Παρασκευή, Μαρτίου 28, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαρτίου 28, 2008 | Permalink
Βαράμο (κι αν θέλεις Βάρα με)
Η λογοτεχνική σκηνή της Αργεντινής παρότι ακμάζει και εμπλουτίζεται συνεχώς με καινούρια ονόματα πάσχει από την ίδια παθογένεια που ταλαιπωρεί και το (διαρκώς ακμάζον) ποδόσφαιρο της χώρας.Όπως στη μπάλα κάθε καινούρια γενιά ταλαντούχων αργεντίνων ποδοσφαιριστών ψάχνει να βρει τον διάδοχο του Μαραντόνα με συνέπεια δεκάδες εξαιρετικές περιπτώσεις να χάνονται μην αντέχοντας το βάρος της σύγκρισης με τον μεγάλο Ντιέγκο,έτσι λοιπόν και στη λογοτεχνία,όλοι ψάχνουν να βρουν τον διάδοχο του Μπόρχες.Το πόσο επηρέασε ο μεγάλος αυτός λογοτέχνης τα γράμματα στη χώρα του,θα φανεί ακόμα περισσότερο στο μέλλον,η σκιά του όμως είναι βαρειά στους σύγχρονους αργεντίνους συγγραφείς αλλά και στους αναγνώστες-θαυμαστές του έργου του.

Έχοντας αυτά στο μυαλό μου,διάβασα τις δύο νουβέλες ενός εκ των «επιγόνων» του Μπόρχες,του πολυγραφότατου (αλλά ελάχιστα μεταφρασμένου στη χώρα μας) Σέσαρ Άϊρα που εκδόθηκαν υπό τον τίτλο (της μιάς από αυτές) «ΒΑΡΑΜΟ» (Εκδ.Καστανιώτης,σελ. 217) (84) . Δύο νουβέλες που διαφέρουν μεταξύ τους τόσο πολύ που θα μπορούσαν άνετα να μπερδέψουν και τον πιό πεπειραμένο αναγνώστη,ο οποίος με τίποτα δεν θα καταλάβαινε ότι γράφτηκαν από τον ίδιο συγγραφέα.

Ο Βαράμο,ο πρωταγωνιστής της ομώνυμης νουβέλας,είναι ένας χαμηλόβαθμος υπάλληλος σε ένα υπουργείο στην πόλη Κολόν του Παναμά.Με την εισαγωγή της ιστορίας μαθαίνουμε ότι στο τέλος αυτής της ημέρας,ο Βαράμο θα γράψει ένα ποίημα που θεωρείται το μεγάλο αινιγματικό αριστούργημα της κεντροαμερικανικής λογοτεχνίας με τον τίτλο «Το άσμα του Παρθένου βρέφους».Ο Άϊρα επιθυμεί λοιπόν να περιγράψει τα γεγονότα της ημέρας εκείνης που οδήγησαν στη συγγραφή του ποιήματος.Παρακολουθούμε λοιπόν μιά όχι και τόσο συνηθισμένη ημέρα στη ζωή ενός μικροαστού.Τις συνομιλίες με την μητέρα του,τα πειράματά του ταρίχευσης μικρών ζώων,τη βόλτα του στη πόλη,και μερικά εξωφρενικά γεγονότα που του συμβαίνουν σ’αυτή τη βόλτα.Με παιχνιδιάρικο και ανάλαφρο ύφος ο συγγραφέας εντείνει αυτή τη σουρεαλιστική ατμόσφαιρα-η οποία δεν προδιαθέτει,ούτε υποβάλλει σε καμμία ποιητική διάθεση τον πρωταγωνιστή,ο οποίος άγεται και φέρεται σαν αυτόματο.

Το ΒΑΡΑΜΟ είναι ουσιαστικά ένα διανοητικό παιχνίδι,όπου ο συγγραφέας παρασέρνει τον αναγνώστη να δώσει την δικιά του εκδοχή του τι είδους ποίημα κατάφερε στο τέλος της ημέρας να γράψει ο ήρωας.Κόβοντας την ιστορία απότομα (σχεδόν σαν ημιτελής φαίνεται) κλείνει το μάτι στην παγκόσμια λογοτεχνία και στα διάφορα στυλ.Συνδιάζοντας εξαιρετικά Μπορχεσικό ύφος με Καφκική δομή αλλά με φαινομενικά ανάλαφρο τρόπο,ο Άϊρα μας προσκαλεί (και προκαλεί) να διαβάσουμε πίσω από τις λέξεις και να κοιτάξουμε προσεκτικότερα κάτω από την επιφάνεια.

Στη δεύτερη νουβέλα του βιβλίου,με τον τίτλο «Ένα επεισόδιο από τη ζωή του ταξιδευτή ζωγράφου»,ο Άϊρα υιοθετεί το στυλ της περιπετειώδους αφήγησης.Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Γερμανός ζωγράφος Γιόχαν Μόριτς Ρουγκέντας (1802-1858),ο οποίος αφιέρωσε το μεγαλύτερο κομμάτι του έργου του ζωγραφίζοντας τοπία και ανθρώπους της Λατινικής Αμερικής.Σύγχρονός του μεγάλου ζωγράφου Χούμπολντ και κατά κάποιο τρόπο ανταγωνιστής του στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις στην καινούρια ήπειρο επικεντρώθηκε στην Αργεντίνικη φύση και τον τρόπο ζωής των χωρικών και των ινδιάνων στα βάθη της χώρας.Ο συγγραφέας λοιπόν καταγράφει τις περιπέτειες που έζησε ο Ρουγκέντας το 1837 στο δεύτερό του ταξίδι σε Χιλή και Αργεντινή παρέα με τον συνάδελφο και βοηθό του Ρόμπερτ Κράουζε.Ο ζωγράφος θέλει να φτάσει εκεί που κανένας Δυτικός στο παρελθόν δεν έφτασε,περνάει μέσα από φυσικά φαινόμενα,κοιμάται στην ύπαιθρο αλλά η μοίρα του παίζει επικίνδυνα παιχνίδια.Η αποκοτιά του τιμωρείται,αυτό που του τυχαίνει θα του καθορίσει την υπόλοιπη ζωή του,επιβιώνει από την περιπέτεια αλλά θα είναι πλέον ένας διαφορετικός άνθρωπος.

Η γραφή του Άϊρα σ’αυτή τη νουβέλα είναι γρήγορη,κοφτή και ενισχύει την δράση και την αγωνία.Εντελώς άλλο κλίμα από το ΒΑΡΑΜΟ,δείχνει ένα μέρος μόνο των απεριόριστων δυνατοτήτων του συγγραφέα.Και στις δύο ιστορίες πάντως ο αναγνώστης κάπου μένει μετέωρος στο τι θα γίνει μετά,λες και είναι ανολοκλήρωτες και οι δύο,λες και ο συγγραφέας παίζει κάποιο παιχνίδι «ημιτελούς ιστορίας» ,ώστε ο αναγνώστης να βάλει τον δικό του επίλογο,να φτιάξει την δική του συνέχεια...

Ή έκδοση είναι πολύ καλή και το επίμετρο που παραθέτει ο μεταφραστής Κ.Αθανασίου στο τέλος του βιβλίου με πληροφορίες γιά τον σημαντικότατο συγγραφέα είναι πολύ κατατοπιστικό.Ο Άϊρα είναι μιά πολύ περίεργη περίπτωση στη λογοτεχνική σκηνή.Πλησιάζει τα 60 του χρόνια και πρέπει να έχει εκδώσει πάνω από 100 βιβλία,μικρές νουβέλες,δοκίμια,λογοτεχνικές κριτικές.Τον συγκρίνουν με τον Sebald,τον Μπόρχες και άλλους.Το στυλ του ποικίλει από βιβλίο σε βιβλίο,δεν παίρνει ποτέ τίποτα στα σοβαρά,παίζει συνέχεια με τον αναγνώστη.Μία πολύ ωραία μελέτη γιά τη δουλειά του βρήκα στο διαδίκτυο,ας μη ξεχνάμε ότι δεν έχει πολυμεταφραστεί στα Αγγλικά και οι πληροφορίες είναι λιγοστές.Γενικά ένας «ανυπόταχτος» και «αναρχικός» συγγραφέας που περιμένω να δω και άλλες δουλειές του να μεταφέρονται κάποια στιγμή στη γλώσσα μας.
 
Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2008
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2008 | Permalink
Δεν έχει πλοίο γιά σε,δεν έχει οδό...
«...Ξύπνησε την ώρα που ντυνόταν και γύρισε πλευρό και τον παρατηρούσε από το κρεβάτι.
Λουέλιν?
Τι?
Τι κάνεις?
Ντύνομαι.
Που πας?
Έξω
Που πας,ρε μωρό μου?
Ξέχασα κάτι.Δεν θ’αργήσω.
Τι πράμα ξέχασες?
Άνοιξε το συρτάρι κι έβγαλε το σαρανταπεντάρι κι άδειασε το γεμιστήρα και τον τσέκαρε και τ’όπλισε πάλι κι έχωσε το πιστόλι στη ζώνη του.Γύρισε και την κοίταξε.
Πάω να κάνω μεγάλη μαλακία μάλλον αλλά δεν γίνεται αλλιώς.Άμα δεν γυρίσω,δώσε στη μάνα την αγάπη μου.
Η μάνα σου πέθανε,Λουέλιν.
Ε,τότε θα της τη δώσω εγώ


Αυτό είναι το καθοριστικό σημείο στο εξαιρετικό μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθυ «ΚΑΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΥΣ» (Εκδ.Καστανιώτης,σελ.273) (80).
Ο Λουέλιν Μος,βετεράνος του Βιετνάμ,βρίσκει κατά τύχη μιά βαλίτσα με 2,4 εκατομμύρια δολλάρια από ένα κοντραμπάντο ηρωίνης κοντά στα Μεξικάνικα σύνορα,το οποίο κατέληξε σε μιά άγρια συμπλοκή.Ο Μος έτυχε να κυνηγάει εκεί κοντά,τους βρίσκει όλους νεκρούς.Την ώρα που αρπάζει τα χρήματα (κάτι που μάλλον οι περισσότεροι θα έκαναν) ένας ετοιμοθάνατος του ζητάει νερό.Ο Μος φεύγει αλλά η εικόνα του τύπου τον κυνηγάει,γυρίζει να του δώσει νερό.Τον βρίσκει νεκρό αλλά την ίδια ώρα είναι εκεί και κάποιοι απ’όλους αυτούς που εμπλέκονταν στο ντηλ.Τον κυνηγάνε,βλέπουν ποιός είναι,ξεφεύγει τραυματισμένος και η καταδίωξη αρχίζει.Άμα σε τρώει ο κώλος σου...Ο διώκτης του Μος ουσιαστικά είναι ο ψυχοπαθής δολοφόνος Σίγκαρ.Ένας τύπος που εμφανίζεται από το πουθενά και εξαφανίζεται στο πουθενά.Δεν είναι μόνο τα χρήματα που τον ενδιαφέρουν,είναι να «τελειώσει τη δουλειά»,να μην αφήσει ούτε δείγμα.Αποκτηνωμένος,χωρίς αισθήματα (σε μιά υπέροχα μεταφορική σκηνή,όταν ο Σίγκαρ τραυματίζεται προτού πάει στο φαρμακείο περνάει από το κτηνιατρείο γιά φάρμακα),την βρίσκει να βλέπει τα θύματα του να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια του.
Το τρίτο πρόσωπο της ιστορίας αλλά μάλλον το ουσιαστικότερο,είναι ο σερίφης Μπελ.Ένας κουρασμένος,απογοητευμένος τύπος που προσπαθεί να βγάλη άκρη από τα τεκταινόμενα.Οι μονόλογοί του αποτελούν τα καλύτερα και λυρικότερα σημεία του μυθιστορήματος,κάτι σαν τον χορό σε αρχαία τραγωδία.Αναπολεί τον κόσμο που φεύγει και με φρίκη βλέπει τον κόσμο που έρχεται.Ξέρει ότι δεν χωράει πιά εκεί.Γιά τους «γέρους»,τους «κουρασμένους»,τους «ρομαντικούς» της παλιάς καλής «άγριας Δύσης» δεν υπάρχει πλέον πατρίδα.Πρέπει να «την κάνουν,με ελαφριά πηδηματάκια»-η δολοφονία της Κάρλα Τζιν τον αποτελειώνει,ρίχνει μιά μούτζα και φεύγει...

Ο ΜακΚάρθυ δανείζεται τον τίτλο του βιβλίου του από το αριστουργηματικό ποίημα του W.B.Yates «Sailing to Byzantium»,όπου ένας γέρος στο κατώφλι του θανάτου αναπολεί το παρελθόν.Μόνο και έτσι να το δεις είναι καταπληκτικό ως σύλληψη.Η ελεγεία των μικρών πόλεων που βρίσκονται δίπλα στα αμερικανομεξικάνικα σύνορα άρχισε με πυροβολισμούς και συνεχίζεται έτσι.Κάποτε ήταν οι ντεσπεράντος,ο Μπίλυ δε Κιντ,ο Τζέσε Τζέημς,πλέον είναι οι έμποροι ναρκωτικών που μπαινοβγαίνουν και εξαγοράζουν τα πάντα.

That is no country for old men. The young
In one another's arms, birds in the trees
- Those dying generations - at their song,
The salmon-falls, the mackerel-crowded seas,
Fish, flesh, or fowl, commend all summer long
Whatever is begotten, born, and dies.
Caught in that sensual music all neglect
Monuments of unageing intellect

An aged man is but a paltry thing,
A tattered coat upon a stick, unless
Soul clap its hands and sing, and louder sing
For every tatter in its mortal dress,
Nor is there singing school but studying
Monuments of its own magnificence;
And therefore I have sailed the seas and come
To the holy city of Byzantium.

O sages standing in God's holy fire
As in the gold mosaic of a wall,
Come from the holy fire, perne in a gyre,
And be the singing-masters of my soul.
Consume my heart away; sick with desire
And fastened to a dying animal
It knows not what it is; and gather me
Into the artifice of eternity.

Once out of nature I shall never take
My bodily form from any natural thing,
But such a form as Grecian goldsmiths make
Of hammered gold and gold enamelling
To keep a drowsy Emperor awake;
Or set upon a golden bough to sing
To lords and ladies of Byzantium
Of what is past,or passing,or to come.


Εκεί που ο Μπελ αντιπροσωπεύει το Καλό στην ιστορία,ο Σίγκαρ αντιπροσωπεύει το απόλυτο κακό,έναν «άγγελο του θανάτου»,ο δε κακομοίρης Μος τον καθημερινό,σημερινό άνθρωπο,που ψάχνει την ευκαιρία να πιάσει την καλή ακροβατώντας μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας.Τίποτα δεν κάνει καλά και γι’αυτό θα τιμωρηθεί σκληρά.Στη μάχη μεταξύ του «καλού» και του «κακού»,ο ΜακΚάρθυ δεν αφήνει τραυματίες.Το Κακό θα θριαμβεύσει,ο Σίγκαρ είναι ο άνθρωπος του μέλλοντος.Εστέτ και αδίστακτος,με τη δικιά του φιλοσοφία,ήρεμος,απάνθρωπος,ένα ρομπότ,ένας «εξολοθρευτής».

