Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2007
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2007 | Permalink
Inside,i grow old...but outside,i grow young...
«Είμαστε όλοι μας μία αγάπη στη ζωή κάποιου ανθρώπου»

Τι θα γινόταν εάν από κάποιο τερτίπι του χρόνου ,της μοίρας ,του DNA μας ζούσαμε την ζωή μας ανάποδα?Δηλαδή γεννιόμασταν γέροι και πεθαίναμε μωρά?Αυτό είναι το βασικό θέμα του υπέροχου μυθιστορήματος του νέου Αμερικανού συγγραφέα Andrew Sean Greer «Οι εξομολογήσεις του Μαξ Τίβολι» (εκδ.ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ) (85).

Όταν γεννιέται ο Μαξ Τίβολι το 1871,είναι μιά μινιατούρα ενός γέρου ανθρώπου στα 70 του.Ο Μαξ ζεί την ζωή του αντίστροφα και το σώμα του γίνεται νεότερο όσο περνάνε τα χρόνια.Όταν ο Μαξ είναι 17 ετών και μοιάζει 53 ερωτεύεται την Άλις η οποία είναι κόρη μιάς νοικάρισας της μητέρας του,η οποία (μητέρα της Άλις) τον ξεπαρθενεύει .Θα πρέπει να περιμένει όταν η εμφάνιση του συμβαδίζει με την ηλικία του γιά λίγα χρόνια (καπου στην μέση της ζωής του) για να βρει ανταπόκριση ο έρωτας του.Το μυστικό της ζωής του το μοιράζεται μόνο με τον καλύτερό του φίλο τον Χιού,ο οποίος τον συντροφεύει και βιώνει μαζί με τον Μαξ την αντίστροφη πορεία.Ο έρωτας του Μαξ γιά την Άλις είναι τόσο απόλυτος και τόσο παντοτεινός που καταλήγει στα 58 του με εμφάνιση 12ετή να υιοθετηθεί από την αγνοούσα την πραγματικότητα 55άρα Άλις και να μοιράζεται το δωμάτιο με τον συνομήλικό του γιό.

Φαίνεται μπερδεμένο αλλά δεν είναι.Διαβάζοντας αυτό το έξαιρετικά ευφάνταστο μυθιστόρημα και συμπάσχοντας με τον ήρωά του όλα εξηγούνται.Ο συγγραφέας αποφεύγει την ευκολία να δημιουργήσει έναν ήρωα τύπου Φόρεστ Γκαμπ,παρακολουθώντας τον Μαξ σε όλη την διάρκεια της ιδιότυπης ζωής του.

Αρκετοί συγγραφείς έχουν ασχοληθεί με το καθαρά λογοτεχνικό αυτό θέμα (Χ.Τζέημς,Φιτζέραλντ,Τουαίην) το οποίο σίγουρα δίνει τα περιθώρια γιά πολλές φιλοσοφικές αναλύσεις.Ο Γκρήρ υιοθετεί ένα στυλ που μοιάζει περισσότερο κινηματογραφικό (αδερφών Κοέν) και σε ορισμένες περιπτώσεις θυμίζει Ναμπόκοφ με την λεπτή ειρωνία που διαπερνά την ιστορία σε όλη της την πορεία.

Είναι σίγουρα δύσκολο να ισορροπήσει ο συγγραφέας ανάμεσα στο γκροτέσκο και στην «πραγματικότητα».Ο Μαξ είναι ένα «τέρας»,ένα «λάθος της φύσης»,υποχρεωμένος να τηρεί τον «Κανόνα» ο οποίος ετέθη από τους γονείς του μόλις άρχιζε να καταλαβαίνει τι του συμβαίνει πραγματικά.

«Συνέβη ένα χειμωνιάτικο βράδυ,όχι πολύ μετά το θάνατο της γιαγιάς.Ξύπνησα από τον ήχο της λάμπας πετρελαίου στο δωμάτιο μου και είδα,καθώς η τρεμοπαίζουσα μαγεία του ξεκαθάριζε,τους γονείς μου,ντυμένους σαν να πήγαιναν στην όπερα,να κάθονται στο κρεβάτι μου και να τρίζουν απ’το μετάξι και το κολλάρισμα.Δεν ξέρω τι τους είχε συμβεί εκείνο το βράδυ,σε ποιά τραγωδία συμμετείχαν ή σε ποιό διάσημο υπνωτιστή είχαν παραδεχτεί την κατάστασή τους,όμως είχαν την έκφραση μετανοημένων φονιάδων που κάλεσαν τα πνεύματα των θυμάτων τους σε σεάνς,και καθώς ο πατέρας γύρισε τον μοχλό της λάμπας που γέμισε το δωμάτιό μου ένα ροζέ φως και μιά πικρή γεύση,η μητέρα γονάτισε κοντά στο κουρασμένο πρόσωπό μου και μου είπε τον «Κανόνα».Χωρίς εξηγήσεις.Απλά τον επανέλαβε γιά να ξέρω ότι εκείνη τη στιγμή μαθαίναμε κάτι και δεν ονειρευόμουν.Αυτά ήταν μάγια που κάναμε,κι αν ήμουν ευσυνείδητος γιός,θα πρέπει να την αφήσω να υφάνει το ξόρκι.Ο πατέρας μου στεκόταν δίπλα στη λάμπα με τα μάτια του κλειστά σε ένα θείο δέος.Μετά αισθάνθηκα να κοιμάμαι και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο.Ο «Κανόνας» μου υπέδειξε τις ενέργειές μου κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ζωής μου.Μου επέτρεψε να βασίσω πάνω στην απλότητά του όλες τις μεγάλες αποφάσεις της ζωής μου κι’έτσι με πήγε πολύ μακρύτερα απ’όσο μόνος μου θα κατάφερνα,καλύπτοντας την απόσταση από την πόλη που γεννήθηκα μέχρι το κρύο ξυλόκουτο με την άμμο που τώρα καλύπτει τα γυμνά μου πόδια.
«Νά’σαι αυτό που νομίζουν ότι είσαι» μου ψιθύρισε η μητέρα μου εκείνο το βράδυ μ’ένα δάκρυ στις άκρες των ματιών της. «Νά’σαι αυτό που νομίζουν ότι είσαι.Νά’σαι αυτό που νομίζουν ότι είσαι.»
Προσπάθησα , μητέρα.Μ’έκανε να πονέσω πολύ,αλλά μ’έφερε κι’εδώ που είμαι τώρα.»


