμοι μέσα από αυτούς τους αδύναμους ανθρώπους.

Ο "Τρομοκράτης" δεν είναι το καλύτερο βιβλίο του Απντάϊκ (όποιος διαβάσει τα έργα του πριν την δεκαετία του 80 θα το καταλάβει) αλλά παραμένει, ένα εξαιρετικό βιβλίο «προβληματισμού» (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η «Anagnostria» στο καλύτερο κείμενο που κατά τη γνώμη μου έχει γράψει στο blog της), βαθειά ανθρωπιστικό που δείχνει πόσο δέσμιοι είμαστε των ιστορικών γεγονότων,εκεί όπου δεν υπάρχουν αθώοι και ένοχοι, παρά μόνο θύματα των καταστάσεων.
 
Πέμπτη, Νοεμβρίου 13, 2008
posted by Librofilo at Πέμπτη, Νοεμβρίου 13, 2008 | Permalink
Highway star
«Φθινόπωρο 2008.

Μια μυστηριώδης ομίχλη σκεπάζει σχεδόν καθημερινά την ελληνική πρωτεύουσα, τη μισητή Πόλη. Δεν έχει σταθερό πρόγραμμα. Συχνά εμφανίζεται τις πρώτες πρωινές ώρες, άλλοτε το μεσημέρι ή αργά το απόγευμα και πιο σπάνια τη νύχτα. Είναι πολύ πυκνή και δυσκολεύει υπερβολικά την κίνηση στους δρόμους, προκαλώντας απίστευτα μποτιλιαρίσματα και μικροσυγκρούσεις οχημάτων.

Οι ειδικοί δεν έχουν καταλήξει ακόμα για τα αίτια, αλλά θεωρούν ότι είναι απόρροια του γενικότερου φαινομένου του θερμοκηπίου, καθώς και της αλόγιστης μόλυνσης της ατμόσφαιρας.

Οι κάτοικοι της Πόλης, που γρήγορα προσαρμόστηκαν στο καινούργιο φαινόμενο, το αποκαλούν με διάφορα ονόματα, όπως «Λευκό Νέφος», «Μεγάλο Άσπρο» ή «Βρωμερό Άσπρο» λόγω της έντονης ξινής οσμής που το συνοδεύει. Κι όταν το γιγαντιαίο πέπλο προσγειωθεί πάνω στα κεφάλια τους, είναι τόσο αδιαπέραστο κι αδιαφανές, ώστε ο ένας σχεδόν δεν μπορεί να διακρίνει το διπλανό του.
Αλλά μήπως μπορούσε; Μήπως τελικά αυτή η ομίχλη απλώς φανέρωσε την τεράστια μοναξιά που βασιλεύει στην χαοτική Μητρόπολη;»


Αυτή είναι η εισαγωγή (ο πρόλογος) στο πολύ φρέσκο καινούργιο μυθιστόρημα «Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΤΟΥ» του καλού φίλου Δημήτρη Μαμαλούκα που κυκλοφορεί εδώ και λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Α.Α.Λιβάνη, (σελ. 339), (78). Αρκετά διαφορετικό από το προηγούμενο μυθιστόρημα του συγγραφέα (Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα), το βιβλίο αυτό, σε πρώτο επίπεδο, χαρακτηρίζεται από έναν φρενήρη ρυθμό απόλυτα κινηματογραφικό και έχει ένα εντελώς hard-rock ύφος αμερικάνικων ταινιών της δεκαετίας του 70 με κυνηγητά αυτοκινήτων, άγριους φόνους, ενώ δεν λείπουν οι ανατροπές στην ιστορία κάτι άλλωστε χαρακτηριστικό του ύφους του συγγραφέα.

Το μυθιστόρημα έχει την μορφή ταινιών τύπου ΒΑΒΕΛ και CRASH. Υπάρχουν δηλαδή κάποιες προσωπικές ιστορίες που άλλοτε συναντιούνται άμεσα και άλλοτε έμμεσα. Οι βασικοί χαρακτήρες είναι δύο ψυχάκηδες, ένας serial-killer, ο Πετράρχης, που διασχίζει με τα γρήγορα αυτοκίνητα του την νυχτερινή Αθήνα ψάχνοντας για θύματα και ένας διεφθαρμένος (μέχρι το μεδούλι) μπάτσος, ο Τσίκης που και αυτός κινείται κυρίως τη νύχτα πουλώντας προστασία και ναρκωτικά. Οι δύο αυτοί χαρακτήρες υπερβολικά και γκροτέσκα σκιαγραφημένοι σαν ήρωες κόμικ τύπου Sin city κυριαρχούν και καθορίζουν την πορεία του μυθιστορήματος.
Στην ιστορία εμπλέκονται ακόμα μια άχρωμη και άοσμη κοπέλα της διπλανής πόρτας , η Δέσποινα, της οποίας η παράνοια αποκαλύπτεται σιγά-σιγά καθώς προχωράει η ιστορία, ένας Αφγανός λαθρομετανάστης, ο Αμίρ, με την μελοδραματική του ιστορία άκρως χαρακτηριστική των καιρών μας, η «κατεστραμμένη» Μιράντα που εξουσιάζεται από τον Πετράρχη ζώντας στο πίσω κάθισμα μιας παλιάς Τζάγκουαρ και περιμένει την στιγμή που θα της δώσει το θαυματουργό κόκκινο χάπι ο αφέντης της και τέλος η Στέλλα, η σύζυγος του Τσίκη που θα εμπλακεί με μοιραίο τρόπο στην ιστορία.

Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κάποιος ότι στο μυθιστόρημα πάνω απ’ όλα κυριαρχούν η απρόσωπη Πόλη – η σημερινή Αθήνα (ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συνεχώς την λέξη Πόλη), η οποία παρουσιάζεται ως μία σύγχρονη Κόλαση. Γκρίζα, άσχημη, παραμορφωμένη, με την ομίχλη να την σκεπάζει καθημερινά για κάποιες ώρες, με τους κατοίκους της σε κατάσταση νευρικής κρίσης, με τους δρόμους μόνιμα φρακαρισμένους από την κίνηση. Η μοναξιά είναι μια φυσική συνέπεια αυτής της κατάστασης και ο Μαμαλούκας την απεικονίζει έντονα και με πάθος. Η δε γραφή του είναι σ’ αυτό το βιβλίο ασθματική, γεμάτη άγχος, με κοφτές προτάσεις που σου δημιουργούν ένα αίσθημα ασφυξίας και κλειστοφοβίας.