«...Όταν βγήκε κουτσαίνοντας στο δρόμο,ένας από τους τύπους που είχε πυροβολήσει από τη βεράντα του ξενοδοχείου σερνόταν προς το πεζοδρόμιο.Ο Σίγκαρ τον παρατήρησε.Έπειτα τον πυροβόλησε στην πλάτη.Ο άλλος πεσμένος μπρος στον προφυλακτήρα του αμαξιού.Τον είχε πετύχει στο κεφάλι και το σκούρο αίμα λίμναζε ολόγυρά του.Τ’όπλο του ήταν πλάι του,μα ο Σίγκαρ δεν έδωσε σημασία.Πήγε στο πίσω μέρος του αμαξιού και σκούντηξε το πτώμα με την μπότα του κι έπειτα έσκυψε και πήρε το πολυβόλο του.Ήταν ένα κοντόκαννο Ούζι με εικοσιπεντάρη γεμιστήρα.Έπειτα πέρασε τ’όπλο στον ώμο του και γύρισε κούτσα-κούτσα στο πεζοδρόμιο.Ο τύπος που είχε πυροβολήσει στην πλάτη ήταν πεσμένος εκεί και τον κοιτούσε.Ο Σίγκαρ κοίταξε πέρα στο βάθος του δρόμου,προς το ξενοδοχείο και το δικαστήριο.Τα ψηλά φοινικόδεντρα.Κοίταξε τον τύπο.Ήταν σωριασμένος μες σε μιά λίμνη από αίμα που απλωνόταν.Βοήθεια,είπε.Ο Σίγκαρ έβγαλε το πιστόλι από το ζωνάρι του.Κοίταξε τον άντρα στα μάτια.Εκείνος γύρισε το κεφάλι.
Κοίτα με,είπε ο Σίγκαρ.
Ο τύπος τον κοίταξε κι έπειτα γύρισε πάλι το κεφάλι.
Αγγλικά καταλαβαίνεις?
Ναι.
Εμένα να κοιτάς.Εδώ.
Κοίταξε τον Σίγκαρ.Την καινούρια μέρα που αχνόφεγγε ολόγυρα.Ο Σίγκαρ τον πυροβόλησε στο μέτωπο κι έπειτα απόμεινε να τον κοιτάζει.Τα τριχοειδή να σπάνε στο άσπρο του ματιού.Το φως να σβήνει.Την ίδια του την αντανάκλαση να θαμπώνει σ’αυτό το ξοδεμένο βλέμμα.Έχωσε το πιστόλι στο ζωνάρι του και κοίταξε πάλι στο βάθος του δρόμου.Έπειτα πήρε το σακίδιο και κρέμασε το Ούζι στον ώμο και διέσχισε τον δρόμο και προχώρησε κουτσαίνοντας προς το πάρκινγκ του ξενοδοχείου όπου είχε αφήσει τ’αμάξι του.»


Το βιβλίο είναι υπέροχο μεν,αλλά δεν είναι από τα καλύτερα του ΜακΚάρθυ.Πολλές φορές ο συγγραφέας δείχνει να το παρακάνει με τη βία,το χιούμορ του είναι πάντα παρόν σε κατάλληλες δόσεις αλλά η εξαιρετική ικανότητα του συγγραφέα στον μινιμαλισμό και στην γυμνή απεικόνιση της βίας κάποιες φορές οδηγούν σε μιά αποθέωση της βίας γιά τη βία ή σε μια γελοιογραφία αυτής,κάτι σαν ενα «Pulp fiction» της λογοτεχνίας.

Έρχομαι λοιπόν στη κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου.Οι Κοέν έκαναν καλή δουλειά αλλά κάπου (δικαιολογημένα ίσως) περιόρισαν τη φιλοσοφία του μυθιστορήματος και απλά εικονογράφησαν τη βία.Κράτησαν το χιούμορ που αποτελεί και κύριο συστατικό της φιλμογραφίας τους,έκοψαν τελείως τους μονολόγους του Σερίφη σε σημείο που ο ίδιος να αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο στη ταινία.Επικεντρώθηκαν στο παιχνίδι της γάτας με του ποντικού μεταξύ Σίγκαρ και Μος.Καθόλου κακή σκέψη και λειτουργεί τέλεια στο πανί βοηθούμενη από τις έξοχες ερμηνείες.Το δε τέλος του βιβλίου που προσωπικά το θεωρώ σχεδόν τέλειο,στη ταινία δείχνει άκαιρο ,περιττό και χωρίς νόημα . Οι θεατές αναρωτιούνται τι έγινε ο Σίγκαρ ενώ στο μυθιστόρημα το όλο δένει και δεν αφήνει αμφιβολίες στον αναγνώστη.Anyway,η ταινία είναι πολύ καλή αλλά προτιμώ το βιβλίο.

Η μαγεία του ΜακΚάρθυ ως συγγραφέα είναι η γλώσσα.Λιτή και κοφτή,εδώ σε υπερθετικό βαθμό σε μαγνητίζει και σε μαγεύει . Ο Σίγκαρ είναι μιά σύγχρονη μετεξέλλιξη του «Δικαστή» του «Ματοβαμμένου Μεσημβρινού»,εκεί που ο Δικαστής την έβλεπε Θεός ,ο Σίγκαρ είναι ο «άγγελος εξολοθρευτής»,εκεί που ο Δικαστής σκότωνε τελετουργικά,ο Σίγκαρ σκοτώνει λιτά,απότομα αλλά πάντα φιλοσοφημένα.Θα μπορούσε δε ο κόσμος της Καμιάς πατρίδας...να είναι ο κόσμος του «Δρόμου» , του επόμενου μυθιστορήματος του ΜακΚάρθυ,έτσι όπως διαλύεται το σύμπαν ίσως και να προαναγγέλει το ζοφερό μέλλον που θα έρθει,μόνο που εκεί ο συγγραφέας τελειώνει αφήνοντας ένα παράθυρο αισιοδοξίας,κάτι που στην «Πατρίδα» δεν φαίνεται πουθενά.
 
Τρίτη, Μαρτίου 18, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 18, 2008 | Permalink
SUPERJACK
Ο κόσμος του ποδοσφαίρου και του Λονδρέζικου υποκόσμου,αποτελεί τον καμβά στον οποίο κινείται το αστυνομικό μυθιστόρημα του Άνταμ Μπάρον «SUPERJACK» (Εκδ.Ίνδικτος,σελ. 403) (81) .Ένα συμπαθές και κυρίως πολύ ζωντανό βιβλίο που έχει αρκετές αρετές αν και πολλές φορές νιώθεις ότι τα έχεις ξαναδιαβάσει ή δει στο σινεμά όλα αυτά.

Ο Superjack του τίτλου,είναι ο Τζακ Ντρέιπερ,σέντερ φορ της Λέιτον Όριεντ,μιάς ομάδας που παλεύει μεταξύ δεύτερης και τρίτης κατηγορίας στο Αγγλικό πρωτάθλημα.Ο Τζακ μιά ζωή βολοδέρνει αλλάζοντας ομάδες σ’αυτές τις κατηγορίες.Με μιά καριέρα ταλαιπωρημένη από τραυματισμούς οι οποίοι δεν αφήνουν το ταλέντο του να απογειωθεί.Γεννημένος σκόρερ βρίσκει επιτέλους τον εαυτό του σ’αυτή την ομαδούλα και ηγείται της προσπάθειας της να ανέβει στην Α κατηγορία (Premiership).Το μονοετές συμβόλαιο που έχει υπογράψει λήγει το καλοκαίρι και γνωρίζει ότι εάν βγει πρώτος σκόρερ και ανεβάσει και την ομάδα,θα μπορέσει να πάρει μεταγραφή σε ένα μεγάλο κλαμπ του νησιού με πενταπλάσιες (τουλάχιστον) αποδοχές απ’ότι τώρα.Είναι ήδη 32 ετών και είναι η τελευταία του ευκαιρία να «πιάσει την καλή».Είναι όμως και ατακτούλης.Η ερωμένη του σε συνεργασία με τον μάνατζέρ του,του την «στήνουν»-η τύπισα βγαίνει στην Sun καταγγέλοντάς τον ότι την εκμεταλλεύτηκε.Την επόμενη μέρα βρίσκεται νεκρή στο διαμέρισμά της.Μετά από δύο ημέρες νεκρός βρίσκεται και ο μάνατζερ του.
Ο ιδιωτικός ντέτεκτιβ Μπιλ Ράκερ (μόνιμος ήρωας του συγγραφέα σε αρκετά βιβλία του),όταν του ζητάει ο κολλητός του Νίκκι να ασχοληθεί με τον Τζακ (ο οποίος πριν απ’ολα αυτά λαμβάνει περίεργες φωτογραφίες που μυρίζουν εκβιασμό),δεν υποψιάζεται που πάει να μπλέξει.Αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί στον φίλο του.Άσε που και ο Νίκκι φαίνεται χοντρά μπλεγμένος σε μιά ιστορία «προστασίας» και «ξεπλύματος χρήματος» με την Μαλτέζικη Μαφία του Λονδίνου.

Μύλος η υπόθεση και αρκετά έως πολύ μπερδεμένη,αλλά ο συγγραφέας καταφέρνει ακολουθώντας ένα λογικό ειρμό και επιστρατεύοντας την γνωστή συνταγή που πάντα πουλάει δηλαδή αρκετή βία,πολύ σεξ ,αγωνία να λύσει το παζλ χωρίς να σε κάνει να αισθάνεσαι πλήξη και κούραση.Η δράση εκτυλίσεται στους δρόμους του Λονδίνου ,μιάς πόλης μητροπολιτικής και (έως εκεί που δεν παίρνει άλλο) πολυεθνικής , δραστήριας και ζωντανής αλλά σε φανερή παρακμή που κυριαρχείται από τις διάφορες «εθνικές» συμμορίες οι οποίες κυριαρχούν στις πάμπολλες συνοικίες της πόλης.

