Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 03, 2008
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 03, 2008 | Permalink
Το δικαίωμα στη ζωή
«Ποτέ δεν ξεφεύγουμε από τους γονείς μας . Όσο αμετάκλητη κι αν είναι η απόφασή μας να διακόψουμε τις σχέσεις μας ,ή, χειρότερα ακόμη, όσο δυνατό κι αν είναι το μίσος μας γι’αυτούς, μέσα μας δεν παύουν να υπάρχουν ανεπαίσθητοι δεσμοί που αντιστέκονται , ίχνη που δεν σβήνουν και που εξαπλώνονται , μολύνουν τις γειτονικές περιοχές , ακριβώς όπως συμβαίνει με τις δερματικές ασθένειες . Και δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτα γι’αυτό.»

Ο Αλέν Κολμόν ,κεντρικός ήρωας του πολύ αξιόλογου μυθιστορήματος του Γάλλου συγγραφέα Τιερύ Ζονκέ (Thierry Jonquet) , «Ο ΓΕΡΟΣ ΜΟΥ» (Εκδ.Καστανιώτη, σελ.409) , (80), είναι η λογοτεχνική επιτομή του γκαντέμη ανθρώπου . Μικρό τον εγκαταλείπει ο τυχοδιώκτης πατέρας του,αυτός φεύγει από το σπίτι στην εφηβεία να βρει τη τύχη του. Γίνεται συγγραφέας ενός επιτυχημένου βιβλίου , και σεναριογράφος ,χωρίζει από την γυναίκα του αλλά γενικώς , όλα του πάνε καλά. Μέχρι τη μέρα (ή μάλλον τη νύχτα) που η κόρη του γυρίζοντας από ένα κλαμπ με το μηχανάκι της παρασύρεται από ένα αυτοκίνητο. Γλυτώνει μεν,αλλά τελείως παραμορφωμένη. Εισάγεται σε μιά κλινική και γιά τρία χρόνια οι γιατροί προσπαθούν να δουλέψουν μαζί της κυρίως στο ψυχολογικό τομέα. Δεν φτάνει μόνο αυτό στη ζωή του Κολμόν, αλλά κάποια μοιραία στιγμή καθώς γυρίζουν απο το νοσοκομείο με τη σύζυγο του κάποιος παραβιάζει ένα σηματοδότη και πέφτει επάνω τους σκοτώνοντας την άτυχη σύζυγο. Ο Κολμόν είναι ένα ράκος, έχει στερέψει από ιδέες, τα σενάρια του απορρίπτονται αλλά, ως εκ θαύματος , η μικρή ξαναβρίσκει την γεύση της , πάει καλύτερα, η διάθεση της ανεβαίνει και αποφασίζουν με τον πατέρα της να υποβληθεί σε μιά σειρά από πλαστικές επεμβάσεις στο πρόσωπο που θα επαναφέρουν τα χαρακτηριστικά της όπως περίπου ήταν πριν το δυστύχημα . Τα λεφτά φεύγουν αλλά χαλάλι...Ξαφνικά όμως ο Κολμόν δέχεται μιά επιστολή από ένα ίδρυμα, όπου του ανακοινώνεται ότι ένας γέρος (θύμα επίθεσης που τον άφησε χωρίς χαρτιά), που νοσηλεύεται εκεί γιά δύο χρόνια υποφέροντας από αλτζχάϊμερ είναι ο πατέρας του.Σύμφωνα με τον Γαλλικό νόμο, τα έξοδα νοσηλείας και περίθαλψης βαραίνουν τον συγγενή πρώτου βαθμού. Ήδη είμαστε στον τρίτο χρόνο νοσηλείας και ο λογαριασμός έχει διογκωθεί επικίνδυνα . Η μοναδική ελπίδα γιά τον Κολμόν είναι ο μισητός (κάποτε) πατέρας να αποβιώσει προτού η υπόθεση εξεταστεί στο δημοτικό συμβούλιο .

Ο έτερος κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ένας κλοσάρ , ένας άστεγος .Ένας άνθρωπος ηττημένος από τη ζωή, ο Ντανιέλ Τεσαντιέ. Χωρίς δουλειά, χωρίς στέγη προσπαθεί να εξοικονομήσει κανένα ευρώ γιά να φάει και να περάσει τη μέρα του. Μικροαπατεώνας ζει τη καθημερινή του κόλαση,είτε προσεταιριζόμενος τη συμμορία του Νανάρ που «διοικεί» μιά ομάδα ζητιάνων και λοιπών περιθωριακών αλκοολικών και πορνών,είτε προσπαθώντας να κλέψει κανένα άτυχο τύπο που προσπαθεί να τραβήξει λεφτά από κάποιο ATM.

