Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 26, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 26, 2008 | Permalink
Ανεμοδαρμένα Ύψη αλά Ισπανικά...
Όταν κλείνεις το μυθιστόρημα της CARMEN LAFORET «ΑΒΥΣΣΟΣ (NADA)» , (Εκδ.Πατάκη,σελ.338) , (88) , έχοντας κυριολεκτικά χαθεί μέσα στις σελίδες του , και συνειδητοποιείς ότι αυτό που διάβασες το έγραψε μιά εικοσάχρονη κοπέλα τότε η αξία του βιβλίου ανεβαίνει ακόμα περισσότερο και τα πολλά λόγια είναι περιττά .

Η «Άβυσσος» είναι η ιστορία ενός δεκαοχτάχρονου κοριτσιού που πηγαίνει στην Βαρκελώνη γιά σπουδές .Βρισκόμαστε στην περίοδο λίγο μετά τον Εμφύλιο που κατασπάραξε την χώρα , οι δε κάτοικοι της Βαρκελώνης βίωσαν αρκετά ακραίες καταστάσεις κατά τη διάρκεια αυτών των τριών χρόνων που διήρκεσε . Η Αντρέα είναι ενθουσιασμένη που θα υλοποιήσει τα όνειρά της,να σπουδάσει και να ζήσει ανεξάρτητη σε μιά μεγαλούπολη.Φιλοξενείται από την οικογένεια της γιαγιάς της ,μεγαλοαστοί που έχουν ξεπέσει και μένουν σε ένα αρχοντικό της κεντρικότατης οδού Αριμπάου .Στο σπίτι διαμένουν τρία από τα αδέρφια της μητέρας της , η αυστηρή και καταπιεσμένη Αγκούστιας που ζει έναν κρυφό και απελπισμένο έρωτα γιά το αφεντικό της , ο Χουάν αποτυχημένος ζωγράφος με τις απερίγραπτες εξάρσεις θυμού ο οποίος είναι παντρεμένος με την Γκλόρια (έχουν κι ένα μωρό),που όλοι καθυβρίζουν σχεδόν καθημερινά και η οποία είναι ερωτευμένη με τον έτερο αδερφό του Χουάν ,τον συνθέτη Ρομάν ,μυστηριώδη τύπο που ασκεί μιά ιδιαίτερη γοητεία στις γυναίκες.Η γιαγιά της Αντρέα τα έχει ψιλοχάσει ,μένει συνεχώς άγρυπνη , και προσπαθεί με κάθε τρόπο να προστατέψει τα δύο αγόρια της . Στο σπίτι υπάρχει ακόμα η Αντόνια , η οικονόμος που είναι συνεχώς μαυροντυμένη και μουτρωμένη δείχνοντας τρυφερότητα μόνο στον σκύλο του σπιτιού.

Η Αντρέα με την έξαψη της ηλικίας , από την πρώτη νύχτα παθαίνει ένα πολιτισμικό σοκ . Το σπίτι θυμίζει γοτθικό πύργο φαντασμάτων . «Έμοιαζε με σπίτι μαγισσών το μπάνιο τους.Οι λεκιασμένοι τοίχοι είχαν ίχνη από γάντζους, από κραυγές απόγνωσης . Παντού οι ξεφτισμένοι σοβάδες άνοιγαν το ξεδοντιασμένο στόμα τους αναδίνοντας υγρασία .Πάνω στον καθρέφτη , μη χωρώντας πουθενά αλλού , είχαν τοποθετήσει μια μακάβρια νεκρή φύση με χλωμούς νάνους και κρεμμύδια σε μαύρο φόντο .Η τρέλλα χαμογελούσε από τις στραβωμένες κάνουλες.»
Το δε δωμάτιο που θα κοιμόταν... «Τελικά,έφυγαν αφήνοντάς με στη σκιά των επίπλων , που το φως του κεριού διέστελλε γεμίζοντάς τη με παλμούς και μια απόκρυφη ζωή. Η δυσοσμία που γινόταν αισθητή σ’όλο το σπίτι ήρθε μ’ένα κύμα πιό έντονο. Μύριζε ακαθαρσίες γάτας . Ένιωσα να πνίγομαι και ανέβηκα ριψοκινδυνεύοντας στην πλάτη μιας πολυθρόνας , για ν’ανοίξω μια πόρτα που διακρινόταν ανάμεσα σε βελούδινες , σκονισμένες κουρτίνες . Η απόπειρα μου πέτυχε όσο το επέτρεπαν τα έπιπλα και είδα ότι επικοινωνούσε με μία απ’αυτές τις ανοιχτές γαλαρίες που δίνουν τόσο φως στα σπίτια της Βαρκελώνης.Τρία αστέρια τρεμόφεγγαν στη γαλήνια μαυρίλα τ’ουρανού και αντικρίζοντας τα, αισθάνθηκα ξαφνικά την επιθυμία να κλάψω, σαν να’βλεπα παλιούς φίλους που απρόσμενα τους ξανάβρισκα.
Η τρεμουλιαστή φεγγοβολιά των αστεριών μου’φερε απότομα στο νου τις αυταπάτες μου καθώς διέσχιζα τη Βαρκελώνη, ως τη στιγμή που μπήκα σε τούτο το περιβάλλον με τους διαβολεμένους ανθρώπους και τα διαβολεμένα έπιπλα. Φοβόμουν να πέσω σ’εκείνο το σαν νεκροσέντουκο κρεβάτι. Νομίζω πως έτρεμα από αόριστες φοβίες όταν έσβησα το κερί.»


Είναι τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας του Φράνκο και τα σημάδια από τον Εμφύλιο είναι ακόμα νωπά. . Η οικονομική κρίση είναι έντονη και οι παλιές παραδοσιακές οικογένειες υποφέρουν – τα λεφτά είναι στα νέα τζάκια τώρα . Στο σπιτι υποφέρουν από την πείνα λόγω της ένδειας και ξεπουλάνε έπιπλα γιά να ζήσουν . Το χάος επιτείνεται από τις σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας που αλληλοτρώγονται με τρομερή ένταση και πάθος . Η Αντρέα παρατηρεί τα πάντα και ξεφεύγει από τη μιζέρια κάνοντας κολλητή παρέα με την Ένα , μιά αρκετά ευκατάστατη και όμορφη συμφοιτήτρια της που την βγάζει λίγο στον έξω κόσμο . Όταν η Ένα γνωρίζει τον θείο Ρομάν , η σχέση των δύο κοριτσιών περνάει κρίση και τότε η Αντρέα γνωρίζεται με μία παρέα μποέμ καλλιτεχνών που την εισάγουν σε μιά διαφορετική ζωή.

Η Λαφορέτ δείχνει εξαιρετικά τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο «κόσμων». Των φοιτητών και των καλλιτεχνών από τη μιά και την οικογένεια της Αντρέα από την άλλη με τις θρησκοληψείες και τις μιζέριες της . Η Αντρέα προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ των δύο ,όχι πάντοτε με επιτυχία , η κατάσταση στο σπίτι την επηρεάζει . Είναι επίσης σε σύγχυση διότι βρίσκεται στην ηλικία που ξυπνάει η σεξουαλικότητά της . Η ατμόσφαιρα γύρω της είναι διάχυτη από ερωτισμό . Ο Χουάν και η Γκλόρια , ο Ρομάν που την πέφτει σε όλες (με μιά ημίτρελλη Γκλόρια να τον παραφυλάει) , οι παρέες στο πανεπιστήμιο.Η Αντρέα θέλει να αγαπήσει και να αγαπηθεί αλλά την τρομάζουν αυτά που βλέπει , όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου ο Μάριο Βάργκας Λιόσα : «...οι χαρακτήρες της Αβύσσου φαίνονται να ζουν εκτός πραγματικότητας , σ’ενα μυστηριώδη γαλαξία όπου οι επιθυμίες δεν υπάρχουν ή έχουν καταπιεστεί και διοχετευθεί προς αντισταθμιστικές δραστηριότητες , είναι στην τιθάσευση του έρωτα και του σεξ . Αν σε όλες τις όψεις της ζωής , ο κόσμος του μυθιστορήματος μαρτυρεί μια σεμνότυφη σε απάνθρωπο βαθμό ηθική που αλλοτριώνει άντρες και γυναίκες και τους φτωχαίνει , σε τούτη δω , του σεξ , αυτή η διαστρέβλωση αγγίζει απίστευτες διαστάσεις του είναι , ίσως , σε πολλές περιπτώσεις η κρυφή εξήγηση των νευρώσεων , της πικρίας , της ανησυχίας , της μοιραίας αβεβαιότητας ,των οποίων πέφτουν θύματα σχεδόν όλα τα πρόσωπα , ακόμη και η Ένα , η γεμάτη ζωή χειραφετημένη φίλη την οποία η Αντρέα θαυμάζει και ζηλεύει ταυτόχρονα.»