Ο Γκρηρ αναπαριστά με τελειότητα τον κόσμο των αρχών του 20ου αιώνα δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο ντύσιμο και στο στυλ των ανθρώπων,αλλά ας μη ξεχνάμε ότι απαραίτητο στοιχείο της εμφάνισης του ήρωα στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του είναι η μεταμφίεση διότι πρέπει συνεχώς να δείχνει μιά άλλη ηλικία από αυτή που πραγματικά είναι.

Η μελαγχολία διατρέχει το μυθιστόρημα από την αρχή μέχρι το τέλος και η μοναξιά του ήρωα είναι διάχυτη σε όλες τις σελίδες αλλά αυτό που μένει στο πικρό τέλος είναι αυτό που κάπου λέει ο ήρωας «Η ζωή είναι σύντομη και γεμάτη θλίψη,αλλά την αγαπάω.»
 
Τρίτη, Ιανουαρίου 16, 2007
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 16, 2007 | Permalink
Περί παραδείσων γενικώς...
Με την Αγία Ελληνική Οικογένεια καταπιάνεται η Σοφία Νικολαϊδου στο τελευταίο της μυθιστόρημα «Ο ΜΩΒ ΜΑΕΣΤΡΟΣ» (εκδ.ΚΕΔΡΟΣ) (70).

Ελκυστικό θέμα το οποίο αφήνει πολλά περιθώρια ανάπτυξης και προβληματισμού.Εδώ έχουμε μιά οικογένεια αρκετά διαφορετική από τα συνηθισμένα.Ο πατέρας επιχειρηματίας της νύχτας πετυχημένος,πρώην εξεγερμένο νιάτο,αναρχική φυσιογνωμία,χαρισματική προσωπικότητα αλλά συναισθηματικά ανίκανος ευρισκόμενος σε μιά παρατεταμένη εφηβεία (κοινώς λεβεντομαλάκας).Η μητέρα γοητευτική φιγούρα ως νέα,καταθλιπτική προσωπικότητα ως μητέρα,παραιτημένη απ’όλα και από όλους.Η κόρη βασική ηρωίδα του μυθιστορήματος δύστροπη,ανυπότακτη σε μιά συνεχή αμφισβήτηση των πάντων.
Όταν ο πατέρας πεθαίνει μετά από βασανιστική ασθένεια,η «ακαμάτρα» κόρη κληρονομεί τα (χρεωκοπημένα) νυχτερινά μαγαζιά και αποφασίζει να παλέψει κολυμπώντας στα βαθιά.

Μυθιστόρημα αυτογνωσίας και ενηλικίωσης,το οποίο ξεκινάει πολύ καλά αλλά χάνεται στην διαδρομή κυρίως με την εισαγωγή στην ιστορία του πάνσοφου,παντογνώστη,σούπερ γκόμενου,σπουδαίου και καταπληκτικού μπάρμαν Μωβ,και του αινιγματικού Ρώσου μαφιόζου οι οποίου συνδράμουν την νεαρά στην εκπλήρωση των στόχων της.

Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες του βιβλίου συμβάλλουν στην δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας και βοηθάνε στην εναλλαγή των εικόνων δημιουργώντας ένα βιβλίο που παρά το δύστροπο θέμα του κυλάει άνετα.Η γραφή της Νικολαϊδου (η οποία είναι και εξαιρετική κριτικός λογοτεχνίας-την στήλη της στα ΝΕΑ την παρακολουθώ ευλαβικά),είναι πολύ καλή (αν και κάπως κυνική γιά τα γούστα μου), και έχει προσωπικότητα και σπιρτάδα,πιστεύω όμως ότι το υλικό της ξέφυγε στην πορεία και δεν μπορούσε να το συγκρατήσει,αυτόματα λοιπόν οδηγήθηκε σε ένα τέλος του βιβλίου που δείχνει μάλλον συμβατικό γιά το ύφος του.

«Όταν ήμουνα μικρή,ήθελα να το ακούω ξανά και ξανά.Πως γνωρίστηκαν σ’εκείνο το πάρτυ.Ο Ιασίδης είχε εμφανιστεί με τον Σουγλέ.Κοστουμαρισμένοι ,με γυαλισμένα τα παπούτσια τους.Θα είχε ντάμες απ’το Καλαμαρί τους είπαν.Ο μπαμπάς τρελλαινόταν να πειράζει κορίτσια που είχαν μεγαλώσει στις καλόγριες.Αυτές είναι πιό ξαναμμένες απ’τις άλλες έλεγε κι’έκλεινε το μάτι στον Σουγλέ με νόημα....
Είχε πιεί ήδη τρία βερμούτ,όταν μπήκε η Μπένια.Δεν φορούσε φουστάνι με φουρό όπως οι υπόλοιπες αλλά παντελόνια,ισορροπούσε με επιτυχία στα τακούνια της,είχε μεγάλα βυζαντινά μάτια που έτρωγαν τον τόπο γύρω,ο Ιασίδης δεν ήξερε τι θα πεί βυζαντινά μάτια,αλλά ένιωσε τις τρίχες στο στέρνο του να κυματίζουν την πρώτη φορά που τον κοίταξε.Δεν είχε τρόπο ν’αμυνθεί κι’αρχισε τα καραγκιοζιλίκια ,τι άνοιγε τα πόδια σπαγγάτο στις φιγούρες,τι κάπνιζε τέσσερα τσιγάρα ταυτόχρονα περασμένα στα δάχτυλα του δεξιού χεριού.Προσπάθησε να φάει τα κεράσια με μαχαιροπήρουνο.Κι όταν κάποιος έβαλε στο πικάπ Στόουνς,την κοίταξε με καμάρι να σηκώνεται μόνη της.Οι άλλες είχαν καθίσει στις καρέκλες τους,έστρωναν τα φουρό στον ποπό τους,η Μπένια πέταξε τα τακούνια της.Γυμνώθηκαν τα πόδια της,γλυπτά οι αστράγαλοι,χόρεψε με την ψυχή της.
Ο Ιασίδης τρελλαινόταν γιά τους Στόουνς κυρίως γιά τον Τζάγκερ,ανέκαθεν τους προτιμούσε από τους Μπιτλς που άρεσαν στις μοντέρνες μαμάδες,τα σολαρίσματα του Κιθ ήταν η αδυναμία του.Αυτή τη φορά δεν σηκώθηκε να χορέψει,στεκόταν στη γωνιά του και παρατηρούσε το κορίτσι,πως ανεβοκατέβαινε η χαίτη της,πως ίδρωνε στη βάση του λαιμού.Κι’όταν στο τέλος μια συμμαθήτρια που είχε μαζέψει τα πεταμένα γοβάκια της Μπένιας πλησίασε γιά να της τα δώσει λέγοντας,δεν έπρεπε να τα βγάλεις καλή μου,έσκισες τις κάλτσες σου,ο Ιασίδης δεν κρατήθηκε,
οι Στόουνς χορεύονται χωρίς τακούνια,ντίαρ,είπε και χαμογέλασε.»

