Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2008
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2008 | Permalink
Δεν έχει πλοίο γιά σε,δεν έχει οδό...
«...Ξύπνησε την ώρα που ντυνόταν και γύρισε πλευρό και τον παρατηρούσε από το κρεβάτι.
Λουέλιν?
Τι?
Τι κάνεις?
Ντύνομαι.
Που πας?
Έξω
Που πας,ρε μωρό μου?
Ξέχασα κάτι.Δεν θ’αργήσω.
Τι πράμα ξέχασες?
Άνοιξε το συρτάρι κι έβγαλε το σαρανταπεντάρι κι άδειασε το γεμιστήρα και τον τσέκαρε και τ’όπλισε πάλι κι έχωσε το πιστόλι στη ζώνη του.Γύρισε και την κοίταξε.
Πάω να κάνω μεγάλη μαλακία μάλλον αλλά δεν γίνεται αλλιώς.Άμα δεν γυρίσω,δώσε στη μάνα την αγάπη μου.
Η μάνα σου πέθανε,Λουέλιν.
Ε,τότε θα της τη δώσω εγώ


Αυτό είναι το καθοριστικό σημείο στο εξαιρετικό μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθυ «ΚΑΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΥΣ» (Εκδ.Καστανιώτης,σελ.273) (80).
Ο Λουέλιν Μος,βετεράνος του Βιετνάμ,βρίσκει κατά τύχη μιά βαλίτσα με 2,4 εκατομμύρια δολλάρια από ένα κοντραμπάντο ηρωίνης κοντά στα Μεξικάνικα σύνορα,το οποίο κατέληξε σε μιά άγρια συμπλοκή.Ο Μος έτυχε να κυνηγάει εκεί κοντά,τους βρίσκει όλους νεκρούς.Την ώρα που αρπάζει τα χρήματα (κάτι που μάλλον οι περισσότεροι θα έκαναν) ένας ετοιμοθάνατος του ζητάει νερό.Ο Μος φεύγει αλλά η εικόνα του τύπου τον κυνηγάει,γυρίζει να του δώσει νερό.Τον βρίσκει νεκρό αλλά την ίδια ώρα είναι εκεί και κάποιοι απ’όλους αυτούς που εμπλέκονταν στο ντηλ.Τον κυνηγάνε,βλέπουν ποιός είναι,ξεφεύγει τραυματισμένος και η καταδίωξη αρχίζει.Άμα σε τρώει ο κώλος σου...Ο διώκτης του Μος ουσιαστικά είναι ο ψυχοπαθής δολοφόνος Σίγκαρ.Ένας τύπος που εμφανίζεται από το πουθενά και εξαφανίζεται στο πουθενά.Δεν είναι μόνο τα χρήματα που τον ενδιαφέρουν,είναι να «τελειώσει τη δουλειά»,να μην αφήσει ούτε δείγμα.Αποκτηνωμένος,χωρίς αισθήματα (σε μιά υπέροχα μεταφορική σκηνή,όταν ο Σίγκαρ τραυματίζεται προτού πάει στο φαρμακείο περνάει από το κτηνιατρείο γιά φάρμακα),την βρίσκει να βλέπει τα θύματα του να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια του.
Το τρίτο πρόσωπο της ιστορίας αλλά μάλλον το ουσιαστικότερο,είναι ο σερίφης Μπελ.Ένας κουρασμένος,απογοητευμένος τύπος που προσπαθεί να βγάλη άκρη από τα τεκταινόμενα.Οι μονόλογοί του αποτελούν τα καλύτερα και λυρικότερα σημεία του μυθιστορήματος,κάτι σαν τον χορό σε αρχαία τραγωδία.Αναπολεί τον κόσμο που φεύγει και με φρίκη βλέπει τον κόσμο που έρχεται.Ξέρει ότι δεν χωράει πιά εκεί.Γιά τους «γέρους»,τους «κουρασμένους»,τους «ρομαντικούς» της παλιάς καλής «άγριας Δύσης» δεν υπάρχει πλέον πατρίδα.Πρέπει να «την κάνουν,με ελαφριά πηδηματάκια»-η δολοφονία της Κάρλα Τζιν τον αποτελειώνει,ρίχνει μιά μούτζα και φεύγει...

