Τρίτη, Απριλίου 08, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Απριλίου 08, 2008 | Permalink
Πεθαίνοντας γιά το "τίποτα"
Καθαρά πολιτικό θρίλερ με αστυνομική υφή είναι η πρόσφατα εκδοθείσα νουβέλα του Jean-Patrick Manchette «ΝΑΔΑ» (Εκδ.Ελληνικά Γράμματα,σελ.243) (80),την οποία ο πρόωρα χαμένος (1942-1995) πολύ σημαντικός Γάλλος συγγραφέας έγραψε μετά τα γεγονότα του 68,εξέδωσε το 1972 και που γυρίστηκε ταινία από τον αντιφατικό αλλά πολύ ενδιαφέροντα σκηνοθέτη Κ.Σαμπρόλ σχεδόν αμέσως μετά την έκδοσή της.

O Manchette ήταν ένας συγγραφέας που τα βιβλία του εκινούντο μεταξύ νατουραλισμού και μυθοπλασίας,στυλιζαρισμένα στο έπακρο και γραμμένα με τελείως προσωπικό λογοτεχνικό ύφος,αυτοαναφορικά ,τελείως υποκειμενικά αλλά και ταυτόχρονα αποστασιοποιημένα από τα δρώμενα επί χάρτου.Αριστεριστής στην ιδεολογία,έγραφε με απλή γλώσσα επηρεασμένος στο ύφος περισσότερο από τους Αμερικανούς νουάρ συγγραφείς κυρίως τον Χάμετ ,τον ΜακΚόϋ και τον Τζέημς Κέην των οποίων οι αστυνομικές ιστορίες είχαν πολιτική χροιά.

Το ΝΑΔΑ είναι η ιστορία μιάς μηδενιστικής,αναρχικής συμμορίας η οποία αποφασίζει να απαγάγει τον Αμερικανό πρεσβευτή στο Παρίσι.Τα μέλη της ομάδας είναι τύποι «τελειωμένοι».Απογοητευμένοι από την πολιτική δράση,αναμεμιγμένοι στο παρελθόν είτε με το Κ.Κ,είτε με την Αλγερινή επανάσταση,ειτε με την Ισπανική αντίσταση,ετερόκλητες προσωπικότητες με κορυφαίες ανάμεσά τους τον αδίστακτο νετσαγεφικό επαναστάτη Μπουεναβεντούρα και τον τυχοδιάκτη πενηντάρη «γέρο» Επωλάρ,του οποίου η ζωή θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της το θέμα ενός μυθιστορήματος:

«...Κοιτάζεται στον καθρέφτη.Αισθάνεται την οδυνηρή και οικεία εντύπωση ότι απέτυχε στη ζωή του.Θυμάται.Γεννιέται στις Αντίλλες τη δεκαετία του ’20.Στην αρχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου,βρίσκεται ορφανός,άφραγκος,αλλά έχει ένα καίκι με το οποίο περνά στη Νότια Αμερική.Το εμπάργκο της Νορβηγίας προκαλεί έλλειψη μουρουνέλαιου στην παγκόσμια αγορά.Ο Επωλάρ ψαρεύει καρχαρίες και κάνει περιουσία,χάρη στο λάδι από καρχαρία.Μερικούς μήνες αργότερα βρίσκεται στη Γαλλία και είναι ερωτευμένος.Από έρωτα μπαίνει στην Αντίσταση,FTPF,Ο Επωλάρ χάνει τη μονάδα του στη διάρκεια μιάς σκληρής μάχης στο Ντωφινέ,την άνοιξη του 1944.Εκείνη τη στιγμή δεν είναι πλέον ερωτευμένος.Έχοντας χάσει τις επαφές του,αποκαθιστά άλλες,με ντεγκωλικά στοιχεία,και βρίσκεται στο Βερκόρ.
Μετά την καταστροφή του Βερκόρ,ο Επωλάρ,που κατάφερε να γλιτώσει από τη σφαγή,νιώθει έντονο μίσος κατά της μπουρζουαζίας και των ντεγκωλικών.Είναι ένας άνθρωπος μόνος.Γίνεται πληρωμένος φονιάς.Από το ’45 ως το ’47 σκοτώνει πέντε ή έξι άτομα,από πεποίθηση και επί πληρωμή.Καταφέρνοντας από τύχη και εξυπνάδα,να παραμείνει άγνωστος στους πελάτες του και στη γαλλική αστυνομία,θα επιτύχει να ενταχθεί στο ΓΚΚ.Απεργίες στο Βορρά.Ο Επωλάρ σαμποτάρει τις σιδηροδρομικές γραμμές απ’όπου έρχονται τα τεθωρακισμένα και τα στρατεύματα καταστολής.Αποφασίζει να σκοτώσει τον Ζυλ Μος.Παραιτείται.Έχει μιά γεύση στάχτης στο στόμα.Έχει χάσει τον μπούσουλα.Εκμεταλλεύεται ένα μικρό τυπογραφείο σ’ενα προάστειο του Παρισιού.Δεν πληρώνει πιά τις συνδρομές του στο Κόμμα.
...Εγκαταλείπει τη Γαλλία το 1962 και δουλεύει στο Αλγέρι,στο σχεδιασμό,με τους Παμπλιστές.Φεύγει από την Αλγερία μετά τη πτώση του Μπεν Μπελά.Μένει γιά λίγο στη Γουινέα.Τον συναντούν στην Κούβα να δουλεύει με τον Ενρίκε Λίστερ.Ο Επωλάρ εκείνη τη στιγμή είναι διεφθαρμένος.Ήδη στην Αλγερία είχε κάνει λεφτά με το εμπόριο εγκαταλλειμμένων (από τους αποίκους) περιουσιών.Στην Κούβα είχε κάνει μαύρη αγορά.Τον απελαύνουν.Κυκλοφορεί στη Νότια Αμερική.Χάνονται τα ίχνη του.
Και νά’τον πάλι στην Γαλλία.Είχε βγάλει το κινέζικο πιστόλι από το πανωφόρι του και πίεζε την κάννη πάνω στον λαιμό του.Είχε το δάχτυλο στη σκανδάλη.
«Θά’ταν καλύτερα να τινάξω αμέσως τα μυαλά μου στον αέρα»δήλωσε στον καθρέφτη του.
Αναστέναξε και δεν τα τίναξε.Τακτοποίησε το πιστόλι,αναπαραγωγή του ρωσικού Τοκάρεφ.Κοίταξε το ρολόι του.Ήταν πέντε ,ακριβώς.Ο Επωλάρ αποφάσισε ότι θα πήγαινε στη συγκέντρωση το βράδυ.
«Ε,σκατά,στο κάτω κάτω!»είπε στον καθρέφτη του.»


Η απαγωγή δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες αλλά πάντα γίνεται το «μοιραίο λάθος» και η αστυνομία τους ανακαλύπτει στην απομονωμένη αγροικία της αινιγματικής πόρνης Κας ,που καταφεύγουν.Η επίθεση των αστυνομικών δυνάμεων είναι ιδιαίτερα βίαιη αλλά και πάλι δεν προαναγγέλει το εκπληκτικό φινάλε της νουβέλας. Η βία γεννάει βία και η υπόθεση θυμίζει τις επιθέσεις των αρχών κατά των αριστερίστικων οργανώσεων την δεκαετία του 70 (Μπάαντερ-Μάϊνχοφ,Ερυθρές Ταξιαρχίες).

Παλιομοδίτικο αλλά γοητευτικό το μυθιστόρημα από τα καλύτερα του Μανσέτ,με σαφείς πολιτικές αναφορές ,ακατάσχετη δράση,εκπληκτικούς χαρακτήρες,ωραίους διαλόγους αλλά πάνω απ’όλα εξαιρετική ατμόσφαιρα μελαγχολίας και ήττας .Το άρωμα του Μάη του 68 είναι έντονο και η αμφισβήτηση της εξουσίας - της κάθε μορφής εξουσίας (σχολείο,αστυνομία,κυβέρνηση,Αμερικάνοι) είναι παρούσα και ιδιαίτερα ρομαντική.
Επαναστάτες με και χωρίς αιτία,τα μέλη της ομάδας οδηγούνται στον θάνατο σαν καμικάζι,το ξέρουν αλλά δεν τους νοιάζει,πρωταγωνιστές μιάς ιστορίας που φαίνεται τόσο παράλογη αλλά και τόσο δικαιολογημένη,η οποία δεν θα παύει να γοητεύει τον αναγνώστη όσα χρόνια και αν περάσουν.