Σε τελείως αντίθετο μήκος κύματος κινείται η νουβέλα του Ν.Κουνενή «Ω,ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ» (εκδ.Μεταίχμιο) (80),ένα σαρωτικό αφήγημα γιά τα Ελληνικά εκκλησιαστικά δρώμενα.Το βιβλίο έγινε απίστευτα επίκαιρο τον χρόνο που πέρασε διότι ουσιαστικά περιγράφει τα γεγονότα που συνέβησαν με τα λείψανα του μοναχού Βησσαρίωνα αλλά βέβαια είναι γραμμένο πριν από αυτά.
Στην Ελλάδα όμως έχουμε πληθώρα παρόμοιων «θαυμάτων» οπότε το θέμα αυτό είναι πάντα επίκαιρο.

Η αφήγηση της νουβέλας τοποθετείται στο πολύ άμεσο μέλλον και η εκκλησία του κράτους της Αβασκανίας περνάει μεγάλη κρίση.Ως λύση των άμεσων προβλημάτων τι άλλο θα ήταν καλύτερο από ένα «θαύμα».Στην απομακρυσμένη γυναικεία μονή του Οσίου Πρόκλου (τον οποίο ο Θεός τον υπέβαλλε στην δοκιμασία του μόνιμου πριαπισμού λόγω του έντονα έκλυτου βίου του) , εμφανίζεται ξαφνικά ο ίδιος ο Όσιος.Η ανάσταση του βιντεοσκοπείται και γίνεται θέμα στα δελτία ειδήσεων και ο λαός συρρέει στους ναούς.Τα θαύματα συνεχίζονται διότι ο Όσιος Πρόκλος συνεχίζει τις εμφανίσεις του με απεριόριστη επιτυχία.Ο Πρωτοποιμένας Θεόμβροτος κάνει ότι θέλει την κυβέρνηση η οποία ικανοποιεί όλες τις απαιτήσεις του,και του Υπουργείο Τουρισμού κάνει διαφημιστική καμπάνια σε όλο τον κόσμο με σύνθημα «Ζήσε το Θαύμα».Τα προβλήματα αρχίζουν όταν διάφοροι Όσιοι Πρόκλοι «μαϊμούδες» εμφανίζονται σε διάφορα μέρη της χώρας ξαφρίζοντας τους άβολους πιστούς.Ο Θεόμβροτος καταφέρνει να περάσει ένα νόμο περί «αντιποίησης μορφής» ο οποίος έχει αναδρομική ισχύ και κατοχυρώνει τα πνευματικά δικαιώματα της Εκκλησίας επί του Οσίου πετάγοντας έξω από τα κέρδη το γυναικείο μοναστήρι το οποίο αρνείται να υποταχθεί και στασιάζει.Η συνέχεια είναι εξίσου τρελλή και θεοπάλαβη αλλά τόσο μα τόσο επίκαιρη.

Προκλητικό,ασεβές,χιουμοριστικό, υπερβολικό αλλά και κωμικό μέχρι δακρύων σε ορισμένα σημεία, με κορυφαίο ήρωα τον αφανή τηλεθεατή Μελέτη,ο οποίος από το συνεχές ζαπάρισμα έχει λαλήσει.Ένα είδος λογοτεχνίας (?) που δεν ανθεί ιδιαίτερα στην σοβαροφανή χώρα μας αλλά που εάν είναι εύστοχο (όπως το συγκεκριμένο) αποτελεί όαση μέσα στην μιζέρια που μας περιβάλλει.