Το βιβλίο αναλύει διεισδυτικά και με κριτική ματιά το φαινόμενο ποδόσφαιρο και τα υπερβολικά ποσά που σπαταλιούνται στην Αγγλία γύρω από αυτό.Γιά όποιον γνωρίζει το πως διαμορφώθηκε ο ποδοσφαιρικός χάρτης στην Ευρώπη μετά την «υπόθεση Μποσμάν» είναι εύκολο να κατανοήσει τις απίστευτες κομπίνες και λαμογιές που μετέρχονται οι «μεγάλοι» σύλλογοι γιά να αποκτήσουν σχετικά φτηνά ποδοσφαιριστές.Όποιος δεν πολυασχολείται με το άθλημα,καλύτερα να διαβάσει κάτι άλλο,διότι πολύ φοβάμαι ότι θα χάσει το μεγαλύτερο μέρος της γοητείας του βιβλίου.

Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι ζωντανοί και ο κεντρικός ήρωας,ένας συμπαθέστατος τυπάκος που παρότι κουβαλάει πάνω του αρκετά κλισέ του είδους (γυναίκες που πέφτουν στην αγκαλιά του,πολύ αναλυτική σκέψη,ικανός στο μπουνίδι αλλά και στο πιστόλι) είναι οικείος και μακριά από τα αμερικάνικα πρότυπα.Στο μυθιστόρημα όμως κυριαρχεί η μορφή του θηριώδους Τζακ Ντρέιπερ,ενός αρχετυπικού ήρωα,όχι τόσο αφελούς όσο δείχνει που έχει φάει τα γήπεδα με το κουτάλι,γεννημένου ηγέτη,ο οποίος βλέπει ξαφνικά την καλή του νεράιδα να του χαμογελάει ,τρέχει να την προλάβει αλλά όλο σκοντάφτει.Η μοίρα του είναι προδιαγεγραμμένη,προσπαθεί να σηκώσει κεφάλι,να κάνει την επανάστασή του,να ξεφύγει από τον σωρό-θα τον τσακίσουν έτσι κι αλλιώς,είτε με τον ένα τρόπο,είτε με τον άλλον.Το τέλος του βιβλίου γιά όποιον παρακολουθεί ποδόσφαιρο είναι συγκλονιστικό αν και αναμενόμενο-δυστυχώς αυτό το παιχνίδι είναι απάνθρωπο,την ώρα που ο «βασιλιάς είναι νεκρός»,το πλήθος αποθεώνει τον νέο «βασιλιά».Δεν βαριέσαι,αυτό συμβαίνει πάντα και παντού...

Εξαιρετική όπως πάντα η πολυτονική έκδοση της Ινδίκτου-μιά επιλογή έκπληξη βλέποντας τις δραστηριότητες του πολύ αξιόλογου εκδοτικού οίκου,σε μιά μετάφραση που δεν προδίδει το κείμενο αλλά θα μπορούσε να «ψάξει» καλύτερα τους ποδοσφαιρικούς όρους.

Όποιος επιθυμεί να διαβάσει το βιβλίο,παρακαλώ να μη διαβάσει το απόσπασμα που παραθέτω.Sorry guys,αλλά δεν μπορούσα ν’αντισταθώ...

«...Ο Τζακ είχε μιά ξεχωριστή κλάση και όχι μόνο με τα πόδια του.Εξέπεμπε κάτι,μιά αλαζονεία,με το στήθος προτεταμένο και τα μεταξωτά του μαλλιά να λάμπουν κάτω απ’τους προβολείς.Είχε κάτι.Όφειλα να το παραδεχτώ.Το γκολ που πέτυχε λίγο πριν το ημίχρονο ήταν εξαιρετικό.Μιά απλή προσποίηση κι ένα επιδέξιο φαλτσαριστό σουτ.Ο τερματοφύλακας δεν κουνήθηκε καν.
Η Λέιτον Όριεντ ήταν ισόπαλη 1-1,δέκα λεπτά πριν το τέλος,όταν η καριέρα του Τζακ Ντρέιπερ έφτασε στο τέλος της.Ο Ντέιβ Χάρβεϊ είχε σηκωθεί από τον πάγκο του ζητώντας αλλαγή.Γινόταν έρευνα γιά τον Χάρβεϊ μετά τους ισχυρισμούς του Ντρέιπερ σε αποσπάσματα της αυτοβιογραφίας του,τα οποία είχαν δημοσιευτεί στην Ιβνιγκ Στάνταρντ.Έβαλε ένα παίχτη που δεν είχε ανακοινωθεί και ο οποίος,όπως διέρρευσε αργότερα,είχε μόλις μετεγγραφεί στην ομάδα του.Ο παίχτης φαινόταν στα μάτια μου κομμάτι υπέρβαρος και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ο Χάρβεϊ έβγαλε εκείνον που έβγαλε,γιατί,εν γένει,πέρασε μέσα έναν αμυντικό τη στιγμή που η ομάδα του ήταν μεγαλύτερος σύλλογος και άνετα θα μπορούσε να κερδίσει το παιχνίδι.Πέρα από τον Ντρέιπερ,η Όριεντ δεν έλεγε και πολλά.Σύντομα,ωστόσο,κατάλαβα ότι ο προπονητής των φιλοξενουμένων ήξερε ακριβώς τι έκανε.Το τάκλιν,αν μπορείς να το αποκαλέσεις έτσι αυτό,ήχησε ολόγυρα στο γήπεδο σαν πυροβολισμός.Μπορούσες να δεις ότι θα έπαιρνε στον Ντρέιπερ έξι μήνες γιά να σταθεί,έστω,όρθιος,γιά να μην αναφερθούμε στο πότε θα ξανακλωτσούσε μπάλλα.Το πόδι του έσπασε στα δύο σαν ξερόκλαδο.Δεν είχε καν το σχήμα που θα έπρεπε να έχει ένα πόδι.Καθώς οι γιατροί έμπαιναν μέσα,οι άνθρωποι γύρω μου απέστρεψαν το βλέμμα τους.Οι παίχτες είχαν γίνει κάτωχροι,περπατούσαν προς το μέρος του κι έπειτα στρέφονταν αλλού.Η σιωπή απλώθηκε στο γήπεδο σαν σάβανο.Η γυναίκα που καθόταν δίπλα μου,σήκωσε το χέρι της προς το στόμα και νόμιζα πως θα έκανε εμετό.Ο διαιτητής έδειξε την κόκκινη κάρτα και ο αναπληρωματικός αποχώρησε μέσα σε σωρεία αποδοκιμασιών.Ο Τζακ Ντρέιπερ ούρλιαζε σαν μωρό καθώς τον μετέφεραν με το φορείο.Μπορούσες να τον ακούσεις ακόμα και όταν διέσχιζαν τη φυσούνα.
Το πλήθος παρέμεινε υποτονικό γιά δέκα λεπτά.Δεν είχα καν παρατηρήσει ότι ο Ντρέιπερ αντικαταστάθηκε από τον σβέλτο πιτσιρικά.Σιγά-σιγά η ατμόσφαιρα επανήλθε στο κανονικό.Ο μικρός βρήκε πολύ χώρο στην άμυνα,μιά και η άλλη ομάδα αγωνιζόταν πλέον με δέκα παίχτες.Ήταν γρήγορος και ενθουσιώδης,κυριολεκτικά αστραπή.Εισέπραξε το χειροκρότημα γιά μιά κούρσα του,που κατέληξε σε κόρνερ.Δύο λεπτά αργότερα κέρδισε το παιχνίδι όταν με μιά λαμπρή έκρηξη ταχύτητας απέφυγε τον τελευταίο αμυντικό και με μιά περίτεχνη ενέργεια πέρασε και τον τερματοφύλακα.Το γήπεδο εξερράγη.Η γυναίκα δίπλα μου χοροπηδούσε πάνω-κάτω.Στο τέλος του παιχνιδιού,ο Βις Κοράι μπήκε στον αγωνιστικό χώρο και σήκωσε ψηλά τα χέρια του παιδιού.Και των δύο τα χαμόγελα στο πρόσωπο ήταν πλατιά σαν άδεια τέρματα.Το πλήθος παραληρούσε.Το λάτρεψαν.Το έφαγαν.»
 