Ο ΜακΚάρθυ δανείζεται τον τίτλο του βιβλίου του από το αριστουργηματικό ποίημα του W.B.Yates «Sailing to Byzantium»,όπου ένας γέρος στο κατώφλι του θανάτου αναπολεί το παρελθόν.Μόνο και έτσι να το δεις είναι καταπληκτικό ως σύλληψη.Η ελεγεία των μικρών πόλεων που βρίσκονται δίπλα στα αμερικανομεξικάνικα σύνορα άρχισε με πυροβολισμούς και συνεχίζεται έτσι.Κάποτε ήταν οι ντεσπεράντος,ο Μπίλυ δε Κιντ,ο Τζέσε Τζέημς,πλέον είναι οι έμποροι ναρκωτικών που μπαινοβγαίνουν και εξαγοράζουν τα πάντα.

That is no country for old men. The young
In one another's arms, birds in the trees
- Those dying generations - at their song,
The salmon-falls, the mackerel-crowded seas,
Fish, flesh, or fowl, commend all summer long
Whatever is begotten, born, and dies.
Caught in that sensual music all neglect
Monuments of unageing intellect

An aged man is but a paltry thing,
A tattered coat upon a stick, unless
Soul clap its hands and sing, and louder sing
For every tatter in its mortal dress,
Nor is there singing school but studying
Monuments of its own magnificence;
And therefore I have sailed the seas and come
To the holy city of Byzantium.

O sages standing in God's holy fire
As in the gold mosaic of a wall,
Come from the holy fire, perne in a gyre,
And be the singing-masters of my soul.
Consume my heart away; sick with desire
And fastened to a dying animal
It knows not what it is; and gather me
Into the artifice of eternity.

Once out of nature I shall never take
My bodily form from any natural thing,
But such a form as Grecian goldsmiths make
Of hammered gold and gold enamelling
To keep a drowsy Emperor awake;
Or set upon a golden bough to sing
To lords and ladies of Byzantium
Of what is past,or passing,or to come.


Εκεί που ο Μπελ αντιπροσωπεύει το Καλό στην ιστορία,ο Σίγκαρ αντιπροσωπεύει το απόλυτο κακό,έναν «άγγελο του θανάτου»,ο δε κακομοίρης Μος τον καθημερινό,σημερινό άνθρωπο,που ψάχνει την ευκαιρία να πιάσει την καλή ακροβατώντας μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας.Τίποτα δεν κάνει καλά και γι’αυτό θα τιμωρηθεί σκληρά.Στη μάχη μεταξύ του «καλού» και του «κακού»,ο ΜακΚάρθυ δεν αφήνει τραυματίες.Το Κακό θα θριαμβεύσει,ο Σίγκαρ είναι ο άνθρωπος του μέλλοντος.Εστέτ και αδίστακτος,με τη δικιά του φιλοσοφία,ήρεμος,απάνθρωπος,ένα ρομπότ,ένας «εξολοθρευτής».

«...Όταν βγήκε κουτσαίνοντας στο δρόμο,ένας από τους τύπους που είχε πυροβολήσει από τη βεράντα του ξενοδοχείου σερνόταν προς το πεζοδρόμιο.Ο Σίγκαρ τον παρατήρησε.Έπειτα τον πυροβόλησε στην πλάτη.Ο άλλος πεσμένος μπρος στον προφυλακτήρα του αμαξιού.Τον είχε πετύχει στο κεφάλι και το σκούρο αίμα λίμναζε ολόγυρά του.Τ’όπλο του ήταν πλάι του,μα ο Σίγκαρ δεν έδωσε σημασία.Πήγε στο πίσω μέρος του αμαξιού και σκούντηξε το πτώμα με την μπότα του κι έπειτα έσκυψε και πήρε το πολυβόλο του.Ήταν ένα κοντόκαννο Ούζι με εικοσιπεντάρη γεμιστήρα.Έπειτα πέρασε τ’όπλο στον ώμο του και γύρισε κούτσα-κούτσα στο πεζοδρόμιο.Ο τύπος που είχε πυροβολήσει στην πλάτη ήταν πεσμένος εκεί και τον κοιτούσε.Ο Σίγκαρ κοίταξε πέρα στο βάθος του δρόμου,προς το ξενοδοχείο και το δικαστήριο.Τα ψηλά φοινικόδεντρα.Κοίταξε τον τύπο.Ήταν σωριασμένος μες σε μιά λίμνη από αίμα που απλωνόταν.Βοήθεια,είπε.Ο Σίγκαρ έβγαλε το πιστόλι από το ζωνάρι του.Κοίταξε τον άντρα στα μάτια.Εκείνος γύρισε το κεφάλι.
Κοίτα με,είπε ο Σίγκαρ.
Ο τύπος τον κοίταξε κι έπειτα γύρισε πάλι το κεφάλι.
Αγγλικά καταλαβαίνεις?
Ναι.
Εμένα να κοιτάς.Εδώ.
Κοίταξε τον Σίγκαρ.Την καινούρια μέρα που αχνόφεγγε ολόγυρα.Ο Σίγκαρ τον πυροβόλησε στο μέτωπο κι έπειτα απόμεινε να τον κοιτάζει.Τα τριχοειδή να σπάνε στο άσπρο του ματιού.Το φως να σβήνει.Την ίδια του την αντανάκλαση να θαμπώνει σ’αυτό το ξοδεμένο βλέμμα.Έχωσε το πιστόλι στο ζωνάρι του και κοίταξε πάλι στο βάθος του δρόμου.Έπειτα πήρε το σακίδιο και κρέμασε το Ούζι στον ώμο και διέσχισε τον δρόμο και προχώρησε κουτσαίνοντας προς το πάρκινγκ του ξενοδοχείου όπου είχε αφήσει τ’αμάξι του.»


Το βιβλίο είναι υπέροχο μεν,αλλά δεν είναι από τα καλύτερα του ΜακΚάρθυ.Πολλές φορές ο συγγραφέας δείχνει να το παρακάνει με τη βία,το χιούμορ του είναι πάντα παρόν σε κατάλληλες δόσεις αλλά η εξαιρετική ικανότητα του συγγραφέα στον μινιμαλισμό και στην γυμνή απεικόνιση της βίας κάποιες φορές οδηγούν σε μιά αποθέωση της βίας γιά τη βία ή σε μια γελοιογραφία αυτής,κάτι σαν ενα «Pulp fiction» της λογοτεχνίας.

Έρχομαι λοιπόν στη κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου.Οι Κοέν έκαναν καλή δουλειά αλλά κάπου (δικαιολογημένα ίσως) περιόρισαν τη φιλοσοφία του μυθιστορήματος και απλά εικονογράφησαν τη βία.Κράτησαν το χιούμορ που αποτελεί και κύριο συστατικό της φιλμογραφίας τους,έκοψαν τελείως τους μονολόγους του Σερίφη σε σημείο που ο ίδιος να αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο στη ταινία.Επικεντρώθηκαν στο παιχνίδι της γάτας με του ποντικού μεταξύ Σίγκαρ και Μος.Καθόλου κακή σκέψη και λειτουργεί τέλεια στο πανί βοηθούμενη από τις έξοχες ερμηνείες.Το δε τέλος του βιβλίου που προσωπικά το θεωρώ σχεδόν τέλειο,στη ταινία δείχνει άκαιρο ,περιττό και χωρίς νόημα . Οι θεατές αναρωτιούνται τι έγινε ο Σίγκαρ ενώ στο μυθιστόρημα το όλο δένει και δεν αφήνει αμφιβολίες στον αναγνώστη.Anyway,η ταινία είναι πολύ καλή αλλά προτιμώ το βιβλίο.

Η μαγεία του ΜακΚάρθυ ως συγγραφέα είναι η γλώσσα.Λιτή και κοφτή,εδώ σε υπερθετικό βαθμό σε μαγνητίζει και σε μαγεύει . Ο Σίγκαρ είναι μιά σύγχρονη μετεξέλλιξη του «Δικαστή» του «Ματοβαμμένου Μεσημβρινού»,εκεί που ο Δικαστής την έβλεπε Θεός ,ο Σίγκαρ είναι ο «άγγελος εξολοθρευτής»,εκεί που ο Δικαστής σκότωνε τελετουργικά,ο Σίγκαρ σκοτώνει λιτά,απότομα αλλά πάντα φιλοσοφημένα.Θα μπορούσε δε ο κόσμος της Καμιάς πατρίδας...να είναι ο κόσμος του «Δρόμου» , του επόμενου μυθιστορήματος του ΜακΚάρθυ,έτσι όπως διαλύεται το σύμπαν ίσως και να προαναγγέλει το ζοφερό μέλλον που θα έρθει,μόνο που εκεί ο συγγραφέας τελειώνει αφήνοντας ένα παράθυρο αισιοδοξίας,κάτι που στην «Πατρίδα» δεν φαίνεται πουθενά.