«Ζαπάρεις.Και ρουφάς άπληστα –γιά πεντηκοστή,εξηκοστή,εκατοστή φορά-την εικόνα του Πρόκλου ενώπιον των καλογραιών της μονής που φέρει τ’όνομά του.Και ξεραίνεσαι στο γέλιο με τις αμήχανες φάτσες του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης,που ,εκόντες άκοντες,πλαισιώνουν τον μόλις προ ολίγων ημερών ταπεινωμένο και νυν μεγάλο θριαμβευτή και εκλεκτό της κοινής γνώμης Πρωτοποιμένα Θεόμβροτο,που ποζάρει στον τηλεοπτικό φακό με ύφος τριάντα ημιθέων.Και παρακολουθείς εντυπωσιασμένος γιά πολλοστή επίσης φορά,το θαύμα του αναβλέψαντος αομμάτου και τις εναγώνιες-πλήν μάταιες-προσπάθειες των δημοσιογράφων να τον βρουν και να εξασφαλίσουν από αυτόν μια αποκλειστική συνέντευξη.Κι’έπειτα αφήνεσαι γοητευμένος στην ακολουθία των θαυμάτων,όπως σου την δίνει συνοπτικά το δεύτερο κανάλι της κρατικής τηλεόρασης (αφηγητής Μητροπολίτης Ροζάριος):Πρόκλος θεραπεύων χωλόν εις Δευτερούπολιν,Πρόκλος διασώζων ναυαγόν εις Αχράνιον Πελαγος,Πρόκλος βροχοποιός εις Ξηρόκαμπον,Πρόκλος κινών παράλυτον εις κεντρικήν Αγαθούπολιν…
Ζαπάρεις.Και βλέπεις τα πλήθη των πιστών να συνωστίζονται και πάλι εντός και πέριξ των ναών ψάλλοντας ύμνους και ταϊζοντας με γενναιοδωρία τα ασφυκτιούντα από προσφορές παγκάρια.Και συλλέγεις από παντού δηλώσεις πίστης,διατυπωμένες με το αρμόζον στη στιγμή ιερό δέος:ο ξερακιανός και λαλίστατος συνταγματολόγος,που προβαίνει σε δημόσια δήλωση πίστης εξηγώντας παράλληλα πως δεν υφίσταται ασυμβίβαστο ανάμεσα στην τεκμηριωμένη κοσμική πραγματικότητα της πολιτικής,της οικονομίας και την υπερβατική πραγματικότητα του Θείου,αφετέρου,ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης που σου εξηγεί τα πλεονεκτήματα της εμφάνισης του Οσίου,τα οποία εφοδιάζουν με νέα δυναμική την προσπάθεια εσωτερικής ανάπτυξης και διεθνούς αναβάθμισης της χώρας,ο εφοπλιστής που ήδη απέσυρε από τα πλοία του τα ονόματα διακεκριμένων πρωταθλητών και τα βάφτισε με πρόκλεια και εν γένει μονοπιστικά ονόματα....ο υπουργός Τουριστικής Προσέλκυσης που περιφέρεται από ναόν εις ναόν,βεβαιώνων ότι η τουριστική σεζόν θα είναι ένας θρίαμβος,καθώς πλήθη πιστών ανεξαρτήτως θρησκευτικού δόγματος,προγραμματίζουν ήδη τις διακοπές τους στην Αβασκανία με την κρυφή ελπίδα να ζήσουν την ανεπανάληπτη εμπειρία μιάς συνάντησης με τον Πρόκλο τον Τρίτο(τον Ευσεβή). «Ζήσε το Θαύμα»,αυτό είναι το σύνθημα της φετεινής τουριστικής μας καμπάνιας,δηλώνει πανευτυχής ο επόπτης πασών των ακτών και μαρινών,ο προστάτης πάντων των ξενώνων,ειδών εστίασης και ψυχαγωγίας κύριος Σερβατώρος.»


Τον παράδεισό τους ψάχνουνε και οι ήρωες του μάλλον άνισου μυθιστορήματος ενός από τους αγαπημένους μου Λατινοαμερικάνους συγγραφείς, Μάριο Βάργκας Λιόσα «Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΓΩΝΙΑ» (εκδ.Καστανιώτη) (75).Στο βιβλίο αυτό ο Λιόσα (εμβληματική φυσιογνωμία της παγκόσμιας πεζογραφίας του τελευταίου μισού του 20ου αιώνα),ασχολείται με δύο καταπληκτικές προσωπικότητες,τον ζωγράφο Π.Γκωγκέν και την γιαγιά του,την κοινωνική αγωνίστρια Φλόρα Τριστάν.Ακολουθώντας το στυλ που είχε υιοθετήσει στο υπέροχο προηγούμενο του βιβλίο Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥ,ο Λιόσα αφήνει στην άκρη τον «μαγικό ρεαλισμό» που τον καθιέρωσε και ακολουθεί αυτό του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ κυρίως στην περιγραφή των κοινωνικών αγώνων της Φλόρας Τριστάν.

Οι δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου δεν συναντιούνται ποτέ.Ο συγγραφέας παρακολουθεί την πορεία τους με κεφάλαια που εναλάσσονται χωρίς να τέμνονται.Ουσιαστικά δηλαδή διαβάζουμε δύο ιστορίες κάτι που μάλλον κουράζει μετα τον αρχικό εντυπωσιασμό που προξενεί στον αναγνώστη.

Η Φλόρα Τριστάν έζησε μιά ζωή δύσκολη.Παιδί που προέκυψε από την ένωση ενός ευγενή Περουβιανού και μιάς Γαλλίδας,μεγάλωσε ορφανό και θεωρούμενο νόθο διότι ο γάμος δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από τις Γαλλικές αρχές.Μέσα στην φτώχεια αναγκάζεται να παντρευτεί έναν βίαιο,μέθυσο τύπο ο οποίος την καθιστά σεξουαλικά ανίκανη και με τον οποίο κάνει τρία παιδιά (η κορη της θα είναι η μητέρα του Γκωγκέν).Προσωπικότητα εκρηκτική και πολύ μπροστά από την εποχή της,παρατάει τον άντρα της,εμπλέκεται σε ατέρμονη δικαστική διαμάχη μαζί του,όπου χάνει όλες τις δίκες.Σε ένα απελπισμένο ταξίδι στο Περού,συνειδητοποιεί πολλά πράγματα και με την επιστροφή της στην Γαλλία αφοσιώνεται στον αγώνα γιά την αφύπνιση των εργατών,γιά τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους,γιά την εξανθρώπιση της ζωής τους.Σε μιά Γαλλία όπου υπάρχουν όλων των ειδών τα κοινωνικά ρεύματα (Σαινσιμονιστές,Φουριεριστές,Ικαριστές,Αναρχικοί,κλπ) η Τριστάν περιοδεύει από πόλη σε πόλη λοιδορούμενη,ταλαιπωρημένη από ασθένειες και τελικά καταλήγοντας χτυπημένη από τυφοειδή πυρετό το 1844.

Ο Γκωγκέν είναι πολύ πιό γνωστή σ’εμάς προσωπικότητα περισσότερο γιά τον «αναχωρητισμό» του στις Νότιες Θάλασσες και λιγότερο γιά την ποιότητα της δουλειάς του.Μεγαλωμένος στο Περού όπου είχε καταφύγει η μητέρα του,ασχολείται αρχικά με την θάλασσα και μετά ακολουθεί την καρριέρα του επιτυχημένου χρηματιστή.Παντρεύεται μιά αυστηρών αρχών Δανέζα,κάνει μαζί της παιδιά,βγάζει πολλά λεφτά.Χάρη σε ένα τυχαίο γεγονός ανακαλύπτει την κλίση του στην ζωγραφική και τα παρατάει όλα («μετεβλήθη εντός του,ο ρυθμός του κόσμου» που έλεγε ο Βιζυηνός).Με τα πολλά καταλήγει στην Ταϊτή ψάχνοντας τον Παράδεισο, όπου παρακολουθούμε την ζωή του εκεί και τον τελικό θάνατό του από την σύφιλη που τον κατέτρωγε χρόνια πολλά.