Πέμπτη, Μαρτίου 13, 2008
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 13, 2008 | Permalink
Ωφέλιμοι γάμοι υπάρχουν,τερπνοί όμως όχι
Η νουβέλα του πολυβραβευμένου Μεξικανού μυθιστοριογράφου Σέρχιο Πιτόλ «Η ΣΥΖΥΓΙΚΗ ΖΩΗ» (Εκδ.Καστανιώτη,σελ.138) (80) είναι ένα εξαιρετικό δείγμα μαύρου χιούμορ και μιά φαρμακερή σάτιρα του συζυγικού βίου και του νεοπλουτισμού.

Μουρλοκακομοίρα σύζυξ η Ζακλίν,που τα έχει παίξει από τις (υποτιθέμενες ή πραγματικές) απιστίες του ταχέως ανερχόμενου επιχειρηματία άντρα της Νικολάς Λομπάτο και από την καταπίεση που αισθάνεται,ζει με ένα όνειρο,μιά τρελλή επιθυμία.Να δολοφονήσει τον σύζυγό της. Το διαβολικό σχέδιο καρφώνεται στο μυαλό της,στον έβδομο χρόνο του γάμου.Επηρεασμένη από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και αρκετά (έως πολύ)σαλεμένη θεωρεί ότι εάν «απελευθερωθεί» από τα δεσμά του γάμου θα μπορέσει να απολαύσει τη ζωή της και να «βγάλει» από μέσα της τον πραγματικό της εαυτό που είναι (όπως πιστεύει) μιά σπουδαία λογοτέχνις και μιά ηγερία των γραμμάτων και των τεχνών.

«...Η ανάγνωση στην τύχη μερικών σελίδων της Φυσιολογίας του Γάμου,του Μπαλζάκ,την οδήγησε στο συμπέρασμα πως, έπειτα από μερικά χρόνια γάμου,οι περισσότερες γυναίκες ένιωθαν γιά τους άντρες τους μονάχα μιά βαθιά αποστροφή,μιά σχεδόν απόλυτη απέχθεια,συνηθισμένο αποτέλεσμα της τυραννίας στην οποία με τόση αυθαιρεσία είχαν υποβληθεί.
Το πρώτο που αντέγραψε στο γαλάζιο τετράδιο ήταν μιά κατηγορηματική δήλωση του Γάλλου συγγραφέα: «Ολόκληρη η συζυγική ζωή αναπαύεται στο κρεβάτι».Σημείωσε τη φράση αυτή με τρία τέσσερα θαυμαστικά κι έπειτα,σ’ένα ξέσπασμα οργής,έσβησε τη φράση και,κατά συνέπεια,τα θαυμαστικά που είχε προσθέσει.
Έγραψε ύστερα με πράσινο μελάνι ότι η ζωή τροφοδοτείται από το πάθος και ότι δεν υπάρχει πάθος το οποίο να καταφέρνει να επιβιώσει σε όλη τη διάρκεια του γάμου.Επίσης ότι ο γάμος είναι ένας θεσμός απαραίτητος γιά τη διατήρηση των κοινωνιών,αλλά ότι ωστόσο (κι εκεί πρόσθεσε μέσα σε παρενθέσεις το επιφώνημα:αλίμονο!)ο θεσμός αυτός αποδεικνύεται ενάντιος στους νόμους της Φύσης,ότι στην παντρεμένη γυναίκα φέρεται σαν να είναι σκλάβα,ότι δεν υπάρχουν απόλυτα ευτυχισμένοι γάμοι,ότι ο γάμος βρίθει εγκλημάτων και ότι οι φόνοι οι οποίοι τελικά γνωστοποιούνται δεν είναι οι χειρότεροι.Τράβηξε αρκετές γραμμές με μελάνι σε διάφορα χρώματα κάτω από αυτόν τον τελευταίο ισχυρισμό,θαρρείς και ήδη την είχε αγγίξει το φτερούγισμα ενός προαισθήματος.»


Βρίσκει λοιπόν εραστές και προσπαθεί να τους πείσει να υλοποιήσουν το σχέδιο που έχει καταστρώσει.Έλα όμως που κανένα σχέδιο δεν πετυχαίνει.Όλο και κάτι γίνεται και ο «άπιστος» την βγάζει καθαρή.Αντιθέτως η υστερική Ζακλίν σε κάθε καινούρια απόπειρα κάτι παθαίνει.Τη μιά φορά χάνει το δάχτυλό της,την άλλη βγάζει τον ώμο της-οι ατυχίες της δεν έχουν τελειωμό αλλά αυτή ακάματη.Προσπαθεί,αγωνίζεται και συνεχώς την πατάει.Η τριακοστή επέτειος του γάμου τους θα γιορτασθεί μέσα σε μιά «ωραία ατμόσφαιρα» καθαρά Μπουνιουελική.

Ευφυής νουβέλα η οποία διαβάζεται απνευστί και σου φτιάχνει το κέφι.Το χιούμορ τσακίζει κόκκαλα,ο Πιτόλ (τον οποίο δυστυχώς αγνοούσα) είναι μεγάλος μάστορας και μέσα από την «τραβηγμένη» και «γκροτέσκα» ατμόσφαιρα περνάει πολλά μηνύματα γιά τη συμβίωση και τις οικονομικές λοβιτούρες σε μιά τριτοκοσμική χώρα όπως το Μεξικό που θυμίζει πολύ έντονα ελληνικές καταστάσεις.Το ύφος του συγγραφέα απηχεί Ναμπόκοφ και θυμίζει ταινίες του Μπουνιουέλ,την ίδια στιγμή που η συμπαγής γραφή παραπέμπει σε ερωτικό γαϊτανάκι τύπου Σνίτσλερ και τα αποτελέσματα δικαιώνουν τη ρήση του μεγάλου Λα Ροσφουκώ που έβαλα ως τίτλο στο σημερινό τοστ...
 
Τρίτη, Μαρτίου 11, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 11, 2008 | Permalink
Η γοητεία της Αφρικής
Από όποια πλευρά και να το δει κανείς , το εγχείρημα του Μιχάλη Μοδινού είναι αξιέπαινο . Γράφοντας ένα φιλόδοξο και «out of the box» μυθιστόρημα όπως «Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΜΠΑΪ» (Εκδ.Καστανιώτης,σελ.469) (77) θέλει να κολυμπήσει στα βαθιά νερά της ταξιδιωτικής/φιλοσοφικής λογοτεχνίας , η οποία συνήθως συνδιάζεται με περιπέτεια (βαρειά η σκιά του Κόνραντ).Σε τι βαθμό τα καταφέρνει δεν έχει ιδιαίτερη σημασία – άσε που είναι θέμα καθαρά υποκειμενικό,το μήνυμά του όμως το περνάει μιά χαρά.

Ο Μιχ.Μοδινός είναι περιβαλλοντολόγος,γεωγράφος και μηχανικός.Γνωρίζει καλά την αφρικανική ήπειρο και τα προβλήματά της.Εκδότης του περιοδικού «Νέα Οικολογία»,ακτιβιστής οικολόγος,έχει γενικότερα ένα πλούσιο βιογραφικό που (καλά να είναι ο άνθρωπος) συνεχώς εμπλουτίζεται με τις πάμπολλες δραστηριότητες του.Το πιό φυσιολογικό λοιπόν γιά ένα τέτοιο φοβερό τύπο (homo universalis),είναι να γράψει ένα βιβλίο γιά την αγαπημένη του (όπως δηλώνει σε μιά ωραία συνέντευξη στην Σταυρούλα Σκαλίδη) ήπειρο.Επέλεξε την μορφή του μυθιστορήματος.Χρησιμοποίησε ένα πραγματικό γεγονός,την «πρώτη μεγάλη εκστρατεία της σύγχρονης εποχής γιά την ανακάλυψη των πηγών του Νείλου»,το 1769 ο Σκωτσέζος Τζ.Μπρους ξεκίνησε από το Κάϊρο γιά να λύσει το πανάρχαιο ερώτημα.Ταξίδεψε μέσω Ερυθράς θάλασσας κι έφτασε στην Αβησσυνία φιλοξενούμενος αυτός και η ομάδα του στην Αιθιοπική αυτοκρατορική αυλή και υποπίπτει σε μιά μεγάλη πλάνη πιστεύοντας ότι ο Νείλος πηγάζει από τη λίμνη Τάκα.Ο συγγραφέας τοποθετεί ως αφηγητή ένα επινοημένο πρόσωπο,τον Έλληνα (Μηλιό) τυχοδιώκτη Στρατή Ταταράκη του οποίου οι επιστολές με την καταγραφή του ταξιδιού και των προσωπικών του περιπετειών ανακαλύπτονται στις ημέρες μας.
Ο Ταταράκης είναι ο κύριος χαρακτήρας της ιστορίας αφού παρακολουθούμε το δικό του ουσιαστικά ταξίδι,μιάς που ο Μπρους του αναθέτει έξτρα αποστολές με την πιό ενδιαφέρουσα να ζήσει δυό χρόνια μέσα στην Αιθιοπική ενδοχώρα καταπλέοντας τον Γαλάζιο Νείλο (τον Μεγάλο Αμπαϊ).Οι περιπέτειες του Στρατή είναι συναρπαστικές και ο ίδιος αποδεικνύεται ιδιαίτερα δεκτικός σε ότι άγνωστο πολιτιστικά συναντάει.