Το βιβλίο του Ζονκέ είναι σκληρό, αλλά όχι απάνθρωπο, ακόμα και στις στιγμές ασφυξίας που μπορεί να νιώσει κανείς στο διάβασμά του, το χιούμορ του δημιουργού, θα δώσει τη λύση . Ο γνωστός κυνισμός του συγγραφέα (όποιος έχει διαβάσει το ΜΟΛΩΧ του θα καταλάβει τι εννοώ) , επεκτείνεται στα όρια του κοινωνιολογικού δοκιμίου θέτοντας τα ηθικά διλήματα που ανακύπτουν από περιπτώσεις όπως αυτή που περιγράφεται στο μυθιστόρημα.Ο Κολμόν υπέφερε από έναν αδιάφορο πατέρα που τον είχε εγκαταλείψει όταν ήταν δέκα χρονών,τι πρέπει να κάνει αυτός τώρα? Να τον περιθάλψει? Είναι υποχρεωμένος να φροντίσει αυτόν που τον έφερε στη ζωή,όπως και να του φέρθηκε αυτός? Να χρεωκοπήσει εξαιτίας του ή να στερήσει από την κόρη του,την ελπίδα γιά μιά σχετικά φυσιολογική ζωή? Μήπως το καλύτερο θα ήταν να τον σκοτώσει?

«Ο πατέρας του?Κάποιος του είχε μόλις μιλήσει γιά τον πατέρα του,σαράντα χρόνια μετά την εξαφάνισή του?Στο διάβολο!Αυτό έλειπε τώρα!Ένα καθίκι?Όχι απλώς ένας άνθρωπος ανώριμος,εντελώς ανίκανος να αναλάβει μιά οικογένεια,να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.Και σε ποιόν να επιρρίψει κανείς τις ευθύνες?Στη μάνα του , την Ανί Ντρεζεάκ?Ή στον Ματιέ Κολμόν?Κι οι δυό τους ήταν εξίσου υπεύθυνοι γιά την αποτυχία . Ο Αλέν δεν ήταν παρά το αξιοθρήνητο αποτέλεσμα της συνάντησης ανάμεσα στο σπερματοζωάριο Κολμόν και σε ένα ωάριο Ντρεζεάκ.Τίποτα περισσότερο . Τη στιγμή που είχε μπει σε λειτουργία ο βιολογικός μηχανισμός,σε τι στάση άραγε να βρίσκονταν οι γεννήτορές του?Την κλασσική?Με τη γυναίκα στα τέσσερα?Με τον άντρα από κάτω?Στο μικροσκοπικό δυάρι της οδού Ραμπιτό , ο Αλέν κοιμόταν σε ένα ράντζο που του άνοιγαν στην τραπεζαρία . Φοβόταν το σκοτάδι, τη νύχτα που ήταν γεμάτη μάγισσες και τέρατα . Επανειλημμένως , όταν ήταν πολύ μικρός , με την περιέργεια να τον τρώει και θορυβημένος από τις κραυγές τους , είχε τολμήσει να ρίξει μιά ματιά από την κλειδαρότρυπα της κρεβατοκάμαρας των γονιών του και είχε παρακολουθήσει τις περιπτύξεις τους , χωρίς να καταλαβαίνει τι στα κομμάτια έκαναν παλεύοντας κατ’αυτό τον τρόπο. Ο πατέρας του έμοιαζε σαν να κακομεταχειριζόταν τη μητέρα του κι όμως εκείνη τον παρακαλούσε να μη σταματήσει και μάλιστα να το ξανακάνει . Μυστήρια πράγματα.Το θέμα ήταν πως , πενήντα χρόνια αργότερα , ο Αλέν δεν είχε ακόμη σταματήσει να πληρώνει το λογαριασμό του καταστροφικού τους έρωτα.»

Ο Ζονκέ στηρίζει τη δομή του μυθιστορήματος στα παιχνίδια (τερτίπια) της μοίρας.Είναι η τύχη και η αλληλουχία συμπτώσεων που καθορίζουν την εξέλιξη της ιστορίας που περιγράφει . Ο Κολμόν θα μπορούσε να ζει μιά ανέφελη ζωή , ήταν κάποτε επιτυχημένος σε ότι έκανε . Μετά το ατύχημα της κόρης του , η ζωή του έρχεται τούμπα.Επάνω που όλα μπαίνουν πάλι σε μιά σειρά,εμφανίζεται το φάντασμα από το παρελθόν και εκεί που διαφαίνεται μιά αχτίδα φωτός εμφανίζεται στη ζωή του ο κλοσάρ Ντανιέλ . Την αντίστροφη πορεία ακολουθεί ο Ντανιέλ . Αυτός σε όλη του τη ζωή ταλαιπωρείται και εκεί που πάει να πιάσει την «καλή» πέφτει στα νύχια της συμμορίας του Νανάρ.

Ο συγγραφέας στην εισαγωγή του στο βιβλίο παρουσιάζει τους κεντρικούς χαρακτήρες γράφοντας λίγα πράγματα γι’αυτούς.Με τη δομή ενός θεατρικού έργου μας παρουσιάζει μια πινακοθήκη πολύ ζωντανών προσώπων.Η ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι καταπληκτική,το δε Παρίσι παρουσιασμένο από μιά τελείως αντιρομαντική πλευρά σκιαγραφείται σαν μιά απάνθρωπη εφιαλτική μεγαλούπολη όπου ο ένας είναι έτοιμος να κατασπαράξει τον άλλον. Το βιβλίο το τελειώνεις με μιά πικρή γεύση στο στόμα,η «θεά τύχη» έριξε τα ζάρια της , κάποιοι κέρδισαν , κάποιοι έχασαν , η ζωή συνεχίζεται...