Γιά τους δύο ήρωες,ο παράδεισος είναι στην άλλη γωνία όπως το παιδικό παιχνίδι το οποίο βλέπουν να παίζεται πανομοιότυπα τόσο στο Παρίσι όσο και στην Αρεκίπα του Περού αλλά και στην μακρινή Ταϊτή.Ο παράδεισος γιά τον καθένα τους είναι τόσο διαφορετικός (όπως και γιά τον καθένα από εμάς).Γιά την ιδεαλίστρια Τριστάν είναι σε μιά καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία.Γιά τον Γκωγκέν είναι στην «αγνή» Ταϊτή όπου ο άνθρωπος ζει αρμονικά με την φύση και όπου το σεξ δεν θεωρείται κάτι βρώμικο και καταναγκαστικό αλλά μιά χαρά της ζωής.Και οι δύο απογοητεύονται και ηττώνται.Η Τριστάν δεν βλέπει ιδιαίτερη ανταπόκριση στις περιοδείες της,ο δε Γκωγκέν βρίσκει μιά αποικία ταλαιπωρούμενη από την Γαλλική γραφειοκρατία η οποία δεν τον αφήνει ήσυχο ουδεμία στιγμή.

Το βιβλίο είναι απίστευτα αργό και λεπτομερές σε σημείο πολύ κουραστικό.Η περιοδεία της Τριστάν σε πόλεις της Γαλλίας που είναι τόσο ίδιες η μία με την αλλη βγάζει νοκ-άουτ τον αναγνώστη.Ο Λιόσα χειρίζεται πολύ καλύτερα την ζωή του Γκωγκέν αλλά και εκεί παρατηρούμε μιά έμφαση στη λεπτομέρεια η οποία επιβραδύνει τον ρυθμό του μυθιστορήματος.

Εν κατακλείδι,ένα μυθιστόρημα που ξεκινάει υπέροχα και πιστεύει κανείς ότι θα περάσει πολλές ώρες απόλαυσης μαζί του,το οποίο όμως από την μέση και μετά ανυπομονείς να το τελειώσεις κουρασμένος και εσύ από τις ταλαιπωρίες των ηρώων του.
 
Τρίτη, Ιανουαρίου 09, 2007
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 09, 2007 | Permalink
Μιά διαφορετική "Καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά"
Το μυθιστόρημα του Edward P.Jones «Ο Γνωστός Κόσμος» (εκδ.ΝΕΦΕΛΗ) (85) σηματοδοτεί μιά διαφορετική προσέγγιση στο γνωστό και μάλλον χιλιοειπωμένο θέμα της Αμερικανικής δουλείας.

Ο συγγραφέας επιλέγει ως κεντρικό σημείο του βιβλίου και της ιστορίας του, μια συνηθισμένη φυτεία στον προ-εμφυλιακό Αμερικάνικο Νότο όπου ο ιδιοκτήτης είναι ένας μαύρος,ο Χένρι Τάουνσεντ-ιδιοκτήτης κανονικός με τους σκλάβους του,τις οικογένειες των σκλάβων,ο οποίος επιλέγει μιά νέα και ωραία μαύρη σύζυγο από καλή και ελεύθερη οικογένεια αλλά (δεύτερη έκπληξη του μυθιστορήματος) το βιβλίο αρχίζει με τον ξαφνικό θάνατό του από κάποια αρρώστεια μόλις στα 31 του.

Ο Τζόουνς είναι επηρεασμένος φανερά από το περίφημο μυθιστόρημα της T.Morrison «ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ»,αλλά και από τον Μάρκες αφού ο συγγραφέας αρμονικά συνδιάζει φανταστικά στοιχεία με αληθοφανή ντοκουμέντα,δημιουργώντας ως άλλος Φώκνερ την δικιά του φανταστική πόλη (το Μάντσεστερ της Βιρτζίνια) δίνοντας μάλιστα και στατιστικά στοιχεία και εισάγοντας κάποια στιγμή στην πλοκή και έναν ερευνητη,γιά να κάνει την ιστορία ακόμα πιό ρεαλιστική.

Το μυθιστόρημα δεν κάνει διακρίσεις ,όλοι είναι καλοί και κακοί ταυτόχρονα.Ο μακιαβελικός μεγαλοκτηματίας Ρόμπινς ο οποίος είχε δούλο τον Τάουνσεντ και μετά τον βοήθησε να φτιάξει την δικιά του φυτεία αγοράζοντας δούλους γιά λογαριασμό του,ουσιαστικά διοικεί την πόλη ανεβοκατεβάζοντας τους σερίφηδες,δημιουργώντας περιπόλους επιφυλακής γιά τις νύχτες,βασανίζοντας τους δούλους του,παρ’όλα αυτά διατηρεί ψιλοφανερά μιά δεύτερη οικογένεια με μία μαύρη πρώην δούλα του.
Ο Ταουνσεντ δημιουργεί την φυτεία αλλά και αυτός στηριζεται στους δουλους προκαλώντας φρίκη στους γονείς του.Δεν διστάζει δε όταν κάποιος «απείθαρχος» από αυτούς προσπαθεί να το σκάσει,να του κόψει το αυτί γιά να τον συνετίσει.Η χήρα του ξαφνικα βρισκεται με μιά φυτεία στα χέρια της και στηρίζεται στις υπηρεσίες του (μαύρου) επιστάτη της ο οποίος την βλέπει ερωτικά και προσπαθεί να ξεφορτωθεί την οικογένεια του,ωθώντας τους στην φυγή.
Ο (λευκός) θρησκόληπτος σερίφης ο οποίος είναι ερωτευμένος με την μικρή μαύρη δούλα του,ο ινδιάνος που γιά να συμπληρώσει το εισόδημά του γίνεται μέλος της περιπόλου και βασανίζει με τη σειρά του μαύρους,οι πιό μορφωμένοι μαύροι της πόλης που έχοντας εξαγοράσει την ελευθερία τους,προσπαθούν να μορφωθούν οραματιζόμενοι έναν καλύτερο και πιό δίκαιο κόσμο προσπαθούν και αυτοί να αγοράσουν σε καλή τιμή κανένα μαύρο γιά υπηρέτη και όταν τον βλέπουν λίγο «φευγάτο» δεν διστάζουν να μεταχειρισθούν τις πρακτικές των λευκών γαιοκτημόνων.