Τίποτα δεν υπάρχει , το απόλυτο κενό βασιλεύει σ’αυτή την παρακμασμένη και σχεδόν στοιχειωμένη πόλη όπως είναι η Βαρκελώνη του βιβλίου . Σκοτεινά δρομάκια , σκιές που περπατάνε τοίχο,τοίχο ,μιά ατμόσφαιρα γκροτέσκα και εφιαλτική . Τίποτα δεν υπάρχει και σ’αυτή την οικογένεια που τρώει τις σάρκες της . Η Αντρέα σώζεται από την δύναμη του χαρακτήρα της, τον τσαμπουκά που βγάζει , από την ικανότητά της να ισορροπεί ψυχικά αλλιώς θα είχε τρελλαθεί . Η διαμονή της στην «Χώρα των Θαυμάτων» θα την τραυματίσει αλλά ταυτόχρονα θα την ενηλικιώσει αφού στην κυριολεξία θα τα «έχει δει όλα»...

Αν το βιβλίο γραφόταν από τον Μάρκες θα είχαμε μιά φευγάτη Λατινοαμερικάνικη σάγκα με ποίηση και συναίσθημα , αν γυριζόταν ταινία από τον Αλμοδόβαρ θα είχαμε μιά απίστευτη φάρσα με έντονα χρώματα και υστερία (ή και μελόδραμα με τα ίδια χαρακτηριστικά) , αν γραφόταν από κάποιον Βρετανό συγγραφέα θα τονιζόταν περισσότερο τα σκοτεινά και γοτθικά του σημεία . Γράφτηκε όμως από ένα εικοσάχρονο κορίτσι και έχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία μιάς που η Λαφορέτ γεννημένη το 1921 στην Βαρκελώνη,έζησε την παιδική της ηλικία στα Κανάρια νησιά και πήγε γιά σπουδές στην Βαρκελώνη όπως η Αντρέα η ηρωίδα της . Το μυθιστόρημα είναι αριστουργηματικό , η γραφή της συγγραφέως υπαινικτική και απλή μεταφέρει τον αναγνώστη κυριολεκτικά εντός της δράσης ,εντός της προβληματικής οικογένειας . Η ατμόσφαιρα θυμίζει Μπροντέ και Ανεμοδαρμένα Ύψη και κρατάει τον αναγνώστη σε αγωνία λόγω του παγερού και κάπως αποστασιοποιημένου ύφους του βιβλίου.

Η Λαφορέτ βραβεύτηκε το 1945 γιά την ΑΒΥΣΣΟ , έβγαλε και άλλα βιβλία αργότερα και στα μέσα της δεκαετίας του 50 έγινε φανατική καθολική.Κανένα βιβλίο της δεν έφτασε την ποιότητα και την επιτυχία του πρώτου της μυθιστορήματος,σε σημείο που να θεωρείται συγγραφέας ενός βιβλίου ουσιαστικά. . Η ΑΒΥΣΣΟΣ είναι το τρίτο πιό μεταφρασμένο μυθιστόρημα της Ισπανικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό (τα άλλα δύο είναι ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ του Θερβάντες και η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΣΚΑΛ ΝΤΟΥΑΡΤΕ του Θέλα).
 
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 23, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 23, 2008 | Permalink
Ο διάβολος με το γαλάζιο φόρεμα
Το εξαιρετικό νουάρ μυθιστόρημα του Αφρο-Αμερικανού συγγραφέα Walter Mosley «Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΦΟΡΕΜΑ» (Εκδ.Πατάκη , σελ. 299) , (80) είναι ένα «πειραγμένο» αστυνομικό με έντονη δράση που πατάει γερά στην αμερικάνικη παράδοση του είδους πηγαίνοντας την ένα βήμα παραπέρα.

Λος Άντζελες 1948.Ο Ίζυ Ρόουλινς είναι ένας μαύρος βετεράνος του πολέμου που μόλις απολύθηκε από την δουλειά του στην αεροπορική βιομηχανία. Είναι τελείως απελπισμένος γιά χρήματα αφού έχει ένα δάνειο που «τρέχει» γιά ένα σπιτάκι που αγόρασε και δεν θέλει να το χάσει. Ένας φίλος του μπάρμαν τον συστήνει σε ένα λαμόγιο δικηγόρο, ο οποίος ψάχνει γιά λογαριασμό κάποιου σημαντικού παράγοντα της πόλης , μιά λευκή πανέμορφη κοπέλα ,την Δάφνη Μονέ , η οποία συχνάζει σε παράνομα κλαμπ και συναναστρέφεται μαύρους. Ο Ίζυ προσλαμβάνεται γιατί συχνάζει κι αυτός σε τέτοια μέρη και έχει τις άκρες να βρει την τύπισα. Όμως δεν του παίρνει πολύ χρόνο να ανακαλύψει ότι η αναζήτηση της μυστηριώδους γυναίκας που είναι υπέροχη μέσα σε ένα γαλάζιο φόρεμα , θα τον οδηγήσει σε ένα κυκεώνα λαθρεμπορίου ποτών , διεφθαρμένων πολιτικών και ρατσιστών αστυνομικών . Η περιπλάνησή του μεταξύ των «μαύρων» περιοχών του Λ.Α. και των αστικών συνοικιών θα αποτελέσει έναν εφιάλτη που γιά να βγει θα χρειαστεί την βοήθεια ενός παράφρονα συμπατριώτη του από το Χιούστον , του Πόντικα που σκοτώνει γιά πλάκα . Ο Ίζυ θα λύσει τον γρίφο , μέσω πτωμάτων – θα βγει από την ιστορία διαφορετικός, περισσότερο ώριμος και σίγουρα σοφότερος , βιώνοντας μιά πραγματικότητα απείρως σκληρότερη από τα πεδία των Αρδενών και της Νορμανδίας που πολέμησε στον Β Παγκόσμιο.

Το μυθιστόρημα είναι σκληρό στο ύφος των βιβλίων του Χάμετ περισσότερο παρά του Τσάντλερ και με έντονο κοινωνικό μήνυμα . Ο Μόσλυ είναι άξιος διάδοχος του μεγάλου μαύρου συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών Τσέστερ Χάιμς (βιβλία του κυκλοφορούν από την Άγρα) αλλά και του Τζέημς Κέην . Ο ήρωας του , ο Ίζυ είναι ένας μαύρος φτωχοδιάβολος. Βιώνει την απόρριψη σε κάθε επίπεδο . Από το πως του φέρεται το αφεντικό του στην δουλειά , μέχρι την αναίτια επίθεση που δέχεται από μερικούς λευκούς κωλοπαιδαράδες σε ένα λούνα παρκ , μέχρι την συμπεριφορά των κατώτερων αστυνομικών . Σε ένα Λος Άντζελες πολυεθνικό , κοινωνικά διαχωρισμένο με ευκρινή πλαίσια και όρια , ο Ίζυ που στην αρχή της ιστορίας χάνει τα λόγια του μπροστά στον λευκό δικηγόρο , στην συνέχεια ατσαλώνεται και αντιδράει με δυναμισμό και τσαμπουκά.

Ο Μόσλυ αποδεικνύεται μεγάλος μάστορας του είδους . Οι χαρακτήρες που πλάθει είναι εκπληκτικοί . Ο περίεργος Πόντικας και η γοητευτική Δάφνη Μονέ είναι γιά ανθολογία . Ο δε Ίζυ ένας ήρωας που προσπαθεί να επιβιώσει διατηρώντας την ανθρωπιά του . Είναι ένας αδύναμος στην αρχή άνθρωπος που σιγά-σιγά αποκτάει κοινωνική συνείδηση και υψώνει το κεφάλι του . Το μεγάλο όμως πλεονέκτημα της ιστορίας είναι η ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο συγγραφέας . Οι σκηνές μεταξύ των πρωταγωνιστών είναι γεμάτες ένταση και δυναμισμό ενώ το φυλετικό πρόβλημα δεν μένει στην άκρη αλλά θίγεται συνεχώς και σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο του μυθιστορήματος.

«...Άδραξε το πέος μου. «Σε πονάει να μ’αγαπάς , Ίζυ?»
«Ναι».
Το έσφιξε πιό δυνατά . «Σ’αγαπάω όταν πονάς , Ίζυ. Για μας»
«Κι εγώ» είπα.
«Το νιώθεις?»
«Ναι , το νιώθω».
Με άφησε . «Δεν εννοούσα αυτό .Εννοώ αυτό το σπίτι . Εννοώ εμάς εδώ . Σαν να μην είμαστε ότι θέλουν αυτοί να είμαστε».
«Ποιοί?»
«Δεν έχουν όνομα . Είναι μονάχα αυτοί που δεν μας αφήνουν να είμαστε ο εαυτός μας . Ποτέ δεν θέλουν να αισθανόμαστε καλά , να νιώθουμε κοντά ο ένας στον άλλο . Γι αυτό θέλησα να φύγω μαζί σου.»
«Εγώ ήρθα σε σένα».
Άπλωσε πάλι το χέρι της . «Μα εγώ σε κάλεσα ,Ίζυ – εγώ σ’εφερα σε μένα».