Ο Μοδινός επικεντρώνεται στη σύγκρουση πολιτισμών,στις ιδεολογικές διαφωνίες Μπρους-Ταταράκη,στις αντιθέσεις της «ορθολογιστικής Δύσης» με την «πρωτόγονη Ανατολή».Ο κόσμος στην Αφρική ζει αρμονικά – αλλά οι Δυτικοί θέλουν να τον «εκπολιτίσουν»,δεν τον καταλαβαίνουν.Μόνο ο Στρατής αφήνεται να παρασυρθεί από τον διάχυτο ερωτισμό,από τη δύναμη της φύσης.

«...Ο Μπρους θεωρεί ότι είναι κάτοχος της αλήθειας,μιάς κάποιας αλήθειας,τέλος πάντων,και ότι,όσοι ισχυρίζονται πως υπάρχει μιά άλλη αλήθεια,απλώς κάνουν λάθος.Θεωρεί ακόμα – και αυτό τον κάνει ενδιαφέροντα στα μάτια μου – ότι υπάρχει ένα μέρος της αλήθειας,που δεν έχει ακόμα αποκαλυφτεί,και ότι είναι στο χέρι του να την αποκαλύψει.Να τι είναι γι’αυτόν η Αφρική:ένα μέρος της κρυμμένης αλήθειας.Είναι πεπεισμένος ότι με τον εξάντα και το μοιρογνωμόνιο,με την πυξίδα και το τηλεσκόπιο θ’ανακαλύψουμε τα κρυμμένα πράγματα.Εγώ φοβάμαι δύο τινά:πρώτον,πως υπάρχουν άλλες αλήθειες,άλλες οπτικές,άλλοι τρόποι θεώρησης των πραγμάτων,εξίσου άξιοι με τους δικούς μας να μνημονευτούν,και δεύτερον,πως οτιδήποτε κι αν ανακαλύψουμε,υπάρχει ο κίνδυνος να το έχουν ήδη ανακαλύψει – να έχουν εξορύξει την ουσία του-άλλοι άνθρωποι πριν από εμάς.Σε ότι με αφορά,δεν έχω καμμιά φιλοδοξία ν’αναδημιουργήσω την πραγματικότητα.»

Το πρόβλημα του μυθιστορήματος κατά την άποψή μου είναι ο κύριος χαρακτήρας,ο πρωταγωνιστής.Ενώ η προσωπικότητα του Μπρους σκιαγραφείται με επάρκεια και λιτότητα,ο Μοδινός φτιάχνει έναν ήρωα στο πρόσωπο του Στρατή με απίστευτες γνώσεις οι οποίες εν μέρει δικαιολογούνται από την εκπαίδευση που υποτίθεται έχει λάβει ,αλλά από την άλλη ο σκεπτικισμός του,η φιλοσοφική ματιά του και οι απόψεις του μόνο σε άνθρωπο της εποχής μας ταιριάζουν.Ο Στρατής μαγεύεται από τους τρόπους και τις συνήθειες των ντόπιων,από το δέρμα των γυναικών και την θηλυκότητά τους.Εκεί που οι αρχηγοί της αποστολής (ο Σκωτσέζος και ο Ιταλός) ψιλοαηδιάζουν με την διάχυτη σεξουαλικότητα ,ο Έλληνας γοητεύεται θέτοντας σε κίνδυνο την αποστολή.Ο έρωτας του με την πανέμορφη πριγκιποπούλα είναι εντελώς εκτός του κλίματος του βιβλίου και στις σελίδες του διαπιστώνεται μιά αμηχανία διαχείρισης του υλικού από τον συγγραφέα-άσε που υπό νορμάλ συνθήκες το κεφάλι του θα είχε φύγει από τη θέση του,πριν προλάβει να ανεβάσει τα βρακιά του ο πηδηχταράς της ιστορίας μας.

Η φιλοσοφική και κοινωνιολογική θεώρηση του μυθιστορήματος είναι το δυνατό του στοιχείο.Ξεκινώντας από το θεώρημα ότι «ο κάθε εξερευνητής είναι καταστροφέας»,βλέπουμε τον βιασμό του φυσικού πλούτου της περιοχής,τα δεινά της αποικιοκρατίας (μη ξεχνάμε ότι ο 19ος αιώνας θα αποδειχθεί δραματικός γιά την ήπειρο),τους πολιτισμούς που χάθηκαν γιά πάντα.Μέσα από τη μελαγχολική ματιά του Στρατή ,ο συγγραφέας μας περιγράφει την απογοήτευσή του γιά ένα κόσμο που χάθηκε και δεν θα ξαναβρεθεί ποτέ.

Το φιλόδοξο και τόσο γοητευτικό βιβλίο του Μοδινού θα λειτουργούσε καλύτερα και διεισδυτικότερα εάν περιοριζόταν κατά το ένα τρίτο.Υπάρχει μεγάλη πολυλογία που κουράζει και νιώθεις να χαλαρώνει η προσοχή σου.Οι ομοιότητες με την αριστουργηματική ταινία του Bob Rafelson «Τα βουνά του φεγγαριού» είναι έντονες αλλά αυτό δεν ενοχλεί ιδιαίτερα,ενώ ήδη ανέφερα τη «χάρτινη» προσωπικότητα του Στρατή.Από την άλλη όμως,το βιβλίο έχει ψυχή,έχει άποψη,έχει προσωπικότητα και όπως προείπα δεν φοβάται το θέμα του.Βρίσκω υπερβολικό τον ενθουσιασμό του πάντα απαιτητικού Δ.Κούρτοβικ γιά το βιβλίο αλλά πάνω απ’όλα θεωρώ ότι είναι προτιμότερο να διαβάζουμε τέτοιας πνοής ελληνικά μυθιστορήματα , με τις όποιες ατέλειές τους , παρά τις συνηθισμένες ιστοριούλες ενδοσκόπησης που κατακλύζουν την ντόπια λογοτεχνική παραγωγή.
 
Τετάρτη, Μαρτίου 05, 2008
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 05, 2008 | Permalink
...Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας...
Με μεγάλη χαρά αποδέχομαι την πρόσκληση της φίλτατης Εαρινής Συμφωνίας να συμμετάσχω στο παιχνίδι αναμνήσεων γιά τον Γιώργο Σεφέρη.
Αλήθεια πόσα χρόνια είχα να διαβάσω ποίηση του Σεφέρη?Κάποτε ήταν ο αγαπημένος μου,με τα χρόνια ξεθώριασε η αγάπη αλλά δεν έσβησε.Μεγαλώνοντας αλλάζουμε,τα γούστα μας αλλάζουν,καινούριες (λογοτεχνικές) αγάπες έρχονται αλλά η σπίθα παραμένει.Δεν χρειαζόταν πολύ...Απλά να ξεφυλίσω πάλι τον συγκεντρωτικό τόμο με τα ποιήματά του.

Η αίσθηση?Σαν να ξαναδιάβηκα «τον κήπο των ηδονών»,περισσότερο ώριμος,περισσότερο κατασταλαγμένος.Θυμάμαι τη συγκίνηση των ερωτικών του ποιημάτων:παραμένει η ίδια..Θυμάμαι το πόσο «άβολα» αισθανόμουν διαβάζοντας τα περισσότερο εγκεφαλικά του ποιήματα,με τα χρόνια και διαβάζοντας T.S.Eliot είχα συνειδητοποιήσει τις επιρροές αλλά ξαναδιαβάζοντας τα ,αντιλήφθηκα καλύτερα την μεγαλωσύνη του.