Ο έντονος ρυθμός του μυθιστορήματος φέρνει στο μυαλό κινηματογραφικές σκηνές οπότε θεωρώ ότι το βιβλίο πρέπει να κριθεί περισσότερο με κινηματογραφικούς όρους παρά με λογοτεχνικούς. Είναι μια pulp ιστορία με ήρωες που κινούνται στα όρια της παραλογοτεχνίας, των κόμικς και του σινεμά. Ο Ταραντίνο θα αισθανόταν πολύ άνετα με ένα σενάριο βασισμένο στο βιβλίο (δεν θέλει και πολλές αλλαγές, έτοιμο είναι), θα έδινε δε τα ρέστα του με χαρακτήρες σαν τον Τσίκη και τον Πετράρχη. Δεν είναι το είδος της λογοτεχνίας (ούτε του σινεμά) που θα με ενθουσιάσει, αλλά πιστεύω ότι θα πιάσει τους thirty something αναγνώστες που έχουν μεγαλώσει με τέτοιου είδους παραστάσεις...

Ο φρενήρης ρυθμός του βιβλίου μάλλον παρέσυρε και τον συγγραφέα του σε πολλά σημεία και δεν λείπουν κάποιες επιπολαιότητες ενώ τα κλισέ (και οι κλισέ καταστάσεις) είναι σε κάποια σημεία ενοχλητικά. Οι ιστορίες δεν αναπτύσσονται όλες επαρκώς και αρκετές απορίες δημιουργούνται στον αναγνώστη. Η μελοδραματικότατη ιστορία του Αμίρ μου φάνηκε παράταιρη και ανούσια δραματουργικά (και αρκετά προβλέψιμη), ενώ ορισμένες καταστάσεις που μάλιστα παίζουν ρόλο και στην δράση είναι μετέωρες (το διαμέρισμα στο Πέραμα, η ιστορία του πατέρα του Πετράρχη, ο εξαφανισμένος μικρός αδερφός της Δέσποινας). Ο χαρακτήρας της Μιράντας παραμένει ανεξήγητος και χάρτινος, ενώ δεν δικαιολογείται επαρκώς το «κόλλημα» της με τον Πετράρχη.

Η «ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΤΟΥ» είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο εικόνες και μουσική . Πιστεύω ότι θα ήταν λάθος να το προσεγγίσει κανείς διαφορετικά παρά μόνο σαν να πηγαίνει σινεμά, να απολαύσει μια τρίωρη ταινία γεμάτη δράση, κοφτές ατάκες, ωραία ατμόσφαιρα, εξαιρετική μουσική, κλασσικά αυτοκίνητα και σκηνές στους σκοτεινούς δρόμους που σου καρφώνονται στο μυαλό. Είναι ένα βιβλίο που κουβαλάει όλη τη μυθολογία του αμερικάνικου κινηματογράφου, ενδεχομένως κάποιοι θα το λατρέψουν και κάποιοι θα το μισήσουν, αλλά κανείς δεν θα σφυρίξει αδιάφορα μετά την ανάγνωσή του.

_ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _


Ακολουθεί μιά διαδικτυακή κουβέντα με τον Δημήτρη Μαμαλούκα που πιστεύω ότι παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον και θα διευκολύνει τον υποψήφιο αναγνώστη του βιβλίου. Προσπάθησα (όπως και στο κείμενο παραπάνω) να μην αποκαλύψω πολλά στοιχεία της πλοκής του μυθιστορήματος - η πλοκή στα βιβλία του Δημήτρη παίζει ιδιαίτερο ρόλο. Ιδού λοιπόν:

LF: Ήθελες καιρό να γράψεις ένα βιβλίο γιά την Αθήνα ή συνέβη κάποιο γεγονός που προκάλεσε αυτή τη στροφή σου?

Dimitris: Όχι, δε συνέβη κάτι ιδιαίτερο, ούτε ξεκίνησα να γράψω για την Αθήνα. μάλλον ξεκίνησα να γράψω για τη μοναξιά κι όλα δέθηκαν όπως δέθηκαν.

LF: Νομίζω ότι η πόλη παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην πλοκή του βιβλίου,η δε μοναξιά της πόλης είναι διαφορετική από αυτήν της επαρχίας δεν συμφωνείς?

Dimitris: Συμφωνώ και στα δύο. Η Πόλη είναι ο κυρίαρχος πρωταγωνιστής, είναι αυτή που κινεί τα νήματα, αυτή που ορίζει τις τύχες των ηρώων κι είναι όπως περιγράφω παντοδύναμη, ανίκητη και αιώνια, όπως η μοναξιά. κι όταν λεω πόλη εννοώ την αποξένωση της Μητρόπολης, τη γιγαντιαία πόλης. Η μοναξιά της επαρχίας είναι διαφορετική.

LF: Έχω ένα γενικότερο πρόβλημα με την συχνή αναφορά σε λαϊφσταϊλάδικα έντυπα της κατάχρησης του όρου "Πόλη" (μάλλον κάποιος μιμητισμός είναι αμερικάνικης γραφής),μπορώ να σου ομολογήσω ότι δυσκολεύτηκα αρκετά διαβάζοντας το βιβλίο σου να προσπερνώ την συχνή αναφορά στην Πόλη. Γιατί δεν αναφέρεις την Αθήνα με το όνομά της αφού είναι εμφανές γιά ποιά Πόλη μιλάς,τη στιγμή που χρησιμοποιείς τις συνοικίες με το όνομα τους

Dimitris: Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς με το λαιφσταιλ και την Πόλη, ή δεν το εχω συναντήσει. ούτε καταλαβαίνω τη δυσκολία σου. όπως είπα και πριν η Πόλη "παίζει", είναι ένας πρωταγωνιστής, είναι αυτή που ρυθμίζει και παραμορφώνει τα πάντα (και κάποιες στιγμές την πραγματικότητα) ή με την ομίχλη ή με την αισθητική του τοπίου. δεν αναφέρω την Αθήνα επειδή είναι η ακατανόμαστη. είναι -μάλλον παρουσιάζεται- τόσο μοχθηρή ώστε δεν της κάνω την τιμή να την αναφέρω...