Κάθε που σκέφτομαι ξανά εκείνη τη νύχτα , νιώθω μπερδεμένος . Θα μπορούσα να πω ότι η Δάφνη ήταν τρελή , αλλά αυτό θα σήμαινε ότι εγώ ήμουν αρκετά λογικός για να πω τέτοιο πράγμα, και δεν ήμουν .Αν ήθελε να πονάω , μ’άρεσε να πονάω , κι αν ήθελε να αιμορραγώ ,θα άνοιγα τις φλέβες μου με χαρά . Η Δάφνη ήταν σαν μιά πόρτα που είχε παραμείνει κλειστή σε όλη μου τη ζωή – μιά πόρτα που έξαφνα άνοιξε διάπλατα και με άφησε να μπω . Η καρδιά μου και το στήθος μου άνοιξαν τόσο πολύ σαν τον ουρανό γιά κείνη τη γυναίκα.
Αλλά δεν μπορώ να πω ότι ήταν τρελλή . Η Δάφνη ήταν σαν τον χαμαιλέοντα . Άλλαζε γιά τον άντρα της. Αν ήταν ένας μαζεμένος λευκός που φοβόταν να παραπονεθεί στο σερβιτόρο , τον αγκάλιαζε στον κόρφο της και του χάιδευε παρηγορητικά το κεφάλι . Αν ήταν ένας φτωχός νέγρος που μιά ζωή είχε διαποτιστεί από τον πόνο και την οργή , του έπλενε τις πληγές με μιά τραχιά πετσέτα και πιπιλούσε το αίμα ώσπου να σταματήσει η αιμορραγία.»


Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο με ήρωα τον Ίζυ Ρόουλινς που έγραψε ο 56άχρονος Μόσλυ το 1990. Θα ακολουθήσουν καμιά δεκαριά ακόμα με κεντρικό πρόσωπο τον συγκεκριμένο χαρακτήρα τα οποία έχουν γνωρίσει ανάλογη επιτυχία . Ο «ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΦΟΡΕΜΑ» γυρίστηκε ταινία το 1995 από τον ρουτινιάρη σκηνοθέτη Καρλ Φράνκλιν με πρωταγωνιστές τον Denzel Washington (ιδανικός),την Jennifer Beals (πως???) ως Δάφνη Μονέ και τον έξοχο Don Cheadle ως Πόντικα.
 
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 19, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 19, 2008 | Permalink
...Τα "κακά κορίτσια" πάνε παντού...
Εμμονές...Ερωτικές και σεξουαλικές...Μ’αυτές καταπιάνεται ο μεγάλος Περουβιανός συγγραφέας MARIO VARGAS LLOSA στο γοητευτικό αλλά τελείως σαδομαζοχιστικό μυθιστόρημά του,«ΤΟ ΠΑΛΙΟΚΟΡΙΤΣΟ», (Εκδ.Καστανιώτης,σελ. 389) , (81).

Ο Ρικάρντο μεγαλώνει σε μιά μεγαλοαστική συνοικία της Λίμα , την δεκαετία του 50 με ένα όνειρο να σπουδάσει στο Παρίσι και να ζήσει εκεί . Στην παρέα κάποια στιγμή ενσωματώνεται μιά ομορφούλα μικρή που υποστηρίζει ότι είναι Χιλιανή . Όντως η προφορά της είναι λίγο περίεργη , και η ίδια καλλιεργεί ένα μυστήριο που τρελλαίνει τα άβγαλτα αγόρια της παρέας. Ο Ρικάρντο την ερωτεύεται σφόδρα , παρά τις έντονες προσπάθειές του να «τα φτιάξουν» η νεαρά ανθίσταται .Όταν αποκαλύπτεται ότι η μικρή είναι απατεώνισα και δεν έχει καμια σχέση με τη Χιλή , εκείνη εξαφανίζεται από προσώπου γης – ο Ρικάρντο πιστεύει ότι θα την ξεχάσει σύντομα . Περνάνε τα χρόνια , και ο νεαρός πηγαίνει στο Παρίσι και σπουδάζει διερμηνέας / μεταφραστής , ανακατεύεται με τα πολιτικά , μπλέκεται με κάποιες επαναστατικές οργανώσεις συμπατριωτών του οι οποίες προωθούν κόσμο στην Κούβα γιά να εκπαιδευτούν στο αντάρτικο . Ο Ρικάρντο κάποια μέρα πρέπει να παραλάβει μερικές κοπέλες που θα σταλούν στην Αβάνα γιά εκπαίδευση . Είναι άτομα από τα βάθη του Περού που πρώτη φορά βγαίνουν από τη χώρα τους και βιώνουν μιά μεγάλη αλλαγή στη ζωή τους . Όταν μία από τις κοπέλες τον πλησιάζει και του ζητάει να την ξεναγήσει αναγνωρίζει στο πρόσωπο της την «Χιλιανή» που τώρα έχει άλλο όνομα αλλά έχει εξελιχθεί σε μία νοστιμούλα και σπιρτόζα κοπελίτσα . Ο έρωτάς του ξαναφουντώνει , περνάνε μία εβδομάδα τριγυρίζοντας και κάποια στιγμή κάνουν έρωτα. Η κοπέλα του ζητάει εμμέσως να μεσολαβήσει ώστε να μη σταλεί στην Κούβα, εκείνος δειλιάζει και αυτή φεύγει θυμωμένη . Από καιρού εις καιρόν μαθαίνει από την οργάνωση ότι έγινε ερωμένη του αρχιεκπαιδευτή και ότι «λύνει και δένει» στην επαναστατική Αβάνα , όταν όμως την βλέπει μπροστά του μετά από λίγα χρόνια ντυμένη με την τελευταία λέξη της μόδας , εκείνη του συστήνεται ως σύζυγος ενός Γάλλου διπλωμάτη . Μετά από διάφορα περιστατικά , η σχέση τους ξαναρχίζει πιό έντονα αυτή τη φορά γιά να διακοπεί απότομα πάλι όταν εκείνη εξαφανίζεται με τα (μαύρα) λεφτά του συζύγου της .
Ο Ρικάρντο δουλεύει πλέον γιά την Ουνέσκο ως διερμηνέας και ζει μιά λιτή και απέριττη ζωή ονειρευόμενος αυτό το «παλιοκόριτσο» . Την ξαναπετυχαίνει στο Λονδίνο που συζεί με έναν Μεξικάνο πάμπλουτο και γιά χάρη της φροντίζει να τον στέλνουν γιά δουλειές όσο γίνεται συχνότερα στην Αγγλική πρωτεύουσα όπου βρίσκονται μιά-δυό φορές την εβδομάδα . Το παιχνίδι αυτό συνεχίζεται σε όλη τη ζωή του Ρικάρντο . Το «παλιοκόριτσο» εμφανίζεται στη ζωή του πάντα απρόσμενα, πάντα ξαφνικά και εξαφανίζεται με τον ίδιο τρόπο . Όταν πέφτει επάνω της στο Τόκυο , εκείνη είναι η παλακίδα ενός γκάνγκστερ και του ικανοποιεί όλα τα βίτσια . Ο Ρικάρντο άθελά του συμμετέχει σε ένα από αυτά και όταν το συνειδητοποιεί φεύγει μακριά της και υπόσχεται στον εαυτό του να θεραπευτεί...Αλλά οι άνθρωποι είμαστε όντα αδύναμα , αρκούν μερικά τηλεφωνήματα της και όταν την βλέπει μπροστά του στο Παρίσι ετοιμοθάνατη , την σώζει και την περιποιείται μέχρι εκείνη να τον ξαναπροδώσει και να ξαναφύγει .

Το μυθιστόρημα κυλάει έτσι μέχρι το μελοδραματικό του τέλος όταν και οι δύο βρίσκονται στην έκτη δεκαετία της ζωής τους . Ο Ρικάρντο κάποια στιγμή λύνει το μυστήριο της ταυτότητας της «niña mala» τυχαία σε ένα ταξίδι του στην Λίμα .Ο πατέρας της απλά επιβεβαιώνει αυτό που κι εκείνος είχε καταλάβει . Το «παλιοκόριτσο» είχε παραμερίσει κάθε συναίσθημα στην προσπάθεια της γιά κοινωνική καταξίωση, γιά οικονομική άνεση – συνήθως τα κατάφερνε , αλλά δεν απολάμβανε τίποτα , η μανία της γιά το χρήμα την είχε αδειάσει τελείως.

Το μυθιστόρημα έχει το άρωμα του Φλωμπέρ και κλείνει το μάτι στον Τολστόυ και τον Τσέχωφ που ο πρωταγωνιστής μεταφράζει . Ο Λιόσα είναι αποδεδειγμένα μεγάλος παραμυθάς αλλά αυτό του το βιβλίο απέχει από τα αριστουργήματα του όπως «Η γιορτή του Τράγου», «Η πόλη και τα σκυλιά» , «Ο πόλεμος της συντέλειας των 2 κόσμων» ή το υπέροχο «Πράσινο σπίτι» . Παρ’όλα αυτά έχει μεγάλες αρετές , όπως είναι οι εξαιρετικές περιγραφές της αστικής τάξης του Περού, η ανάλυση της πολιτικής κατάστασης της χώρας , οι πολύ επιτυχημένες αλλαγές ρυθμού μεταξύ της ζωής του Ρικάρντο όταν το παλιοκόριτσο δεν είναι στο προσκήνιο και όταν εμφανίζεται . Μειονέκτημα κατά την άποψή μου,οτι ο συγγραφέας εστιάζει στην ανιαρή και μονότονη ζωή του αφηγητή και όχι στον χαρακτήρα αυτής της εκθαμβωτικής προσωπικότητας της «niña mala» (η ιστορία περνάει μέσα από τα μάτια του Ρικάρντο , ενός χαρακτήρα μάλλον στον αντίποδα του συγγραφέα αν και ο Λιόσα μας έχει συνηθίσει διαφορετικά) . Μίας γυναίκας-αράχνης που καταφέρνει με μία απλώς συμπαθητική εμφάνιση να εξουσιάζει έναν διανοούμενο, έναν σκεπτόμενο άνθρωπο , ο οποίος γίνεται έρμαιο στα καπρίτσια της.Διαβάζοντας το γίνεσαι έξαλλος με την παθητικότητα αυτού του αδύναμου τυπάκου (του "καλόπαιδου" όπως εκείνη τον αποκαλεί κοροϊδευτικά) , μετά σκέφτεσαι ότι μπορεί κι εσύ στη θέση του να έκανες τα ίδια και έτσι σε συγκινεί το έντονο συναίσθημα που βιώνει αυτός ο αφελής,ο τάλας,ο σαλός,που είναι "ερωτευμένος σαν βόδι" όπως λέει χαρακτηριστικά.