Το μυθιστόρημα δεν έχει κάποια ιδιαίτερη πλοκή (και μάλλον αυτό είναι ένα μοιονέκτημά του γιά τον μη-Αμερικανό αναγνώστη),αλλά είναι γεμάτο από εικόνες συχνά λυρικές,πολλές φορές ιδιαίτερα βίαιες.
Ο Τζόουνς περισσότερο εστιάζει στις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ μαύρου ιδιοκτήτη και μαύρου σκλάβου (ο αφέντης είναι αφέντης όποιο χρώμα και να έχει).Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα περιγράφεται πως ο Χένρι Ταουνσεντ αγόρασε το πρώτο του κομμάτι γης από τον Ρόμπινς και λίγο μετά αγόρασε τον πρώτο του δούλο (και μετέπειτα επιστάτη του κτήματός του)τον Μόζες.Χτίζουνε μαζί το σπίτι που ονειρεύεται ο Χένρι και ο ένας βοηθάει τον άλλον.Μιά ημέρα,ο Ρόμπινς περνάει να δει πως πάει ο προστατευόμενός του και το χτίσιμο του σπιτιού..

«Κύριε?»
«Ποιός είναι» είπε ο Ρομπινς,σηκώνοντας το γαντοφορεμένο του χέρι και δείχνοντας με τον αντίχειρα πάνω από τον ώμο του. «Με ποιόν παίζεις σαν μικρό παιδί στο χώμα?»
«Τον Μόζες.Τον ξέρετε τον Μόζες,κύριε Ρόμπινς».Ο Μόζες ήταν δούλος του λιγότερο από 6 μήνες.
«Ξέρω ότι αγόρασες από’μένα ένα δούλο γιά να κάνει όσα υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουν οι δούλοι.Αυτό ξέρω μόνο».
«Μάλιστα κύριε».
«Χένρι» είπε ο Ρόμπινς,κοιτώντας όχι αυτόν μα στην άλλη μεριά του δρόμου, «ο νόμος θα σε προστατέψει σαν αφέντη απέναντι στον δούλο σου και δεν θα φοβηθεί να σε προστατέψει.Η προστασία ξεκινάει απο δω»-και έδειξε ένα φανταστικό σημείο στον δρόμο- «μέχρι τον θάνατο της ιδιοκτησίας σου», κι’έδειξε ένα σημείο λίγο πιό πέρα από το πρώτο. «Όμως ο νόμος περιμένει από σένα να ξέρεις τι θα πει αφέντης και τι θα πει δούλος.Και δεν έχει σημασία αν είσαι πιό σκούρος απ’τον δούλο σου.Σ’αυτό ο νόμος είναι τυφλός.Είσαι αφέντης κι’αυτό είν’ολο που θέλει να ξέρει ο νόμος.Ο νόμος θα’έρθει κοντά σου και θα σταθεί στο πλαϊ σου.Αν όμως εσύ κυλιέσαι και παίζεις με τον δούλο που ‘ναι ιδιοκτησία σου,κι η ιδιοκτησία σου γυρίσει και σε δαγκώσει,ο νόμος πάλι θά’ρθει κοντά σου,μα δε θα ‘ρθει ολόψυχα κι όσο γρήγορα τον χρειάζεσαι.Θα’χεις αποτύχει όσον αφορά το ρόλο σου στη συμφωνία.Θα’χεις δείξει τη γραμμή που σε χωρίζει απ’την ιδιοκτησία σου και θα του έχεις πει ότι η γραμμή δεν έχει σημασία»... «Τώρα σήμερα κυλιέσαι με κάποιον που ‘ναι ιδιοκτησία σου με χαρτί.Τι θα κάνεις όμως άμα έχεις δέκα,πενήντα τέτοια χαρτιά?Τι θα κάνεις Χένρι,άμα έχεις εκατό τέτοια χαρτιά?Πάλι θα κυλιέσαι στο χώμα μαζί τους?»...


Το εγχείρημα του Τζόουνς είναι εντυπωσιακό ιδίως εάν κανείς σκεφθεί ότι το μυθιστόρημα αυτό ειναι το πρώτο τού συγγραφέα.Του πήρε 11 χρόνια να το γράψει και η ερευνητική δουλειά που έκανε φαίνεται σε όλη την δομή του βιβλίου το οποίο είναι συμπαγές και δεμένο παρ’όλα τα πολλά πρόσωπα που εμφανίζονται σε αυτό.Το δε τέλος του είναι από τα καλύτερα που έχω δει σε παρόμοιου ύφους μυθιστορίες.Το βιβλίο γνώρισε μεγάλη εκδοτική και εμπορική επιτυχία στις ΗΠΑ και τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ το 2004.
 
Παρασκευή, Ιανουαρίου 05, 2007
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιανουαρίου 05, 2007 | Permalink
Λατρεύω τον Ταϊμπο-και μ'αυτόν θέλω να ξεκινήσω την χρονιά
Ο Πάκο Ιγνάσιο Ταϊμπο ΙΙ στο πρώτο του μυθιστόρημα «ΜΕ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΕΡΙΑ» (εκδ.ΑΓΡΑ) (88) ανατρέπει όλες τις γνωστές δομές και φόρμες του αστυνομικού και του πολιτικού μυθιστορήματος.

Σε ένα βιβλίο-παζλ, όπου υπάρχουν 19 διαφορετικές ιστορίες,άπειρος αριθμός προσώπων που παρελαύνουν,υπαρκτά πρόσωπα τα οποία μπερδεύονται με μυθιστορηματικούς ήρωες,πράκτορες της CIA,αναρχικοί επαναστάτες ήρωες του Ισπανικού εμφυλίου,κομμουνιστές που επέζησαν από Σταλινικές διώξεις και ότι άλλο μπορεί κανείς να βάλει στο μυαλό του, ο συγγραφέας σαν ένας ιδανικός μάγειρας κατορθώνει να μας παρουσιάσει ένα φαγητό που γλείφουμε τα δάχτυλά μας τρώγοντάς το.