Το περίεργο όμως είναι ότι αυτά τα ποιήματα που λάτρευα παλαιότερα,μ’άρεσαν εξ’ίσου το ίδιο και τώρα.Η αδυναμία μου είναι τα ποιήματά του μέχρι το 1937-38 ,όχι ότι μ’αφήνουν αδιάφορο τα μεταγενέστερα –τα οποία θεωρούνται και ποιοτικότερα αλλά η ποίηση είναι κατά τη φτωχή μου άποψη περισσότερο έκφραση συναισθημάτων και ρυθμός που σε αγγίζει σε ένα μεταφυσικό επίπεδο παρά εγκεφαλικά κατασκευάσματα.

Η συνεισφορά μου στο παιχνίδι θα είναι δύο ποιήματα (αποσπάσματα) από το «ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ».Όλα τα ποιήματα που ανήκουν σ’αυτή τη συλλογή είναι κορυφαία,αλλά τα συγκεκριμένα είναι τα αγαπημένα μου . Εαρινή μου,είμαι υπόχρεως...


Η'

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών
στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε
χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα
ούτε με τ’άστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια.
Τριμμένες από τους δίσκους των φωνογράφων
δεμένες άθελα μ’ανύπαρχτα προσκυνήματα
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες.

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
από λιμάνι σε λιμάνι;

Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες,ανασαίνοντας
τη δροσιά του πεύκου πιό δύσκολα κάθε μέρα,
κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας
κι εκείνης της θάλασσας,
χωρίς αφή
χωρίς ανθρώπους
μέσα σε μιά πατρίδα που δεν είναι πιά δική μας
ούτε δική σας.

Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά
κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε
λίγο πιό χαμηλά ή λίγο πιό ψηλά
ένα ελάχιστο διάστημα



ΙΘ'

Κι αν ο αγέρας φυσά δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανήφοροι στα βουνά

μας βαραίνουν
οι φίλοι που δεν ξέρουν πιά πως να πεθάνουν.
 
Σάββατο, Μαρτίου 01, 2008
posted by Librofilo at Σάββατο, Μαρτίου 01, 2008 | Permalink
The Master
Ο σπουδαίος Αμερικανός μυθιστοριογράφος Χένρι Τζέημς ζει στην Αγγλία εδώ και μερικά χρόνια και αρκετό καιρό ψάχνει γιά κάποιο σπίτι έξω από το Λονδίνο.Στο μικρό χωριό Ράϊ,βρίσκει ένα κότατζ,το Λαμ Χάουζ,που πληροί τις προδιαγραφές του,το οποίο του γίνεται έμμονη ιδέα.Μετά από κάποιο διάστημα επιτέλους το σπίτι ελευθερώνεται,και ο Τζέημς το ενοικιάζει.

«...Περιέργως,τους επόμενους μήνες ένιωθε ως επί το πλείστον φόβο,σαν να είχε ξεκινήσει απροετοίμαστος ένα τεράστιο και ριψοκίνδυνο οικονομικό εγχείρημα που θα μπορούσε να του κοστίσει ό,τι είχε και δεν είχε.Τώρα έπρεπε να φροντίσει γιά ένα σωρό θέματα,να βρει επιπλέον προσωπικό,ν’αγοράσει έπιπλα κι άλλα πράγματα γιά το σπίτι,ν’αποφασίσει αν θα κρατούσε ή θα νοίκιαζε το διαμέρισμα στο Λονδίνο.Επίσης,τώρα που θα είχε ν’αντιμετωπίσει αυτές τις τεράστιες υποχρεώσεις,έπρεπε να σιγουρέψει το οικονομικό του μέλλον.Όμως πέρα απ’όλες αυτές τις έγνοιες ένιωθε να τον πλημμυρίζει ένα αόριστο και τρομερό προαίσθημα.Επί εβδομάδες δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν,ώσπου του αποκαλύφθηκε ξαφνικά:όταν μπήκε στα δωμάτια του επάνω ορόφου του Λαμ Χάουζ,και μάλιστα σ’αυτό που θα χρησιμοποιούσε γιά κρεββατοκάμαρα,ήταν σίγουρος ότι θα έμπαινε στο δωμάτιο όπου θα πέθαινε.Καθώς μελετούσε το μισθωτήριο,διαισθάνθηκε ότι μέσα σ’αυτά τα είκοσι ένα χρόνια θα ερχόταν κάποια στιγμή το τέλος του.Για περίπου τριακόσια χρόνια οι τοίχοι αυτού του σπιτιού είχαν δει πολλούς άντρες και γυναίκες να έρχονται και να φεύγουν,και τώρα το σπίτι είχε προσκαλέσει κι εκείνον να γευτεί γιά λίγο τη γοητεία του,τον είχε προσελκύσει εκεί και του πρόσφερε προσωρινά τη φιλοξενία του.Θα τον υποδεχόταν εγκάρδια κι ύστερα θα τον ξεπροβόδιζε κι αυτόν όπως τους άλλους.Σ’ένα απ’αυτά τα δωμάτια θα ψυχορραγούσε,σ’αυτό το σπίτι θα γινόταν ένα άψυχο σώμα.Η ιδέα ήταν ανατριχιαστική και παρήγορη μαζί.Χωρίς κανένα δισταγμό είχε κάνει αυτό το ταξίδι γιά να γνωρίσει το μέρος,όπου θα πέθαινε,ν’απομακρύνει το μυστήριο του θανάτου,μιά από τις άγνωστες διαστάσεις του.Σ’αυτό το μέρος όμως θα ερχόταν επίσης γιά να ζήσει,θα περνούσε πολλές ώρες της ημέρας δουλεύοντας και πολλές βραδινές ώρες πλάϊ στο τζάκι.Μετά από τόσα χρόνια ανήσυχης περιπλάνησης είχε βρει πιά το σπίτι του και τώρα λαχταρούσε να φωλιάσει μέσα στη ζεστή και γοητευτική του ατμόσφαιρα.»

Η μεγάλη γοητεία της μυθιστορηματικής βιογραφίας του Κολμ Τόϊμπιν « ΧΕΝΡΙ ΤΖΕΪΜΣ,Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ »(Εκδ.Ωκεανίδα,σελ.562) (85),είναι το ύφος και η ατμόσφαιρα της.Ο συγγραφέας με υπέροχο στυλ και χωρίς να αντιγράφει ή να μιμείται τον μεγάλο δημιουργό έγραψε ένα βιβλίο που μας φέρνει πολύ κοντά στην προσωπικότητα του Τζέϊμς εκμεταλλευόμενος το στυλ των βιβλίων του Δάσκαλου.Ευτυχώς που πριν από λίγα χρόνια εκδόθηκε και το μυθιστόρημα του David Lodge «ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ!!»,άλλο ένα υπέροχο βιβλίο γιά την θεατρική πορεία (και όχι μόνο)του Χ.Τζέϊμς,το οποίο γενικά δεν μοιάζει με τον «Δάσκαλο».

Το βιβλίο καλύπτει μιά περίοδο 4 ετών (από το 1895 έως το 1899)από τη ζωή του Χ.Τζέϊμς.Αρχίζει με την παταγώδη αποτυχία του θεατρικού του έργου «Γκάϊ Ντόμβιλ»,το οποίο ανεβάινει στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου γιά να κατέβει σχεδόν αμέσως και να αντικατασταθεί από ένα έργο του μεγάλου σταρ της εποχής Όσκαρ Ουάϊλντ.Τελειώνει με την επίσκεψη της οικογένειας του αδερφού του,φιλόσοφου Ουίλιαμ Τζέϊμς και την επανένωση (κατά κάποιο τρόπο) των δύο ψυχραμένων γιά χρόνια αδερφών.Ενδιάμεσα παρακολουθούμε διάφορα επεισόδια της ζωής του.Το ταξίδι του στην Ιρλανδία,την αγορά του σπιτιού στο Ράϊ και τις ξεκαρδιστικές σκηνές με τους μεθύστακες υπηρέτες του,με ένα μεγάλο φλας-μπακ τα χρόνια του εμφυλίου όταν ζούσε με την οικογένειά του στο Νιούπορτ της Αμερικής,το ταξίδι του στην Ιταλία μετά την αυτοκτονία της φίλης του,συγγραφέως Κόνστανς Φένιμορ Γούλσον και την γνωριμία του εκεί με τον πανέμορφο γλύπτη Χέντρικ Άντερσεν,τον οποίο ο Τζέϊμς ερωτεύεται.

Ο Τόϊμπιν αναφέρεται συχνά στην ομοφυλοφιλία του Δάσκαλου.Μιά ομοφυλοφιλία διακριτική και καταπιεσμένη.Από τα βλέμματα με τον νεαρό υπηρέτη στην Ιρλανδία,μέχρι το πάθος που τον κυριεύει μπροστά στη θέα του Άντερσεν,ο Τζέϊμς συγκρατείται και ελέγχει τα συναισθήματά του.Ο κόσμος ήταν διαφορετικός,και έπρεπε κάποια στάνταρντς συμπεριφοράς να ακολουθούνται,το σοκ που βιώνει ο Τζέϊμς όταν πληροφορείται ότι ο Ουάϊλντ διακηρύσσει ανοιχτά τις ερωτικές του προτιμήσεις είναι ενδεικτικό του στυλ της εποχής.Ο Δάσκαλος είναι γενικά συγκρατημένος άνθρωπος,δεν αφήνει κανένα συναίσθημα,καμία πτυχή της ευαισθησίας του να φανεί.Στο βιβλίο διακρίνεται επίσης μιά μεγάλη αμοιβαία έλξη με την Γούλσον,η οποία ήταν ιδιαίτερα εκκεντρική ως προσωπικότητα,αλλά παρ’όλες τις συχνές-συχνότατες επαφές δεν διαφαίνεται να προχώρησαν σε κάτι πιό ουσιαστικό.Ο Τζέϊμς αισθάνεται ενοχές γιά την αυτοκτονία της φίλης του,οι συγγενείς της τον θεωρούν ψιλοϋπεύθυνο γιά τον χαμό της αν και δεν του το λένε κατάμουτρα.Όταν επισκέπτεται τη Βενετία ,ο Τόϊμπιν μας χαρίζει μιά μεγαλειώδη λογοτεχνικά σκηνή όταν με ένα γονδολιέρη πετάνε τα ρούχα της Γούλσον στη θάλασσα...

Πάνω απ’όλα όμως,το μυθιστόρημα είναι μιά άσκηση μνήμης ,νοσταλγίας και περιπλάνησης στην ντουλάπα με τους σκελετούς του Δάσκαλου.Οι οικογενειακές στιγμές στην πολυμελή οικογένεια των Τζέϊμς μεταφέρονται με εκπληκτικό τρόπο.Ο αναγεννησιακός πατέρας που ασχολείται με όλες τις μορφές της τέχνης,η υπερπροστατευτική μητέρα,η υπερευαίσθητη αδερφή,ο συγκροτημένος και σοβαρός Ουίλιαμ που παρ’ότι μόνο ενάμιση χρόνο μεγαλύτερος από τον Χένρι του φέρεται σαν πατέρας,τα δύο μικρότερα αδέρφια που κατατάσσονται στον στρατό των Βορείων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου με οδυνηρές συνέπειες.Ο Χ.Τζέϊμς ζούσε με τις ενοχές του γιατί απέφυγε τη στράτευση χρησιμοποιώντας τις σπουδές του ως πρόσχημα,γιατί δεν στάθηκε περισσότερο κοντά στην αδερφή του,γιατί δεν πολυκατάλαβε τον πατέρα του.Από το βιβλίο ουσιαστικά βγαίνει το συμπέρασμα ότι η «φυγή» του στην γηραιά ήπειρο ήταν μονόδρομος.Η λατρεία του γιά οτιδήποτε βρετανικό ήταν η προσπάθεια του να απογαλακτισθεί από τον μικρόκοσμο του Νιούπορτ και ν’ανοίξει τα φτερά του.

Στο μυθιστόρημα του Τόϊμπιν μαθαίνουμε λεπτομέρειες γιά βιβλία του Τζέϊμς,ενώ καταλαβαίνουμε τον τρόπο σκέψης του.Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του έχουν πολλά στοιχεία από τις καθημερινές του επαφές – κάποια στιγμή δε ,η Γούλσον του το λέει,ότι δεν επιθυμεί να γίνει η ηρωίδα κάποιου από τα βιβλία του καθώς συνειδητοποιεί επισκεπτόμενη έναν φίλο του Τζέϊμς στην Φλωρεντία ότι το σπίτι του,μεταφέρθηκε αυτούσιο στο ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΜΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ.

Ένα βιβλίο αγάπης γιά τον Τζέϊμς,γραμμένο με σεβασμό και αφηγηματική μέθοδο που δεν προδίδει τον μεγάλο Δάσκαλο και αποτελεί μιά εξαίσια διαφήμιση γιά τα βιβλία του.Σε μία αριστουργηματική σκηνή γεμάτη από πνιγμένα συναισθήματα,ο Τζέϊμς βρίσκεται στην βιβλιοθήκη του Λαμ χάουζ με τον νεαρό Άντερσεν (το αντικείμενο του πόθου του),όταν ο συγγραφέας δακρύζει καταλαβαίνουμε ότι παρ’ότι στα μυθιστορήματά του μετέφερε σκηνές από την καθημερινή του ζωή,και το γράψιμο τους ήταν η καθαρή και συνειδητοποιημένη επιλογή που έκανε στη ζωή του,η αξεπέραστη γοητεία τους πηγάζει από τις πράξεις που ποτέ δεν έκανε και δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιήσει...

«...Όταν κατέβηκε ο Άντερσεν,τα μαλλιά του ήταν φρεσκολουσμένα,υγρά ακόμη,και το ανοιχτό του δέρμα,είχε κοκκινίσει απ’τον ήλιο.Χαμογέλασε,κάθισε αναπαυτικά,άρχισε να πίνει το ποτό του κι έριχνε εξεταστικές ματιές στον κήπο γύρω του σαν να μην τον είχε ξαναδεί.Ο Χένρι του είχε ήδη δείξει το δωμάτιο του κήπου όπου εργαζόταν το καλοκαίρι,αλλά δεν τον είχε καλέσει ακόμη μέσα.Τώρα του πρότεινε να το επισκεφτούν,και με τα ποτά τους στο χέρι διέσχισαν μαζί το γκαζόν.
«Εδώ λοιπόν γράφεις όλα σου τα έργα»είπε ο Άντερσε μόλις ο Χένρι έκλεισε πίσω τους τη πόρτα.
«Εδώ παίρνουν μορφή όλες οι ιστορίες»είπε ο Χένρι
Στ’αριστερά της εισόδου ήταν μιά εντοιχισμένη βιβλιοθήκη,και ο Άντερσεν,αφού μελέτησε τη θέα και θαύμασε το φως,άρχισε να κοιτάζει τα βιβλία,χωρίς να δείχνει ν’αντιλαμβάνεται στην αρχή πως όλα είχαν γραφτεί απ’τον οικοδεσπότη του.Έπιασε ένα-δυό κι ύστερα φάνηκε να καταλαβαίνει σιγά σιγά πως αυτή η μεγάλη και ψηλή βιβλιοθήκη περιείχε τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα του Χένρι Τζέημς,όλες τις εκδόσεις τους που είχαν γίνει και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.Εντυπωσιάστηκε πολύ κι άρχισε να κατεβάζει βιβλία και να διαβάζει τους τίτλους στη ράχη και τα εξώφυλλα.
«Μα έχεις γράψει ολόκληρη βιβλιοθήκη»είπε. «Πρέπει να τα διαβάσω όλα».
Γύρισε και κοίταξε τον Χένρι
«Το ήξερες από πάντα ότι θα έγραφες όλ’αυτά τα βιβλία?»
«Βασικά ξέρω ποιά θα είναι η επόμενη πρόταση»είπε ο Χένρι, «αλλά πολύ συχνά ξέρω ποιά θα είναι και η επόμενη ιστορία,και κρατάω σημειώσεις γιά μυθιστορήματα».
«Μα...όλ’αυτά δεν είναι μέρος ενός σχεδίου που έκανες κάποτε?Δεν πήρες κάποια στιγμή απόφαση τι θα κάνεις στη ζωή σου?»
Μέχρι να του κάνει και τη δεύτερη ερώτηση ο Άντερσεν,ο Χένρι του είχε γυρίσει την πλάτη και κοίταζε προς το παράθυρο,χωρίς να ξέρει γιατί τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα.»