Το μυθιστόρημα θυμίζει έντονα την ταινία του Μπουνιουέλ «Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» όπως και πολλά άλλα μυθιστορήματα και ταινίες . Το θέμα με τα «χίλια πρόσωπα μιάς γυναίκας» απασχολεί την ερωτική λογοτεχνία αιώνες τώρα και είναι πάντα ενδιαφέρον και σκαμπρόζικο. Ο Ρικάρντο και το «παλιοκόριτσο» δεν μπορούν να ζήσουν ο ένας χωρίς τον άλλον. Ενταγμένοι σε έναν σαδομαζοχιστικό κύκλο αλληλεξάρτησης αλλά και απέχθειας χορεύουν αυτόν τον βασανιστικό ερωτικό χορό που (το ξέρουν ότι) δεν θα τους βγάλει πουθενά . Ακόμα και κάποιες στιγμές που φαίνεται ότι «μπήκε το νερό στ’αυλάκι» κάτι θα συμβεί , κάτι θα γίνει ,το «παλιοκόριτσο» σαν φάντασμα θα χαθεί γιά κάποιο διάστημαι και ο κύκλος θ’ανοίξει ξανά και ξανά μέχρι να τους ενώσει ο θάνατος.
 
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 15, 2008
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 15, 2008 | Permalink
Ο βασιλιάς του τίποτα
«Γεννήθηκε στα χρόνια που πεθαίναν.»
...
«Και γιά όλα τα αγόρια της Ευρώπης που γεννήθηκαν εκείνο τον καιρό,τα παιδιά των Ρώσων, Γάλλων, Βέλγων, Σέρβων, Ιρλανδών, Εγγλέζων, Σκωτσέζων, Ουαλών, Ιταλών, Πρώσων, Γερμανών, Αυστριακών και Τούρκων – αλλά και των Καναδών,των Αυστραλών, των Αμερικανών, των Ζουλού, των Γκούρκα, των Κοζάκων, και όλων των άλλων -, η μοίρα τους ήταν γραμμένη σ’ένα απάνθρωπο κεφάλαιο του βιβλίου της ζωής, αμετάκλητη. Κι εκατομμύρια μανάδες με εκατομμύρια λίτρα μητρικού γάλακτος, εκατομμύρια στιγμές γεμάτες κουβεντούλες και μωρουδίστικα λογάκια, ξύλο και φιλάκια, μάλλινα φανελάκια και παπούτσια, σωριάστηκαν ερείπια στην ιστορία, μέσα σε μουσικές εκκωφαντικές και ραγισμένες,ανθρώπινες ιστορίες ειπωμένες μάταια, στάχτες προς τέρψιν του θανάτου, όλα πεταμένα στη μεγάλη χωματερή των ψυχών, και μαζί όλα αυτά τα εκατομμύρια αγόρια με το μεδούλι της ζωής τους, που έμελλε να τα αλέσουν οι μυλόπετρες του επερχόμενου πολέμου.»

Πρέπει να το παραδεχτώ,ο Ιρλανδός SEBASTIAN BARRY είναι ένας πολύ μεγάλος συγγραφέας...Εάν η «Οδύσσεια του Ινάις Μακνάλτυ» που είχα διαβάσει πριν από μερικά χρόνια με είχε καταγοητεύσει,το «ΜΑΚΡΙΑ,ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ» (Εκδ.ΠΟΛΙΣ,σελ. 404) , (89) με συγκλόνισε. Ο τίτλος του βιβλίου (A LONG,LONG WAY),είναι μέρος της πρώτης στροφής του πασίγνωστου τραγουδιού που συνόδευε τα Βρετανικά στρατεύματα στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο «It's a long, long way to Tipperary/ But my heart's right there» .Ο πιό αιματηρός πόλεμος της ιστορίας είναι το ιστορικό φόντο του υπέροχου αυτού μυθιστορήματος.

Ο Γουίλυ Νταν είναι ένας καλοκάγαθος νεαρός που μεγαλώνει υπό τη σκιά ενός αυταρχικού πατέρα μαζί με τις τρεις αδερφές του. Ο πατέρας ένας θηριώδης τύπος που είναι αξιωματικός της Αστυνομίας του Δουβλίνου και περιμένει από τον γιό του να τον διαδεχθεί στο σώμα.Η αγαπημένη του μητέρα πεθαίνει πάνω στη γέννα της μικρής αδερφής και αυτό είναι ένα μεγάλο σοκ στον ψυχισμό του ευαίσθητου Γουίλυ . Δυστυχώς γι’αυτόν, δεν ψηλώνει αρκετά γιά να τον πάρουν στην Αστυνομία, μένει γύρω στο 1.60, ένα αφελές παιδί που το μόνο που θέλει είναι να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του πατέρα του. Όταν ξεσπάει ο πόλεμος είναι 18 χρονών θέλει να αποδείξει ότι είναι «άντρας» και κατατάσσεται στον Βρετανικό στρατό.Οι Βρετανοί γιά να πείσουν τους Ιρλανδούς να τους βοηθήσουν τους υπόσχονται ανεξαρτησία, μιά υπόσχεση που δεν έχουν σκοπό να κρατήσουν. Ο Γουίλυ στέλνεται στην Φλάνδρα και πέφτει στα «βαθειά» με το καλημέρα. Η φρίκη του πολέμου τον κυριεύει από την αρχή . Χωρίς να καταλαβαίνει τι γυρεύει σ’αυτά τ α μέρη προσπαθεί να επιβιώσει.Στην πατρίδα όμως η κατάσταση αλλάζει , οι συμπατριώτες του ξεσηκώνονται . Ο Γουίλυ βρίσκεται στη μέση , από τη μιά οι Άγγλοι αξιωματικοί περιφρονούν τους Ιρλανδούς στρατιώτες και τους στέλνουν μονίμως στην πρώτη γραμμή ,από την άλλη , οι Ιρλανδοί που είναι στην πατρίδα και αγωνίζονται κατά των Άγγλων «κατακτητών» μισούν τους συμπατριώτες τους που φοράνε την Βρετανική στολή . Ο Γουίλυ βιώνει αυτή τη κατάσταση όταν στην πρώτη του άδεια στέλνουν το Ιρλανδικό σώμα εθελοντών να καταπνίξει τους εξεγερθέντες συμπατριώτες τους οι οποίοι έχουν ξεσηκωθεί.Ο Γουίλυ ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι μάχεται εναντίον συμπατριωτών του και φρικάρει. Γυρίζει στο μέτωπο διαφορετικός, αρχίζει να ενημερώνεται και έτσι σιγά-σιγά αμφισβητεί τον Πατέρα-Αφέντη με τον οποίο ψυχραίνεται . Ο Γουίλυ μέσα στα τέσσερα χρόνια του Πολέμου περνάει όλα τα στάδια,στην αρχή παιδί (σχεδόν μωρό),μετά άντρας, γιά να καταλήξει γέρος μόλις 22 χρονών. Οι Ιρλανδοί συνεχίζουν να πολεμάνε αλλά στην πατρίδα το κλίμα έχει αλλάξει τελείως και όταν ο Γουίλυ τραυματίζεται σοβαρά , δεν βλέπει την ώρα να επιστρέψει στην πρώτη γραμμή γιατί μόνο εκεί αισθάνεται ότι τον καταλαβαίνουν, μόνο όσοι ζούνε την φρίκη των αερίων και των βομβών είναι οι πραγματικοί του φίλοι. Ο Γουίλυ πολέμησε γιά να μείνει χωρίς Πατρίδα,χωρίς Εστία,χωρίς Οικογένεια.