LF: Εννοώ φράσεις του τύπου "Οι φυλές της πόλης","πράγματα που μπορείτε να κάνετε στην πόλη",σίγουρα έχεις πέσει επάνω τους - αλλά δεν παίζει ρόλο, κατά κάποιο τρόπο μου απάντησες λέγοντας ότι θεωρείς την Αθήνα "ακατανόμαστη" χα,χα...Κάπου συμφωνώ μαζί σου και είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που την περιγράφεις,ένα σύγχρονο κολαστήριο.Εφιαλτική σαν ταινία Ε.Φ....Ζεις και κινείσαι (πολύ) στο κέντρο της Αθήνας,τόσο αφόρητη σου είναι?

Dimitris: Τώρα πήρα μπρος... χαχα, έχεις δίκιο, το έχω συναντήσει, αλλά ούτε που το σκέφτηκα όταν έγραφα το βιβλίο ή τώρα. νομίζω ότι ο αναγνώστης τα διαχωρίζει όταν διαβάζει ένα φρι πρες απο ένα βιβλίο... Μπορώ να πω ότι ναι προσωπικά είναι στιγμές που μου είναι αφόρητη, αλλά όχι τόσο η Αθήνα όσο μερικοί εξαχριωμένοι κάτοικοί της. όμως άλλο εγώ κι άλλο ο συγγραφέας του συγκεκριμένου βιβλίου.

LF: Δεν είσαι ο συγγραφέας?Ο Πετράρχης είναι?

Dimitris: Ο συγγραφέας είμαι, αλλά ότι γράφεις σ ένα βιβλίο δεν σημαίνει ότι σε αντιπροσωπεύει 100%, συχνά διαφωνείς, καλύτερα, πάντα θα βρεις σημεία που θα διαφωνείς με κάποιες πράξεις των ηρώων σου ή με το πώς θα περιγράφεις κάτι... αλλά το βιβλίο απαιτεί να το γράψεις έτσι.


πετραρχης επικίνδυνος προσοχή

LF: Μεγάλη κουβέντα αυτή περί συγγραφικής ταύτισης ή συμφωνίας.Αφού το γράφεις σημαίνει ότι σε αντιπροσωπεύει,όχι ότι συμφωνείς - εκτός και αν χρησιμοποιείς "αυτόματη γραφή" (που δεν ήταν και πολύ αυτόματη).Anyway,πάω παρακάτω. Γουστάρεις Πετράρχη?
LF: Ποιός ηθοποιός (εάν γυριζόταν το βιβλίο ταινία - μακάρι) θα μπορούσε να τον παίξει? Σίγουρα κάποιον έχεις στο μυαλό σου...


Dimitris: συμφωνώ μεγάλη κουβέντα..
Dimitris: ας περάσουμε στον Πετράρχη. τον γουστάρω αλλά όχι τρελά. ειλικρινά δε σκέφτομουν ηθοποιό. πρέπει να είναι όμορφος ξανθός ψηλός, ίσω ο Ρότζερ Χάουερ (σορι για την προφορά) που έπαιξε μεταξύ άλλων στο ωτοστόπ του τρόμου

LF: Ο Ρούτγκερ Χάουερ με το ψυχρό βλέμμα...Έπαιζε και στο Blade Runner ...Ναι,γιατί όχι...Τσίκης ο Μίκυ Ρουρκ στο SIN CITY?


Dimitris: όχι ο Ρουρκ στο σιν σιτυ λιγότερο σωματώδης, πάντως σκατόφατσα σημαδεμένος, κακός με όλη την έννοια της λέξης, ίσως ο διεφθαρμένος μπάτσος στην αρχή που έπαιζε κ στο ρεζερβουαρ ντογκς. ίσως ο Ρουρκ κανονικός... ο Τσίκςη είναι μορφή, κερδίζει τις εντυπώσεις, τους ξεπερνάει όλους. ο Πετράρχης είναι λίγο μονοχνωτος, είναι κάπως εξασφαλισμένος, σίγουρος... στο επόμενο θα του κάνω διάφορα.

LF: Καλά ας μην αποκαλύψουμε πολλά γιά τον Πετράρχη...Ο Τσίκης μου ήταν αποκρουστικός αλλά πολύ πιό καθημερινός. Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλοί Τσίκηδες που κυκλοφορούν ανάμεσά μας.

Dimitris: Τσίκηδες υπάρχουν πολλοί είναι αλήθεια γι αυτό όσο κι αν κα΄νει τρελά πράγματα εμένα μου φαίνονται απόλυτα πραγματικά, αληθινά. κάθε με΄ρα διαβάζουμε για τη διαφθορά των αστυνομικών. εντάξει, αλίμονο να ήταν όλοι έτσι βέβαια...

LF: Οι ανατροπές που συμβαίνουν στις τελευταίες 50 σελίδες του βιβλίου ήρθαν σιγά-σιγά στο μυαλό σου ή το είχες σχεδιάσει από την αρχή?

Dimitris: το είχα σχεδιάσει, αλλιώς ήταν α δύνατον να γίνει το πλέξιμο της πλοκής το οποίο ήταν πάρα πολύ δύσκολο, με δυσκόλεψε περισσότερο από κάθε βιβλίο


LF: Ο λόγος?Τα πολλά πρόσωπα?

Dimitris: ναι, 5 και περισσότερα ατομα να πρέπει να συνδυαστούν... οι καταστάσεις, οι επιθυμίες, η τύχη, όλα...

LF: Πάντως είναι καλά δομημένο...Η μουσική παίζει ρόλο soundtrack ή σχολιάζει κατά κάποιο τρόπο τα τεκταινόμενα?

Dimitris: η μουσική είναι αυτή που ακούει ο Πετράρχης, που σημα΄δεψε τα ταραγμένα παιδικά του χρόνια και κάθε κομμάτι (οι στίχοι) κολλάει με την υπόθεση του κομματιού στο οποίο είναι προμετωπίδα (κίλερ διατύπωση)

LF: Ναι σωστά...Η μουσική αυτή εσένα σ'αρέσει?Την άκουγες ποτέ (ή και τώρα)?

Dimitris: την άκουγα, την ακούω και θα την ακούω. μπορουν να ξεπεραστούν οι Led Zeppelin ή οι Deep Purple?

LF: Σίγουρα όχι ,απλά είναι κάποιου ιδιαίτερου ύφους...Και συνδέονται με όλη την μυθολογία των ανοιχτών δρόμων,των γρήγορων αυτοκινήτων και των ροκ καταστάσεων...Άλλο ένα εντυπωσιακό στοιχείο στο βιβλίο σου,είναι η προεργασία στις διαδρομές που περιγράφεις.Στενάκια της Νέας Φιλαδέλφειας,η εθνική Αθηνών-Λαμίας,το Π.Ψυχικό που είναι ουσιαστικά μιά περίκλειστη συνοικία.Αποκλείεται να μην ακολουθησες τις διαδρομές,να μην πήγες να δεις τα σπιτια στη Ν.Φιλαδέλφεια κλπ...