Τι είναι τελικά το μυθιστόρημα αυτό?Διαβάζοντας το και απολαμβάνοντας κάθε σελίδα του,δεν είμαι σε θέση να το κατατάξω κάπου.Θα το χαρακτήριζα πολιτικό θρίλερ με αστυνομική δομή αλλά και πάλι ο χαρακτηρισμός είναι ελλειπής.

Τυπικά παρακολουθούμε την προσπάθεια ενός παρανοϊκού πράκτορα της CIA ,ο οποίος ηγείται ενός αυτόνομου τμήματος με την μνημειώδη ονομασία Shit Department, να ενοχοποιήσει έναν υπουργό των Σαντινίστας με σκοπό να πλήξει την αξιοπιστία της κυβέρνησης της Νικαράγουας.Σε αυτή του την προσπάθεια και μέσα στην παράνοια του εμπλέκει δύο δημοσιογράφους (έναν Μεξικανό και έναν Αμερικανό-φοβερούς τύπους),έναν Βούλγαρο γέροντα κομμουνιστή ,έναν μαφιόζο Μεξικάνο έμπορο ναρκωτικών και την συμμορία του.Μέσα στην ιστορία άλλος περισσότερο-άλλος λιγότερο εμφανίζονται, οι Λ.Τρότσκι,Σ.Λώρελ (ο λιγνός του διδύμου Χοντρός-Λιγνός),ο μάγος Χουντίνι ,ο Πάντσο Βίγια ,ενώ η αχαλίνωτη φαντασία του Πάκο τοποθετεί μέσα στην δράση έναν Ισπανό αναρχικό ο οποίος έχει καταφύγει στο Μεξικό και ζει σε γηροκομείο (έχοντας παραστεί δυο φορές στην κηδεία του στην Ισπανία και στην Γαλλία-κλαίγοντας με μαύρο δάκρυ,διότι όπως λέει χαρακτηριστικά «εάν δεν κλάψεις στην κηδεία σου,σε ποιανού κηδεία θα κλάψεις?»),διάφορους περίεργους εκτελεστές (έναν νάνο,ένα κουτσό),διεφθαρμένους Μεξικανούς αστυνομικούς,μιά άσχετη ιστορία περιπέτειας που διαδραματίζεται στην Μαλαισία την οποία διαβάζει και ξαναγράφει ο Βούλγαρος κομμουνιστής,ένα χαμένο μυθιστόρημα του Λ.Τρότσκι,και διάφορα άλλα τα οποία δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή.

Φανερά επηρρεασμένος από την εμβληματική τριλογία του Τζον Ντος Πάσος “USA”,ο Ταϊμπο ειρωνεύεται και κριτικάρει την Αμερικάνικη πολιτική στην Λ.Αμερική,κάνοντας όμως ένα συνολικό σχόλιο στην ιστορία του 20ου αιώνα.Οι καλύτερες στιγμές του βιβλίου είναι η εξιστόρηση της ζωής του Βούλγαρου Βασίλιεφ,οι μάχες στον Ισπανικό εμφύλιο,οι σκηνές στην Νικαράγουα,η περιγραφή της ζωής ενός ομοφυλόφιλου Αμερικανού φωτογράφου από τον Ισπανικό εμφύλιο μέχρι τις μαύρες λίστες του Χόλυγουντ.

Οι ιστορίες μπορεί φαινομενικά να μην έχουν καμμία σχέση μεταξύ τους αλλά ο Ταϊμπο βρίσκει τον τρόπο να τις συνδέσει αρμονικότατα ώστε να μη μείνει στο τέλος καμμία απορία στον αναγνώστη.Δυστυχώς όμως,όπως συνήθως συμβαίνει σε τόσο «απλωμένα μυθιστορήματα»,οι πιό ενδιαφέρουσες ιστορίες χάνονται μέσα στην ξέφρενη πλοκή και οι ήρωες που συνέχεια βγάζει από το μανίκι του ο συγγραφέας είναι πολύ πιό ενδιαφέροντες από τους υπαρκτούς.Μπορεί και να είχε δίκιο ο Ν.Τσαβαρία όταν «μάλωσε» τον Ταϊμπο,λέγοντας του ότι «καίει» με αυτό το "φορτωμένο μυθιστόρημα",19 διαφορετικά βιβλία που θα μπορούσαν να έχουν γραφεί. Βεβαίως του Ταϊμπο ελάχιστα ίδρωσε το αυτί,διότι του απάντησε "Κι'εσένα τι σε πειράζει,θα βρω άλλες 19 ιστορίες να γράψω"...

Το βιβλίο γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του 80,βραβεύθηκε και γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Αμερική.Σε μιά συνέντευξη του,ο Ταϊμπο απαντάει σε χαρακτηριστική ερώτηση με το γνωστό του ύφος:

- Είχατε αντιδράσεις από μέρους των Αμερικανών για τα βιβλία σας;
«Αφού εμένα δεν μου αρέσουν, δεν με νοιάζει αν τους αρέσω. Αλλά το New York Times είπε για τα Τέσσερα Χέρια ότι είναι ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της χρονιάς. Επίσης ο Κλίντον δήλωσε ότι είχε το βιβλίο αυτό δίπλα στο κρεβάτι του. Αυτό πια δεν μου άρεσε καθόλου.
Οταν δημοσιεύθηκαν οι δηλώσεις του Κλίντον για το βιβλίο, άρχισαν να χτυπούν τα τηλέφωνα από φίλους που έπαιρναν για να με κοροϊδέψουν. Πριν από δεκαπέντε ημέρες είπε και ο Φιντέλ Κάστρο ότι διάβασε σε μία έκθεση στην Αβάνα το βιβλίο μου, οπότε μου τηλεφώνησε και ο διευθυντής του Μεξικανικού Πρακτορείου Ειδήσεων από τη Ρώμη για να με πληροφορήσει ότι ο Πάπας διαβάζει το βιβλίο μου. Ενιωσα πανικό. Οπότε ο διευθυντής από τη Ρώμη είπε: Αστείο ήταν, μη φοβάσαι. Εβαλα στο τέλος μία δήλωση στον τηλεφωνητή μου: Επιλέγει κανείς τους συγγραφείς του, δεν επιλέγει τους αναγνώστες του. Αν τώρα δηλώσει και ο Μπους ότι πήρε βιβλίο μου και του άρεσε, θα αλλάξω επάγγελμα. Το όριό μου είναι ο Μπιλ Κλίντον».