Όπως και στον «Ινίας Μακνάλτυ»,ο Μπάρυ δημιουργεί έναν ήρωα αγαθούλη που δεν έχει επίγνωση των ιστορικών συνθηκών. Άνθρωποι που γίνονται έρμαια της «ανθρώπινης μοίρας», των καιρών που αλλάζουν με δραματική ταχύτητα και εκείνοι δεν συνειδητοποιούν τις εξελίξεις. Ο Γουίλυ Νταν με την καταπληκτική φωνή , που είχε σαν όνειρο να γίνει τραγουδιστής και που όλοι τον φωνάζουν «νάνο» είναι ένα «καλό παιδί» , «υπάκουο και ευσεβές» που βρίσκεται μέσα στη θύελλα των γεγονότων . Θα μπορούσε να σκοτωθεί με το που πάτησε το πόδι στην Φλάνδρα ή με την πρώτη επίθεση των δηλητηριωδών αερίων . Θα μπορούσε να «εκτελεσθεί» γιά δειλία , όταν παρουσιάζεται χεσμένος (κυριολεκτικά) μπροστά στους σνομπ Άγγλους αξιωματικούς γιά να τους αναφέρει ότι σχεδόν όλος ο λόχος έχει εξαφανιστεί από τα αέρια . Ο Γουίλυ είναι ο «αφανής ήρωας», ο «κανένας» ή (αν θέλεις) ο «καθένας» που απλά χρησιμεύει ως ιστορική αναφορά ή ως ένα όνομα σε μιά πλάκα νεκροταφείου.

«Ήταν αλήθεια αυτό που πίστευε η μητέρα του γιά εκείνον. Τραγουδουσε όπως θα τραγουδούσε ένας άγγελος να φανεί τόσο ανόητος ώστε να τραγουδήσει γιά τους κοινούς θνητούς. Η φωνή του ήταν ασυνήθιστη και ψηλή,αλλά όχι φωνή κόντρα τενόρου. Έμοιαζε με μαχαιριά στον αέρα,τόσο καθαρές και δυνατές ήταν οι νότες του. Όπως ένας αληθινός τραγουδιστής, μπορούσε να τραγουδάει απαλά αλλά με δύναμη, με ένταση που δεν ενοχλεί τ’αυτιά. Βέβαια το «Άβε Μαρία» ήταν όλο σε μιά αυστηρή κλίμακα. Και τα Λατινικά κρατούσαν τους άνδρες μακριά από τις παγίδες και τα δίχτυα των αναμνήσεων. Ήταν κάτι εντελώς καινούριο και αναφερόταν στο παρόν. Φαινόταν να εκφράζει την καρτερία και την απομόνωσή τους,τον απεγνωσμένο αγώνα τους να γεφυρώσουν τις ψυχές τους. Μια γέφυρα αέρινη. Γνώριζαν τη λέξη «Μαρία»,γιατί ήταν το όνομα της μητέρας του Θεού. Απ’την ποδιά της μάνας τους μέχρι τώρα,είχαν γαλουχηθεί με τις υποσχέσεις και τις προειδοποιήσεις της καθολικής τους πίστης. Λίγοι μόνο είχαν συνεχίσει τις σπουδές τους μετά το σχολείο και η πίστη τους είχε ξεγυμνωθεί ως το κόκαλο, δεν είχε χάσει όμως τη δύναμή της. Ο Παράδεισος ήταν η επόμενη στάση. Ήταν σίγουροι γι’αυτό. Ήταν σίγουροι γιατί τους το είχαν πει οι μανάδες,οι πατεράδες και οι παπάδες τους.

...Και ο Γουίλυ τραγούδησε, κι ίσως να ήταν πράγματι ερασιτέχνης με ακανόνιστες και αδέξιες αναπνοές, όπως παρατήρησε ο Ο’Χάρα, ο θαυμασμός ομως της πεθαμένης του μητέρας πλημμύριζε το τραγούδι του – πραγματικά , το μυαλό του τώρα φτερούγιζε σε σκέψεις, αναμνήσεις,μιά παιδική φωνή σε ένα δωμάτιο στο Ντόκι, ένα παιδί που τραγουδά στη μητέρα του μετά τη γέννηση της αδερφής του της Ντόλι, τη γέννηση που τη σκότωσε, ο πατέρας του κάθεται αμίλητος στο πλυσταριό και βγαίνει ξαφνικά γιά μιά βόλτα στο σκοτάδι, ένας Θεός ξέρει που θα πήγαινε, και ο Γουίλι, έντεκα χρονών, τρυπώνει κρυφά στο δωμάτιο γιά να τη δει, μιά λεπτομέρεια που την είχε ξεχάσει μέχρι αυτή τη στιγμή του τραγουδιού, μπαίνει μέσα λαθραία γιά να βρεθεί μαζί της και να της τραγουδήσει αυτό το τραγούδι, με τα κέρματα πάνω στα μάτια της και τη μαμή να πλένει το μωρό στην μπροστινή σάλα, και μόνο το μακρινό αγκομαχητό της θάλασσας του Ντόκι κι άλλος κανείς μές στη κρεβατοκάμαρα ,και το τραγούδι του , «Αβε Μαρία, πλήρης χάριτος, ο Κύριος μετά σού», και το πρόσωπο της μητέρας του ν’ακούει χωρίς ν’ακούει...Κάπως έτσι τραγουδούσε τώρα και σ’αυτούς τους ρημαγμένους άνδρες, αυτούς τους καταδικασμένους ακροατές, τα αξιοθρήνητα κορόϊδα που βγήκανε να πολεμήσουν σε έναν πόλεμο δίχως να έχουν καν πατρίδα, σκλάβοι της Αγγλίας και βασιλιάδες του τίποτα – σύμφωνα με τα κρυφά,πικρά λόγια του Κρίστι Μόραν.»

Ο Μπάρυ, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και πολύ επιτυχημένος μυθιστοριογράφος συνέθεσε ένα έργο μακράς πνοής. Σκληρό αλλά και λυρικό , με σοκαριστικές σκηνές μάχης ,με στιγμές μεγαλείου και δειλίας. Δέχθηκε κριτική γιά την υπερβολική ποιητικότητα του βιβλίου του , αν και προσωπικά πιστεύω ότι με αυτό τον τρόπο βοηθάει στην ανάπτυξη και την δυναμική της ιστορίας που περιγράφει. Με την οικογένεια Νταν , ο συγγραφέας έχει ανοίξει λογαριασμό... Ο αξιωματικός της αστυνομίας πατέρας Τόμας Νταν είναι ο βασικός πρωταγωνιστής στο πιό πετυχημένο θεατρικό του έργο "The Steward of Christendom", ενώ η αδερφή του Γουίλυ ,η Άννι είναι ο κεντρικός χαρακτήρας της ομώνυμης νουβέλας "Annie Dunne". Το «ΜΑΚΡΙΑ,ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ» ήταν στην short list γιά το Μπούκερ του 2005 ενώ το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα "Secret scripture"(δες σχετικό άρθρο στην Ελευθεροτυπία) , θεωρείται φαβορί γιά το φετεινό βραβείο.

Το ταξίδι του μικροσκοπικού Γουίλι στην «Έρημη Χώρα» δεν πρόκειται να ξεχαστεί από τον τυχερό αναγνώστη αυτού του αριστουργηματικού μυθιστορήματος.Το γεμάτο εικόνες έργο του Μπάρυ κατακλύζει τις αισθήσεις και συγκινεί στο έπακρο μετατρέποντας την ανάγνωση σε μιά αληθινή εμπειρία.
 
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 11, 2008
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 11, 2008 | Permalink
Η καρδιά του παγωνιού
Δεν πάνε πολλά χρόνια από τότε που πρωτοδιάβασα βιβλίο της Γιαπωνέζας συγγραφέως YOKO OGAWA ,ήταν το Ξενοδοχείο Ίρις, μιά παράξενη και γοητευτική νουβέλα με έντονα σαδομαζοχιστικά στοιχεία και μιά υπέροχα ερωτική ατμόσφαιρα.Την Ogawa την ξανασυνάντησα τώρα διαβάζοντας το εξαιρετικό μυθιστόρημα της «ΑΡΩΜΑ ΠΑΓΟΥ» (Εκδ.ΑΓΡΑ , σελ. 321) , (86) , το οποίο απόλαυσα συνεπαρμένος από την ατμόσφαιρα που δημιούργησε αυτή η ικανότατη συγγραφέας.

Η Ρυόκο είναι μιά απλή κοπέλα που συζεί με τον αρωματοποιό Χιρογιούκι.Όταν την ειδοποιούν ότι ο σύντροφός της αυτοκτόνησε στο εργαστήριο του συνειδητοποιεί ότι γνώριζε ελάχιστα πράγματα γι’αυτόν.Στο νεκροτομείο γνωρίζει τον μικρότερο αδερφό του αυτόχειρα φίλου της,ο οποίος μοιάζει πολύ με τον εκλιπόντα και μαζί προσπαθούν να καταλάβουν τι οδήγησε τον Ρούκυ(όπως ήθελε να τον φωνάζουν) στην απεγνωσμένη αυτή πράξη.Η Ρυόκο ανέκφραστη και σχετικά ψύχραιμη, προσπαθεί να συνθέσει το παζλ της αινιγματικής προσωπικότητας ενός (όπως αποδεικνύεται) χαρισματικού και ιδιόμορφου ανθρώπου.Στην πορεία μαθαίνει ότι ο σύντροφός της πήγαινε σχεδόν καθημερινά και παρέδιδε μαθήματα καλλιτεχνικού πατινάζ, ενώ στα μαθητικά του χρόνια ήταν μία μαθηματική ιδιοφυία και κέρδιζε με χαρακτηριστική άνεση σε όποιον μαθηματικό διαγωνισμό ελάμβανε μέρος. Καθοδηγούμενος από μία δεσποτική μητέρα που λειτουργούσε ως μάνατζερ του μεταβαίνει στην εφηβεία του στην Πράγα μαζί της, γιά να λάβει μέρος στον Παγκόσμιο Μαθηματικό διαγωνισμό ως μέλος της Ιαπωνέζικης ομάδας, εκεί γνωρίζει μιά οικτρή αποτυχία , η οποία τον οδηγεί στο να παρατήσει εντελώς την ενασχόλησή του με τα μαθηματικά . Η Ρυόκο αποφασίζει να πάει στην Πράγα όπου πιστεύει ότι βρίσκεται το κλειδί γιά να καταλάβει την αινιγματική προσωπικότητα του ανθρώπου που έχασε γιά πάντα.
Το μοναδικό στοιχείο που άφησε ο Ρούκυ προτού αυτοκτονήσει ήταν μιά δισκέτα με κάποιες αινιγματικές φράσεις που ουσιαστικά περιγράφουν τα συστατικά ενός αρώματος που δημιούργησε γιά εκείνην,την «Πηγή της Μνήμης» και της το χάρισε το τελευταίο τους βράδυ. Ένα περίεργο και ιδιόμορφο άρωμα του οποίου την προέλευση θα ανακαλύψει η Ρυόκο στην Πράγα.Εκεί επίσης θα λάβει και ορισμένες από τις απαντήσεις στα ερωτήματα που έχει.

«...Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και έβγαλα απ την τσάντα μου την Πηγή της Μνήμης.Εξέτασα το γυάλινο μπουκαλάκι στο φως να δω αν είχε υποστεί κάποια αβαρία στη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού.
Και μόνο που το μετακίνησα το μπουκαλάκι ανάδωσε τη μυρωδιά του.Άρωμα δροσιάς καθισμένης πάνω σε φύλλα φτέρης στα τρίσβαθα ενός δάσους.Μυρωδιά ανέμου που φυσάει το σούρουπο μετά από βροχή.Ή εκείνη του μισόκλειστου γιασεμιού τη στιγμή ακριβώς που ανοίγει τα μάτια του απ’τον ύπνο.
Ισως όμως και να ήταν μόνο η αναβίωση της ανάμνησης του αρώματος,που ο Χιρογιούκι μου είχε βάλει εκείνο το βράδυ.Δεν μπορούσα να καταλάβω από που έρχονταν τα κύματα αυτής της οσμής.
Το δωμάτιο ήταν ψηλοτάβανο,και υπερβολικά μεγάλο γιά έναν μονάχα άνθρωπο.Ένα λιτό κρεβάτι,ένα έπιπλο τουαλέτας και μία ντουλάπα ήταν τα μοναδικά έπιπλα,ενώ ο υπόλοιπος χώρος ήταν εντελώς γυμνός.Η πόρτα της ντουλάπας ήταν σπασμένη και μισάνοιχτη.Οι κουρτίνες με τα φανταχτερά σχέδια ήταν γενναιόδωρες σε ύφασμα αλλά το χρώμα τους είχε ξεθυμάνει απ’τον ήλιο.
Ακολούθησα με το δάχτυλο τις γραμμές του φτερού του παγονιού που ήταν σκαλισμένο στο καπάκι.Από τον θάνατό του και ύστερα δεν το είχα ανοίξει ούτε μία φορά.Φοβόμουν ότι το περιεχόμενό του θα σωνόταν στο τέλος έτσι όπως λιγόστευε με τη συνεχή χρήση.
Θυμάμαι ακόμα τη στιγμή που με την άκρη των δακτύλων του άγγιξε την ελαφριά εσοχή πίσω από το αυτί μου.Στην αρχή άνοιξε το καπάκι με τη συνηθισμένη του μαεστρία.Όποιου τύπου κι αν ήταν το μπουκάλι,εκείνος το άνοιγε αβίαστα και με μεγάλη ταχύτητα και απλότητα.Είτε επρόκειτο γιά το άσπρο καπάκι μιάς απλής κολόνιας είτε γιά εκείνο των αρωμάτων των λουλουδιών,το εφοδιασμένο με ένα σταγονόμετρο,είτε γιά το κόκκινο βούλωμα της άνυδρης αιθανόλης.
Έπειτα είχε μουσκέψει με μιά σταγόνα άρωμα το δείκτη του,ενώ με το άλλο χέρι ανασήκωνε τα μαλλιά μου γιά ν’αγγίξει το πιό ζεστό σημείο του σώματός μου.Εγώ είχα κλείσει τα μάτια και ήμουν απόλυτα ακίνητη.Μ’αυτόν τον τρόπο μπορούσα να νιώσω βαθύτερα στην όσφρηση μου το άρωμα αλλά και να νιώθω εκείνον όσο γινόταν πιό δίπλα μου.Ένιωθα τους χτύπους της καρδιάς του και η ανάσα του έφτανε στο μέτωπό μου.Ο δείκτης του θα είναι γιά πάντα υγρός.
Κρατώντας σφιχτά το φιαλίδιο στο χέρι έπεσα στο κρεβάτι.Καταλάβαινα ότι έπρεπε να κοιμηθώ.Όμως δεν μπορούσα να θυμηθώ πως γινόταν να το κάνει κανείς αυτό.Όσο κι αν προσπαθούσα,αναβίωναν στο εσωτερικό μου κάθε είδους αισθήσεις που τύλιγαν μέσα τους εκείνον.Ένιωθα πως λίγο να γύριζα το πρόσωπό μου,λίγο να άπλωνα το χέρι πίσω απ’το αυτί μου,θα τον άγγιζα.Πως θα μπορούσα να πάρω το δείκτη του,να τον περπατήσω στο μάγουλό μου,να τον βάλω στο στόμα μου.Το μόνο όμως που είχα στο χέρι μου ήταν το μπουκαλάκι με το άρωμα.
Η βαλίτσα μου ήταν πάντα παρατημένη στη μέση του δωματίου.Από την τσέπη μου προεξείχαν ανοίκεια χαρτονομίσματα που μόλις είχα αλλάξει.Τα παντζούρια στα παράθυρα ήταν κατεβασμένα και όσο κι αν αφουγκραζόμουν,ο θόρυβος του δρόμου δεν έφτανε στ’αυτιά μου.Συνειδητοποίησα τότε πως είχα έρθει μόνη σε πολύ μακρινούς τόπους.»


Απίστευτα γοητευτικό βιβλίο που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου,παρότι ελάχιστα συμβαίνουν σ’αυτό.Είναι περισσότερο η συνειδητοποίηση ότι μπορεί ο άλλος να ζει μαζί σου γιά χρόνια και εσύ ελάχιστα πράγματα να γνωρίζεις γι’αυτόν – η προσωπική ζωή του καθενός είναι ένα μυστήριο, όπως και οι βαθύτερες σκέψεις του . Η Ρυόκο αγαπούσε τον Χιρογιούκι γι’αυτό που έβλεπε , έναν άνθρωπο «ισορροπημένο»,ψυχαναγκαστικό με την τάξη, ευαίσθητο, τρυφερό αλλά και δυσπρόσιτο που δεν ήθελε να μιλάει γιά το παρελθόν του. Αίφνης αντιλαμβάνεται ότι γνώριζε μόνο ένα μέρος της προσωπικότητας του εραστή και συντρόφου της. Όσα σιγά-σιγά ανακαλύπτει την βοηθάνε (εκτός από το να το να πενθήσει πραγματικά τον Ρούκυ),να ανακαλύψει και τον δικό της εαυτό,να βγάλει από μέσα της πράγματα,να δει τον κόσμο διαφορετικά.

Η Ogawa έγραψε μιά συγκλονιστική νουβέλα, ένα μικρό διαμαντάκι, που επιβάλλεται με την ήρεμη δύναμή της. Είναι μάστορας στη δημιουργία ατμόσφαιρας και στην περιγραφή της απλής καθημερινότητας.Στο βιβλίο περνάει μηνύματα χωρίς να το καταλάβεις.Μιλάει γιά την καταπίεση του οικογενειακού περιβάλλοντος με ένα διαφορετικό τρόπο από αυτόν που θα χρησιμοποιούσε ένας Δυτικός συγγραφέας.Ο υπέροχος Χιρογιούκι είναι ένας άνθρωπος με έντονο το συναίσθημα της ευθύνης.Όταν νιώθει ότι δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις προσδοκίες, σπάει. Όταν από μόνος του προκαλεί μικρά λαθάκια γιά να «εξευμενίσει τους θεούς» ώστε να μην υποπέσει στην Ύβρι, αναδεικνύεται σαν ένας άλλος αγαπησιάρικος ήρωας μιάς ιδιόμορφης αρχαίας τραγωδίας .

Το μυθιστόρημα «απογειώνεται» όταν η Ρυόκο φτάνει στην Πράγα.Η συγγραφέας δημιουργεί ένα ομιχλώδες,ονειρικό,σχεδόν σουρεάλ σκηνικό που θυμίζει περισσότερο ταινία παρά το Καφκικό πλαίσιο που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι συγγραφείς όταν γράφουν γι’αυτήν την υπέροχη πόλη.Η Ρυόκο βρήκε «την καρδιά του παγωνιού» ,άκουσε το βιολοντσέλο του Τζενιάκ , κατάλαβε πολλά, αλλά δεν μπορεί να ξαναφέρει πίσω τον Ρούκυ και επιτέλους μπόρεσε να κλάψει και «τα μάγουλα της θα παρέμεναν υγρά γιά πάντα».
 
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 08, 2008
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 08, 2008 | Permalink
Μιά διαφορετική "συνωμοσία"
Έναν ιδιόμορφο πολιτικό εφιάλτη περιγράφει ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας Philip Roth στο μυθιστόρημα του «Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ» (Εκδ.ΠΟΛΙΣ, σελ. 569) , (81).Ουσιαστικά το βιβλίο εντάσσεται στο είδος των «what if…» ιστοριών , όπου με αφορμή κάποια γεγονότα που θα μπορούσαν να είχαν συμβεί από μιά στροφή της τύχης, και να αλλάξουν την πορεία της ιστορίας μπορεί να κατασκευαστεί ένας μύθος άλλοτε ουτοπικός και άλλοτε , (τις περισσότερες φορές) δυστοπικός.

Ο Ροθ χτίζει λοιπόν τη δομη του βιβλίου στην (όχι και τόσο παράλογη) υπόθεση ότι ο γνωστός αεροπόρος ,ήρωας της αμερικάνικης κοινωνίας στις δεκαετίες του 20 και του 30 αλλά και μεγάλος θαυμαστής του Γερμανικού Ναζισμού , Τσαρλς Λίντμπεργκ κερδίζει την εκλογική αναμέτρηση γιά τη προεδρία των ΗΠΑ το 1940 θριαμβεύοντας απέναντι στο Τ.Ρούζβελτ με βασικό πολιτικό σύνθημα , «Όχι στον πόλεμο» , υποσχόμενος στους αμερικανούς να κρατήσει τις ΗΠΑ έξω από τον Β Παγκόσμιο πόλεμο.Ο Λίντμπεργκ πρώην αγαπημένο παιδί του έθνους όντας ο πρώτος που πέταξε πάνω από τον Ατλαντικό, με τα χρόνια την ψώνισε αγρίως και ενστερνίσθηκε τις εθνικοσοσιαλιστικές απόψεις, γοητεύθηκε από το «Γερμανικό θαύμα», θεωρούσε τους Εβραίους ως «επικίνδυνους» γιά τον αγνό Αμερικανό, όταν δε μετακόμισε οικογενειακώς γιά ένα διάστημα στη Μ.Βρετανία ανέπτυξε σχέσεις με το ναζιστικό καθεστώς και παρασημοφορήθηκε από τον Α.Χίτλερ.

Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε την μικροαστική εβραϊκή οικογένεια του συγγραφέα (το βιβλίο έχει στοιχεία αυτοβιογραφίας,όπου ο κεντρικός χαρακτήρας ονομάζεται Φίλιπ και είναι πάνω-κάτω στην ηλικία του Ροθ) , και τις αγωνίες της γιά τις επερχόμενες αλλαγές στην κοινωνία. Ο Ροθ γράφει με αληθοφάνεια και με στοιχεία ντοκουμέντου αυτή την ιστορία πολιτικής φαντασίας. Ο Λίντμπεργκ εκλέγεται πανηγυρικά υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, κερδίζει με μεγάλη άνεση τον Ρούζβελτ στις εθνικές εκλογές και αναλαμβάνει πρόεδρος των ΗΠΑ. Αυτόματα η χώρα διακηρύσσει την ουδετερότητα της διευκολύνοντας τα σχέδια του Άξονα γιά παγκόσμια κυριαρχία, ενώ οι ανά την επικράτεια Εβραίοι σιγά-σιγά περιθωριοποιούνται. Ο νέος πρόεδρος είναι πολύ γοητευτικός και κερδίζει πόντους ακόμα και σε κάποιους μεγαλοραβίνους που προσπαθούν να πείσουν τους πιστούς τους ότι δεν κινδυνεύουν. Στο βιβλίο καθίσταται σαφής η πρόθεση του νέου προέδρου , οι Εβραίοι πρέπει να ενσωματωθούν στην Αμερικανική κοινωνία .Γι’αυτό προβλέπονται σχέδια εσωτερικής μετανάστευσης με σκοπό να διαλυθούν οι πολυπληθείς Εβραϊκές κοινότητες κάποιων πόλεων .

Ο πατέρας του μικρού Φίλιπ που είναι ασφαλιστής , βιώνει άμεσα τις αλλαγές στον επαγγελματικό του χώρο. Όντας φανατικός δημοκράτης και θαυμαστής του Ρούζβελτ δεν υποκύπτει στην επιχείρηση «γοητείας» του Λίντμπεργκ και κάνει σχέδια απεγκλώβισης της οικογένειας από αυτό που θεωρεί σίγουρο ότι τους περιμένει.Τα υπόλοιπα μέλη,ο Φίλιπ,ο αδερφός του και ο ξάδερφος τους Άλβιν αντιδρούν διαφορετικά.Ο Αλβιν κατατάσσεται στον Καναδά γιά να πάει να πολεμήσει τους Ναζί,όπου χάνει το πόδι του στον πόλεμο και γυρίζει ένας διαφορετικός άνθρωπος. Ο μεγαλύτερος αδερφός έλκεται από τον ραβίνο Μπέγκελσντορφ , που παντρεύεται την θεία του Φίλιπ και ο οποίος αποτελεί τον Δούρειο Ίππο της καινούριας κυβέρνησης στο να καθησυχάσει την Εβραϊκή κοινότητα , έτσι έρχεται σε σύγκρουση με την υπόλοιπη οικογένεια.

Ο μικρούλης Φίλιπ αφηγείται την ιστορία με μιά όχι ακριβώς παιδική ματιά.Του προξενούν εντύπωση διάφορα πράγματα αλλά παρατηρούμε ότι οι συνθήκες σιγά-σιγά τον ωριμάζουν. Σίγουρα ο Ροθ χρησιμοποιώντας τη φωνή του μικρού ως ενθυμούμενου την ιστορία βαδίζει εκ του ασφαλούς –αποφεύγοντας να πέσει στη παγίδα ενός ψευτοιστορικού κειμένου. Την πολιτική νότα στο βιβλίο την δίνουν οι εκπομπές στο ραδιόφωνο ενός ακτιβιστή δημοσιογράφου , που θα είναι και ο μοναδικός που θα υψώσει ανάστημα στην επερχόμενη συμφορά. Η προσωπική ματιά του Φίλιπ εστιάζει σε πολλές παράπλευρες επιδράσεις της φιλο-ναζιστικής πολιτικής της κυβέρνησης Λίντμπεργκ ενώ παράλληλα αποδίδει με ακρίβεια την καθημερινή ζωή στο προάστειο του Νιού Τζέρσυ. Οι οικογενειακές συγκρούσεις (συχνά ιδιαίτερα σκληρές) , δίνουν στο βιβλίο ένα τόνο ζεστασιάς και οικειότητας , πεδίο που ο Ροθ παίζει στα δάχτυλα του.

Ενώ λοιπόν το μυθιστόρημα είναι έξοχα γραμμένο , νιώθεις ότι κάτι του λείπει.Η προσωπική μου άποψη ,είναι οτι ο συγγραφέας φοβήθηκε την ιστορία που ανέπτυσσε. Αντί να την απογειώσει μέσω της δράσης , ξαφνικά την φρενάρει , αρνούμενος να προχωρήσει σε πιό επικίνδυνα ιστορικά μονοπάτια . Ο Λίντμπεργκ όπως ξαφνικά εμφανίστηκε στο συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων και πήρε το χρίσμα,έτσι ξαφνικά εξαφανίστηκε με το αεροπλάνο του . Ο Ροθ κεντάει περιγράφοντας την οικογένεια και τις καθημερινές της δυσκολίες και αγωνίες αλλά θεωρώ ότι χάνει τη μπάλλα ανοιγόμενος σε δύσβατα πολιτικά πλαίσια. Έτσι κι αλλιώς όμως η «Συνομωσία...» είναι ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο που μπορεί να μη συγκινεί τον μέσο Ευρωπαίο , από την άλλη όμως κρούει ένα καμπανάκι κινδύνου στον ευαίσθητο αμερικανό πολίτη που μπορεί να αντιστοιχίσει περιστατικά του τότε με τη σημερινή κατάσταση στη χώρα.
 
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 03, 2008
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 03, 2008 | Permalink
Το δικαίωμα στη ζωή
«Ποτέ δεν ξεφεύγουμε από τους γονείς μας . Όσο αμετάκλητη κι αν είναι η απόφασή μας να διακόψουμε τις σχέσεις μας ,ή, χειρότερα ακόμη, όσο δυνατό κι αν είναι το μίσος μας γι’αυτούς, μέσα μας δεν παύουν να υπάρχουν ανεπαίσθητοι δεσμοί που αντιστέκονται , ίχνη που δεν σβήνουν και που εξαπλώνονται , μολύνουν τις γειτονικές περιοχές , ακριβώς όπως συμβαίνει με τις δερματικές ασθένειες . Και δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτα γι’αυτό.»

Ο Αλέν Κολμόν ,κεντρικός ήρωας του πολύ αξιόλογου μυθιστορήματος του Γάλλου συγγραφέα Τιερύ Ζονκέ (Thierry Jonquet) , «Ο ΓΕΡΟΣ ΜΟΥ» (Εκδ.Καστανιώτη, σελ.409) , (80), είναι η λογοτεχνική επιτομή του γκαντέμη ανθρώπου . Μικρό τον εγκαταλείπει ο τυχοδιώκτης πατέρας του,αυτός φεύγει από το σπίτι στην εφηβεία να βρει τη τύχη του. Γίνεται συγγραφέας ενός επιτυχημένου βιβλίου , και σεναριογράφος ,χωρίζει από την γυναίκα του αλλά γενικώς , όλα του πάνε καλά. Μέχρι τη μέρα (ή μάλλον τη νύχτα) που η κόρη του γυρίζοντας από ένα κλαμπ με το μηχανάκι της παρασύρεται από ένα αυτοκίνητο. Γλυτώνει μεν,αλλά τελείως παραμορφωμένη. Εισάγεται σε μιά κλινική και γιά τρία χρόνια οι γιατροί προσπαθούν να δουλέψουν μαζί της κυρίως στο ψυχολογικό τομέα. Δεν φτάνει μόνο αυτό στη ζωή του Κολμόν, αλλά κάποια μοιραία στιγμή καθώς γυρίζουν απο το νοσοκομείο με τη σύζυγο του κάποιος παραβιάζει ένα σηματοδότη και πέφτει επάνω τους σκοτώνοντας την άτυχη σύζυγο. Ο Κολμόν είναι ένα ράκος, έχει στερέψει από ιδέες, τα σενάρια του απορρίπτονται αλλά, ως εκ θαύματος , η μικρή ξαναβρίσκει την γεύση της , πάει καλύτερα, η διάθεση της ανεβαίνει και αποφασίζουν με τον πατέρα της να υποβληθεί σε μιά σειρά από πλαστικές επεμβάσεις στο πρόσωπο που θα επαναφέρουν τα χαρακτηριστικά της όπως περίπου ήταν πριν το δυστύχημα . Τα λεφτά φεύγουν αλλά χαλάλι...Ξαφνικά όμως ο Κολμόν δέχεται μιά επιστολή από ένα ίδρυμα, όπου του ανακοινώνεται ότι ένας γέρος (θύμα επίθεσης που τον άφησε χωρίς χαρτιά), που νοσηλεύεται εκεί γιά δύο χρόνια υποφέροντας από αλτζχάϊμερ είναι ο πατέρας του.Σύμφωνα με τον Γαλλικό νόμο, τα έξοδα νοσηλείας και περίθαλψης βαραίνουν τον συγγενή πρώτου βαθμού. Ήδη είμαστε στον τρίτο χρόνο νοσηλείας και ο λογαριασμός έχει διογκωθεί επικίνδυνα . Η μοναδική ελπίδα γιά τον Κολμόν είναι ο μισητός (κάποτε) πατέρας να αποβιώσει προτού η υπόθεση εξεταστεί στο δημοτικό συμβούλιο .

Ο έτερος κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ένας κλοσάρ , ένας άστεγος .Ένας άνθρωπος ηττημένος από τη ζωή, ο Ντανιέλ Τεσαντιέ. Χωρίς δουλειά, χωρίς στέγη προσπαθεί να εξοικονομήσει κανένα ευρώ γιά να φάει και να περάσει τη μέρα του. Μικροαπατεώνας ζει τη καθημερινή του κόλαση,είτε προσεταιριζόμενος τη συμμορία του Νανάρ που «διοικεί» μιά ομάδα ζητιάνων και λοιπών περιθωριακών αλκοολικών και πορνών,είτε προσπαθώντας να κλέψει κανένα άτυχο τύπο που προσπαθεί να τραβήξει λεφτά από κάποιο ATM.

Το βιβλίο του Ζονκέ είναι σκληρό, αλλά όχι απάνθρωπο, ακόμα και στις στιγμές ασφυξίας που μπορεί να νιώσει κανείς στο διάβασμά του, το χιούμορ του δημιουργού, θα δώσει τη λύση . Ο γνωστός κυνισμός του συγγραφέα (όποιος έχει διαβάσει το ΜΟΛΩΧ του θα καταλάβει τι εννοώ) , επεκτείνεται στα όρια του κοινωνιολογικού δοκιμίου θέτοντας τα ηθικά διλήματα που ανακύπτουν από περιπτώσεις όπως αυτή που περιγράφεται στο μυθιστόρημα.Ο Κολμόν υπέφερε από έναν αδιάφορο πατέρα που τον είχε εγκαταλείψει όταν ήταν δέκα χρονών,τι πρέπει να κάνει αυτός τώρα? Να τον περιθάλψει? Είναι υποχρεωμένος να φροντίσει αυτόν που τον έφερε στη ζωή,όπως και να του φέρθηκε αυτός? Να χρεωκοπήσει εξαιτίας του ή να στερήσει από την κόρη του,την ελπίδα γιά μιά σχετικά φυσιολογική ζωή? Μήπως το καλύτερο θα ήταν να τον σκοτώσει?

«Ο πατέρας του?Κάποιος του είχε μόλις μιλήσει γιά τον πατέρα του,σαράντα χρόνια μετά την εξαφάνισή του?Στο διάβολο!Αυτό έλειπε τώρα!Ένα καθίκι?Όχι απλώς ένας άνθρωπος ανώριμος,εντελώς ανίκανος να αναλάβει μιά οικογένεια,να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.Και σε ποιόν να επιρρίψει κανείς τις ευθύνες?Στη μάνα του , την Ανί Ντρεζεάκ?Ή στον Ματιέ Κολμόν?Κι οι δυό τους ήταν εξίσου υπεύθυνοι γιά την αποτυχία . Ο Αλέν δεν ήταν παρά το αξιοθρήνητο αποτέλεσμα της συνάντησης ανάμεσα στο σπερματοζωάριο Κολμόν και σε ένα ωάριο Ντρεζεάκ.Τίποτα περισσότερο . Τη στιγμή που είχε μπει σε λειτουργία ο βιολογικός μηχανισμός,σε τι στάση άραγε να βρίσκονταν οι γεννήτορές του?Την κλασσική?Με τη γυναίκα στα τέσσερα?Με τον άντρα από κάτω?Στο μικροσκοπικό δυάρι της οδού Ραμπιτό , ο Αλέν κοιμόταν σε ένα ράντζο που του άνοιγαν στην τραπεζαρία . Φοβόταν το σκοτάδι, τη νύχτα που ήταν γεμάτη μάγισσες και τέρατα . Επανειλημμένως , όταν ήταν πολύ μικρός , με την περιέργεια να τον τρώει και θορυβημένος από τις κραυγές τους , είχε τολμήσει να ρίξει μιά ματιά από την κλειδαρότρυπα της κρεβατοκάμαρας των γονιών του και είχε παρακολουθήσει τις περιπτύξεις τους , χωρίς να καταλαβαίνει τι στα κομμάτια έκαναν παλεύοντας κατ’αυτό τον τρόπο. Ο πατέρας του έμοιαζε σαν να κακομεταχειριζόταν τη μητέρα του κι όμως εκείνη τον παρακαλούσε να μη σταματήσει και μάλιστα να το ξανακάνει . Μυστήρια πράγματα.Το θέμα ήταν πως , πενήντα χρόνια αργότερα , ο Αλέν δεν είχε ακόμη σταματήσει να πληρώνει το λογαριασμό του καταστροφικού τους έρωτα.»

Ο Ζονκέ στηρίζει τη δομή του μυθιστορήματος στα παιχνίδια (τερτίπια) της μοίρας.Είναι η τύχη και η αλληλουχία συμπτώσεων που καθορίζουν την εξέλιξη της ιστορίας που περιγράφει . Ο Κολμόν θα μπορούσε να ζει μιά ανέφελη ζωή , ήταν κάποτε επιτυχημένος σε ότι έκανε . Μετά το ατύχημα της κόρης του , η ζωή του έρχεται τούμπα.Επάνω που όλα μπαίνουν πάλι σε μιά σειρά,εμφανίζεται το φάντασμα από το παρελθόν και εκεί που διαφαίνεται μιά αχτίδα φωτός εμφανίζεται στη ζωή του ο κλοσάρ Ντανιέλ . Την αντίστροφη πορεία ακολουθεί ο Ντανιέλ . Αυτός σε όλη του τη ζωή ταλαιπωρείται και εκεί που πάει να πιάσει την «καλή» πέφτει στα νύχια της συμμορίας του Νανάρ.

Ο συγγραφέας στην εισαγωγή του στο βιβλίο παρουσιάζει τους κεντρικούς χαρακτήρες γράφοντας λίγα πράγματα γι’αυτούς.Με τη δομή ενός θεατρικού έργου μας παρουσιάζει μια πινακοθήκη πολύ ζωντανών προσώπων.Η ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι καταπληκτική,το δε Παρίσι παρουσιασμένο από μιά τελείως αντιρομαντική πλευρά σκιαγραφείται σαν μιά απάνθρωπη εφιαλτική μεγαλούπολη όπου ο ένας είναι έτοιμος να κατασπαράξει τον άλλον. Το βιβλίο το τελειώνεις με μιά πικρή γεύση στο στόμα,η «θεά τύχη» έριξε τα ζάρια της , κάποιοι κέρδισαν , κάποιοι έχασαν , η ζωή συνεχίζεται...