Dimitris: ελα μου που δεν κατάφερα να βρω την ευκαιρία να πάω... όχι πήγα σε ελάχιστα μέρη, όπως πχ στη Κηφισιά στην ακρη της εθνικής κι αυτό μια φορά τυχαία. Κοίταγα κι ένα χάρτη οδηγό παλιό όμως, προ Αττικής οδού χαχα....

LF: Μιά χαρά τα περιέγραψες,επειδή γνωρίζω τα στενάκια εκεί λόγω γηπέδου (αχ),τα πέτυχες 100%...Η πιό αινιγματική μορφή στο μυθιστόρημα ήταν γιά μένα η Μιράντα...Τελείως "καμμένη" έτσι? Είχες κάτι στο μυαλό σου,όταν "έβαζες" ένα τέτοιο χαρακτήρα στην ιστορία?Σαν φιγούρα του CRASH του Κρόνεμπεργκ μου θύμισε...Την θυμάσαι αυτή την ταινία?

Dimitris: τη θυμάμαι καλά, αγαπημένη μου. η Μιράντα είναι λίγο καμένη όπως τη λες, (δεν τη συνδύασα καθόλου μ αυτή την ταινία όμως) προσπαθεί όμως και τώρα που μιλάμε προσπαθεί να με κάνει να της δώσω ρόλο στο καινούργιο βιβλίο. εγώ όμως την ξαναστέλνω στην τρακαρισμένη τζάγκουαρ, για να σκεφτώ καλά...

LF: Τελειωμένη είναι...Κι αν της δώσεις ρόλο να την εξαφανίσεις γρήγορα.Οπότε προαναγγέλεις και sequel του βιβλίου,καλό αυτό

Dimitris: ναι, μαλλον για τη συνέχεια... δεν είναι σίγουρο όμως... τίποτα δεν είναι σίγουρο...


LF: Ξέρεις ότι έχω τις διαφωνίες μου με τον ρόλο του Αμίρ..Γιατί επέλεξες να εμπλέξεις ένα τέτοιο χαρακτήρα στην ιστορία?Πιστεύεις ότι θα μπορούσε να παίξει μεγαλύτερο ή ουσιαστικότερο ρόλο στην δράση?

Dimitris: ο Αμίρ είναι αγαπημένος ήρωας πολλών που διάβασαν το βιβλίο. δεν ξέρω γιατί τον πηρες έτσι... δεν τον έβαλα για να παίξει μεγαλύτερο ρόλο στη δράση. τον 'έβαλα για την ιστορία, είναι άλλο ένα πρόσωπο που κινείται στην Πόλη. τίποτα λιγότερο τίποτα περισσότερο... κι όπως σου είπα αρέσει... φίλε μου!

LF: Ποιός σου είπε ότι εγώ αντιπροσωπεύω τον "μέσο όρο" χα,χα...Τέλος πάντων τελειώνοντας,για να μην πάμε σε λεπτομέρειες της ιστορίας...Τι μουσική θα προτιμούσες στο ποστ?Και μη μου πεις DEEP PURPLE,δεν έχει το μαγαζί,δεν αντέχω τις στριγκλιές τους...

Dimitris: Άκου στριγκλιές... τελος πάντων βάλε, αν έχει το μαγαζί, κάτι από τα μέσα...Εστάλη

LF:ΟΚ μουσική από τα μέσα...Σ'ευχαριστώ πολύ,καλοτάξιδο και με το ΝΟΜΠΕΛ βρε...

Dimitris: εγώ σ ευχαριστώ, αφεντικό





 
Παρασκευή, Νοεμβρίου 07, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Νοεμβρίου 07, 2008 | Permalink
Ο ζωγράφος των μαχών
Ένα σωρό φιλοσοφικά ερωτήματα θίγονται στο πολύ καλό μυθιστόρημα του πολυγραφότατου και πιό επιτυχημένου (εμπορικά) Ισπανού συγγραφέα ARTOURO PEREZ – REVERTE , «Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΩΝ ΜΑΧΩΝ» (Εκδ.Πατάκη , μετάφ. Δημ. Δημουλάς , σελ. 329), (82) . Είναι ηθικό να φωτογραφίζονται άνθρωποι τη στιγμή του θανάτου τους; Δικαιούται κάποιος να φωτογραφίζει χωρίς άδεια κάποιον συνάνθρωπο του σε στιγμές πολύ προσωπικές ή πολύ δύσκολες; Υπάρχει προσωπική ευθύνη του επαγγελματία φωτογράφου όταν – έστω άθελά του – δημιουργεί πρόβλημα σε κάποιον άλλον; Που απεικονίζεται πιό παραστατικά το μυστήριο της ανθρώπινης ζωής (ύπαρξης), στην ζωγραφική ή στην φωτογραφία;

Ο Φάουλκες ήταν ένας εξαιρετικά επιτυχημένος φωτογράφος / φωτορεπόρτερ. Στα 20 χρόνια της επαγγελματικής του διαδρομής είχε βρεθεί σε δεκάδες τόπους μάχης και είχε εξειδικευτεί στην φωτογράφιση προσώπων κατά τη διάρκεια αυτών των συμπλοκών. Από το Τσαντ μέχρι την Βυρητό και απο το Κουβέϊτ μέχρι τον Γιουγκοσλαυικό εμφύλιο , οι φωτογραφίες του είχαν βραβευτεί ,ενώ είχε εκδόσει άλμπουμς με τη δουλειά του. Μετά τον θάνατο της αγαπημένης του συνεργάτιδας Ολβίδο στην Κροατία ,ο Φάουλκες έχει αποτραβηχθεί σε ένα ετοιμόροπο πύργο στην άκρη ενός βράχου πάνω από τη θάλασσα. Εκεί ζωγραφίζει μιά τεράστια κυκλική (σαν πανόραμα) τοιχογραφία στην οποία προσπαθεί να αναπαραστήσει μάχες από την εποχή του Τρωικού πολέμου μέχρι τις μέρες μας. Ζει σαν ερημίτης , απομονωμένος από επισκέψεις αφού ο δρόμος απέχει αρκετά και οι ταμπέλες που έχει τοποθετήσει αποθαρρύνουν κάθε επίδοξο επισκέπτη.
Κάποια στιγμή όμως του παρουσιάζεται μπροστά του, το «αντικείμενο» μιά πολυβραβευμένης φωτογραφίας του. Ο «άγνωστος» του συστήνεται ως Ίβο Μάρκοβιτς και ο Φάουλκες τον είχε «τραβηξει» έξω από το Βούκοβαρ της Κροατίας όταν η ομάδα του σταμάτησε να ξεκουραστεί . Το πρόσωπο του Μάρκοβιτς καθώς ξαποσταίνει και το άδειο κουρασμένο του βλέμμα έγινε σύμβολο του εμφύλιου πολέμου . Χρησιμοποιώντας την φωτογραφία αυτή, οι Σέρβοι εξολόθρευσαν την οικογένεια του Μάρκοβιτς βιάζοντας και βασανίζοντας την γυναίκα του και σκοτώνοντας το μικρό παιδί του. Ο δε ίδιος ο Μάρκοβιτς αιχμαλωτίστηκε και πέρασε χρόνια σε Σερβικό στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου βασανίστηκε . Ο Φάουλκες συνειδητοποιεί ότι άθελα του κατέστρεψε μιά ζωή και ο Μάρκοβιτς του λέει απλά «Ήρθα να σας σκοτώσω»...
Από εκείνο το σημείο αρχίζει ένας διάλογος και ένα διανοητικό παιχνίδι γάτας – ποντικιού που θυμίζει Πίντερ . Ο διάλογος είναι σε πολλά σημεία φιλοσοφικός και σε άλλα απλώς ξεκαθάρισμα λογαριασμών . Ο «εκτελεστής» θέλει να κατανοήσει τη ζωή του «θύματος-Φάουλκες» αλλά και ο ίδιος ο ζωγράφος ,δεν αντιστέκεται,δεν προσπαθεί να ειδοποιήσει την αστυνομία, περιμένει καρτερικά τις επισκέψεις του Μάρκοβιτς – κάποιες φορές ανυπομονεί κιόλας . Εκείνο που πρώτιστα τον ενδιαφέρει είναι να προχωρήσει την δημιουργία του, τον τεράστιο πίνακα του. Καθώς εξηγεί τις διάφορες σκηνές μάχης και φρίκης που ζωγραφίζει , συζητάει με την «Νέμεση» του γιά τις φωτογραφίες που τράβηξε , γιά την σχέση του με την Ολβίδο – επαναφέρει στη μνήμη του ,το πως γνωρίστηκαν και πως ερωτεύτηκαν ,ενώ οι τελευταίες στιγμές της ζωής της και οι ευθύνες που νιώθει ότι έχει γιά τον χαμό της επανέρχονται και τον βασανίζουν.

Ο Φάουλκες έχει δει πολλά πρόσωπα της βίας. Έχει ζήσει μέσα σε πεδία μαχών, έχει αιχμαλωτίσει το βλέμμα ανθρώπων που πρόκειται να πεθάνουν, ανθρώπων που πρόκειται να βασανιστούν . Ήταν ένας «ηδονοβλεψίας» της φρίκης και βίωσε στο πετσί την κυριαρχία του «χάους» στον κόσμο...Εξηγεί στον Μάρκοβιτς γιά το «θεώρημα της πεταλούδας (butterfly effect)» και πως κανείς δεν μπορεί να είναι αθώος . Εξηγεί πως ψάχνει γιά το τι υπάρχει μετά από τη φρίκη, τους «νόμους» που διέπουν την ανθρώπινη ύπαρξη, τις φωτογραφίες του που είναι η λεπτή γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου , το νόημα όλων αυτών των σφαγών και αλληλοσπαραγμών που μετατρέπουν ανθρώπους σαν κι αυτούς τους δύο σε ζωντανούς-νεκρούς.

«Θυμήθηκε καθώς έβαζε με το δάχτυλο την μπογιά στον τοίχο – μαύρο με σκιές, μαύρο καπνού πυρκαγιών, μαύρο νύχτας χωρίς αναμενόμενη αυγή-, ένα μαύρο δέρμα που είχε φωτογραφίσει είκοσι πέντε χρόνια πριν στις όχθες του Τσάρι. Αυτή η φωτογραφία βρισκόταν στο άλμπουμ που ο Ίβο Μάρκοβιτς είχε αφήσει πάνω στην καρέκλα, και ήταν πράγματι μιά καλή ασπρόμαυρη φωτογραφία, γι’αυτό και την εποχή της κέρδισε ένα δισέλιδο σε αρκετά διεθνή περιοδικά. Έπειτα από μιά μάχη στα προάστια της Ντζαμένα μιά δωδεκάδα Τσαντιανών στασιαστών, πληγωμένοι και με δεμένα τα χέρια, είχαν αφεθεί δίπλα στο ποτάμι γιά να τους κατασπαράξουν οι κροκόδειλοι, σε μικρή απόσταση από το ξενοδοχείο – σπασμένα τζάμια από πυροβολισμούς, και τοίχοι γεμάτοι τρύπες που έμοιαζαν με γραμμές ζωγραφικής χαραγμένες με ψυχρό μαύρο – όπου κατέλυε ο Φάουλκες. Γιά μισή ώρα φωτογράφιζε εκείνους τους άντρες, έναν έναν, υπολογίζοντας διάφραγμα και κάδρο, ανησυχώντας γιά το κοντράστ του φωτός της άμμου και των μαύρων δερμάτων που έλαμπαν λουσμένα στον ιδρώτα, κατατσιμπημένα από μύγες, όπου ξεχώριζε το άσπρο των έντρομων ματιών που κοιτούσαν την φωτογραφική μηχανή. Η υγρασία έκανε τη ζέστη ανυπόφορη, και ο Φάουλκες κινιόταν με πολλή προσοχή καθώς μελετούσε τους άντρες που ήταν ριγμένοι στο έδαφος, βήμα βήμα, με το πουκάμισο μουσκεμένο, εξοικονομώντας ενέργεια σε κάθε του κίνηση, σταματώντας με το στόμα ανοιχτό γιά να αναπνεύσει τον πυκνό και ζεστό αέρα που μύριζε βρόμικο ποταμίσιο νερό και κορμιά πεταμένα στην όχθη. Ωμή σάρκα. Ποτέ δεν του θύμισε τόσο έντονα ωμή σάρκα η μυρωδιά των αφρικάνικων σωμάτων όσο εκείνη την ημέρα. Και καθώς έσκυβε πάνω σ’ενα από αυτά – σάρκα πάνω στην τάβλα του σαρκοβόρου, έτοιμη να κατασπαραχθεί! – και πλησίαζε τον φακό στο πρόσωπο του, ο πληγωμένος σήκωσε τα δεμένα χέρια για να μισοκαλυφθεί, τρομαγμένος, καθώς οι άσπροι κερατοειδείς του χάνονταν ακόμα περισσότερο. Τότε ο Φάουλκες φώτισε λίγο το διάφραγμα, εστίασε στα ορθάνοιχτα μάτια που είχε μπροστά του και πίεσε το κουμπί, αιχμαλωτίζοντας εκείνη την εικόνα που είχε συντεθεί με μιά τόσο τρομερή τεχνική τελειότητα – διάφοροι όγκοι σε βαθμίδες μαύρου και γκρίζου, με τα χέρια δεμένα και βρόμικα σε πρώτο πλάνο, με τη φωτεινότερη απόχρωση των παλαμών και των νυχιών, τη σκιά που έριχναν τα χέρια στο κάτω μέρος του προσώπου, με το πάνω να φωτίζεται από τον ήλιο, λαμπερό μαύρο, ιδρωμένο δέρμα, μύγες, κόκκοι άμμου κολλημένοι στο ένα μάγουλο. Και στο κέντρο ακριβώς εκείνα τα υπέρμετρα ανοιχτά, έντρομα μάτια – δυο άσπρα αμύγδαλα με δυο κατάμαυρες κορες καρφωμένες στο φακό της μηχανής, στον Φάουλκες, στους χιλιάδες θεατές που θα έβλεπαν τη φωτογραφία. Και πίσω, στο βάθος, αχνοφαινόταν – αμείλικτη πινελιά της τύχης και της φύσης – το ίχνος του συρσίματος της ουράς και των ποδιών ενός κροκόδειλου. Ο Φάουλκες είχε τραβήξει δεκαεννέα φωτογραφίες, όταν ένας φρουρός με όπλο και γυαλιά ηλίου με την ετικέτα ελέγχου ποιότητας κολλημένη στο αριστερό τζάμι, πλησίασε δείχνοντάς του με νοήματα ότι αρκετά, να τελειώνει με τις φωτογραφίες. Και ο Φάουλκες, αν και χωρίς να ελπίζει, έκανε μιά κίνηση διαμαρτυρίας, μιά αόριστη αίτηση οίκτου, την οποία ο τύπος με τα γυαλιά ηλίου υποδέχτηκε μ’ένα τεράστιο, άσπρο χαμόγελο που αποκάλυψε τα ούλα του, πριν αλλάξει ώμο στο όπλο του και επιστρέψει στο καταφύγιο της σκιάς. Τότε, χωρίς να κοιτάξει πίσω του, ο φωτογράφος επέστρεψε στο ξενοδοχείο, τύλιξε τις μπομπίνες, τις σημείωσε με μαρκαδόρο και τις έβαλε σ’ένα χοντρό χάρτινο φάκελο, γιά να τις στείλει την επομένη με την πτήση της Air France. Και κατά το ηλιοβασίλεμα, καθώς δειπνούσε στην έρημη ταράτσα του ξενοδοχείου, δίπλα στην άδεια πισίνα, κάτω από το ρυθμό της μουσικής της ορχήστρας – μιά κιθάρα, ένα ηλεκτρικό όργανο και μια μαύρη τραγουδίστρια με την οποία τη νύχτα πήγαν στο δωμάτιο κατόπιν συμφωνίας γιά την αμοιβή της - ,ο Φάουλκες άκουσε τις κραυγές των αιχμαλώτων που σέρνονταν από τους κροκόδειλους στα νερά του ποταμού, κι άφησε το ελαφρότατα ψημένο κρέας του άθικτο στο πιάτο, χωρίς καν να το κόψει με το μαχαίρι του.»

Ο Πέρεθ – Ρεβέρτε προτού ασχοληθεί επαγγελματικά με την λογοτεχνία ήταν δημοσιογράφος , ο οποίος κάλυψε αρκετές συρράξεις τα 20 χρόνια που άσκησε το επάγγελμα. Μπορούμε να θεωρήσουμε λοιπόν το παρόν μυθιστόρημα ως το πλέον προσωπικό του. Η έξοχη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Φάουλκες (το πιθανότερο είναι να), απηχεί σκέψεις και συναισθήματα του ίδιου ενώ η προσπάθεια του να συνοψίσειστην απέραντη τοιχογραφία του την ιστορία των μαχών της ανθρώπινης ιστορίας (χρησιμοποιώντας και κοπιάροντας μάστορες του είδους), και τον σπαραγμό των θυμάτων είναι μιά ελεγεία και μιά σπουδή στην ανθρώπινη φύση.

Το βιβλίο είναι ένα διανοητικό θρίλερ όπου δεν υπάρχει δράση παρά μόνο μιά αλληλουχία σκέψεων, αναμνήσεων, αγωνίας όσο πλησιάζουμε προς το τέλος και ο Μάρκοβιτς όλο και καθυστερεί την «εκτέλεση».Η θεώρηση των πραγμάτων από τον Φάουλκες, το πως βλέπει την ύπαρξη του μετά τον χαμό της αγαπημένης του Ολβίδο θυμίζει Σαμουράϊ στις τελευταίες του ημέρες, όταν έχει κατασταλάξει στην απόφαση του και αυτό (όταν το συνειδητοποιεί ο αναγνώστης) κάνει την ιστορία ακόμα πιό γοητευτική και φιλοσοφημένη . Ένα από τα δύο-τρία καλύτερα βιβλία αυτού του υπέροχου Ισπανού συγγραφέα.
 
Δευτέρα, Νοεμβρίου 03, 2008
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 03, 2008 | Permalink
Μνήμη σαν ατμός περαστικός
Μετά την εξαιρετική «ΜΟΝΑΧΟΥΛΑ», άλλο ένα υπέροχο μυθιστόρημα από τον πολύ καλό Γάλλο συγγραφέα και καθηγητή Φιλοσοφίας PIERRE PEJU, «ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ» (Εκδ.ΠΟΤΑΜΟΣ , μετάφ. Κατ.Δασκαλάκη,σελ. 286) , (83) . Ένα στοχαστικό βιβλίο , μάλλον «φιλοσοφικό μυθιστόρημα» αλλά και «ιστορία μαθητείας (bildungsroman) , που απολαμβάνεις κάθε του σελίδα.

Η ιστορία ξεκινάει το 1963 οταν ο δεκαεξάχρονος Πωλ φιλοξενείται από έναν Γερμανό φίλο του στο Κελστάϊν, ένα χωριουδάκι της Βαυαρίας. Σε ένα ειδυλιακό τοπίο με ένα πυκνό δάσος και μιά ρομαντική (αν και λίγο τρομακτική) λίμνη περνάει ένα μήνα διακοπών που θα του σημαδέψει όλη του τη ζωή. Διότι θα γνωρίσει την μυστηριώδη Κλάρα Λαφονταίν, μιά λίγο μεγαλύτερη του κοπέλα που φωτογραφίζει και φιλμάρει τα πάντα και που ζει ελεύθερα μέσα στη φύση σαν αγρίμι. Ο Πωλ είναι ένα ντροπαλό και άβγαλτο παιδί που έχασε τον πατέρα του πριν δύο χρόνια άγρια δολοφονημένο στο Παρίσι σε ένα παγκάκι. Μετά το κακό που τους βρήκε μετακομίζουν με την μητέρα του από την Λυών και φιλοξενούνται από έναν πρώην δωσίλογο και τοκογλύφο θείο που έχει ένα ξενοδοχείο στο κέντρο του Παρισιού και τους παραχωρεί μιά σοφίτα σ’αυτό. Σχεδιάζει συνεχώς σκοτεινές φιγούρες και η επαφή του αυτή με τα γερμανικά δάση, τα γεμάτα θρύλους και παραμύθια όπως και η γνωριμία του με αυτό το κορίτσι που είναι πιό ώριμο και πιό απελευθερωμένο από αυτόν , θα του αλλάξουν τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα. Αναπτύσσουν μιά ιδιαίτερη σχέση και ο ένας έλκεται και γοητεύεται από τον άλλον με έναν περίεργο τρόπο.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου εναλάσσεται μεταξύ των γεγονότων του καλοκαιριού του 63 και των εμπειριών του πατέρα της Κλάρας στην Ουκρανία το 1941 κατά την διάρκεια της Γερμανικής εισβολής στην Ρωσία . Ο πατέρας της Κλάρας υπηρετούσε σαν γιατρός και έκανε κολλητή παρέα με έναν συγχωριανό του τον Μόριτζ . Η ζωή τους σημαδεύεται από την γενοκτονία των Εβραίων (κυρίως των μικρών παιδιών) που λαμβάνει χώρα στις πόλεις που καταλαμβάνουν . Συμμετέχουν και οι δυό τους σε αυτά τα φρικιαστικά γεγονότα που περιγράφονται εκπληκτικά από τον Πεζύ. Με τον γυρισμό τους δεν μιλάνε σε κανένα γι’αυτά . Κάνουν οικογένειες και κλείνονται στον εαυτό τους βιώνοντας τους προσωπικούς τους εφιάλτες. Μέχρι την ημέρα που ο Μόριτζ πνίγει τα δύο του παιδιά στο δάσος (σαν άλλος δράκος).

«Εδώ και δυό χρόνια , ένας άνθρωπος από το Κελστάϊν τρελάθηκε κάτω από το δέντρο όπου είναι στερεωμένο με σύρμα το βάζο. Ήταν μιά καλοκαιριάτικη Κυριακή.Ο καιρός ήταν πολύ ωραίος και έκανε πολλή ζέστη κι όλόκληρες οικογένειες ανέβαιναν στο ξέφωτο γιά να κάνουν μπάνιο. Εκείνη τη μέρα ήταν τόσο βαρύς ο αέρας στην κοιλάδα που είχε έρθει ακόμα κι ο πατέρας μου,κι η μητέρα μου είχε παραμελήσει το πιάνο της. Ο άνθρωπος ονομαζόταν Βάλτερ Μόριτζ. Ήταν ο γιός του ιδιοκτήτη του πριονιστηρίου, και φίλος του πατέρα μου. Στον πόλεμο ήταν υπολοχαγός και ο πατέρας μου στρατιωτικός γιατρός. Πολλά χρόνια μετά από την επιστροφή του από την Ρωσία,ο Βάλτερ παντρεύτηκε με μιά κοπέλα απ’το Κελστάϊν. Έκαναν δυό παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.
Εκείνη την Κυριακή, πηγαίνοντας προ τη λίμνη, οι γυναίκες προχωρούσαν μπροστά. Ήταν μαζί η γυναίκα του Μόριτζ, η αδελφή του,οι φίλες της.Κουβαλούσαν καλάθια,μάζευαν φράουλες του δάσους. Ο Βάλτερ Μόριτζ βάδιζε πιό αργά. Κρατούσε από το χέρι το αγοράκι και το κοριτσάκι του. Τους είδαν να παίρνουν τον σκοτεινό δρόμο. Αλλά δεν συνάντησαν ποτέ τις γυναίκες στην όχθη της λίμνης. Η ώρα περνούσε. Ανησυχούσαν. Ξανάκαναν όλο το δρόμο φωνάζοντας «Βάλτερ» και τα ονόματα των παιδιών. Οι κολυμβητές απορούσαν. Κάποιοι νέοι έψαχναν μέσα στους θάμνους . Η κυρία Μόριτζ έκλαιγε περιστοιχισμένη από τις γυναίκες.
...
Η νύχτα είχε πέσει από ώρα όταν βρήκαν τον Μόριτζ και τα δύο παιδιά του.Κάποιοι άντρες είχαν ανέβει με φακούς. Ο πατέρας μου είχε χωθεί στις πυκνές λόχμες ψάχνοντας τον φίλο του. Τα κλαδιά τον είχαν πληγώσει. Αλλά δεν ήταν αυτός που βρήκε τον Μόριτζ, σ’εκείνο το μικροσκοπικό,το σχεδόν δυσεύρετο ξέφωτο.
Ο Βάλτερ ήταν καθισμένος στις ρίζες του δέντρου, με τα μάτια ανοιχτά, με χαμένο το βλέμμα, με το στόμα να χάσκει περίεργα. Κρατούσε το κάθε παιδί απ’το λαιμό. Το κορίτσι κλεισμένο στο δεξί του μπράτσο, το αγόρι κλεισμένο στο αριστερό του μπράτσο. Τα μικρά έμοιαζαν να κοιμούνταν. Σφιγμένα πολύ πάνω στον μπαμπά τους...Αλλά δεν κοιμόνταν:ήταν πεθαμένα! Είδαν αμέσως ότι ο Μόριτζ τα είχε στραγγαλίσει. Ή ίσως τα είχε σφίξει τόσο πολύ που τα είχε πνίξει.
»

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι η ενηλικίωση του Πωλ. Παρακολουθούμε την προσπάθεια προσαρμογής του στην νέα του ζωή στο Παρίσι και στο (μάλλον αφιλόξενο) ξενοδοχείο του αινιγματικού θείου του . Με χρονικά άλματα παρακολουθούμε την συμμετοχή του ήρωα στα γεγονότα του 68, τα φοιτητικά του χρόνια στην σχολή Καλών Τεχνών όπου επηρεάζεται από έναν φιλόσοφο καθηγητή, ώσπου να φτάσουμε στην δημιουργική του φάση , όπου βρίσκει τον επαγγελματικό του δρόμο ως γλύπτης πλέον ζώντας σε ένα χωριό κοντά στην πατρική γη με την οικογένεια του, την σύζυγο του και τα δυό τους παιδιά. Όλα αυτά τα χρόνια η Κλάρα (σαν ένα διαφορετικό «παλιοκόριτσο» του Λιόσα – όπως σωστά επισημαίνει η Αναγνώστρια) εμφανίζεται στην ζωή του Πωλ γιά να την αναστατώσει αλλά και να την χρωματίσει. Τα συναισθήματα και των δύο είναι πολύ δυνατά αλλά δεν μπορούνε να είναι μαζί . Η Κλάρα ζει πολύ έντονα τη ζωή της σε αντίθεση με τον πάντα ήρεμο και μελαγχολικό Πωλ που σε όλη του τη ζωή ψάχνει να βρει τον δολοφόνο του πατέρα του. Κι αυτόν όμως ακόμα η Κλάρα είναι που θα τον ανακαλύψει. Περισσότερο πρακτική , πάντα ζωντανή – ο Πωλ είναι «χαμένος» στις προσωπικές του αναζητήσεις, στη μανία δημιουργίας του ξορκίζοντας τα φαντάσματα του. Ακόμα και η συνάντηση τους στην Ρόδο το 1999 όταν μεσήλικες πλέον θα εχουν μιά έκλαμψη του ιδιόμορφου έρωτά τους περισσότερη πίκρα θα τους φέρει παρά ευχαρίστηση διότι η «μνήμη σαν ατμός περαστικός είναι που διαλύεται και το αίνιγμα είναι μιά θλιβερή αυταπάτη»...

Το βιβλίο είναι ουσιαστικά γύρω από τον τρόπο που βλέπει κανείς και ερμηνεύει τον κόσμο. Μέσα από την διαρκώς παρούσα κάμερα της Κλάρας (που με τα χρόνια ασχολείται με το πολεμικό φωτογραφικό ρεπορτάζ) , μέσα από τα ογκώδη γλυπτά του Πωλ , μέσα από τις αναμνήσεις των ανθρώπων που τους περιστοιχίζουν . Ο Πεζύ χρησιμοποιεί ένα σκοτεινό παραμύθι στην αρχή και στο τέλος του μυθιστορήματος του, γιά να «εγκιβωτίσει» την αφήγηση του Πωλ , ουσιαστικά δηλαδή «a dream within a dream». Ο Πωλ αναπολεί την ζωή του στο τέλος της ιστορίας (που ο συγγραφέας τοποθετεί στο 2037!!) , όταν όλοι οι γύρω του έχουν φύγει πιά και συνειδητοποιεί ότι δεν έζησε τα πράγματα όταν μπορούσε αλλά πάντα κυνηγούσε κάτι άπιαστο, κάτι απόμακρο...

«...Η παιδική ηλικία είναι πάρα πολύ οικείο αίνιγμα. Νομίζει κανείς ότι θα βρίσκεται εκεί γιά καιρό, ότι τίποτα δεν πιέζει, αίφνης όμως η απουσία της γίνεται ένα μαύρο κενό, η σπαρακτική έλλειψη ενός οργάνου που αποκόπηκε ζωντανό.
Θυμάμαι εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα, κοντά στον αυχένα του Μυστηρίου, τότε που είχα σπρώξει μπροστά μου τα δυο μου πιτσιρίκια, προς το φως, προς τις μητέρες που ήσαν καθισμένες κυκλικά, προς τον γαλάζιο ουρανό, προς το μέλλον, ενόσω εγώ έμενα μόνος, γιά μερικά ατέλειωτα λεπτά,στη σκιά του δάσους.
Τι ήταν αυτό που ήλπιζα; τι ήταν αυτό που ακόμη περίμενα; Έχω το συναίσθημα ότι πέρασα δίπλα από το ουσιώδες.Πάρα πολύ αργά! Αναρωτιέμαι καμιά φορά μήπως ατένισα όλα τα πράγματα μέσα απ’τους σκούρους και συμβιβαστικούς φακούς του «πάρα πολύ αργά», ενόσω μπορεί να υπήρχε ακόμα καιρός.»


Έξοχο στο πρώτο μέρος, συγκινητικό και πολύ στοχαστικό στο δεύτερο , το μυθιστόρημα του Πεζύ είναι ένα compact διαμαντάκι που αποδεικνύει την ικανότητα του δημιουργού του να πει τόσα πολλά σε μιά χαλαρή αφήγηση που όμως με ένα μαγικό τρόπο κρατάει τον αναγνώστη σε εκγρήγορση .Οι δύο χαρακτήρες-πρωταγωνιστές είναι έκπληκτικές φυσιογνωμίες αδρά σχεδιασμένες , η «άπιαστη» Κλάρα που απολαμβάνει τη στιγμή και που ρουφάει τη ζωή έως το μεδούλι και ο μόνιμα προβληματισμένος και ανικανοποίητος Πωλ που ψάχνει και ψάχνεται . Αλλά και η δύναμη της φύσης, τα δάση της Γαλλίας και της Γερμανίας , η μαύρη λίμνη (που φαντάζει τρομακτική στα μάτια του άβγαλτου νεαρού Πωλ) , το φως της Μεσογείου και τα γαλάζια νερά της .Την αξία του βιβλίου την αντιλαμβάνεσαι όταν το τελειώσεις, όταν διαβάσεις και την τελευταία σελίδα , και το σκέφτεσαι γιά καιρό μετά –δείγμα καθαρής , κλασσικής λογοτεχνίας.