Τετάρτη, Οκτωβρίου 08, 2008
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 08, 2008 | Permalink
Ένας κατακόκκινος Απρίλης
Πραγματικά έξοχο το πολιτικό θρίλερ (και όχι μονο) του σχετικά νέου (γεν.1975) , Περουβιανού συγγραφέα Σαντιάγο Ρονκαλιόλο «ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ», (Εκδ.Καστανιώτη ,σελ. 317–μετάφραση Μαργ.Μπονάτσου) (87) . Ένα αστυνομικό ουσιαστικά μυθιστόρημα συνδιασμός Σέβεν (Seven) και Πέδρο Πάραμο που υπαινίσεται περισσότερα απ’όσα λέει.

Σε μιά επαρχιακή πόλη του Περού που βίωσε στο πετσί της την (ουσιαστικά) εμφύλια διαμάχη που συγκλόνισε τη χώρα την δεκαετία του 80 μεταξύ της τρομοκρατικής οργάνωσης «Φωτεινό Μονοπάτι» (Sendero Luminoso) και της κρατικής μηχανής, ο εισαγγελέας Φέλιξ Τσακαλτάνα , βρίσκεται μπροστά σε ένα φρικιαστικό έγκλημα – ένα πτώμα καμμένο και ακρωτηριασμένο που βρέθηκε σε μιά αποθήκη από έναν αγρότη . Ο Τσακαλτάνα είναι ένας τυπολάτρης κρατικός υπάλληλος , αρκετά μοναχικός , ο οποίος ζει στο παλιό οικογενειακό σπίτι με το φάντασμα της νεκρής μητέρας του . Ο φόνος είναι η απαρχή μιάς αλυσίδας μυστηριωδών θανάτων με ένα κοινό χαρακτηριστικό : όλοι οι νεκροί είναι άνθρωποι που είχαν ανακριθεί ή είχαν έρθει σε επαφή μαζί του . Η έρευνα του εισαγγελέα τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ενεργός ανάμιξη του Φωτεινού Μονοπατιού (εξάλλου η δράση του βιβλίου τοποθετείται στην πόλη Αγιακούτσο – εκεί όπου ήταν η ιστορική έδρα της οργάνωσης) , ενώ σιγά-σιγά καθώς προχωράει ουσιαστικά μόνος του στην έρευνα ανακαλύπτει και τις περίεργες (τουλάχιστον) μεθόδους που χρησιμοποίησε ο Περουβιανός στρατός και η αστυνομία στην προσπάθεια τους να επικρατήσουν των «τρομοκρατών». Ο Τσακαλτάνα θα ακολουθήσει ένα μοναχικό δρόμο , ανεπιθύμητος από τις τοπικές αρχές που κάνουν τα πάντα γιά να καλύψουν όπως-όπως την ιστορία διότι «επισήμως» το «Φωτεινό Μονοπάτι» έχει συνθηκολογήσει με την κυβέρνηση.

Βρισκόμαστε στο 2000 ,ο (τελείως διεφθαρμένος) Φουτζιμόρι κυβερνάει με την βοήθεια των στρατιωτικών. Το «Φωτεινό Μονοπάτι» έχασε τη μάχη γιά την εγκαθίδρυση μιάς ιδιότυπης επανάστασης αλλά στις αγροτικές περιοχές όπου κυρίως δρούσε παραμένει ενεργό . Η οργάνωση αυτή που ιδρύθηκε την δεκαετία του 60 από τον καθηγητή Γκουζμάν με «Μαοϊκές» τάσεις δραστηριοποιήθηκε έντονα από το 1980 και μετά . Έγινε περισσότερο γνωστή γιά την πολύ βίαιη δράση της κυρίως στις αγροτικές περιοχές του Περού όπου παρά την ισχυρή υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού , η οργάνωση προέβη σε μαζικές εκκαθαρίσεις των αντιφρονούντων . Στις αρχές της δεκαετίας του 90 , το «Φωτεινό Μονοπάτι» είχε υπό την κατοχή του το Νότιο Περού και τις αγροτικές περιοχές ,αλλά λόγω των υπερβολικά βίαιων (έως απάνθρωπων) μεθόδων του ήταν μισητό στους κατοίκους των μεγαλουπόλεων ενώ όταν βύθισε σε ένα τερατώδες blackout την Λίμα ξεσήκωσε όλο τον κόσμο εναντίον του . Το 92 συνελήφθη ο Γκουζμάν και άλλα ανώτερα στελέχη της οργάνωσης σε ένα στούντιο χορού στην Λίμα (επεισόδιο που περιγράφεται στο εκπληκτικό μυθιστόρημα του Νίκολας Σέξπηρ «Ο ΧΟΡΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΝΩ ΠΑΤΩΜΑΤΟΣ»), και η κυβέρνηση του Περού παίρνει το πάνω χέρι στην ιστορία. Χρήσιμο είναι να αναφέρω ότι ακόμα και τώρα υπάρχουν θύλακες της οργάνωσης στις επαρχίες της χώρας και από καιρού εις καιρόν κάποιο επεισόδιο λαμβάνει χώρα.

Ο Ρονκαλιόλο στις συνεντεύξεις του ισχυρίζεται ότι δεν έχει γράψει ένα πολιτικό θρίλερ αλλά ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που εμπνέεται από πολιτικά γεγονότα .Εν μέρει έχει δίκιο, το μυθιστόρημα έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιάς έξαιρετικής αστυνομικής ιστορίας . Έχει καταιγιστική δράση, ξέφρενο ρυθμό , σασπένς , την απαραίτητη ερωτική ιστορία όπου δεν ξέρεις τι ρόλο μπορεί να παίζει η νεαρή σερβιτόρα που ερωτεύεται παράφορα ο «κύριος εισαγγελέας», ενώ οι σκηνές φρίκης θυμίζουν νεο-νουάρ αστυνομικές ιστορίες του Έλμερ Λέοναρντ και του Τζέημς Ελρόϋ.


Περισσότερο όμως «Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ» (βραβείο Αλφαγκουάρα,2006), είναι μιά ιστορία γιά το Περού και όλα αυτά που στοιχειώνουν τη σύγχρονη ζωή της χώρας ,την κυβερνητική διαφθορά , την κυριαρχία του στρατού στην καθημερινότητα του πολίτη ,τον τρόμο που αισθάνεται ο ανυπεράσπιστος άνθρωπος μπροστά στον παραλογισμό της αλληλοσφαγής . Τα είκοσι και πλέον χρόνια της εμφύλιας βίας και του σπαραγμού άφησαν τη χώρα να βολοδέρνει μέσα στην υπανάπτυξη και τη μιζέρια ενώ ο αγροτικός πληθυσμός (όποιοι γλύτωσαν από τις σφαγές και τις «εκκαθαρίσεις») ζει σε μιά κατάσταση άγνοιας και δαιμονοληψίας.

«...Τότε ο Τσακαλτάνα τους είδε.Στην πραγματικότητα , πήγαινε ένας χρόνος που τους έβλεπε . Συνέχεια . Και τώρα ο επίδεσμος έπεσε από τα μάτια του. Τα ακρωτηριασμένα τους σώματα συσσωρεύονταν γύρω του, τα στήθη τους ανοιγμένα από πάνω έως κάτω βρομούσαν ομαδικούς τάφους και θάνατο. Χιλιάδες και χιλιάδες ήταν τα πτώματα, όχι μόνο εκεί, στο γραφείο του διοικητή, αλλά σε όλη την πόλη. Κατάλαβε τότε ότι ήταν οι νεκροί που του πουλούσαν εφημερίδες ,που οδηγούσαν τα λεωφορεία, που έφτιαχναν τα χειροτεχνήματα, που του σέρβιραν φαγητό. Δεν είχε άλλους κατοίκους το Αγιακούτσο, ακόμα και όσοι έρχονταν από αλλού, πέθαιναν . Μόνο που ήταν τόσοι πολλοί οι νεκροί που δεν μπορούσαν πιά να αναγνωριστούν. Κατάλαβε με ένα χρόνο καθυστέρηση πως είχε φτάσει στην κόλαση και πως δεν θα έφευγε ποτέ από εκεί.»


Αριστουργηματικό μυθιστόρημα, μιά άλλη διάσταση στην συνεχώς ανανεούμενη νοτιοαμερικάνικη λογοτεχνική σκηνή . Μακριά από τους «μαγικούς ρεαλισμούς» αλλά και τους «επιγόνους» του Μπόρχες και κοντύτερα στην νουάρ αργεντίνικη λογοτεχνία , ο Ρονκαλιόλο όπως και αρκετοί άλλοι συνάδελφοί του από τις γύρω χώρες προσπαθούν να αποστασιοποιηθούν από την «στεγανοποίηση» και να υψώσουν τις δικές τους φωνές . Απομένει να δούμε αν όλο αυτό το «λογοτεχνικό μπουμ» θα αποκτήσει κάποια ομοιογένεια ή θα περιοριστεί σε αυτόνομες και αυτόφωτες περιπτώσεις . Όπως και νά’χει οι κερδισμένοι θα είμαστε εμείς οι αναγνώστες.