Εν κατακλείδι,ένα «ατίθασο» και υπέροχο βιβλίο,από έναν διαφορετικό και πραγματικά μεγάλο συγγραφέα που ευτύχησε να αποδοθεί στα Ελληνικά από τον έμπειρο μεταφραστή Κ.Ηλιόπουλο.
 
Τρίτη, Ιανουαρίου 02, 2007
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 02, 2007 | Permalink
2006-Ένας μικρός απολογισμός της χρονιάς που έφυγε
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να αρχίσω την νέα χρονιά με έναν απολογισμό του 2006 . Να ξεχωρίσω δηλαδή τα βιβλία που μου άρεσαν περισσότερο μέσα στον χρόνο που έφυγε.Το βρήκα τρομερά δύσκολο και αυτό το ποστ με βασανίζει μιά εβδομάδα τώρα.

Δεν μπορώ να πω εάν η χρονιά αυτή,ήταν καλύτερη ή χειρότερη από πέρυσι ή πρόπερσι ή από το 2002 γιά παράδειγμα.Όπως έχουν καταλάβει όσοι παρακολουθούν αυτό το μάλλον μονότονο blog, είμαι συστηματικός αναγνώστης σε στάδιο ψυχαναγκαστικό.Διάβασα περιπου τον ίδιο αριθμό βιβλίων που διαβάζω συνήθως,ένας αριθμός που κυμαίνεται την τελευταία δεκαετία,από 100 έως 125 την χρονιά, και που αυξομειώνεται ανάλογα με το «πάχος» των βιβλίων που τα τελευταία χρόνια (με ανησυχία),βλέπω να αυξάνεται επικίνδυνα.

Τα βιβλία που ξεχωρίζω τα έχω όλα αναφέρει στα προηγούμενα ποστς μου,άλλα με πολλά λόγια,άλλα με λίγα.Αδικημένα είναι σίγουρα τα βιβλία του πρώτου εξαμήνου του 2006 αφού το blog δημιουργήθηκε στα τέλη του Μάη και δεν βρήκα την ευκαιρία να μιλήσω πολύ γι’αυτά.Επίσης τυχαίνει πολλές φορές να μακρυγορώ γιά βιβλία που δεν μου έχουν προξενήσει μεγάλη εντύπωση και να είμαι σύντομος και κοφτός γιά βιβλία που λατρεύω,δεν έχει σχέση με την αξία τους αλλά μάλλον με την διάθεση της στιγμής και το ερέθισμα που μου έχουν προκαλέσει αυτά.Πολλές φορές μένω άφωνος μπροστά σε ένα αριστούργημα,φοβάμαι να μιλήσω γι’αυτό,τι να πω εγώ όταν όλα γύρω από κάποιο βιβλίο ή τον συγγραφέα του έχουν ήδη ειπωθεί.Άλλες φορές θέλω να πω πολλά και αυτοπεριορίζομαι φοβούμενος ότι μπορεί και να κάνω λάθος στην άποψή μου.

Τον χρόνο που μας πέρασε λοιπόν,διάβασα πολλά ωραία βιβλία,τουλάχιστον 20 είναι αξιομνημόνευτα.Θα αναφέρω μερικά , σε τελείως τυχαία σειρά και είμαι σίγουρος ότι θα μείνουν απέξω και κάποια άλλα που σίγουρα αξίζουν μιάς δεύτερης ματιάς.

Δύο βιβλία σημάδεψαν την χρονιά μου,το Πέδρο Πάραμο του Χουάν Ρούλφο και το Κουρδιστό Πουλί του Μουρακάμι.Πως μπορώ να μη βάλω όμως στην πρώτη σειρά την Γαλλική Σουίτα της Ιρέν Νεμιροβσκί που μ’έκανε να δακρύζω καθώς την διάβαζα?Και τι να πεις γιά αριστουργήματα όπως το Ιστανμπούλ του Παμούκ,το Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα της Μ.Κορομηλά,τον Γκεβάρα του Ταϊμπο ΙΙ,τους Μικρόκοσμους του Μάγκρις,τους Φανταστικούς θανάτους του Σνεντέρ.Πως μπορείς να μην αναφέρεις την Κλάρα στο μισοσκόταδο του Σομόζα,το Dolce agonia της Χιούστον,την Γλυκιά μυρωδιά θανάτου του αγαπημένου μου Γκ.Αριάγα,το Λαϊκό διάταγμα της αγάπης του Μινκ ή τα Καμμένα λεφτά του Πίλια.

Η λίστα θα ήταν ελλειπής εάν δεν ανέφερα τα βιβλία των τόσο πολλά υποσχόμενων, Γλυκοφρύδη,Μαμαλούκα, Κυριλλίδη,Σταμάτη που η γνωριμία μου μαζί τους με έχει κάνει να βλέπω την Ελληνική λογοτεχνία λιγότερο κριτικά απ’ότι συνήθιζα.

Τώρα συνειδητοποιώ ότι έχω αφήσει απέξω τόσους και τόσους άλλους,τον Μπάνβιλ,τον Λουκαρέλι,τον Ζονκέ,τον Χάντρα ,την Άτγουντ,τον Σκρουμπέλο,τον Κυριακίδη,τον Μπαρίκο.Και σίγουρα έχω αφήσει εκτός συναγωνισμού τον ένα και μοναδικό Μπόρχες που τα ΑΠΑΝΤΑ ΠΕΖΑ του με συντροφεύουν κάθε βράδυ προτού κοιμηθώ-είμαι σίγουρος ότι ο γέρο-Χόρχε συμβάλλει στην έλλειψη ύπνου που με βασανίζει αλλά του τα συγχωρώ όλα γιατί η απόλαυση που μου χαρίζει είναι απίστευτη.

Καλή Χρονιά σε όλους,κυρίως σε όσους μου κράτησαν συντροφιά μέσα από αυτό το blog,είτε ενεργά,είτε σιωπηρά.Σε δύσκολες στιγμές είναι η παρέα μου και η ψυχοθεραπεία μου.Στις πιό χαλαρές μου μέρες είναι πηγή διασκέδασης και αφορμή γιά πολλές σκέψεις.Ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου.